Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (5)

5η συνέχεια εκ των προηγουμένων


Ωραιότατον αυτό κολπάκι υστάτης αμύνης. Αποτελεσματικότατον: «Βοήθεια γειτόνοι».
Ο άνθρωπος σε κάθε πράξη του έχει κάνει λογιστικό προγραμματισμό, αναλόγως, βεβαίως, της λογιστικής ικανότητός του. Και η μάνα άνθρωπος είναι. Σου λέει λοιπόν: «Θα δείρω το παιδί και θα φοβηθεί - δεν θα το ξανακάνει». Απλουστάτη αντίληψις. Εδράζεται αδρανώς εις τον λεγόμενον "παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας". Η λεχώνα, ως γνωστόν, ακούει κλάμα, ταΐζει παιδί. Ταΐζει παιδί, δεν ακούει κλάμα. Συμπεραίνει ως εκ τούτου, ότι δι’ απλών χειρισμών φέρει επιθυμητά αποτελέσματα. Ξεχνά όμως ότι κατ’ ουσίαν συναλλάσσεται με τας διαθέσεις ενός βρέφους αγλώσσου. Μωρέ! Μεγάλη επιτυχία, δηλαδή, το να ταΐσεις ένα μωρό για να μη σε ζαλίζει με κλάματα…!
Περιγράφω μαθηματικώς:
Α +Β=Γ, όπερ Γ=Α+Β, όπου Α= νηστικόν μωρόν κλαίον ζαλίζει μαμά, Β=μαμά ταΐζει παιδί και Γ=μωρόν χορτάτο δεν κλαίει και μαμά ησυχάζει.

Τα παιδιά, όμως δεν είναι βρέφη. Είναι ωριμάζοντες άνθρωποι. Και φρέσκα στην κοινωνία έχουν στενότερη επαφή με το θέατρο απ’ ότι οι μεγάλοι, διότι βρίσκονται πιο κοντά στην εποχή που αγωνιωδώς προσπαθούσαν να κατακτήσουν την ομιλία. Γι αυτό κι έχουν καλύτερη αντίληψη του τι αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει μια πράξη. Έχουν, δηλαδή, καλύτερη φυσική κατάσταση από τους μεγάλους, ώστε να αντέξουν τα αποκυήματα των πράξεων τους, συμπεριλαμβανομένου του Λόγου, διότι ως γνωστόν ο Λόγος είναι Πράξη. Και έχουν ακόμα τα παιδιά, ένα εξωτερικό μάτι, όπως οι χορευτές, που παρακολουθεί και αξιολογεί την κίνησή τους. «Βαράς εσύ; Θα σε κάνω εγώ ρεζίλι στη γειτονιά, γιατί κανείς δεν ξέρει γιατί με βαράς, με τι με βαράς και πόσο με βαράς».
Μαθηματικώς: (Α + Β) : (Γ + Δ) επί Κ = Ε, όπου Α= μαμά με παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας, Β=άτακτον παιδί, Γ= βαράει η μαμά, Δ= σκούζει το παιδί και Κ= Π.Σ.Κ.Κ.Κ.Α. (Παγκοσμία Σταθερά Κουτσομπολίστικης Κοινωνικής Αντιλήψεως). Το δε Ε ισούται με τον παιδικόν θρίαμβον.

Τώρα θα σας πω εν συντομία την ιστορία του κασετοφωνακιού SONY. Το αγοράσαμε, όπως σας είπα, Φλεβάρη του ’73. Μετά τα εγκαίνιά του έμεινε εν υπνώσει στην οροφή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας των γονιών μου για τέσσερεις περίπου μήνες. Κατόπιν, αξιοποιήθηκε επί πενταετίαν και παρεχωρήθει στους προεφήβους διδύμους αδελφούς μου (αγόρι, κορίτσι) που με επιπολαίους χειρισμούς ξεδόντιασαν ένα-ένα τα λευκά του πλήκτρα. Αλλά υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του βίου του, που άλλες σκοπεύω να αφηγηθώ και άλλες ίσως όχι.


συνεχίζεται.............

Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (4)


4η συνέχεια εκ των προηγουμένων.........



«Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις; Πού ήσουνε; Θέλεις να μας σκάσεις; Από τις δύο που σχόλασες έφτασες να μαζεύεσαι πέντε παρά. Αναισθησία. Τέτοιος γάιδαρος είσαι; Γιατί δε μιλάς; Μη μου γυρίζεις από κει το κεφάλι εμένανε. Μόλις έφυγε ταξίδι ο πατέρας σου άρχισες πάλι. Να μου πηγαίνει εμένανε η ψυχή μου στην Κούλουρη κι εσύ να γυρνοβολάς. Γαϊδούρι. Αυτό το παράδειγμα δίνεις στ’ αδέρφια σου;».
«Αυτά είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουνε».
«Από ετοιμολογία είσαι ο καλύτερος. Έχεις φάει τίποτα; Νηστικός από το πρωί…».
«Δεν θα πεθάνω. Ο άνθρωπος αντέχει στην πείνα τριάντα μέρες».
«Γάιδαρε. Άμα σου γυρίσω καμία ανάποδη θα δεις».
«Έφαγα τοστ».
«Τοστ και ποστ και κομπόστ. Σκατολοΐδια. Μ’ αυτά δεν τρέφεται ο άνθρωπος. Θα στο κόψω το χαρτζιλίκι. Είσαι στην ανάπτυξή σου και θέλεις φαΐ κανονικό. Να σου βάλω να φας;».
«Άμα θέλεις να φάω, ξανατρώω».
«Κοίτα κατάσταση. Το παλτό σου μούσκεμα. Τα πουκάμισα έξω. Η φανέλα σου λούτσα. Άμα κρυώσεις και πας στο Σανατόριο, θα σου πω εγώ. Αλλά θα με χτικιάσεις εμένανε πρώτα. Ξέχασες που μικρός πέρασες πνευμονία; Χτες τα έπλυνα και τα σιδέρωσα και τα έκανες σαν τα μούτρα σου. Με ποιους γυρνοβόλαγες;».
«Πήγαμε μετά το σχόλασμα στη ΧΑΝ και επειδή έπιασε βροχή καθίσαμε και περιμέναμε να περάσει».
«Και στη ΧΑΝ έσκισες το γόνατο του παντελονιού σου;».
«Γλίστρησα στο δρόμο που ερχόμουνα».
«Εμένανε πας να κοροϊδέψεις; Γι αυτό είσαι από πάνω ως κάτω μες τις λάσπες; Πήγατε μετά και παίξατε μπάλλα. Δεν σου έχω πει να μην πηγαίνεις για μπάλλα μετά το σχολείο; Άμα στα δώσω τη Δευτέρα να τα φορέσεις σκισμένα και λασπωμένα, τι θα μου πεις; Δηλαδή, επειδή δεν θέλω να γίνω ρεζίλι εγώ, και σε στέλνω στο σχολείο στην τρίχα, εσύ θα με καβαλήσεις; Επειδή ο πατέρας σου λείπει νομίζεις ότι θα με καβαλήσεις και θα κάνεις ότι σου καπνίζει; Δεν θα γυρίσει με το καλό ο πατέρας σου; Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει….. Την Τρίτη που θα γυρίσει από την "άγονο" θα σε πάρει και θα σε σηκώσει………».
«Ήμουνα τερματοφύλακας».
«Θα σε πάρει ο διάολος…..».
«Όχι, ρε μαμά, με τη λουρίδα…. Μη βαράς με τη λουρίδα. Σου ‘χω πει, μη με βαράς με τη λουρίδα».
«Όχι λουρίδα. Όχι κρεμάστρα. Όχι παντούφλα. Καμτσίκι θέλεις εσύ γάιδαρε ξεσαμάρωτε. Γαϊδούρι κυπραίϊκο…………».
«Σου είπα, που να πάρει η ευχή, ήμουνα τερματοφύλακας……………. Α, α, α,… γειτόνοι βοήθειααα………».
«Σκάσε. Σκάσε……, που θα γίνουμε ρεζίλι στη γειτονιά...».
«Βοήθεια, λέω........».
«Σκάσε, αφιλότιμε».
«Βο....».
«Σκάσε».
«……………μ».



συνεχίζεται........

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (3)

3η συνέχεια εκ των προηγουμένων
Το κουδούνι ντριντρίνισε το πολυπόθητον σαββατιάτικο σχόλασμα. Την επόμενη εβδομάδα θα είμαστε απογεματινοί, οπότε αυτή η Κυριακή απλώνεται φαρδιά κοιλάδα ανάμεσα σε ένα ξένοιαστο κατηφορικό απόγευμα Σαββάτου και ένα ήπια ανηφορικό δευτεριάτικο πρωινό, πρόσφορο για να ένα διάβασμα πασαλειμματάκι οχτώ με δέκα και μετά μπάλλα ως την ώρα του φαγητού, καθώς το οφειλόμενο άγχος για την αδιαβασιά υπό την σκιά του κακοτράχαλου όγκου της εβδομάδας που υψωνόταν απειλητική όσο πλησίαζε η ώρα 2 το μεσημέρι, θα εξοφλείτο με στομαχικό σπασμό στο άκουσμα του σαδιστικού μακρόσυρτου ντριιιιιιιιιιιν που σήμαινε την προσευχή. Ο κυρ-Στέλιος ο επιστάτης με το ημίλεπτον αυτό κουδούνισμα εκτόνωνε την δική του τσαγκαροδευτεριάτικη βαρεμάρα. Με το σαρδόνιο υπομειδίαμά του τον βλέπαμε να χλευάζει μουδιασμένες τις κινήσεις μας, καθώς μπαίναμε στις γραμμές ανά τμήμα υπό τα στρατιωτικής εκφοράς παραγγέλματα του γυμναστή και ενώ η Βλοσυρά Τριάς, Γυμνασιάρχης, Διευθυντής και Υποδιευθυντής, μας ατένιζαν άκαμπτοι από τον εξώστη του α’ ορόφου. Θα εκαλείτο ένας μαθητής για την προσευχή, η χορωδία θα τραγουδούσε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» και μετά θα ακολουθούσαν οι αυστηρές νουθεσίες περί σχολικής πειθαρχίας και οι ανακοινώσεις αποβολής τών εις πταίσματα πεσόντων. «Χατζής, Σεφεριάδης, τριήμερος αποβολή διότι έσπασαν αναιτίως τας κρεμάστρας του γυμναστηρίου. Ανδρεάκος διήμερος αποβολή διότι αυθαδίασε προς την κυρία Νιαρχάκου, ήτις τον συνέλαβε εις τα αποχωρητήρια καπνίζοντα. Κοσμίδης, μονοήμερος αποβολή διότι ανέγνω εντός της τάξεως πολιτικήν εφημερίδα. Εις τας τάξεις σας». Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή.
Αλλά τώρα είναι σχόλασμα Σαββάτου. Με γρήγορο περπάτημα και γέλια κατεβαίνουμε τις γλιστερές σκάλες. Είχε βρέξει στο τελευταίο διάλειμμα και οι σόλες των εκατοντάδων παπουτσιών είχαν ανακατέψει τα υγρά αποτυπώματά τους με υπολείμματα τυρόπιττας και με βούτυρο από μισοφαγωμένα τσαλαπατημένα σάντουιτς. Ο καιρός μουντός, ετοιμάζει πάλι βροχή. Μπουμπουνίζει. Μας το χάλασε το ντέρμπι με το Α2 στην πλατεία Τερψιθέας. Πάμε στη ΧΑΝ για πιγκ-πογκ. Προηγείται στάση στο Κορφού, το τοστάδικο της πλατείας Κοραή. Κατάθεσις των οικονομιών της εβδομάδος. «Ένα με διπλό τυρί, ντομάτα, αυγό, ζαμπόν, συκωτάκια, ρώσσικη και μουστάρδα. Εσύ, ρε, τι παράγγειλες για το δικό σου; Α, και μια κονσερβίτσα χυμό ροδάκινο».


συνεχίζεται.........

Κυριακή, Μαΐου 27, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (2)

2η συνέχεια εκ του προηγουμένου............


Η τεχνική της γραφής σε τρίτο πρόσωπο, λένε ότι σηματοδοτεί την ωριμότητα του συγγραφέα. Εμένα μου φέρνει πολλές δυσκολίες. Με παιδεύει. Προτιμώ το πρώτο πρόσωπο όσο κι αν δεν γράφω απολύτως προσωπικά. Όταν, δηλαδή, θυμάμαι τάχα, στην ουσία διαπλάθω συμφυρμούς με βάση ετερόκλητες αναμνήσεις. Αλλά και το ανάποδο κάνω. Μίαν ανάμνηση την διασπώ σε πολλαπλές δυνάμει υπαρκτές εικόνες που απαιτούν να τους συμπεριφερθώ σα να υπήρξαν και να τις θυμάμαι.
Ο μπαμπάς, λοιπόν, της εν λόγω οικογενειακής καταστάσεως, είναι ο μπαμπάς μου – άρα προφανώς αναφέρομαι στην οικογένειά μου. Τω όντι είμαι κατά επτά χρόνια μεγαλύτερος από τα δίδυμα αδερφάκια μου (αγόρι-κορίτσι), αλλά ο μπαμπάς μου δεν μου έριξε χαστούκι προς παραδειγματισμόν, όταν οι δείκτες έξι παιδικών χεριών διεκδίκησαν το πάτημα του κουμπιού PLAY. Διότι ούτε αυτό συνέβη. Ουδείς δείκτης παιδικός της οικογενείας μας θα μπορούσε παρόντος του πατρός μας να συμπεριφερθεί ανώριμα. Ίσα-ίσα που με τάξη κατόπιν εντολής του μπαμπά, κατά ηλικίαν δοκιμάσαμε την αποτελεσματικότητά μας στο να θέσουμε σε λειτουργία το κασετοφωνάκι. Πρώτα ο μεγάλος, δηλαδή εγώ. Θα σας κουράσω λίγο τώρα για να σας αναπτύξω την μεταξύ των διδύμων αδερφών μου ιεραρχίαν εν συναρτήσει με τα παιχνίδια της τύχης και με ολίγα στοιχεία φυσιολογίας τοκετού διδύμων. Κανονικά ο αδερφός μου κατήρχετο πρώτος και θα επρόβαλε το κεφαλάκι του προς τον κόσμο προηγούμενος της αδερφής μου. Όμως, μπλέχτηκε στον λώρο. Ευτυχώς, η σύγχρονος του 1966 ιατρική επενέβη και με καισαρικήν τομήν έβγαλε ο μαιευτήρας από την κοιλιά της μάνας μου πρώτα την αδερφή μου και μετά τον αδερφό μου. Δεν τα είχαμε βαφτίσει ακόμα τότε και γι αυτό δεν σας λέω τα ονόματά τους. Έτσι, παρόλο που ο αδερφός μου θα ήταν ο πρώτος, αν ο τοκετός ήτο φυσιολογικός, πρώτη θεωρήθηκε η αδερφή μου. Και αυτή πάτησε μετά από μένα το PLAY του κασετοφωνακιού μας. Ο μικρός το πάτησε τελευταίος.


συνεχίζεται....

Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

Ο μικρός νταής, ο άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών.



Το κασετοφωνάκι Sony αν και εβολιδοσκοπείτο ως Χριστουγεννιάτικο δώρο για το σπίτι, μετά από αλλεπάλληλες οικογενειακές συσκέψεις, αφού πρυτάνευσε η συνετή οικονομική άποψη της κεφαλής του σπιτιού, και αφού κατόπιν συμφωνίας τα τρία παιδάκια της οικογένειας περιορίστηκαν σε τρεις σακουλίτσες μπαλόνια για δώρο Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αγοράστηκε τελικώς κατά τις εκπτώσεις του Φεβρουαρίου του 1973, κατά τριάντα δραχμές φθηνότερα.
Η πρώτη μέρα της απόκτησής του ήταν πανηγυρική, παρόλο που ήταν Πέμπτη, μεσοβδόμαδα. Μια κασετούλα-demo έπαιξε και ξανάπαιξε ένα ολόκληρο απόγευμα τα τέσσερα ποπ γιαπωνέζικα τραγουδάκια της, αυστηρά με χειρισμό του αγγλομαθούς μπαμπά, που είχε μελετήσει προηγουμένως τις οδηγίες σχολαστικά. Κατά τις 6.00 που άρχισε να σουρουπώνει, ο μπαμπάς παραχώρησε το δικαίωμα χρήσης στα υπ’ αυτόν μέλη της οικογένειας. Το πάτημα του κουμπιού "PLAY" διεκδικήθηκε με σφοδρότητα από τους δείκτες έξι παιδικών χεριών – προηγουμένως η μαμά τιμητικώς δοκίμασε μια φορά να το πατήσει και δεν τα κατάφερε, οπότε αποσύρθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τυροπιτάκια για τον εορτασμό αποκτήσεως. Η κατάληξη της διαμάχης ήταν αναμενόμενη. Μια άγρια φωνή του μπαμπά, ένα χαστούκι στον μεγάλο γιο, τα κατά επτά χρόνια μικρότερα δίδυμα (αγόρι και κορίτσι) λουφάξανε, και ο μπαμπάς αρπάζοντας με προστατευτικότητα τη συσκευή, «Δεν είσαστε για τίποτα, θα της βγάλετε τα μάτια σε μια μέρα», είπε, τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα τακτοποίησε το κασετοφωνάκι στο κουτί συσκευασίας του και το απέσυρε στο άβατον: στην σκεπή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας. «Θα το ξαναδείτε το Σάββατο, μετά το σχολείο, και αν».
......... συνεχίζεται.

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζουν οι γονείς μου.(Ως ανταπόδοσις).

















Το απόσπασμα κριτικής που διαβάσατε είναι του Πέτρου Βλαστού, στο μελέτημα του "Ο Καβάφης ο στωικός", (Ιδέα 1, 1933), σκαναρισμένη από το βιβλίο "Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ, Μελέτες για την κριτική" του Παναγιώτη Μουλά.
Ο καλλιτέχνης και ο κριτικός, πιστεύω, ότι συμπορεύονται. Όμως, επίσης για μένα αποτελεί δόγμα το ότι, αν και βαδίζουν στον ίδιο δρόμο, μονοπάτι, λεωφόρο (ό, τι προτιμάτε), οφείλουν, έστω και αν γνωρίζονται, να μη συνομιλούν …. περί του παπλώματος. Ο καθένας με την τέχνη του οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους άλλους εκτός από τους αμέσως εμπλεκομένους. Ούτε ο κριτικός στον καλλιτέχνη, ούτε ο καλλιτέχνης στον κριτικό. Γιατί αν αρχίσουν να συνομιλούν οι εμπλεκόμενοι, θα εμπλακούν. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Και αν το επιθυμούν μπορούν να πιουν τα ουζάκια τους. Όχι, όμως (κατά τα πιστεύω μου) να συνομιλήσουν δημοσίως.
Επίσης, πιστεύω, ότι όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει ένας θιασώτης της τέχνης, καλλιτέχνης, ή κριτικός, ή εραστής, το πράττει ως άσκηση ανιδιοτέλειας και αυτογνωσίας.
Το απόσπασμα της κριτικής του Πέτρου Βλαστού δεν το παρέθεσα για να αναδείξω το προφανές. Τάχα, δηλαδή, ότι ο Καβάφης –χρόνια του πολλά, Κώστας κι αυτός- τάχα, δηλαδή, επαναλαμβάνω, δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος, ενώ ο Βλαστός απαξιώθηκε εκ του αποτελέσματος. Διότι:

«Άσκ ολσούν τσιβιρινέκ.΄…… Ύστερον, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον ουδείς. Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Ο ξεπεσμένος Δερβίσης".


Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω – δεν θα προτιμήσω την λέξη "στόχος" - φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω το αντικείμενο της κριτικής του Βλαστού. Σας δίνω ως μοναδικό στοιχείο το χρονολογικό πλαίσιο και σας αφήνω. Πού θα πιστεύατε ότι απευθύνεται; Θα είχε έστω και ένα έρεισμα ύπαρξης; Και επεκτείνω το «πείραμα»: αν ο ίδιος ο Βλαστός είχε γράψει αυτό το κείμενο χωρίς να το προσανατολίζει επωνύμως, πώς θα σας φαινόταν;

Μην σας κουράζω άλλο, διότι προ μηνών διάβασα στο RAM ότι τα μπλογκ με μακροσκελή κείμενα διαπράττουν τακτικόν λάθος (πολύ τα ανακατεύουμε τα πράγματα….). Θα σας πω ευθέως, ότι προσφάτως ανέγνωσα σε στήλη μουσικοκριτικού, κείμενο που αναφερόταν σε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με έργα ελλήνων συνθετών χωρίς να παραθέτει ούτε τίτλους των έργων, ούτε τα ονόματα των διαπραξάντων το έγκλημα συνθετών, μεταξύ αυτών κι εγώ. Απεστρέφετο δε στο τέλος την εσωστρέφεια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Είναι δε, η δεύτερη φορά που στην ίδια εφημερίδα αναφέρονται στο έργο μου χωρίς να αναφέρονται στο όνομά μου. (Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι αφ’ ότου οι μέτοικοι απέκτησαν το δικαίωμα να υπογράφουν τις ζωγραφιές τους στους αμφορείς, η κριτική απέκτησε κι εκείνη υπογραφή. Αν η κριτική δεν αναφέρεται επωνύμως, μοιραία θα ενδυθεί κι αυτή την ομίχλη της ανωνυμίας, ή και της ανυπαρξίας).

Τι με πείραξε; Θα σας πω: Όταν τεχνικώς οφείλουν να αναφέρουν το όνομά σου και δεν το κάνουν, προσβάλλουν τους γονείς σου. Το παραβλέπω και ως οφείλω θα αναφερθώ τιμητικά εκτός από τους ισαποστόλους και στον Άγιο Νικόλαο, που τόσα χρόνια προστάτεψε τον πατέρα μου, καπετάνιο, από τα κύμματα και τις τρικυμίες και τον έχω και τον χαίρομαι. Πέρασα πολλές αγωνίες μικρός, αλλά από τότε που βγήκε στη σύνταξη, όταν λυσσομανάει ο νοτιάς και βραδιάζει, τουλάχιστον δεν ανησυχώ για εκείνον.

Τι τα θέλετε; Βρέθηκα εν τέλει να επισπεύδω κι εγώ την διαδικασία εξαπλώσεως της ομίχλης, αποκρύπτοντας τον κριτικόν και την εφημερίδα. Και να λοιπόν που ανακατευτήκαμε, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ, ή περί νοητού χρυσού και αποδράσεως από την απόκτησίν του.

Ραδιόφωνο, τίτλοι ειδήσεων των 00.00, πάμε για τα ξημερώματα Σαββάτου 19 Μάη 2007:
«500 χρυσά νομίσματα εντοπίστηκαν σε ναυάγιο του Ατλαντικού από ερευνητική ομάδα».

Οι ειδήσεις εν είδει τίτλου έχουν πολλά χαρίσματα. Κατά πρώτον και κύριον και τελευταίον σε απαλλάσσουν από το να φας στη μάπα και την αναλυτική τους παρουσίαση. Η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι ως εξής:
« Η επιστημονική ομάδα του ΛΙΛΙ (όπου "ΛΙΛΙ" ισούται με ίδρυμα ερευνητικόν, πανεπιστήμιο, κυβερνητική ή μη κυβερνητική οργάνωση) ανακάλυψε ("ανεκάλυψε", αν ο διευθυντής ειδήσεων πάσχει από γλωσσική κρίση, "βρήκε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο, "βρέθηκε μπροστά σε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο αλλά επιμένει στην ζωντάνια) ένα ναυάγιο, πιθανώς…μπλα-μπλά, στο οποίο ανιχνεύτηκαν, με υπερσύγχρονα μέσα, 500 χρυσά νομίσματα, πιθανότατα της περιόδου… μπλα-μπλα. Στο ναυάγιο σπεύδουν αρχαιολόγοι και ομάδες δυτών».
Αυτό που είναι ενδιαφέρον δεν είναι το εύρημα, ούτε η είδηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ουδέποτε θα πληροφορηθούμε τα αποτελέσματα της ερεύνης, διότι «της επιστήμης παρεμβαλομένης η είδησις αφυδατούται».

Το ερώτημά μου είναι «ποία η αξία του χρυσού;». Γενικώς. Και ενθυμούμαι πόσες και πόσες ταινίες του Χόλυγουντ (αυτής της μητροπόλεως των χρυσοθηρών της τέχνης) όπου ναυαγοί –άπληστοι κατά το σενάριον- πεθαίνουν περιστοιχιζόμενοι από σωρούς χρυσών νομισμάτων και άλλων χρυσοποίκιλτων αντικειμένων. Εν αντιθέσει δε αυτών, ο αποδιδράσκων κόμης Μοντεχρήστος.


-Άμα θέλεις να χτυπήσουμε εμείς την καμπάνα, να έρθεις από τις εντεκάμιση. Γιατί έρχονται και άλλα παιδιά και ο κυρ-Μήτσος ο νεωκόρος αφήνει να την χτυπήσουνε όποιοι έρθουνε πρώτοι. Πρέπει να πάμε πρώτοι-πρώτοι.

Στα πέναλτι – στα "μπενάλτια" – εβίωνα όλην την καρτερικότητα των θυσιασμένων ηρωικών μορφών της ιστορίας μας. Λεωνίδας, Διάκος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Τσατούχας (ο τελευταίος – ο Τσατούχας, δηλαδή- ήταν τερματοφύλακας του Εθνικού Πειραιώς και έπιανε μπενάλτια). Από όλες τις θέσεις η θέση του τερματοφύλακα κλίνει προς την αγνοτέραν μορφήν ήρωος, την "όλοι σας και μόνος μου". Και το πέναλτι θα πρέπει να είσαι πολύ φανατισμένος φίλαθλος για να θέλεις να μπει.

Κάθε Κυριακή στις δέκα είχαμε αγώνα Μαυρομιχάλη-Ζαΐμη, στην γούβα της Θεοτόκη, μπροστά στου Κόσκου την Ταβέρνα. Και σήμερα δεν μου φτάνουνε τα ξεροσφύρια που έχουνε μαζευτεί από νωρίς κυριακάτικα και με κοκκινισμένες μύτες φωνάζουνε γαλαρία «πάσα ρε», «πίσω ρε», «δεξιά ρε», έχω και την έννοια να πάω από τις εντεκάμιση στο Άγιο -Νείλο για να πιάσουμε πρωτιά να μας αφήσει ο κυρ-Μήτσος να χτυπήσουμε την καμπάνα του κατηχητικού. «Α, ρε Αλιφραγκή, να σε βράσω με τις καμπάνες». Σουτ – γκολ. Το ‘φαγα.
«Παιδιά εγώ φεύγω».
«Πού πας ρε….;»

«Νταν-νταν-νταν-νταν-νταν. Πέντε νταν τρεις φορές. Νταν-νταν-νταν-νταν νταν. Κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε νταν. Θα μετράτε: κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε. Και θα το χτυπήσετε τρεις φορές: κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό. Άμα το χτυπήσετε λάθος δεν θα σας αφήσω να το ξαναχτυπήσετε. Από δω θα πάτε. Από αυτές τις σκάλες που πάνε στον γυναικωνίτη. Και μετά έχει μια στενή σκαλίτσα για τις καμπάνες. Θα χτυπήσετε τη μεγάλη καμπάνα με το πιο χοντρό σχοινί. Ουαί και αλλοίμονό σας. Άμα με κάψετε θα σας κάψω. Το χοντρό σκοινί. Να έρθω απάνω να σας δείξω;»
«Όχι κυρ- Μήτσο, εντάξει».

Τρεις φορές από πέντε φορές. Στις δώδεκα η ώρα μαζεύτηκαν όλα τα παιδάκια. Το πετύχαμε.
Καθόμασταν στις καρέκλες τις εκκλησίας στα πίσω-πίσω, πλάι-πλάι με τον Αλιφραγκή, και περιμέναμε τον κατηχητή. Τον κύριο Πετράκη. Ο κυρ-Μήτσος πέρασε, έσβησε κάτι κεριά που έκαιγαν ακόμα και κουνώντας το κεφάλι του έγνεψε στον Αλιφραγκή και σε μένα «εντάξει». Το «κύριος Πετράκης» δεν ήταν όνομα. Ήταν επώνυμο. Ο κύριος Πετράκης, ο κατηχητής μας, ήταν φοιτητής. Κάθε Κυριακή κουβάλαγε ένα μαυροπίνακα από το γραφείο των κληρικών και τον έστηνε μπροστά από το Ιερό. Μας έκανε την κατήχηση και στο τέλος μας έγραφε στον πίνακα το «δίδαγμα» και το «ρητόν» που το γράφαμε στα τετραδιάκια μας. Αυτή ήταν η δουλειά του πίνακα. Δίδαγμα και ρητόν. Όμως σήμερα ο Λαμπαούνας είχε έρθει από νωρίς. «Τι δουλειά έχει αυτός ο μύξης από τόσο νωρίς ρε Αλιφραγκή; Λες να ήρθε για να χτυπήσει τις καμπάνες;». «Μπα, ρε συ. Για να χτυπήσεις τις καμπάνες πρέπει να είναι δύο. Αυτός είναι μόνος του. Και δεν ξέρει και να μετράει. Εμάς θα βάλει ο Κυρ-Μήτσος».

Καθόμασταν στις καρέκλες και περιμέναμε τον Πετράκη. Τον κύριο-Πετράκη. Τρίβαμε τα χέρια μας στα παντελόνια μας γιατί έκανε κρύο μες στην εκκλησία. Αλλά είναι ωραίο το κατηχητικό. Γιατί κάθεσαι στις καρέκλες. Ενώ την ώρα της λειτουργίας κανένα παιδί δεν επιτρέπεται να κάθεται στις καρέκλες. Στις καρέκλες κάθονται οι γέροι. Πρέπει να γίνεις πατέρας για να κάτσεις σε καρέκλα. Και πάλι δύσκολο. Παππούς κάθεσαι σίγουρα.

Και ήρθε ο κύριος Πετράκης με το στρίποδο και τον πίνακα. Άνοιξε το στρίποδο και έβαλε πάνω προσεχτικά τον πίνακα. Μετά έβγαλε από την τσέπη του δύο κιμωλίες και πήρε με το δεξί του χέρι το σφουγγαράκι που κρατούσε δαγκωμένο στο στόμα του και το απίθωσε πάνω στο αναλόγιο του πίνακα. Όλα τα παιδιά, άλλα γελούσαν πολύ, άλλα έπνιγαν το γέλιο. Ο κύριος Πετράκης μας κύτταξε με μάσκα χριστιανικής αγάπης που σταδιακά εκκολαπτούσε ….. κάτι. Εννόησε από τα βλέμματά μας την πηγή της ευθυμίας. Γύρισε και αντίκρυσε τα γραμμένα στον πίνακα:
«Πετράκι μουνή γάμα καμιά χριστιανί».
Η οργή έσπασε το αυγό. Αλλόφρων πήρε το σφουγγάρι και έσβηνε τον πίνακα, ανακρίνοντας με το μάτι του τα βλέμματά μας.
«Λαμπαούνα, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο. Απόβρασμα.....».
Ο Λαμπαούνας σηκώθηκε και έτρεξε ως αρχαίος έλλην να κρυφτεί μέσα στο … Ιερό. Ξοπίσω του ο Πετράκης. Ο κύριος Πετράκης. Κυνηγούσε τον Λαμπαούνα γύρω-γύρω από την Αγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή του έφραξε το δρόμο.
«Από πού θα πας Λαμπαούνα; Από την Ωραία Πύλη θα βγεις; Το ξέρεις ότι από την Ωραία πύλη βγαίνουν μόνον οι Ιερείς; Θα σε κάψει ο Θεός άμα βγεις από την ωραία Πύλη».
Ο Λαμπαούνας, πασαλειμμένος με τα σάλια της αγωνίας του, έριξε ένα πήδο και το έσκασε από την Ωραία Πύλη.

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Αγγέλα

Έχετε οσφρανθεί την θεσπέσια σκατίλα της Ψυττάλειας. Είναι η ωραιότερη σκατίλα που μπορεί να βρει κάποιος να απολαύσει ρεμβάζοντας στο μπαλκόνι του αν έχει την τύχη να μένει στον Πειραιά και να τον πιάνει λίγο το νοτιαδάκι. "Μειοψηφίες" θα μου πείτε. Συμφωνώ. Εδώ ολόκληρη σφαγή των Αρμενίων, των Εβραίων, των Ποντίων, των Χιροσιμέζων, των Ναγκασακιανών, των Ινδιάνων, των Παντουκείων, των Ολοφρονέζων, των Πεντακισχυσίων, των Μπούρδα-Μπούρδα, των Γαλλικομάνων (οι πέντε τελευταίοι είναι φανταστικοί, αλλά πιθανοί), ανεχτήκαμε. Η σκατίλα αυτή δεν μου είναι ξένη. Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια.....
Μου θυμίζει την κυρ-Αγγέλα. Την κυρ-Αγγέλα, που έμενε στη γωνία της Μαυρομιχάλη, την κυρ-Αγγέλα με τα τεράστια βυζιά, το νυχτικό και τις παντούφλες, να βγάζει το κεφάλι της από την πόρτα - ποιά πόρτα; (μια κουρελού είχε για εξώπορτα) - έξω το κεφάλι και γρήγορες ματιές αριστερά-δεξιά - μία η ώρα τη νύχτα ποιος να τη δει;. Εγώ έκανα το τσιγαράκι μου, το δεύτερο ή το τρίτο-ένα κάθε καλοκαίρι, αρχόμενος από πρώτης γυμνασίου.
-Ρουφιάνες, να σας καεί το σπίτι.
Δεν το φώναζε. Το έπνιγε στην ορμή με την οποία άδειαζε το γκιο-γκιο με τα κάτουρα και τα σκατά στο δρόμο. Κι ύστερα πάλι γρήγορα-γρήγορα το κεφάλι αριστερά-δεξιά. Και τσουπ μέσα στο σπίτι. Την άλλη μέρα έβγαινε και σκούπιζε το πεζούλι της. Μόλις πέρναγε καμμιά πρωινή γειτόνισσα πηγαίνοντας για τον φούρνο, η Αγγέλα ανασκούμπωνε τα βυζιά και λαχανιασμένη τάχατες - αγαναχτισμένη - δεν την καλημέριζε, αλλά έλεγε:
-Τις ρουφιάνες, τις πρόστυχες, τις βρώμες. Πάλι σκατά μου πετάξανε έξω απ' το σπίτι μου.

Η κυρ-Αγγέλα δεν είχε τουαλέτα, (καμπινέ τον λέγαμε τότε). Όλη η γειτονιά το ήξερε. Ήξερε ποιος πέταγε τα σκατά στο δρόμο. Αλλά δεν μίλαγε κανείς. Σχεδόν όλοι ένιωθαν ένοχοι, επειδή αυτοί είχαν αποχέτευση, ενώ το σπιτάκι της Αγγέλας δεν είχε. Η Αγγέλα ήταν το "πίσω του κόσμου" από το οποίο προήρχοντο. Επί πλέον η Αγγέλα άμα άνοιγε το στόμα της μπορεί να έβγαζε στη φόρα από κέρατα πραγματικά μέχρι κέρατα φανταστικά. Μη σε πιάσει το στόμα της ήταν: "Παλιοπουτάνα, που θα μου πεις εμένα. Τράβα μωρή να πλύνεις το στόμα σου από τις βρωμιές σου τις χτεσινές, παλιοτσούλα".

Μια μέρα όμως, μάλλον μια νύχτα, μέσα σ' όλη τη χρονιά, η Αγγέλα ήταν βασίλισσα. Ανήμερα τ' Άη-Γιάννη, 24 Ιουνίου, που ανοίγανε τον κλύδωνα.
"Την Αγγέλα να φωνάξουμε, την Αγγέλα. Αυτή τα λέει με γούστο. Τα λέει η ρουφιάνα με έναν τρόπο..."

Δεν πιστεύω να θέλετε και ηθικόν δίδαγμα......

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Η αυτοβιογραφία ενός μουσικού (για τον οίστρο) μέρος Α' : το βρέφος

«Θρ, βπφφφ, τνθζζζζ, ακά, λλλλλλμ, ό, νννκα, σσσςςς».
Θυμάμαι να τιτιβίζω και τη θείτσα Λένη που ήρθε, λέει, να με δει - έξι μηνώ; ενός χρονού; κάπου εκεί το πιστοποιεί η μάνα μου - μαζί με τον Μάκη, ένα παιδάκι δυο χρόνια μεγαλύτερό μου. Τους θυμάμαι σαν πάχνες γαλακτερές να σκύβουν πάνω απ’ την κούνια μου να με κοιτάνε, αυτοκράτορα, μέσα στην θαλπωρή των ούρων μου.
–Κατουρήθηκε το παιδί, έλα, Ελένη, να τ’ αλλάξεις.
(Έχω ακόμα αναμνήσεις από την χρυσή εποχή - να νιώθω πως κατανοώ τη γλώσσα παρότι δεν μπορώ να τη μιλήσω και το χρυσάφι να κατασταλάζει στις πάνες μου).

Απ’ τη Φαβιέρου πίσω ακούω τα μαντολίνα και το ακκορντεόν. Πρίμο-σεκόντο «Άνω κάτω χτες τα καναμέ».
–Έχουνε μαζευτεί πάλι στου τυφλού και παίζουνε. Τι γλυκά που παίζουνε!
Ο μπαρμπα-Τάσος, ο τυφλός, ο δάσκαλος της μουσικής με την παρέα του, δροσιά μες στην μαγιάτικη δροσιά. Ο Νικολάκης ο κουτσός με το ακκορντεόν και την κελαριστή φωνή, ο σιδεράς ο Μάκης πρώτο μαντολίνο κι ο ξάδερφός του ο Βαγγέλης ή Λινάτσας δεύτερο. Ο μπαρμπα-Τάσος κιθάρα, ν’ ανεβοκατεβάζει τα μπάσα και να τους δένει όλους. Τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια όλη νύχτα. Τι γλυκός ο ύπνος που θέλεις ν’ αρνηθείς και σε νικάει.
συνεχίζεται.... (εκ του CINE-HISTE, πιθανώς γνωστού θερινού κινηματογράφου, που κατέληξε τσοντάδικο και μετά έκλεισε).

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Συγκρίσεις

Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να μεγαλώσω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφειλόταν στον ενστερνισμό της επιθυμίας του περιβάλλοντός μου. Διότι, πριν καν έλθουμε σε επαφή με την προπαιδεία της θρησκείας μας, τα θρησκευτικά, έχουμε ήδη, κατά κάποιον τρόπον, άμεση αντιληψη του τι σημαίνει και τι απαιτεί το "καθ' ομοίωσιν". Να μοιάσουμε στους μεγάλους. Πετυχημένο το βρίσκω το "καθ' ομοίωσιν". Σωστό. Πιάνει όλες τις ηλικίες. Μοιραίες εμφανίζονται, συμπληρωματικές τής "καθ' ομοίωσιν" εμπεδωμένης τάσης, οι διαθέσεις σύγκρισης. Τι να σου κάνει ένα παιδάκι; Από πού να πιαστεί. Από τα άμεσα. Η μαμά ένα και πενήντα τέσσερα. Ο μπαμπάς ένα και εξήντα δύο. Ο θείος ο Σπύρος ένα εβδομήντα δύο, ο νοννός ένα εβδομήντα. Η γιαγιάδες ένα πενήντα δύο. Ο παππούς ένα εβδομήντα. Ο άλλος ο παππούς είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί δεν έχουν ύψος. Υπάρχουν, όμως, πολλοί ψηλοί συγγενείς και κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολύ ψηλοί μένουν στη γειτονιά - ιδίως αυτός ο Θεόφιλος είναι πανύψηλος. Και ο Αγγελετάκης ο φούρναρης. Ψηλός- πολύ ψηλός. Περπατάει και καθώς περπατάει κάνει τα βήματά του ανοιχτά, σαν οι μύτες των παπουτσιών του να είναι μάτια που το ένα πρέπει να βλέπει όλο αριστερά και το άλλο όλο δεξιά. Άμα περπατάς συνέχεια έτσι γίνεσαι πολύ ψηλός. Αλλά είναι κουραστικό.
Το παιδί πρέπει από νωρίς να έχει στόχους. Αλλά πρέπει να έχει και τόξο και βέλη. Εύκολα πράματα. Παίρνεις μια κρεμάτρα ξύλινη, της βγάζεις το στρογγυλό ξυλαράκι που πάνω του περνάνε τα παντελόνια και το φυλάς στην άκρη. Παίρνεις ένα λάστιχο από αυτά που πουλάει ο κυρ-Νίκος ο ψιλικατζής με το μέτρο, αυτά που τα περνάνε στις κυλότες για να σφίγγουν, παίρνεις λοιπόν ένα πενηνταράκι το μέτρο το λαστιχάκι και το δένεις τεντωτά-τεντωτά στις άκρες της κρεμάστρας. Το στρογγυλό ξυλαράκι που έχεις φυλάξει στην άκρη, το ξύνεις στην άκρη την μπροστινή με ένα μαχαίρι και το κάνεις μυτερό. Για την πίσω άκρη έχεις μαζέψει φτερά από τις κότες της κυρα-Βαγγελίας, που όλο τσακώνονται και ξεπουπουλιάζονται, και βάζεις τα φτερά στην πίσω άκρη και έτσι φτιάχνεις το βέλος. Το κακό είναι ότι ενώ χρειάζεσαι ένα μόνο τόξο, χρειάζεσαι πολλά βέλη. Οπότε είσαι αναγκασμένος να χαλάσεις πέντ-έξι κρεμάστρες ξύλινες για να φτιάξεις πολλά βέλη. Αυτό σημαίνει θα φας ξύλο από τη μάνα σου. Αλλά δε σε νοιάζει, διότι σε ενδιαφέρει ο στόχος.
Τώρα που έχεις τόξο η επιλογή στόχου είναι ένα παιχνίδι που διακανονίζεται από το πεπρωμένο το οποίον παίρνει μορφήν ενστίκτου.Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Στόχοι πιθανοί είναι όλοι. Μια γλάστρα. Ο φεγγίτης. Το παραθυράκι του καμπινέ. Όμως αυτοί οι στόχοι είναι για εξάσκηση. Ο πραγματικός στόχος πρέπει να πετάει ή τουλάχιστον να περπατάει.Τα πουλιά τα άτιμα δεν στέκουνε λεπτό. Η καρπαθιώτισσα με το ταψί ζυγισμένο πάνω στο κεφάλι της που πάει στο φούρνο; Πολύ ξύλο, πάρα πολύ ξύλο. Η ζαβή η Ελένη που περπατάει σαν το κάβουρα; Μπα, αμαρτία. Ο αδερφός του Μαρακιού, που τον φωνάζουμε "χοντρέλα-βαρέλα"; Η μάνα μου μού 'χει πει να μην τον κοροϊδεύω - άμα τον βαρέσω και με το τόξο, θα φάω τουλάχιστον ένα χαστούκι.
Και τότε...! Στρίβει τη γωνία ο μικρός Ξενοφάκης. Οδηγημένος από ένστικτο. Το ένστικτο του τέλειου στόχου. Είναι πολύ παχουλός. Τσαφ μια, και τον πετυχαίνεις στο μπούτι ψηλά.

Τη μάνα μου την έφτασα στο ύψος λίγο πριν τελειώσω την τρίτη γυμνασίου. Από τις τωρινές αφηγήσεις της μαθαίνω ότι το είχε καημό: "το καημένο το αγοράκι μου θα μείνει πολύ κοντό". Τετάρτη γυμνασίου γράφτηκα στον Πορφύρα, στο μπάσκετ. "Το μπάσκετ ψηλώνει", έλεγαν όλοι οι συγγενείς. Και συμπλήρωναν. "Δεν βλέπεις τι ντερέκια παίζουνε στο μπάσκετ". Σχεδόν το είχα πιστέψει. Δεν μου φαινόταν απίθανο να ισχύει. Εφόσον σχεδόν είχα αποδεχτεί από πολύ μικρή ηλικία ότι οι παπάδες είναι άγιοι άνθρωποι, ή εν πάσει περιπτώσει πιο άγιοι από τους μη παπάδες, γιατί να μην έχουν όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ αυξημένες πιθανότητες να ψηλώσουν πολύ; Και δώσ' του επιτόπια άλματα, δώσ' του ασκήσεις με βαράκια στα πόδια. Έφτιαξα καλό άλμα. Σε τρεις μήνες έφτανα το διχτάκι, σε πέντε έφτανα το ταμπλό. Καλή επίδοση για παιδί ένα και εξήντα. Δύο πόντους και τον πέρασα τον πατέρα μου. Τον οποίο τον πέρασα εν τέλει και έφτασα και το νοννό μου. Τον θείο μου τον Σπύρο δεν τον έφτασα.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια είχανε μπει στη μέση και οι βαθμοί. "Με τι το πήρε ο Τάκης σας;". "Με εννιά". "Α, μπράβο, μπράβο. Ο Γιωργάκης μας το πήρε με δέκα". Αυτό το δέκα είχε γίνει το μισητόν καύχημά μου. Σχεδόν ντρεπόμουν που το έπαιρνα. Τόσο που στο Γυμνάσιο φρόντισα να κινηθώ στο μέσον. Δεκαπέντε με δεκάξι. Θέλησα να εμπεδώσω την μετριότητα. Μα συνάμα κατάλαβα γιατί το θέλησα αυτό. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο. Τα μαθήματά του. Με ενδιέφεραν τα βιβλία μου και η εσωτερική μου ζωή. Να χάσκω. Κατάλαβα ότι εκεί μέσα, στο χώρο που χάσκω, βαθμολογώ εγώ.
Μετά ήρθε η μουσική. Εκεί πήγα να ξανανιώσω ότι συγκρίνομαι με ογκόλιθους. Αλλά δεν με συνέθλιψε η σύγκριση γιατί την αποκήρυξα. Με τη μουσική άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος, (κατά βάθος, γιατί η τρικυμία στην ψυχή είναι το επάγγελμά μου, όμως στο τέλος πάντα λέω: "αγαπάω τη μουσική").

Υπάρχουν βέβαια και οι αναμνησεις από τη σκοτεινή αποθηκούλα στο ακατοίκητο γωνιακό υπογειάκι. Εκεί που μικρά τεσσάρων-πέντε χρονών πηγαίναμε παιδάκια οι φίλοι και μετράγαμε τα πουλάκια μας. Μας πιάσανε μια φορά οι μανάδες μας και φάγαμε της χρονιάς μας.

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

3 μαθήματα, από ένα διάλογο μέσω comments

Παραθέτω το κείμενο των 3 comments στο ΄κείμενό μου "Αποσιωπημένοι". Είναι με τον προσωπικό τρόπο του καθενός, "από καρδιάς" και διαφωτίζουν πολλές πτυχές του θέματος.

1. από dsyk

"Δίκαια" ο Μπαχ δεν αναγνωρίστηκε στην εποχή του. Δεν αναγνωρίστηκε βέβαια από το ευρύ κοινό (με ότι σημαίνει αυτό για το 18ο αι.). Ένας στενός κύκλος επαϊόντων, συγχρόνων (Kirnberger π.χ) αλλά και μεταγενέστερων (βλ. Beethoven, Mozart κ.α) γνώριζε πολύ καλά και εκτιμούσε βαθύτατα το έργο του. Τα "48" κυκλοφορούσαν κατά την περίοδο του κλασικισμού και για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, ο Beethoven τα είχε μελετήσει εμβριθώς (ακούστε το εισαγωγικό μέρος της μεγάλης φούγκας της Hammerklavier, op.106). Για να εξηγήσω το "δίκαια" θα παραθέσω ένα πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα: Φανταστείτε τη μουσική σαν παγόβουνο: το 25% έξω από το νερό, το 75% μέσα στο νερό. Στην πρώτη ακρόαση ενός έργου, αλλά και σε πολλαπλές ακροάσεις για τον μη επαίοντα ακροατή, στέκεται κανείς στο εύκολα και άμεσα ακροάσιμο 25%. Το υπόλοιπο 75% αναμένει τον φιλόπονο και γιατί όχι ταλαντούχο αναλυτή για να το ανακαλύψει και να αποκαλύψει την κρυφή ομορφιά του (εδώ θυμηθείτε το σχετικό απόσπασμα του Ηράκλειτου). Αλλά και πάλι αυτό το 75%, σε ένα έργο πολυδιάστατο, βαθύτατο, πολυσήμαντο, σε ένα έργο σταθμό στην πολιτιστική και εν γένει πνευματική ιστορία της Ευρώπης και όχι μόνο (πόσο θα ήθελα να γράψω της διαγαλαξιακής χωρίς να μειδιάσετε), σαν το έργο του Μπαχ για το οποίο συζητάμε, δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια γενιά, ούτε σε δύο, ούτε 250 χρόνια μετά. Σε πολλά έργα του Μπαχ τώρα, όπως για παράδειγμα στις περισπούδαστες φούγκες του, ακόμη και κι αυτό το 25% "επιφανείας" λείπει. Πώς να εκτιμήσει ο ανυποψίαστος ακροατής ένα stretto σε αναστροφή και μεγέθυνση; Δεν θα το εκτιμήσει και θα στραφεί στον Teleman ή στον D. Scarlatti (ο τελευταίος μεγάλος τεχνήτης του 25% στις 500 και πλέον σονάτες του).
Ένας δεύτερος λόγος της "αποσιώπησης" της μουσικής του Μπαχ είναι ότι το μουσικό ύφος ακόμη κι ενόσω ζούσε είχε αλλάξει. Ο Schoenberg στην αυστηρή του περίοδο απαγόρευε τη συνήχηση της 8βας για να αποφύγει κάθε αναφορά στην τονικότητα. Όταν αναζητάς το ριζικά καινούριο (βλ. Ξενάκης) ρίχνεις κάθε γέφυρα που σε συνδέει με το παρελθόν. Ο Καρλ είναι σπουδαιότατος για πολλούς λόγους αλλά και για τούτον: ενώ θα μπορούσε να είχε συνθλιβεί από το βάρος της πατρικής κληρονομιάς (ο Καρλ ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο πατέρας του), όχι μόνο στέκεται στα πόδια του, αλλά γράφει και μια εξαιρετικά προτότυπη μουσική, δεν θα ήταν υπερβολή να του αποδώσουμε τον τίτλο του πρώτου μεγάλου καλσικού και στα δικά μου αυτιά, η μουσική του ηχεί πολύ κοντά στο σημερινό μεταμοντέρνο. Ίσως αυτό να δίχνει και πόσο σπουδαίος δάσκαλος ήταν ο πατέρας του.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι η πρακτική του να παίζουμε παλιά μουσική είναι σχετικά πρόσφατη. Ο Brahms έχασε τη θέση του ως μαέστρος χορωδίας στη Βιέννη επειδή είχε την "αλλόκοτη" συνήθεια να παίζει κάποιον ονόματι Palestrina.
Τελειώνοντας θα ήθελα να αποφύγω μια παρεξήγηση. Μίλησα για επαΐοντες και απλούς ακροατές. Δεν υπάρχει τίποτε το "διανοητικά" ρατσιστικό σε αυτό. Είναι ένα ανοικτό θέμα το αν μπορεί ο μη εκπαιδευμένος μουσικά ακροατής να διεισδύσει στο 75% του παγόβουνου. Είναι ένα μεγάλο θέμα άξιο συζήτησης, αλλά ξένο προς τους "αποσιωπημένους".
Soli Deo Gratias, όπως θα τελείωνε και ο Διδάσκαλος.
2. νικος σ.
Σπουδαία αυτά για τον Βάχ υποθέτω δηλαδής και μουσικός δεν είμαι. Αλλά πολύ βαρετός. Γεννήθηκα σε ένα νησί του Αιγαίου, άνυδρο, να μας βαράει ο ήλιος κατακούτελα, πήγα δημοτικό, γυμνάσιο, ερωτεύθηκα και ξερωτεύθηκα, έφυγα, γύρισα, άναψα κεριά, έθαψα συγγενείς και ποτέ δεν βρήκα κάτι στο νησί μου και στο νησί μέσα μου ν΄ αναλογεί με Βαχ, Βυθούλκα και Μοτσάρδο, ούτε φωνή ούτε κίνηση ούτε αίσθημα ούτε κύμα ούτε φως ούτε τζιτζίκι. Τους θαυμάζω εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους και τίποτα άλλο. Δεν μου μιλάνε, δεν μας μιλάνε.Τυχαίο δεν είναι που τους βάζουμε στο κρατικό πένθος μονάχα.

3. ανώνυμος
Νίκο Σ., ποιους θαυμάζεις εξ αποστάσεως για την οργάνωσή τους, τους συνθέτες, ή τις φωνές, τις κινήσεις, τα αισθήματα, τα κύματα, το φως, τα τζιτζίκια;Ξέρεις βέβαια πως το σχόλιό σου δεν είναι ασαφές, όπως το ξέρω κι εγώ.Έκανα την παραπάνω ερώτηση απλά για να δημιουργήσω την εντύπωση που συνδέει τα μεν με τα δε.Ποιοι τους βάζουμε μονάχα στο κρατικό πένθος, επίτηδες;Να μου επιτρέψεις να σου επισημάνω το ότι καθείς (ευτυχώς για όλους και καθέναν μας) βρίσκει διαφορετικά πράγματα στο νησί, στο νησί μέσα του, καθώς και στη μουσική του καθενός."Το μέτρο των πάντων είναι ο άνθρωπος", λένε στο νησί μου.Και "τόσες αλήθειες υπάρχουν, όσοι και άνθρωποι".Άλλοτε και για άλλους σπουδαία, άλλοτε και για άλλους βαρετά τα πράγματα, τίποτα άλλο από μη εποικοδομητική κριτική έχουμε να κάνουμε;Γράψε μας για το νησί σου και για το νησί μέσα σου.Γράψε μας για τον ήλιο που βαράει κατακούτελα, για το σχολείο σου, για τον έρωτά σου, για το χαμό του. Για το φευγιό και το γυρισμό. Για το θάνατο και τον αποχαιρετισμό. Το κύμα, το τζιτζίκι, τη φωνή, την κίνηση, το φως.Γράψε για το τι σου ή σας/μας μιλάει.Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ενδιαφέροντα.Το παράκανα στο βήμα που μου έδωσε άλλος.Αν επιθυμεί αυτός ο άλλος, ο Γεράσιμος, μπορεί να διαγράψει το σχόλιο. Εγώ δε θα μπορώ από τη στιγμή που θα το κάνω.

ΑΥΓΑ......ΜΕΛΑΤΑ

Κάποιοι που ήθελαν να τύχουν μεριδίου της αίγλης του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, των συγγραφέων εν γένει, γράφανε τα σχολιάκια τους στις ώες (στα περιθώρια των χειρογράφων). Δεν ξέρετε τι κουφάλες είναι.
Να μην σέβεστε το περιθώριο. Να μην αγαπάτε το περιθώριο. Τουλάχιστον να μην το σέβεστε και να μην το αγαπάτε περισσότερο από το κυρίως κείμενο της σελίδας. Σας διαβεβαιώ δεν έχει περισσότερα ηθικά προσόντα. Ούτε περισσότερα να πει (γνωστικώς και αισθητικώς).
Οι λάτρεις του περιθωρίου, όπως άλλωστε και οι λάτρεις των κυρίως κειμένων των σελίδων, είναι δύο ειδών. Δυνάμει. Αναγνώσται και συγγραφείς. Ας αναλογιστούμε όμως – για να μην τρώμε την ώρα μας - ότι αυτοί που κατέθεταν τα γραμματάκια τους στις ώες των σελίδων, όταν αυτά ήταν ακόμα χειρόγραφα, ήταν απλώς γραφείς. Και απλώς η τυπογραφία ευνόησε κάποιους από αυτούς τους γραφείς να εκδίδονται παριστάνοντας τους συγγραφείς. Ανώνυμοι. Τάχα μου ταπεινοί. («για να προσφέρουμε στην κατανόηση του νοήματος το γράφουμε αυτό που γράφουμε»). Πρώτα, έλκουν τον οίκτο σας και κατόπιν… τον θαυμασμό σας. Οι άνθρωποι αγαπούν τους μετριόφρονες. Διότι οι μετριόφρονες στην αρχή προσποιούνται τους εραστές της ανωνυμίας. Κατόπιν τους κάπως επωνύμους του περιθωρίου. Κατόπιν τους αδίκως περιθωριοποιημένους. Ύστερα τους διασήμως γνωστούς περιθωριακούς, ωστόσο εντίμως ακαταξίωτους. Επόμενο βήμα είναι το να γίνουν καταξιωμένοι έντιμοι περιθωριακοί. Και εδώ παρουσιάζεται η δυνατότης του μεγάλου άλματος. Να εκλάμψει το σχόλιον. Και να περιθωριοποιηθεί το κυρίως κείμενο. Αν δεν τα καταφέρουν θα πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Τον δρόμο που οδηγεί στην ανωνυμία. Θα γίνουν ξανά όπως όλοι οι άλλοι. Ανωνυμία ίσον –περίπου- ανυπαρξία. Αλλά αυτό το «περίπου» μας έχει φάει. Διότι αν το «περίπου» ήταν «εντελώς» θα υπήρχε ένα κίνητρο για ρίσκο. Για το «όλα για όλα». Όλοι αυτοί οι μετριόφρονες δεν είναι μόνοι τους. Είναι παρέα μεγάλη. Μετριόφρονες – μέτριοι- αλληλοϋποστηριζόμενοι. Πολύ κοντά στο «όλοι». Πολύ κοντά στο εμπεδωμένο «βάστα με να σε βαστώ». Ασεβείς. Δεν σέβονται την μέθοδο. Σέβονται μόνο την μέθοδό τους. Και όλοι μαζί φτάνουν σε αυτό που αποκαλούν και προτιμούν να λέν αποκαλείται «προσκήνιο», για να μην ακουστεί ως «προσκύνημα». Αποκαλείται άλλωστε. Δεν είναι αυτοί οι μόνοι που έτσι το αποκαλούν. Δεν φταίνε. Αποκαλείται.
Μην το πολυλογούμε.
Έτοιμοι είναι όλοι και ήδη προσκυνημένοι. Τάξε και θα δεις. Ξέρεις τι κουφάλες είμαστε;


Υ.Γ. Επειδή, εύκολα γίνονται περεξηγήσεις: Δεν αναφέρομαι στα σχόλια και τους σχολιαστές των μπλόγκς μας. Αναφέρομαι στα σχόλια που υποδύονται τις αυτοτελείς δημιουργίες.
Και συμπληρώνω εκ των υστέρων και αφού ήδη έχουν γραφτεί 6 comments. Το κείμενο θα γίνει πιο διαφωτιστικό, αν ξεπερνώντας την αναφορά στους συγγραφείς και τους σχολιαστές, επικεντρωθούμε σε αυτό που αυτοονομάζεται περιθώριο και .... καμαρώνει.

Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

ΑΠOΣΙΩΠΗΜΕΝΟΙ


Άφησα τις μέρες να κυλήσουν, για να διαλέξω, όχι βιαστικά, τον "αποσιωπημένο" μου. Και να μιλήσω γι' αυτόν τον διαλεγμένο μου επαξίως. Να τον φέρω στον κόσμο των «γνωστών την σήμερον, πλην αδικημένων στην εποχή τους». Μοιραία, λοιπόν, ως αναλογία, πρώτα διέγραψε κύκλους και μετά θρονιάστηκε στις σκέψεις μου η περίπτωση του διασημοτέρου - μιλάω για το σινάφι μου - αποσιωπημένου όλων των εποχών. Του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ο Γιόχαν με μία μέτρια καριέρα στην ακμή του - δεν έφτανε ούτε στο ένα εκατοστό την επιτυχία του Γκέοργκ (Φρηντριχ Χαίντελ) - στα γεράματά του ήτανε πια ξεχασμένος. Η εποχή της, φιλικότερης προς τον ακροατή, «μουσικής ομοφωνίας» είχε διαδεχτεί τις περίτεχνες δαιδαλώδεις μελωδικές πλοκές της αντίστιξής του, κι ο γυιος του, ο Καρλ Φίλιπ Εμμανουέλ ήταν πλέον ο Διάσημος, (ναι, εν ζωή υπήρξε πολύ πιο διάσημος από τον πατέρα του). Μετά Μότσαρτ, Μπετόβεν, ξεχάστηκε και ο Καρλ. Μετά οι ρομαντικοί.
Όπως έλεγε και ο φίλος μου, ο εντρυφέστατος περί την μουσικήν ιστορίαν Κωστούλης, «ο Γιόχαν έπαιζε στο 31ο χιλιόμετρο Αθηνών – Λαμίας και τον έφαγε η μαρμάγκα, όταν ο Χαίντελ έπαιζε στην Φαντασία. Και ο Καρλ πιο χάι έπαιζε στο Γυάλινο της Συγγρού, έκανε ένα καλό ονοματάκι».
Το περίεργο είναι ότι ο Γιόχαν έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Χαίντελ. Για να ακούσει μάλιστα μια συναυλία του ταξίδεψε επί έξι μέρες, και με άμαξα, αλλά και με τα πόδια. Ήθελε να γνωρίσει το μεγάλο όνομα της εποχής του και ίσως να αναμετρηθεί νοερά μαζί του και να αναλογισεί σε τι υπολείπεται από αυτόν τον Βασιλικό Συνθέτη αυτός ο απλός κάντορας μιας επαρχιακής πόλης του μουσικού κόσμου.
Και περνούν τα χρόνια κι οι καιροί…. Ο ρομαντικός συνθέτης και μαέστρος Μέντελσον αποφασίζει πως δεν πρέπει να γυρίζουμε την πλάτη στο παρελθόν. Αρχίζει να διευθύνει έργα παλιών, ξεχασμένων συνθετών, δεχόμενος επικρίσεις από το κοινό. Το κοινό, βλέπετε, ως την εποχή του ρομαντισμού, θεωρούσε σχεδόν απάτη την επανεκτέλεση ενός έργου, πόσο μάλλον ενός έργου ηλικίας ενός και πλέον αιώνος. Ο Μέντελσον επέβαλε τελικά τις απόψεις του και δίδαξε στο κοινό την αγάπη για τη μουσική του παρελθόντος. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ έγινε σιγά–σιγά διάσημος και σήμερα αναγνωρίζεται ως ο Μουσικός, ενώ ο Χαίντελ ως ένας αξιοπρεπής εξάδελφος, κάτι σαν Παπαδιαμάντης - Μωραϊτίνης.
Η παλιά μουσική για καιρό συμπορεύεται με την σύγχρονη. Οι συνθέτες του παρελθόντος αποκτούν βαθμιαίως τόσους φαν, ώστε ως δυνάστες εξορίζουν τους συνθέτες του «εκάστοτε προσφάτου παρόντος», αφού προηγουμένως η μουσική επιμελώς διαχωρίζεται από την δισκογραφία σε «σοβαρά», «λαϊκή», και «ελαφρά» με το κοινό της «σοβαράς» να ακούει τους παλιούς, να αδιαφορεί για τους σύγχρονους και να χορεύει λαϊκά με ελαφρότητα. Πλην εξαιρέσεων.
Κι έτσι εκεί που ήμουν έτοιμος, λοιπόν, να μιλήσω για κάποιον δικό μου αποσιωπημένο, τζοχαδιάστηκα. Και μετά, να πω την αλήθεια, φοβήθηκα. Το να μιλάς για κάποιον «αποσιωπημένο» μπορεί να ισοδυναμεί με άνοιγμα του κουτιού της Πανδώρας. Αναλογίστηκα τα δεινά που μας προκάλεσε ο Μέντελσον, αλλά λίγο μετά τα είδα και ως προοπτική ίσως επωφελή, αν… Βρε, μπας; Και αποφάσισα να ασχοληθώ με την επιμελή προετοιμασία της δικής μου αφάνειας…..


Το κείμενο δημοσιεύεται και στο HOTEL MEMORY μαζί με άλλα κείμενα, άλλων μπλόγκερς, πάνω στο ίδιο θέμα.

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ

Το μουσικό παρακράτος ξανακτυπά. Πόσο θα τους ανεχόμαστε; Μάθετε περισότερα για τις 15 μέρες χουλιγκανισμού που ακολουθούν ΕΔΩ (ή εκεί..... αν προτιμάτε).

Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007

ΕΘΝΙΚΗ ΝΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ (πώς θα κάνουμε παρέλαση την Κυριακή;)

Ξοδεύονται τόσα χρήματα για τον πολιτισμό και η Κρατική μας Ορχήστρα, καθώς και κάποιοι ανεγκέφαλοι φιλόμουσοι, μας έκαναν διεθνώς ρεζίλι στο Μέγαρο Μουσικής Πειραιώς, παραμονή της επετείου της Εθνεγερσίας. Αποδεικνύεται ότι τελικά είμαστε ανώριμοι για συμπράξεις με άλλες Κρατικές Ορχήστρες. Ειδικά στη σημερινή (χθεσινή) συναυλία που τα έγχορδα της Κρατικής μας Ορχήστρας κλήθηκαν να παίξουν με τα πνευστά της Κρατικής Ορχήστρας της Άγκυρας, φάνηκε ξεκάθαρα η έλλειψη βάθους στην μουσική μας εκπαίδευση, αλλά και γενικότερη έλλειψη μουσικής παιδείας του ελληνικού κοινού. Παρόλο που με τις πρώτες δοξαριές τα έγχορδα της Κρατικής μας Ορχήστρας έδειξαν ένα ευοίωνο πρόσωπο, η συνέχεια της συναυλίας ήταν απογοητευτική. Πλήρης διάλυση, τα πρώτα βιολιά νευρικά να παίζουν άτονα και ανέκφραστα τα θέματα, τα δεύτερα βιολιά και οι βιόλες ασυντόνιστα και ξεκούρδιστα να μην μπορούν να κρατήσουν τις μεσαίες φωνές της αρμονίας, ενώ 4 τραγικά λάθη από τα βιολοντσέλα, τα οποία ξεκίνησαν από πρωτοφανείς λανθασμένες δοξαριές των κοντραμπάσων μας οδήγησαν σε μουσικό Βατερλώ. Αντιθέτως, τα πνευστά της Κρατικής Ορχήστρας της Άγκυρας, παρόλο που ξεκίνησαν μουδιασμένα, μετά το σοκ των πρώτων λεπτών της συναυλίας, όπου τα κόντρα φαγκότα και η τούμπα έκαναν ένα τραγικό λάθος που θα μπορούσε να τους στοίχιζε όλη τη συναυλία, στη συνέχεια συνήλθαν και με εξαίρετη intonation ανταπεξήλθαν σε όλα τα δύσκολα σημεία του έργου και είχαν τέσσερις λαμπρές εκφραστικές κορυφώσεις. Την όλη παραφωνία των Εγχόρδων της Κρατικής μας Ορχήστρας συμπλήρωσε η αχαρακτήριστη συμπεριφορά των ακροατών. Έχουμε μιλήσει πολλές φορές γι αυτό το θέμα, αλλά δυστυχώς δεν αλλάζει τίποτε. Αντί με παλαμάκια και ρυθμικές ιαχές να δίνουν τον ρυθμό στα Έγχορδά μας και να τα εμψυχώνουν, θεώρησαν καλό από την αρχή της συναυλίας με υπεροψία να επικεντρωθούν σε ζητήματα που και η ίδια η Ιστορική επιστήμη έχει διαλευκάνει και ο χρόνος έχει απαλύνει(βλέπε προσφάτως εκδοθέν βιβλίον Ιστορίας Στ' Δημοτικού). Είχαν γεμίσει την αίθουσα με πανό υβριστικά για τον τουρκικό πολιτισμό, τους αποκαλούσαν υπανάπτυκτους και όταν βρεθήκαμε κατά την πορεία της συναυλίας να υστερούμε εκτελεστικά, οι πιο θερμόαιμοι άρχισαν να πετούν μπουκάλια και κοντάρια προς την πλευρά της τούμπας και των άλλων μπάσσων πνευστών*** της Κρατικής Ορχήστρας της Άγκυρας, δείχνοντας ένα απολίτιστο και τριτοκοσμικό πρόσωπο στους ευρωπαίους μουσικοκριτικούς που παρακολουθούσαν τη συναυλία. Βεβαίως κανείς δεν θα βρεθεί να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα όταν η Κρατική μας Ορχήστρα τιμωρηθεί και δώσει τις επόμενες συναυλίες της σε άδειες αίθουσες. Για ακόμα μια φορά φάνηκε ότι οι επιτυχημένες συναυλίες του 2004 στην Πορτογαλλία ήταν ένα πυροτέχνημα. Και επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα. Γιατί να ξοδεύονται τόσα χρήματα για τον πολιτισμό και ειδικά για τη μουσική, όταν ο αθλητισμός έχει τόσα να μας προσφέρει και ειδικά το ποδόσφαιρο; Το ποδόσφαιρό που με πενιχρά μέσα, χωρίς κρατική υποστήριξη έχει δώσει διαχρονικά μεγάλες προσωπικότητες που έλαμψαν και λάμπουν στην διεθνή ποδοσφαιρική σκηνή, παίκτες όπως ο Δεμερτζής, ο Καβάκος, ο Σγούρος, ο Σακκάς και πόσοι άλλοι, καθώς και προπονητές όπως ο Ξενάκης, ο Χρήστου, ο Σκαλκώτας, ο Μητρόπουλος για να μην αναφερθούμε και στη νεώτερη γενιά (Αντωνίου, Κουρουπός, Αδάμης). Να μην παραλείψουμε, μάλιστα, και τις επιτυχίες του ερασιτεχνικού μας ποδοσφαίρου στο πρόσωπο του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι και πολλών άλλων, καθώς και του γυναικείου ποδοσφαίρου (Κάλας, Μπάλτσα). Και κοντά σ' αυτούς οι λαμπροί μπασκεμπωλίστες μας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, οι βολευμπολίστες μας όπως ο Αγγελόπουλος, πόσοι λαμπροί αθλητές που δεν τους ξέρει ούτε η γειτονιά τους. Και όλοι αυτοί οι θρύλοι να παίζουν σε ξεχαρβαλωμένα γηπεδάκια που δεν θα τα καταδεχόταν και το τελευταίο χωριό της Ιρλανδίας, ενώ οι κηφήνες των Ορχηστρών να παίζουν μέσα σε παλάτια. Και να ξοδεύεται τόσο κρατικό χρήμα και γη για να χτίζονται αίθουσες συναυλιών για κάθε ορχήστρα της συμφοράς, που εκτός του ότι φοροδιαφεύγει στο τέλος απαλλάσσεται και από τα χρέη της. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν έχουμε μουσικό πολιτισμό και πολιτισμό ευρύτερα - καθότι και το θέατρο και η λογοτεχνία και ο χορός και η ζωγραφική δεν πάνε πίσω. Ας μην ξεχνάμε και το άθλιο θέαμα που προσφέρουν, και τα επεισόδια που έχουν γίνει σε πολλές αίθουσες εκθέσεων, σε θέατρα, χοροθέατρα και σε αρκετές φιλολογικές βραδυές. Ένας ολόκληρος κρατικός μηχανισμός, όλη η δύναμη της ελληνικής αστυνομίας να κινητοποιείται για να συμμαζεύει κάθε Σαββατοκύριακο, αλλά και Τετάρτες και Δευτέρες, τους φιλότεχνους, αυτά τα πιθηκοειδή (για να μη μιλήσουμε και για τις Πέμπτες).
Επαναλαμβάνω. Είναι καιρός η Πολιτεία και όλοι εμείς οι σκεπτόμενοι πολίτες να στρέψουμε τις πλάτες μας στον πολιτισμό και ειδικά σε αυτή την γάγγραινα που λέγεται μουσική και να προσανατολιστούμε στον αθλητισμό και στον αδικημένο αντιπρόσωπό του το ποδόσφαιρο που συγκεντρώνει γύρω του ανθρώπους με ήθος και καλλιέργεια. Μόνη αυτή είναι η ελπίδα μας ώστε η Ελλάδα ξανά να δοξαστεί ξανά, μέρα που ξημερώνει αύριο.......


*** Τα άλλα μπάσα πνευστά της ορχήστρας εκτός της τούμπας, για όσους δεν γνωρίζουν είναι: το χαριλάου και το καυτατζόγλειο. Το χαριλάου παίζει κυρίως αργές νότες (λάου-λάου) αλλά με χάρη, ενώ το καυτατζόγλειο κάνει πολύ ωραία glissandi. Παλιά ονομαζόταν γλείο εκ του γλείφω (τις νότες). Τελικά πήρε το σημερινό όνομά του από έναν δεξιοτέχνη ονόματι Κάφτα ή Καύτα,εξάδελφο σχεδόν ομοήχου γνωστού συγγραφέως, ο οποίος επειδή έπαιζε και τζόγο (κρουστό πολυέξοδο όργανο) πέθανε πάμπτωχος.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

ΑΤΙΜΗ ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ ΜΕ ΚΑΤΕΣΤΡΕΨΕΣ....

Άθελα μου, πέστε το απωθημένη μνήμη, είχα δηλώσει, σε ένα από τα 5 που δεν γνωρίζετε για μένα μέσω του μπλογκ, ότι "δεν έχω παίξει ποτέ παιχνίδι στον υπολογιστή".
Είχα ξεχάσει τελείως τον Atari. Τον αγαπημένο μου Atari 2 Mega ST, που κάποτε ανήκε στον φίλο μου το Μάριο Μαυροειδή (δεκαετή ήδη, όπως λέμε "τριήμερος ανέστη"). Τον είχα αγοράσει 250.000 δρχ σε τιμή ευκαιρίας, διότι ο Μάριος ήθελε να αγοράσει Μάκιντος. Στον Atari αυτόν - για να μην τα ξαναγράφω - έπαιζα αυτό το μουσικό, ωστόσο παιχνίδι!. Δείτε στα σχόλια, παρακαλώ, το δέκατο σχόλιο. Ευχαριστώ. Και επειδή πρέπει εκ των προτέρων, αφενός να σας ανταμείψω, αφετέρου χρωστάω, όπως φαίνεται, μιαν αποκάλυψη, ιδού:

Κάποτε και για λίγο υπήρξα κατασκευαστής οργάνων (μουσικών - μην πανικοβάλεστε και μη μου ευχηθείτε "άντε, και δωρητής", διότι τα περισσότερα εξ αυτών τα είχα χαρίσει).

Σάββατο, Μαρτίου 17, 2007

Βόλτα στην Αθήνα του '007

Οι συγκάτοικοι του HOTEL MEMORY συν-γράφουν ένα σπονδυλωτό κείμενο, μια βόλτα στην αγαπημένη-μισητή μας Αθήνα.

Συνιστώ να επισκεφτήτε το HOTEL MEMORY για μια πρώτη ανάγνωση. Για μία δεύτερη ανάγνωση... όλη η ΒΟΛΤΑ σε ενιαίαν έκδοσιν pdf.

Πέμπτη, Μαρτίου 15, 2007

ΠΕΝΤΕΞΙ ΛΕΞΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΚΤΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΔΑΣ

Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από το θεατρικό μονόπρακτο "ΣΕΚΛΕΤΙΑ ΕΞΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ" που ανέβηκε στο μικρό, σχεδόν άγνωστο, ιδιωτικό θέατρο "ΜΑΙΝΑΣ", για μία παράσταση, αφού το ίδιο βράδυ η καταιγίδα έκανε φύλλο και φτερό τα κεραμίδια της σκεπής του, οδηγώντας τον ήδη κατεστραμμένο από το αλκοόλ ιδιοκτήτη και συγγραφέα, καθώς και ερμηνευτή του έργου, στην αυτοκονία*.

*Η αυτοκονία είναι η χειροτέρα μορφή αυτοκτονίας, διότι ο αυτοκονών περιχύνεται με κονίαμα. Κατά μίαν άλλην όμως εκδοχήν, αυτοκονία είναι απλώς η αυτοκτονία με κώνειον και ως εκ τούτου πρέπει να ορθογραφείται "αυτοκωνεία", όπως και του Σωκράτη δηλαδή.

ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: -Φαλαινοθήρας; Μμμμ! Καλέ μου φίλε, Ουμπέρτο, δεν έχεις άδικο τελικά. Ισως είναι η μόνη λύση. Αλλά παίρνουν, άραγε για πλήρωμα στα φαλαινοθηρικά, έναν γέρο μονόφθαλμο, ..... έναν αρνητή της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου;

Το έργο αυτό το παρακολουθήσαμε (μέχρις ενός σημείου) παρέα με τον Κουκουζέλη, εκείνο το βροχερό βράδυ της Παρασκευής των τελευταίων Χαιρετισμών του 1948. Ήμασταν οι μοναδικοί θεατές και συνάμα τα θύματα της διπλής - αργότερα τριπλής - τραγωδίας από την κατάρρευση της σκεπής του θεάτρου. Όταν πέρασε το πλοίο της μετεμψύχωσης είχαμε ξεχάσει τις πέντε μαγικές λέξεις που θα μας οδηγούσαν στον κόσμο του φωτός και της χαράς. Συμφωνήσαμε να πούμε στην τύχη: "φαλαινοθήρας, καλόγερος, παράδεισος, μαινάς, κεραμίδια, σεκλέτια". Έτσι, και μόνον για την υπερβολή μας, αναγκαστήκαμε να ζήσουμε για μια μικρή περίοδο περίπου δέκα ετών, ως λάμα. Μετά, ξαναγενηθήκαμε απλοί μπλόκερς. Όμως, πού θα πάει, την επόμενη φορά θα το πετύχουμε και το "δαλάι".

(Ορκιστήκαμε έκτοτε, τουλάχιστον, να μην παρασύρουμε άλλους να παίζουν παιχνίδια με λέξεις).

Παρασκευή, Μαρτίου 09, 2007

Η ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΠΕΛΕ....

"Το ίντερνετ είναι ένα παράθυρο στον κόσμο". Αυτό το ωραίον τσιτάτον το έχουν καραμέλα όλοι οι φροντιστές και οι φροντιζόμενοι. Ακόμα και σε έκθεση για την αποταμίευση μπορείς να το κολλήσεις: "Όπως το ίντερνετ είναι ένα παράθυρο στον κόσμο της πληροφορίας, έτσι και η αποταμίευση είναι ο διάδρομος που οδηγεί στο ασφαλές μέλλον".
Έχω απωθημένα με τις έννοιες που μπορούν να ενταχθούν σε αποφθεύγματα. Πολύ δε περισσότερο σιχαίνομαι τα κείμενα που στηρίζονται σε αποφθεύγματα. Κι ακόμα πιο πολύ τα ίδια τα αποφθέγματα. Διότι όλα αυτά μου θυμίζουν την βαρετή εκείνη ώρα που έπρεπε κάθε χρόνο ως μαθητές να γράψουμε τις διάφορες "υποχρεωτικές" εκθέσεις. Για την αποταμίευση, για την 25 Μαρτίου, για την 28η Οκτωβρίου - για το Πολυτεχνείο δεν πρόλαβε η χάρη μου να γράψει εκθεση, διότι το Πολυτεχνείο έγινε θέμα εκθέσεως αφότου είχα αποφοιτήσει του εξαταξίου γυμνασίου. Βασάνιζα ο δόλιος το μυαλό μου να βρω κάτι πρωτότυπο να γράψω για να το διασκεδάσω τουλάχιστον. Θυμάμαι σε μία έκθεση για την αποταμίευση, είχα αποδυθεί αγώνα λογικόν μέγα να αποδείξω ότι "η αποταμίευση ως ατομική πράξη δεν είναι χρηστή, πολλώ δε μάλλον χριστιανική, διότι αποστερεί τα αγαθά από το κοινωνικό σύνολο αποθησαυρίζοντάς τα στο πουγγί των πλάνηι θεωρουμένων προνοητικών, ουσίαι δε φυλαργύρων".
Σε μία έκθεση για το ίντερνετ τι άραγε θα έγραφα ως μαθητής; Κατ' αρχήν θα το αποκαλούσα "διαδίκτυο", εις απλήν καθαρεύουσα, ή θα με έπιαναν τα επαναστατικά μου και θα το έγραφα "ίντερνετ" για να εκνευρίσω τον φιλόλογο; Μάλλον ως προς το όνομα θα συμβιβαζόμουν με την συντηρητική εκδοχή, ώστε να επαναστατήσω δολίως κατά την λογικήν οικοδομήν. Θα έγραφα - κατ' αναλογίαν με την περί αποταμιεύσεως πραγματείαν μου- ότι "το διαδίκτυο είναι μία απέραντη χωματερή πληροφοριών προς την οποίαν κατέτεινε η πρόθεση υγειονομικής ταφής της γνώσης". Θα έγραφα και άλλα πριν και μετά, αλλά η κορυφαία φράση μου θα ήταν αυτή. Τελικά θαυμάζω μόνο τα δικά μου αποφθέγματα. Όμως, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.
Πριν από κάποια ποστ, λαμβάνω κόμμεντ από κάποιον κύριο Santos: "Hello!This work is very good.Good weekend,Thank you.david santos". Οποία συγκίνησις, όταν είδα το προφάιλ του εν λόγω κυρίου, στο πορτογαλλικόν του μπλόκ. -"Μάλλον, ποιητής μου μοιάζει, ή έστω στιχουργός, γιατί τα ποιήματά του έχουνε ρίμα, άρα τραγούδια θα 'ναι. E, ναι μάλλον στιχουργός είναι γιατί έχει στο μπλογκ του και τραγούδια σε mp3. Και πρέπει να είναι και κάπως διάσημος γιατί στο τελευταίο του post έχει κάπου 169 comments. Πάντως τι συγκινητικό!!! Ένας πορτογάλλος, ευαίσθητος άνθρωπος, όπως φαίνεται από τη φωτογραφία, άκουσε τη μουσική μου και την βρήκε ωραία και παρόλο που δεν ξέρει ελληνικά, συγκινημένος από την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής, μου έγραψε δυό λογάκια ενθάρρυνσης στην διεθνή αγγλική. Τι απρόσμενο!!! Τελικά, βρε παιδί μου, το ίντερνετ, είναι ένα παράθυρο στον κόσμο". Τού γραψα κι εγώ στο μπλόγκ του διεθνείς αγγλικές ευχαριστίες, πόσο με συγκίνησε η επικοινωνία μας και κρίμα που δεν ξέρω πορτογαλλικά για να διαβάσω τους στίχους του, οι οποίοι ωστόσο ηχούν καλά και ρυθμικά και μακάρι να ήξερα πορτογαλλικά για να μελοποιήσω ένα του ποιήμα και τι κρίμα που δεν ξέρω πορτογαλλικά......Μέγας έρως άπελπις.

Μετά από λίγες μέρες διαβάζω τα σχόλια σ' ένα ποστ του Κουκουζέλη. Μεταξύ άλλων και το:
Hello!How are you.This work is very good.Have a good week.Thank you. david santos. Ηταν Δευτέρα. Χτυπάει Δευτέρες και Παρασκευές. Μ' αυτά και μ' αυτά ο κύριος David αποταμιεύει περισσότερες comments απ' όσες φορές αγωνίστηκε ο Πελέ στην Santos.

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

NEW OLD BOYS

Ένα σκυλί γαυγίζει, μακρινό.
Σωστά τα λέγαμε με τον κουμπάρο μου τον Κώστα.
Ως νέοι κάποτε,
Γυρίζαμε τις μπάρες και τα τσούζαμε,
Ως νέοι,
Νέοι και συμμορφούμενοι
Προς μίαν μορφήν διόλου αναμενόμενη,
Πλην μοιραίαν
Απολύτως.
Πριτς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007

ΑΠΟΗΧΟΙ ΜΙΑΣ ΣΥΝΑΥΛΙΑΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ...... (ή "αυτός ο γάλλος")

Πριν από κάτι μήνες είχα πει να φτιάξω ένα μπλογκ μόνο για τις μουσικές μου. Να βάλω τάξη. Στο "κρατημοκατάβασμα" τα κείμενα, στο "άκουσον άκουσον" οι μουσικές. Και γιατί παρακαλώ; Δεν μπορώ δηλαδή να οργιστώ κάποια στιγμή και να καταλύσω την τάξη; Διότι, ένας γάλλος που λέτε, και μάλιστα ελβετός- άγνωστός μου μέχρι χτες- μέσω ενός αγαπητού μου φίλου καλλιτέχνη, με ειδοποιεί για το ενδιαφέρον του να συνεμφανιστούμε σε συναυλία. Συναυλία από αυτές που γίνονται για τα 100 χρόνια του Γαλλικού Ινστιτούτου. Να παίξουμε με τους φίλους μου τους εκλεκτούς μουσικούς 4 κομμάτια από ένα CD με τίτλο "ΑΛΛΟΤΕΣ ΟΤΑΝ ΕΚΟΥΡΣΕΥΑΝ", το οποίο είχα την τύχη να μου χρηματοδοτήσει το ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΩΔΕΙΟ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗΣ και μετά κόπων και βασάνων να κυκλοφορήσει σε 3000 αντίτυπα, διανεμόμενα δωρεάν από το ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΠΕΤΡΑΣ. Το CD περιέχει ανασυνθέσεις κοσμικής μουσικής από αγιορείτικα χειρόγραφα του 17ου αιώνα, τις οποίες δούλεψα πάνω από δυο χρόνια. Σπανία έκδοσις, να περιαυτολογήσω, για λίγους φίλους χέρι με χέρι, και το υπόλοιπον για όποιον έτυχε να περάσει δίπλα από την κούτα με τα cd, όταν αυτά εκτίθεντο εις δωρεάν αρπαγήν μετά από κάποιες συναυλίες του φεστιβάλ. Με ειδοποιεί λοιπόν ο γαλλοελβετός δέκα μέρες πριν για "το συναυλία". Το δένω. Μού 'ρχεται χτες και θέλει επαφάς. Να τον κατεβάσομεν εις Περαίαν, να τον κεράσομεν και κρασάκι. Να σπάω το κεφάλι μου δυο ώρες να συνομιλώ σε μία εσπεράντο γαλλοαγγλική, γιατί καημό το έχω γλώσσα ξένη εκτός από τη μουσική δεν μιλάω. Πολλές μουσικολογίες και πριν τον αποχωρισμό μπαίνουμε στο εντός παρενθέσεων ψητόν:(-Οκ μονσιέ; -ΟΚ, ουί. - Ναι αλλά να φροντίσουμε και το οικονομικό, διότι νο μαρτίνι, νο πάρτι. -ΟΚ, ΟΚ.... -Διακόσα ευρώ το άτομο. -ΟΚ, ΟΚ...). Η συναυλία για τις 28 Φλεβάρη.
Άντε τώρα τρεχάλα να μαζέψεις τους μουσικούς. Καβούρντισα το αυτί μου με το κινητό. Όλα αυτά σήμερα το πρωί. Κλείνουμε και τις μέρες της πρόβας, όλο χαρά, "άντε θα το λαλήσουμε".
Ε, κατά το βραδάκι σήμερα ο φίλτατος φράγκος, το μετάνιωσε.
Γιατί κι εγώ να μην βάλω τα κομμάτια που θα παίζαμε στη συναυλία στο "κρατημοκατάβασμα"; Σας γλιτώνω και από ένα κλικ. "Αυτός ο Ράλλος, αυτός ο Ράλλος, είν' ευε(γ)γέτης σας μεράλος".

παίζουν: Αγγελίνα Τκάτσεβα σαντούρι, Χάρης Λαμπράκης νέι, Στρατής Ψαραδέλλης κεμεντζέ, Γιώργος Χατζημιχελάκης ούτι, Νέστορας Δρούγκας κρουστά.

ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ (τραγούδι Σπυριδούλα Μπάκα)


ΟΛΟΙ ΤΑ ΣΙΔΕΡΑ ΒΑΣΤΟΥΝ (τραγούδι Γιάννης Αρβανίτης)


ΔΙΩΧΝΕΙΣ ΜΕ ΜΑΝΑ (τραγούδι Σπυριδούλα Μπάκα)


ΑΗΤΟΣ (τραγούδι Γιάννης Αρβανίτης, Κώστας Γράμπας)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007

ΤΟ ΜΠΑΛΑΚΙ......

Γράψε 5 κάτι που δεν γνωρίζουν οι άλλοι μέσω του μπλογκ για σένα. Πέτα το μπαλάκι σε άλλους 5 μπλογκερς.
Το μπαλάκι μου το πέταξε ο Γούφας

τα κάτι:
1. Δεν χαλάω ποτέ χατήρι σε κανένα. Μόνο στη γυναίκα μου.
2. Εκνευρίζομαι εύκολα, αλλά σπανίως εκδηλώνομαι σε όλους, μόνο στη γυναίκα μου.
3. Δεκαέξι χρονών υπήρξα κυνηγός για μια μέρα και σκότωσα 11 σπουργίτια.
4. Μικρός μισούσα τις γάτες και αγαπούσα τους σκύλους. Τώρα λατρεύω τις γάτες και οι σκύλοι μού είναι αδιάφοροι.
5. Δεν έχω παίξει ποτέ παιχνίδι στον υπολογιστή, ούτε καν πασιέντζα.

................
πετάω το μπαλάκι σε:
http://beniamin12.blogspot.com/ ΒΕΝΙΑΜΙΝ Η ΔΩΔΕΚΑΤΗ
http://koukourou.blogspot.com/ ΚΟΥΚΟΥ_ΡΟΥ_ΚΟΥΚΟΥ
http://rodiat.blogspot.com/ ΡΟΔΙΑ
http://lllemon.blogspot.com/ ΛΕΜΟΝ
http://otithymamaixairomai.blogspot.com/ ATHENA

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 12, 2007

Σάββατο, Φεβρουαρίου 10, 2007

σπανία ηχογράφησις ρεμπέτικου

"ΟΙ ΝΤΟΥΜΑΝΟΤΡΥΠΕΣ" του Λαπαθιώτη, αγνώστου σε μένα συνθέτη.


Το παρόν σπάνιον ρεμπέτικον περιήλθε στην συλλογή μου σε ηλεκτρονική μορφή. Δεν κατέχω δηλαδή κάποιον δίσκο γραμμοφώνου με το συγκεκριμμένο κομμάτι, παρά μόνον κοσμεί τη συλλογή μου σε μορφή mp3. Πρόκειται για ένα κομμάτι σε στίχους Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Στίχους απρόσμενους για έναν νεορομαντικό ποιητή, εξίσου απρόσμενους με αυτούς του "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ". Οι στίχοι αντανακλούν την κρυφή ζωή του ποιητή, αυτήν που μέσα από διαθλάσεις αναδύεται στα γνωστά ποιήματά του.

 
Διευκρινίζω ότι το ενσωματωμένο βίντεο του YouTube είναι πρόσφατο (2021). Η πρώτη παρουσίαση του κομματιού είχε γίνει μέσω του πρώτου link της παρούσας ανάρτησης (2007). Μια ψηφιακή ιχνηλασία το αποδεικνύει.

  Όταν ο παππούς μου έψαχνε να βρει ένα οικοπεδάκι να αγοράσει για να χτίσει την προίκα για τις δυο μικρότερες αδερφές του, ένας μανιάτης κοντοχωριανός του τού είπε:
- "Παναγιώτη μου, έλα εδώ στη Πειραική, και εγώ σου φράζω ένα στρέμμα για δέκα λίρες, όπου το θες, κορώνι μου".

 Ο παππούς μου ο καημένος, είχε που είχε τη ντροπή του, μανιάτης να έχει παντρευτεί πριν παντρέψει όλες τις αδερφές του, κοκκίνησε:
-"Να πάρω εγώ Κυριάκο προίκα στις αδερφές μου δίπλα στους τεκέδες;"

Δεν ήταν υποχρεωμένος, ως μανιάτης, να πάρει προίκα σε καμμία αδερφή του. Στη Μάνη, το 'χω ξαναγράψει, οι γυναίκες προίκα δεν έπαιρναν. Μόνο κληρονομούσαν από μάνα σε μάνα αλυκές, ώστε να έχουν αλάτι για το μαγείρεμά τους, και σπανίως κάποιες πλούσιες οικογένειες δίνανε για κάποια χρόνια στις κόρες, ως προίκα, μερίδιο της ελαιοπαραγωγής. Όχι ρευστόν και προπάντων όχι γη και ακίνητα. Ο παππούς μου όμως ήθελε να τις προικίσει τις δυό μικρές του αδερφές. Αφού πάντρεψε τις δυό μεγαλύτερές του και παντρεύτηκε, έπρεπε να τις νοιαστεί, κανείς να μην μπορεί να πει ότι δεν τις νοιάστηκε. Εντάξει,... παντρεύτηκε πριν τις παντρέψει. Αλλά τις νοιάστηκε.

-"Α ρε καημένε Παναγιώτη. Εδώ βρε στην Πειραική σε είκοσι χρόνια αυτά τα οικόπεδα θα είναι χρυσάφι".
-"Τα έχω χεσμένα, με συγχωρείς. Εγώ τις αδερφές μου δεν τις έχω να μένουνε μεσοτοιχία με τους χασικλήδες. Κι έπειτα η Πειραική είναι γεμάτη ποντικούς και κουνούπι. Και είναι και ερημιά. Στην ερημιά να βάλω τις αδερφές μου;".
Και πήγε και αγόρασε με τα λεφτουδάκια του ένα οικοπεδάκι στο συνοικισμό της Παναγίτσας. Παναγία, Ρόδον το Αμάραντον. Τρακόσια μέτρα από την παραλία της Πειραικής, αλλά συνοικισμός. Με φώτα του δήμου, νερό και ηλεκτρικό.

Ο κυρ-Γιάννης ο γαλατάς που είχε αγοράσει για να βόσκει τις κατσίκες του ένα στρέμμα στην Πειραική, πλάι ακριβώς στον Καραγκιόζη του Χαρίδημου, τώρα έχει αφήσει προίκα στα εγγόνια του μιαν οχταόρωφη πολυκατοικία. Αλλά εγώ πιστεύω ότι ο παππούς μου καλά έκανε και δεν πήρε τότε το οικόπεδο στην Πειραική. Γιατί οι αδερφές του οι καημένες, είχανε που είχανε μείνει ανύπαντρες, να παίρνανε και σπίτι στην Πειραική, τότες όλος ο κόσμος θα έλεγε το μακρύ του και το κοντό του.


Ο Λαπαθιώτης σε κάτι τέτοια μέρη σύχναζε. Και χωρίς επίφαση. Χωρίς επίφαση γιατί τον πήρε από κάτω. Δεν πήγε για κουλέρ λοκάλ. Πήγε και συγχωνεύτηκε. Διατηρώντας την ποίηση. Γι αυτό και τις αποστροφές του τις άφηνε αδημοσίευτες. Και γι αυτό κι εγώ λέω συγχωνεύτηκε. Γιατί μπόρεσε και διατήρησε την διάκριση-μπορούσε να διακρίνει τους κόσμους. Αν δεν μπορείς να διακρίνεις τότε, απλώς, ταυτίζεσαι.
Τους στίχους αυτού του τραγουδιού του, μου τους έστειλε η φίλη μου η Φανή. Τους βρήκε στο βιβλίο του Πέτρου Χαρτοκόλλη "Ιδανικοί Αυτόχειρες", εκδόσεις ΕΣΤΙΑ. Είναι αδημοσίευτοι από τον ποιητή. Αν και το περιβάλλον στο οποίο αναφέρεται είναι οι τεκέδες του '30, το τραγούδι έχει δομή δημοτικού με γλώσσα ρεμπέτικου. Δεν είναι ρεμπέτικο, γιατί δεν υπάρχει ρεμπέτικο τραγούδι χωρίς ομοιοκατάληκτους στίχους, έστω δίστιχα. Στο τραγούδι αυτό συγχωνεύονται δημοτική τεχνική και ύφος με ρεμπέτικο θέμα.

(Α στροφή)
Κάτω στου Μήτσου τον ντεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο
και βρήκαν ντουμανότρυπες κ' ένα γιαπί λουλάδες,
πενηνταδυό διμούτσουνες και δεκαοχτώ μαρκούτσια.


Σουρτά- σουρτά με μπαμπεσιά ζυγώσαν οι ρουφιάνοι,
με ζούλα ήρθαν οι π[ούστηδες] και μας εβάναν μπόστα:
τσιμπήσαν πρώτα τον Μπαλήν, όπου φυλούσε τσίλλιας,
και μπήκαν στο τσαρδάκι μας και μας τα κάναν λίμπα.


(Β στροφή)
Πήραν τις ντουμανότρυπες, πήραν και τους λουλάδες,
πήραν και τις διμούτσουνες, τα δεκαοχτώ μαρκούτσια,
πήραν και τους ντερβίσιδες και στο πλεχτό τους πάνε
 


(Γ στροφή)
πήραν τον Μίκα το Ντουρντή, το τζε του Ντελαβέρη,
το Μπάμπουλα, το Μπούμπουλα και το Μπαλή το Μήτσο,

πήρανε και το ντερτιλή το Ντάτα, το θερίο,
πόκανε πέντε στην Παλιά και δώδεκα στ' Ανάπλι,
κι όταν μιλάη τσακίζεται και λέει: Όφ, τ' αδρεφάκι.
Πήραν και το Σκουντή το Λια με τα σμιχτά τα φρύδια,

κι ο Λιάκος βαρυγκόμαγε, κι ο Λιάκος βλαστημούσε.

(Δ στροφή).
Λιάκο μ' τ' έχεις και θλίβεσαι, τ' έχεις κι αναστενάζεις;
Δεν κλαίω που με τσιμπήσανε και στο πλεχτό με πάνε,
μον' κλαίω που μου τη σκάσανε κι ακόμα είμαι χαρμάνι...



Ο συνθέτης το έπιασε το αντικείμενο. Διάλεξε δώδεκα από τους είκοσι συνολικά στίχους, έτσι ώστε να αποτελούν στροφικές ενότητες. Απέφυγε και επικίνδυνες λέξεις όπως τη λέξη "πούστηδες" ίσως φοβούμενος λογοκρισία, αν και εκείνη την εποχή ακόμη δεν υπήρχε. Έφτιαξε ένα τραγούδι τετράστροφο από στροφές τρίστιχες, όπου ο δεύτερος στίχος κάθε στροφής τραγουδιέται δις. Σας επαναλαμβάνω ο συνθέτης, όπως και ο τραγουδιστής και οι εκτελεστές, μου είναι άγνωστος, όπως πολλές φορές άγνωστος είναι σε μένα ο ίδιος μου ο εαυτός. Παρακαλώ λοιπόν κάθε εκλεκτό συλλέκτη και μουσικολόγο του ρεμπέτικου να με πληροφορήσει για οτιδήποτε γνωρίζει σχετικά.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2007

VINUS GENEROSUS.....

.....εκ σαρκός ανδρικής.
ο Αθήναιος έγραψε.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 03, 2007

ΦΑΜΕ ΣΤΟΡΥ POIHSHS

Έχουν απομείνει ο Διονύσης και ο Νικόλας. Ποιος θα πάρει τα 150.000 €; Ε;ΕΙΣ ΚΟΡΗΝΗ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΘΡΕΦΕΤΟ ΜΕΣΑ ΕΙΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ

Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ είμαι και κοιτάω,
Πρόβαλε κει στα κάγκελα να ιδής που τραγουδάω.

Βγαίνει για σε γλυκύτατος απ’ την καρδιά μου ο στίχος,
Ας τον αφήνει να περνά και ας μην ζηλεύει ο τοίχος.

Κάμε να φύγεις αν μπορείς, έλα να σε φιλήσω,
Με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου θα σβήσω.

Μοναστηρίσια μου όμορφη, εδώ έλα και στοχάσου
Πως δε θα κάμω να χαθή, αθώα μου, η παρθενιά σου.
………………………………………………………
Διονύσιος Σολωμός (1798-1857)
Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ
‘Σ μεγάλην εξοριά, σ’ ένα λαγκάδι,
μιαν ταχινήν επήγα στο κουράδι*,
σε δέντρη, σε λιβάδια, σε ποτάμια,
σε δροσερά και τρυφερά καλάμια.

Μέσα στα δέντρη κείνα τ’ ανθισμένα,
Που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα,
Στη γη τη δροσερή, στα χορταράκια,
Που γλυκοκιλαδούσαν τα πουλάκια,

Πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
Ωσάν καλή καρδία κι ωραία στα θώρη,
Έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση
Κ’ έλαμπε σαν τον ήλιον η ομορφιά τση.

Έπονται άλλα 464 στιχάκια και ο επίλογος του Δρυμητινού:
Κι’ ως εδεπά τελειών’ η βοσκοπούλα,
Ιστόρια τζη, καμόματά της ούλα,
Κι αν ευρεθούν άλλες πολλαίς γραμμέναις
Ας ξεύρει πάσα εις πως ειν’ σφαλμέναις.
Μόνον πως αύτη είναι η καλυοτέρα
Απ’ όσαις κι αν βρεθούν την σήμερον ημέρα,
Ετζ’ από με τον αποκορωνίτη
Νικόλαον δρυμητινόν από την κρήτην.
…….ακολουθούν κι άλλοι στίχοι………(προσέξατε τας απομιμήσεις)


……………………………16ος αιώνας, ίσως του Νικολάου Δρυμητινού.
*κουράδι=κοπάδι (εκ του κουρά, κούρεμα, διότι ως γνωστόν τα πρόβατα τα κουρεύουν)Για να μιλήσουμε ειλικρινά και άνευ φιλολογίας. Το πρώτο του Σολωμού, την σήμερον, δεν πάει ούτε για στιχάκι σε φασόν τραγούδι, έστω και με την πλέον ελπιδοφόρον μεταπολιτευτικήν καλήν κουλτουριάραν πρόθεση. Υπάρχει ωστόσο ως καντσονέττα στην Κεφαλλονιά και στην Ζάκυνθο.
Η Βοσκοπούλα δε, μοιάζει σχεδόν περιττής υπάρξεως, χωρίς το άκουσμα μιας λύρας ζωγραφίζουσας να πείθει.


Και είναι και τα δύο αριστουργήματα εις την συμπεριφοράν. Διότι:

Και τα δυο μοιάζουν να διαχειρίζονται την ίδιαν γλωσσικήν περιουσίαν , δηλαδή την άγνοια της γλώσσας και παράλληλα την πλήρη επίγνωση της δύναμής της, όταν συνδυάζεται.
Το δεύτερο κυνηγάει την ύπαρξή του μέσα από την υπνωτιστική δύναμη της έκτασής του ως τραγούδι: μια επαναλαμβανόμενη μελωδία που θα ντύνει όλη τη στροφή - όλο το ποίημα αφημένο στο δοξάρι και την βέβαιη φωνή του λυράρη.
Το πρώτο οικονομημένο όλο πάνω στο πειστικό βλέμμα του χορωδού, που με ένα ποτηράκι παραπάνω, θα παιχνιδίσει το ματάκι και θα μας βεβαιώσει ότι ακούμε ένα αριστούργημα ειδικόν για κρασάκι εις μίαν νήσον της Επτανήσου.
Και ποίαι άλλαι να πρέπει να είναι αι φιλοδοξίαι των ποιητών;

-Τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
-Δικό σου ήταν αυτό Διονυσάκη; Μπράβο πουλάκι μου! Τζάμπα σου την πήραμε την κιθάρα;

(βλέπε: Γιάννη Χρήστου, Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ, "Τι ωραία που παίζει ο γιαννάκης μας το διολί!!!".

Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

TU VICAS DOMINE....



ΗΕΜΜΟΥΣΟΣΤΟΥΠΕΤΕΦΡΗΣΤΕΨΙΣ
υπ' εμού του ταπεινού Γερασίμου του Μπερεκέτου τάχα και μελωδού






και Πάνου Θεοδωρίδη: Ο ΕΡΑΣΤΗΣ
διαβάζει ο Κουκουζέλης
υποκρούει ο Μπερεκέτης

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Τί Γενάρης; Μάης είναι......


Τα αισθήματα είναι οι άμεσες συλλήψεις των αισθήσεων. Τα συναισθήματα μνημονικές ανακλήσεις των αισθημάτων, συνήθως με απροσδόκητες αφορμές:

Γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια στο πιατάκι = είμαι ο βασιλιάς της μάνας μου, ωραίο σήμερα το ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό, πολύ σε αγαπάω ψυγείο, σήμερα σε αγαπάω πιο πολύ κι απ’ το ραδιόφωνο.
Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών, όταν η οικογένειά μου απέκτησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Μέχρι τότε είχαμε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου που καθημερινά ήθελε μισή κολώνα για να κρατήσει την ψύξη. Στη γειτονιά υπήρχαν δύο-τρία παγοπωλεία – ο ορθογράφος του Word μόλις μου δήλωσε ότι αγνοεί την λέξη «παγοπωλείον», υπογραμμίζοντάς την με κόκκινο. Ας δοκιμάσω και την λέξη «παγοπώλης». Την έχει - κάτι είναι κι αυτό.
Περνούσε καθημερινά παγοπώλης από τη γειτονιά. Μια καρότσα φορτωμένη με δυο ντουζίνες κολώνες πάγου, που την έσερνε ένα γηραλέο μουλάρι. Η κολώνα έκανε 2 δραχμές. Η μισή κολώνα 1 δραχμή. «Πάγο…ις, ο πάγος», φώναζε ο παγοπώλης, μαζευόντουσαν οι νοικοκυρές με τα διχτάκια και τις πάνινες τσάντες τους και ο γεροδεμένος βοηθός του, κατέβαινε από την καρότσα, έπιανε με τ’ άγκιστρο μια κολώνα, την έφερνε στο χείλος της καρότσας, και με τον κόφτη, ένα μεγάλο μπαλτά με πριονωτή ακμή, αφού χάραζε μια γραμμή στην μέση της κολώνας, μετά γκαπ-γκαπ-γκαπ, με δυο-τρεις μπαλταδιές την έκοβε, την άρπαζε με το άγκιστρο και όλο αλαφράδα την έριχνε μέσα στο χάσκον διχτάκι της νοικοκυράς. Η τσογλαναρία της γειτονιάς παραφύλαγε· μόλις ο βοηθός του παγοπώλη ανέβαινε στη σέλα της άμαξας και ο παγοπώλης φώναζε στο μουλάρι «ντέιιιι», τρέχανε και βουτούσανε από την καρότσα θραύσματα πάγου. Προτιμούσαν τα μακρουλά, τα κωνικού σχήματος. Τα βουτούσαν και τα κράδαιναν ως τρόπαια, γιουχαΐζοντας προκαταβολικά τον παγοπώλη που θα τους περιλάβαινε στο βρισίδι μόλις τους έπαιρνε πρέφα. Μετά αράζανε σε κάποια γωνιά, τα κρατούσαν παρόλο που το χέρι τους μούδιαζε από το πάγωμα και τα έγλειφαν απολαυστικά. Και χαμπάρι δεν έπαιρναν όταν κάποιος μυαλωμένος κύριος τούς έριχνε μια καρπαζιά νουθετώντας τα με αυστηρότητα: «ρε βλαμμένο, ο πάγος είναι όλος αμμωνία, θα πάθει το στομάχι σου». Ήταν το παγωτό τους, το παγωτό πύραυλος της φτωχοτσογλαναρίας. Κι ήταν πολλές οι φορές που ο παγοπώλης, την είχε κοζάρει τη μαρίδα, έτοιμη, μόλις γυρίσει την πλάτη του, να την πέσουνε βουταρία στα παγοθρύψαλα. Φώναζε τάχα μου αφηρημένος «ντέιι», σήκωνε το καμτσίκι του, κι αντίς να το ρίξει στην πλάτη του μουλαριού, το ‘στελνε πίσω και όποιος ήταν ο τυχερός το ‘τρωγε κατακέφαλα. Δεν το έκανε από σαδισμό. Είχε επαγγελματικό συμφέρον. Τα μεγάλα παγοθρύψαλα τα αγόραζαν μισοτιμής οι φτωχές γριούλες.
Εμείς ψωνίζαμε από τον παγοπώλη μέρα-παραμέρα, γιατί όταν ο παππούς μου γύριζε από νυχτερινή βάρδια, πριν έρθει στο σπίτι για ύπνο, περνούσε από το παγοπωλείο και αγόραζε μισή κολώνα για εννιά δεκάρες. Γλίτωνε μ’ αυτόν τον τρόπο τον οικογενειακό προϋπολογισμό με μια δεκάρα μέρα-παραμέρα, δεκαπέντε δραχμούλες το χρόνο.
-«Πρέπει, Παναγιώτη μου να πάρουμε ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Αυτή η παλιατζούρα του πάγου δεν κρατάει τίποτα κι είναι και στενόχωρο. Οχτώ ψυχές είμαστε εδώ μέσα. Δηλαδή λέμε να κάνουμε οικονομίες για να χτίσουμε και πετάμε τα λεφτά μας στους μανάβηδες και τους μπακάληδες. Δυο-δυο τα μήλα και μισό κιλό φέτα, επειδή η παλιατζούρα δε χωράει. Να πάρουμε ηλεκτρικό που είναι μεγάλο και να ψωνίζουμε απ’ τη λαϊκή για όλη τη βδομάδα. Και έχει και κατάψυξη, να μη πηγαινοερχόμαστε στο χασάπη τρεις φορές την εβδομάδα», έλεγε και ξανάλεγε η θειά μου, το Πιπινάκι, η αδερφή της γιαγιάς μου, μία εκ των οκτώ ψυχών του σπιτιού μας, η πλέον ταγματαρχεύουσα.
-«Σκατά. Μια χαρά είναι του πάγου. Έχεις κάνα παράπονο. Δεν πάω και στις δυό λαϊκές; Και στης Πηγάδας πάω και στης Χατζηκυριακού. Και γι αυτά που κρατάνε έξω απ’ το ψυγείο, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα πάω στη λαχαναγορά στου Ρέντη για πιο φτηνά. Και πιο καλά τη φέτα και το κρέας λίγα-λίγα. Δηλαδή, άμα πέσουμε σε σκάρτο κομμάτι να το έχουμε αγοράσει δυο κιλά και να το πετάμε. Ξέρεις πόσο κάνει ένα ηλεκτρικό ψυγείο; Μια περιουσία. Να πάρουμε δηλαδή ηλεκτρικό ψυγείο για να λέμε ότι έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό;», ο παππούς μου, η κεφαλή των οκτώ ψυχών.
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου του πέρασε του Πιπινακιού. Άλλωστε το πότε θα πέρναγε το δικό της ήταν αποτέλεσμα της εξής εξισώσεως:

Χρόνος επιτεύξεως του δικού της = [πλήθος εναντιουμένων στην γνώμη της] προς το [πλήθος των δια της σιωπής των υπέρ της γνώμης της] επί Κ ( όπου Κ μία παγκόσμια σταθερά που εκφράζει τον μέσον όρο αντοχής των ανθρώπων στο μπούρου-μπούρου) επί αναλόγως, 5 μήνες για τα μεγάλα, 5 βδομάδες για τα λιγότερο σημαντικά, 5 μέρες για τα μικρά και 5 ώρες ή λεπτά για τα καθημερινά.

Το ηλεκτρικό ψυγείο της πήρε κοντά δυο χρόνια, διάστημα που διαμορφώθηκε δια της βαθμιαίας και μεθοδικής μετακινήσεως προσώπων της οικογενείας μου εκ του αριθμητού της εξισώσεως προς τον παρονομαστή. Ήτο δε ο άθλος της μεγάλος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει και τις γνώμες τού πλήθους των συγγενών και των φίλων που λόγω οικονομικής δυσχερείας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές της εποχής -κάποιοι δεν είχαν ούτε ραδιόφωνο, πού ψυγείο ηλεκτρικό· ως εκ τούτου ήσαν αναφανδόν άπαντες υπέρ της συντήρησης: «μωρέ μια χαρά είναι του πάγου. Άμα κοπεί το ρεύμα θα σαπίσουνε όλα μέσα στο ηλεκτρικό».
-«Παναγιώτη, ή το παίρνουμε, ή εγώ σηκώνομαι και πάω και νοικιάζω ένα σπίτι και φεύγω από δω μέσα».
Σε ένα μήνα από τότε που εκστομίθηκε αυτή η απειλή αποκτήσαμε ψυγείο. Το Πιπινάκι, χήρα υδραίου καπετάνιου, ήτανε με τη συνταξούλα της σημαντικός παράγων της οικιακής μας οικονομίας.

Ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό, το τρίκυκλο του Πασπαλά σταμάτησε έξω από το σπίτι μας. Στην καρότσα πάνω ήταν ο παππούς μου και κράταγε το δεμένο με σκοινιά ψυγείο διασφαλίζοντάς του ισχυρότερη ισορροπία. Στην εξώπορτα οι μέλλοντες να τελέσουν χρέη αχθοφόρων, ο αδελφός της μάνας μου και ένας φίλος του. Το ψυγείο λύθηκε τελετουργικά και εξίσου τελετουργικά φορτώθηκε στα μπράτσα των δύο εικοσάχρονων. «Σιγά και με το μαλακό μην το χτυπήσετε στις σκάλες», φώναζε ο παππούς μου. Οι οδηγίες του απέφεραν το αντίθετο, ο φίλος του θείου μου παραπάτησε και το ψυγείο την έφαγε τη γρατζουνιά του. Μα ήταν τόσο τετραγωνισμένο και τόσο γυαλιστερό αυτό το ηλεκτρικό ψυγείο που «κάποιο μάτι κακό της γειτονιάς το γλωσσόφαγε». Την κατσάδα την έφαγε ο θείος μου, χωρίς να φταίει και τοιουτοτρόπως και το οφειλόμενον βρισίδι επεδόθη και ο ξένος άνθρωπος δεν προσβλήθηκε κατάμουτρα. Εδώ οφείλω να πω ότι κάτι τέτοια περιστατικά οι ανατολίται ταπητουργοί τα προλαμβάνουν με το να προκαλούν μιαν ηθελημένη ασυμμετρία στο σχέδιο του χαλιού τους, γιατί μόνον ο Αλλάχ είναι αλάνθαστος. Ό, τι συνέβη λοιπόν στο ψυγείο, συνέβη όχι λόγω της απροσεξίας του Μιχαλάκη, αλλά λόγω της ύβρεως της κατασκευάστριας ΠΙΤΣΟΣ-ΒΑΓΙΩΝΗΣ.

Ηλιόλουστο ζεστό νοτινό πρωινό του Γενάρη = μαγιάτικο πρωινό, παλιές ερωτικές ανάσες, χαρμολύπη, κάποτε ήμουν βασιλιάς της μάνας μου, τότες που αντί στέψεως μού ‘δωσε ένα πιατάκι βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια απ’ το καινούργιο μας-μόλις που μας το ‘χαν φέρει ηλεκτρικό ψυγείο, ας γράψω κάτι στο λαπ-τοπ, πολύ το αγαπάω το λαπ-τοπάκι μου πιο πολύ κι από……

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ξεκίνησα με αυτό εδώ, χωρίς περαιτέρω προθέσεις. Πρόκειται για ένα (υστερο-) υπερλεξιστικό ποιηματάκι, των φοιτητικών μου χρόνων, μάλλον του ΄78 με εμφανείς αναφορές στο πασίγνωστον «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ» του Κ.Π.Καβάφη.



Μετά θεώρησα δίκαιο να αναφερθώ στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944), τον οποίον οι μελετητές κατατάσσουν στους Νεορομαντικούς. Θέλησα λοιπόν ν' αναφερθώ σ' αυτόν, γιατί ο Λαπαθιώτης, σ’ ένα ποιητικό παιχνίδι του, το 1938, έγραψε το "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ" ένα ποίημα απρόσμενο για την εποχή του, αλλά και το προσωπικό ποιητικό του ύφος (όχι ίσως για την προσωπικότητά του απρόσμενο). Προλαβαίνει έτσι, ο Λαπαθιώτης, τους ISIDORE ISOU και MAURICE LEMAITRE, τους κύριους εκπροσώπους του Λεττρισμού (Lettrisme), το οποίο ως κίνημα εμφανίζεται γύρω στο 1945. Το κίνημα του Λεττρισμού είναι ένα "αντιλεξικό" κίνημα, πρεσβεύει μια ποίηση που θα βασίζεται στη δύναμη του φθόγγου – στη δύναμη της ήχησης, κι όχι στο νόημα των λέξεων. Ο ποιητής φτιάχνει δικές του λέξεις, καινοφανείς, με αυθαίρετους (;) φθογγικούς συνδυασμούς, φαινομενικά «άσημες», που ανοίγουν, ωστόσο, το πεδίο στον αναγνώστη, να τις φορτίσει με νόημα, κάτι που και ο ίδιος ο υπερλεξιστής ποιητής ίσως έχει ήδη κάνει, υπομειδιώντας. Πέρα από τις παράπλευρες επιδιώξεις (καινοφανή λεκτικά μορφώματα, κωμικές ετυμολογικές αναφορές, επί μέρους παρηχήσεις κλπ), κύρια επιδίωξη είναι η δημιουργία συνολικά ενός κλίματος ηχητικού, το οποίο μάλιστα με την απαγγελία εντείνεται ακόμα περισσότερο. Αυτό το ηχητικό κλίμα κυοφορεί το νόημα. Ιδού το ποίημα:


Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα «Θεσσαλικά Γράμματα» (1938), κατόπιν στο περιοδικό «Εκλογή» τεύχος 73, το 1951.
Να σας διευκρινίσω γιατί προτίμησα να βάλω απεικονισμένα τα ποιήματα και δεν τα δαχτυλογράφησα. Μόλις ξεκίνησα να τα δαχτυλογραφώ στο μονοτονικό, αντιλήφθηκα ότι .... ο υπερλεξισμός έχει ανάγκη το πολυτονικό, ούτως ώστε τα μόνα που μένουν υπερλεξιστικώς ανέπαφα , δηλαδή τα άρθρα (και κάποιες λίγες προθέσεις και σύνδεσμοι, καθώς και αντωνυμίες) μέσω του πολυτονισμού να διασαφηνίζεται το ότι πρόκειται όντως για άρθρα και όχι για κτητικές αντωνυμίες. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό αυτό, μέσω του πολυτονισμού διαφαίνεται επιτυχέστερα η επιθυμητή από τον ποιητή παρετυμολογία κάποιων "λέξεων". Προσωπική μου ανάγκη, ίσως.
Κλείνω με ένα σκίτσο από το χέρι του Λαπαθιώτη:

Παρατήρηση: Το ελληνικό κείμενο στο σκίτσο του Λαπαθιώτη είναι σε "ατονικό".
Το σκίτσο και η προσωπογραφία του Λαπαθιώτη είναι από την 5τομη ανθολογία της Νεοελληνικής Ποίησης του Α.Αργυρίου, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗΣ. Τα περί υπερλεξισμού, ως έναυσμα, από την ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ του Γ.Μπαμπινιώτη.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Ποιον αγαπάς πιο πολύ, ω παιδάκι του ‘60;


-Ποιον αγαπάς πιο πολύ; Τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου;
-Τον καναπέ.
-Αχ, τι έξυπνο παιδάκι. Είδες πως το ‘φερε. Πανέξυπνο. Έλα ‘δω να σε τσιμπήσω πουλάκι μου. Φτου-φτου-φτου.

Και τώρα πρέπει το παιδάκι να κάνει και τις υπόλοιπες αηδίες: να πει τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, να κάνει δύσκολες προσθέσεις, να φέρει τους ελέγχους του, καθώς και να απαντήσει σε απρόοπτες ερωτήσεις για φαινομενικά έξυπνα μικρά παιδιά, όπως, λόγου χάρη, «η τίγρις είναι αρσενικιά ή θηλυκιά;». Καθόλου δεν παρεξηγώ τους καλλιτέχνες των κέντρων διασκεδάσεως που παίρνουν κόκα για να τη βγάλουν. Εδώ μικρά παιδιά αναγκαζόμενα να επιδείξουν την εξυπνάδα τους, πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, απαντούν ετοιμόλογα σε κάθε είδους ερώτηση και εν τω μεταξύ αυτού του πέρα-δώθε βρίσκουν το μαγικό εκείνο χρονικό κενό που επιτρέπει μέσα του να βολευτεί μια επιδρομή στο ψυγείο για σοκολατάκια, παστάκια, μπακλαβαδάκια, πάστες ολόκληρες, εργολάβους, γιο-γιο. Τα φρουί-γλασέ και τα φρουί-ζελέ δεν μπαίνουν ψυγείο. Κανονικά, δεν μπαίνουν ούτε τα μπακλαβαδάκια. Διότι ως γνωστόν τα κρουστοειδή κρατάνε εκτός ψυγείου. Αλλά, άμα είναι γιορτή και έχουνε έρθει είκοσι επισκέψεις, θείοι, φίλοι, ξαδέρφια, νονοί, θειάδες, γιαγιάδες, τι να πρωτοπρολάβει η καημένη η μάνα;. Τα μπερδεύει και βάζει τα φρουί-ζελέ στο ψυγείο, αφήνει τα κουτιά τις πάστες έξω, τα ταψιά οι μπακλαβάδες στην οροφή του ψυγείου να μη μπορεί ένα παιδί να τους φτάσει, τα σοκολατάκια χύμα μέσα στην φοντανιέρα, να παίρνει όποιος θέλει όσα θέλει, και η καημένη η μάνα, που κάτι τέτοιες μέρες γίνεται οικοδέσποινα, να τρέχει πέρα δώθε πάνω στα τακούνια της και να ρωτάει: «Θέλετε να σας φέρω νεράκι;»

-Ποιον αγαπάς πιο πολύ πουλάκι μου;
Η κυρία που το ρώτησε αυτό, μόλις είχε πιει το τρίτο λικεράκι της. Θεώρησε δε, αυτονόητο ότι όταν ρωτάει «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» εξυπακούεται «τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου;». Τι να κάνει ένα παιδί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Χάνει τον σεβασμό του, απλώς, για την κυρία που μετά το τρίτο λικεράκι, λέει μισά τα ολόκληρα. Αυτήν την μόλις πριν επιβλητική κυρία, που χαλάρωσε και δεν μπορεί να κρατήσει τα μπούτια της ενωμένα, και φαίνεται λίγο το βρακί της στο βάθος της φούστας της, άμα είσαι κοντό παιδάκι.

Η κυρία παίρνει είδηση το κοντό παιδάκι που κοιτάει ανάμεσα στα χαλαρωμένα μπούτια της, αλλά δεν δίνει σημασία να συμμαζευτεί. «Παιδάκι είναι, μικρό αγοράκι», σκέφτεται. Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι.

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

PERI (SYGXRONOU) POIHTIKHS

Ο θείος μου ο Παύλος ήταν δασύτριχος. Από μικρό παιδί ένιωθα ότι τα όντως όντα έπρεπε να κατηγοριοποιούνται. Οφείλουν, δηλαδή. Μετά άρχισε ένα άλλο μπέρδεμα. Η "οφειλή" και η "ωφέλεια". Έμαθα να ορθογραφώ αυτές τις λέξεις. Επανέρχομαι επαναλαμβάνοντας ότι ο θείος μου ο Παύλος ήταν δασύτριχος. Δεν είναι πλέον. Πέθανε πριν από εφτά χρόνια. Είναι δασύτριχος ως ανάμνηση, όχι ως όντως όν. Αλλά, και τι είναι η ανάμνηση; Από μικρό παιδί ένιωθα ότι άμα δεν ξέρεις κάτι και δεν βρίσκεις λέξεις για να δείξεις ότι το ξέρεις, πρέπει μεν να συνεχίσεις να μιλάς γι’ αυτό, αλλά πρέπει και να φυλάς τα νώτα σου. Κινδυνεύεις από τον ίδιο σου τον εαυτό που θα σε θέσει εν αμφιβολία, προσέτι δε, και κυρίως, κινδυνεύεις από κάποιον με καλυτέραν από σε εμφάνιση λογικής οργανώσεως, όστις θέτων σοι ερωτήματα θα σε κατατροπώσει και μάλιστα ενώπιον κοινού που είναι και το χειρότερο. Διότι ο βίος είναι πάλη. Εξ ου και βιοπάλη. Ο θείος μου ο Παύλος ήταν βιοπαλαιστής, αλλά ήταν και μποξέρ στην κατηγορία πετεινού, όπως έχω ξαναπεί. Κατά κάποιον τρόπο ήταν δηλαδή και σκέτο «παλαιστής». Βιοπαλαιστής πάντως ήταν από τα έντεκά του. Ξεκίνησε από μούτσος και έφτασε λοστρόμος στα πενήντα. Σχεδόν καμία πρόοδος. Ως μποξέρ, που δεν είναι ακριβώς παλαιστής, δεν διέπρεψε, πλην εκείνης της φοράς που ήδη σας έχω διηγηθεί, τότες δηλαδή που πλάκωσε στις μπουνιές κάτι μαχαιροβγάλτες στη γέφυρα του Σαν Φραντζίσκο. Και ερωτώ: δύνασαι αντιγράφοντας τον εαυτό σου να προοδεύσεις;
Δύνασαι. Αν και πολλοί θα σας πουν ότι η τέχνη προχωρά με την εξήγηση. Τι είναι εξήγηση; Θα σας πω. Είναι να παίρνεις π.χ. ένα μέλος παλαιόν του Πέτρου Μπερεκέτου και να το επεκτείνεις ενδοσκοπικά, δηλαδή, διατηρώντας τον σκελετό των φράσεών του, να δημιουργείς ή καλύτερα να φτιάχνεις φράσεις εκ των επί μέρους φράσεων.
Άλλο παράδειγμα:


Σολωμού:


«Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη».
Εξήγησις:

Ήτανε βράδυ,
Ένα από τ’ αναπάντεχα τα βράδια του Απρίλη.
Δεν ήταν το στεφάνι που φορούσες στα μαλλιά σου,
Ούτε το ανέκφραστο φιλί,
Που είδα
Να ζωγραφίζεται στα χείλη σου.
Είδα σου λέω, αν το πιστεύεις,
Ξανθά μαλλιά να σέρνουν τον χορό
Και να ανταποκρίνεσαι.

Αυτά, αν και προτιμώ άλλες εκδοχές, πιο γόνιμες (οι γόνιμες εκδοχές αποτελούν ιδίαν κατηγορίαν).

Σκεφτείτε την περίπτωση ακεραίων συνενώσεων:

«Έστησε ο Έρωτας χορό
με τον ξανθόν Απρίλη
και τρωγόπιναν οι φίλοι,
τσιριτρί τσιριτρό».


Σε αυτό το ποίημα συναντώνται τρεις, ουχί δύο, ποιητές. Ο Διονύσιος Σολωμός με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, ως προς τους στίχους και συντρέχει ο Ιωάννης Πολέμης ως προς την στιχοπλοκίαν, ως προς την μετρικήν αν προτιμάτε. Διότι η ομοιοκαταληξία έχει επιτευχθεί να είναι σταυρωτή, ιδιαιτέρως αρεστή στον Πολέμη.

Θα κλείσω με μίαν προσωπική κατάθεση, πιστή αντιγραφή του ποιητικού μου έργου, η οποία ωστόσο είναι σε σταυρωτή ομοιοκαταληξία, την οποίαν θεωρώ προσωπικώς αναστατικήν προοπτικήν της στιχοπλοκίας:

«Όταν μπορούσα,
ήμουν τσοπάνης στο βουνό.
Και τώρα έχω έναν καημό:
Που δεν γαμούσα.»

Η ωφέλεια αυτής της πρακτικής, οφείλω να συμπεράνω, είναι μεγάλη.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

Η ΛΥΣΗ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ

Η λύση ακολούθησε εξ ουρανού.

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΡΜΟΤΑΣ Νο 3

Πάλι χωρίς ADSL.......
Ξεματιάστε με σας παρακαλώ.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)