Τρίτη, Ιανουαρίου 30, 2007

TU VICAS DOMINE....



ΗΕΜΜΟΥΣΟΣΤΟΥΠΕΤΕΦΡΗΣΤΕΨΙΣ
υπ' εμού του ταπεινού Γερασίμου του Μπερεκέτου τάχα και μελωδού






και Πάνου Θεοδωρίδη: Ο ΕΡΑΣΤΗΣ
διαβάζει ο Κουκουζέλης
υποκρούει ο Μπερεκέτης

Σάββατο, Ιανουαρίου 27, 2007

Τί Γενάρης; Μάης είναι......


Τα αισθήματα είναι οι άμεσες συλλήψεις των αισθήσεων. Τα συναισθήματα μνημονικές ανακλήσεις των αισθημάτων, συνήθως με απροσδόκητες αφορμές:

Γλυκό βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια στο πιατάκι = είμαι ο βασιλιάς της μάνας μου, ωραίο σήμερα το ηλιόλουστο μαγιάτικο πρωινό, πολύ σε αγαπάω ψυγείο, σήμερα σε αγαπάω πιο πολύ κι απ’ το ραδιόφωνο.
Ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών, όταν η οικογένειά μου απέκτησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο. Μέχρι τότε είχαμε ένα ξύλινο ψυγείο πάγου που καθημερινά ήθελε μισή κολώνα για να κρατήσει την ψύξη. Στη γειτονιά υπήρχαν δύο-τρία παγοπωλεία – ο ορθογράφος του Word μόλις μου δήλωσε ότι αγνοεί την λέξη «παγοπωλείον», υπογραμμίζοντάς την με κόκκινο. Ας δοκιμάσω και την λέξη «παγοπώλης». Την έχει - κάτι είναι κι αυτό.
Περνούσε καθημερινά παγοπώλης από τη γειτονιά. Μια καρότσα φορτωμένη με δυο ντουζίνες κολώνες πάγου, που την έσερνε ένα γηραλέο μουλάρι. Η κολώνα έκανε 2 δραχμές. Η μισή κολώνα 1 δραχμή. «Πάγο…ις, ο πάγος», φώναζε ο παγοπώλης, μαζευόντουσαν οι νοικοκυρές με τα διχτάκια και τις πάνινες τσάντες τους και ο γεροδεμένος βοηθός του, κατέβαινε από την καρότσα, έπιανε με τ’ άγκιστρο μια κολώνα, την έφερνε στο χείλος της καρότσας, και με τον κόφτη, ένα μεγάλο μπαλτά με πριονωτή ακμή, αφού χάραζε μια γραμμή στην μέση της κολώνας, μετά γκαπ-γκαπ-γκαπ, με δυο-τρεις μπαλταδιές την έκοβε, την άρπαζε με το άγκιστρο και όλο αλαφράδα την έριχνε μέσα στο χάσκον διχτάκι της νοικοκυράς. Η τσογλαναρία της γειτονιάς παραφύλαγε· μόλις ο βοηθός του παγοπώλη ανέβαινε στη σέλα της άμαξας και ο παγοπώλης φώναζε στο μουλάρι «ντέιιιι», τρέχανε και βουτούσανε από την καρότσα θραύσματα πάγου. Προτιμούσαν τα μακρουλά, τα κωνικού σχήματος. Τα βουτούσαν και τα κράδαιναν ως τρόπαια, γιουχαΐζοντας προκαταβολικά τον παγοπώλη που θα τους περιλάβαινε στο βρισίδι μόλις τους έπαιρνε πρέφα. Μετά αράζανε σε κάποια γωνιά, τα κρατούσαν παρόλο που το χέρι τους μούδιαζε από το πάγωμα και τα έγλειφαν απολαυστικά. Και χαμπάρι δεν έπαιρναν όταν κάποιος μυαλωμένος κύριος τούς έριχνε μια καρπαζιά νουθετώντας τα με αυστηρότητα: «ρε βλαμμένο, ο πάγος είναι όλος αμμωνία, θα πάθει το στομάχι σου». Ήταν το παγωτό τους, το παγωτό πύραυλος της φτωχοτσογλαναρίας. Κι ήταν πολλές οι φορές που ο παγοπώλης, την είχε κοζάρει τη μαρίδα, έτοιμη, μόλις γυρίσει την πλάτη του, να την πέσουνε βουταρία στα παγοθρύψαλα. Φώναζε τάχα μου αφηρημένος «ντέιι», σήκωνε το καμτσίκι του, κι αντίς να το ρίξει στην πλάτη του μουλαριού, το ‘στελνε πίσω και όποιος ήταν ο τυχερός το ‘τρωγε κατακέφαλα. Δεν το έκανε από σαδισμό. Είχε επαγγελματικό συμφέρον. Τα μεγάλα παγοθρύψαλα τα αγόραζαν μισοτιμής οι φτωχές γριούλες.
Εμείς ψωνίζαμε από τον παγοπώλη μέρα-παραμέρα, γιατί όταν ο παππούς μου γύριζε από νυχτερινή βάρδια, πριν έρθει στο σπίτι για ύπνο, περνούσε από το παγοπωλείο και αγόραζε μισή κολώνα για εννιά δεκάρες. Γλίτωνε μ’ αυτόν τον τρόπο τον οικογενειακό προϋπολογισμό με μια δεκάρα μέρα-παραμέρα, δεκαπέντε δραχμούλες το χρόνο.
-«Πρέπει, Παναγιώτη μου να πάρουμε ένα ηλεκτρικό ψυγείο. Αυτή η παλιατζούρα του πάγου δεν κρατάει τίποτα κι είναι και στενόχωρο. Οχτώ ψυχές είμαστε εδώ μέσα. Δηλαδή λέμε να κάνουμε οικονομίες για να χτίσουμε και πετάμε τα λεφτά μας στους μανάβηδες και τους μπακάληδες. Δυο-δυο τα μήλα και μισό κιλό φέτα, επειδή η παλιατζούρα δε χωράει. Να πάρουμε ηλεκτρικό που είναι μεγάλο και να ψωνίζουμε απ’ τη λαϊκή για όλη τη βδομάδα. Και έχει και κατάψυξη, να μη πηγαινοερχόμαστε στο χασάπη τρεις φορές την εβδομάδα», έλεγε και ξανάλεγε η θειά μου, το Πιπινάκι, η αδερφή της γιαγιάς μου, μία εκ των οκτώ ψυχών του σπιτιού μας, η πλέον ταγματαρχεύουσα.
-«Σκατά. Μια χαρά είναι του πάγου. Έχεις κάνα παράπονο. Δεν πάω και στις δυό λαϊκές; Και στης Πηγάδας πάω και στης Χατζηκυριακού. Και γι αυτά που κρατάνε έξω απ’ το ψυγείο, πατάτες, κρεμμύδια, σκόρδα πάω στη λαχαναγορά στου Ρέντη για πιο φτηνά. Και πιο καλά τη φέτα και το κρέας λίγα-λίγα. Δηλαδή, άμα πέσουμε σε σκάρτο κομμάτι να το έχουμε αγοράσει δυο κιλά και να το πετάμε. Ξέρεις πόσο κάνει ένα ηλεκτρικό ψυγείο; Μια περιουσία. Να πάρουμε δηλαδή ηλεκτρικό ψυγείο για να λέμε ότι έχουμε ψυγείο ηλεκτρικό;», ο παππούς μου, η κεφαλή των οκτώ ψυχών.
Μπούρου-μπούρου, μπούρου-μπούρου του πέρασε του Πιπινακιού. Άλλωστε το πότε θα πέρναγε το δικό της ήταν αποτέλεσμα της εξής εξισώσεως:

Χρόνος επιτεύξεως του δικού της = [πλήθος εναντιουμένων στην γνώμη της] προς το [πλήθος των δια της σιωπής των υπέρ της γνώμης της] επί Κ ( όπου Κ μία παγκόσμια σταθερά που εκφράζει τον μέσον όρο αντοχής των ανθρώπων στο μπούρου-μπούρου) επί αναλόγως, 5 μήνες για τα μεγάλα, 5 βδομάδες για τα λιγότερο σημαντικά, 5 μέρες για τα μικρά και 5 ώρες ή λεπτά για τα καθημερινά.

Το ηλεκτρικό ψυγείο της πήρε κοντά δυο χρόνια, διάστημα που διαμορφώθηκε δια της βαθμιαίας και μεθοδικής μετακινήσεως προσώπων της οικογενείας μου εκ του αριθμητού της εξισώσεως προς τον παρονομαστή. Ήτο δε ο άθλος της μεγάλος, επειδή είχε να αντιμετωπίσει και τις γνώμες τού πλήθους των συγγενών και των φίλων που λόγω οικονομικής δυσχερείας δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές επιταγές της εποχής -κάποιοι δεν είχαν ούτε ραδιόφωνο, πού ψυγείο ηλεκτρικό· ως εκ τούτου ήσαν αναφανδόν άπαντες υπέρ της συντήρησης: «μωρέ μια χαρά είναι του πάγου. Άμα κοπεί το ρεύμα θα σαπίσουνε όλα μέσα στο ηλεκτρικό».
-«Παναγιώτη, ή το παίρνουμε, ή εγώ σηκώνομαι και πάω και νοικιάζω ένα σπίτι και φεύγω από δω μέσα».
Σε ένα μήνα από τότε που εκστομίθηκε αυτή η απειλή αποκτήσαμε ψυγείο. Το Πιπινάκι, χήρα υδραίου καπετάνιου, ήτανε με τη συνταξούλα της σημαντικός παράγων της οικιακής μας οικονομίας.

Ένα ωραίο μαγιάτικο πρωινό, το τρίκυκλο του Πασπαλά σταμάτησε έξω από το σπίτι μας. Στην καρότσα πάνω ήταν ο παππούς μου και κράταγε το δεμένο με σκοινιά ψυγείο διασφαλίζοντάς του ισχυρότερη ισορροπία. Στην εξώπορτα οι μέλλοντες να τελέσουν χρέη αχθοφόρων, ο αδελφός της μάνας μου και ένας φίλος του. Το ψυγείο λύθηκε τελετουργικά και εξίσου τελετουργικά φορτώθηκε στα μπράτσα των δύο εικοσάχρονων. «Σιγά και με το μαλακό μην το χτυπήσετε στις σκάλες», φώναζε ο παππούς μου. Οι οδηγίες του απέφεραν το αντίθετο, ο φίλος του θείου μου παραπάτησε και το ψυγείο την έφαγε τη γρατζουνιά του. Μα ήταν τόσο τετραγωνισμένο και τόσο γυαλιστερό αυτό το ηλεκτρικό ψυγείο που «κάποιο μάτι κακό της γειτονιάς το γλωσσόφαγε». Την κατσάδα την έφαγε ο θείος μου, χωρίς να φταίει και τοιουτοτρόπως και το οφειλόμενον βρισίδι επεδόθη και ο ξένος άνθρωπος δεν προσβλήθηκε κατάμουτρα. Εδώ οφείλω να πω ότι κάτι τέτοια περιστατικά οι ανατολίται ταπητουργοί τα προλαμβάνουν με το να προκαλούν μιαν ηθελημένη ασυμμετρία στο σχέδιο του χαλιού τους, γιατί μόνον ο Αλλάχ είναι αλάνθαστος. Ό, τι συνέβη λοιπόν στο ψυγείο, συνέβη όχι λόγω της απροσεξίας του Μιχαλάκη, αλλά λόγω της ύβρεως της κατασκευάστριας ΠΙΤΣΟΣ-ΒΑΓΙΩΝΗΣ.

Ηλιόλουστο ζεστό νοτινό πρωινό του Γενάρη = μαγιάτικο πρωινό, παλιές ερωτικές ανάσες, χαρμολύπη, κάποτε ήμουν βασιλιάς της μάνας μου, τότες που αντί στέψεως μού ‘δωσε ένα πιατάκι βύσσινο σερβιρισμένο με παγάκια απ’ το καινούργιο μας-μόλις που μας το ‘χαν φέρει ηλεκτρικό ψυγείο, ας γράψω κάτι στο λαπ-τοπ, πολύ το αγαπάω το λαπ-τοπάκι μου πιο πολύ κι από……

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ

Ξεκίνησα με αυτό εδώ, χωρίς περαιτέρω προθέσεις. Πρόκειται για ένα (υστερο-) υπερλεξιστικό ποιηματάκι, των φοιτητικών μου χρόνων, μάλλον του ΄78 με εμφανείς αναφορές στο πασίγνωστον «ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ» του Κ.Π.Καβάφη.



Μετά θεώρησα δίκαιο να αναφερθώ στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (1888-1944), τον οποίον οι μελετητές κατατάσσουν στους Νεορομαντικούς. Θέλησα λοιπόν ν' αναφερθώ σ' αυτόν, γιατί ο Λαπαθιώτης, σ’ ένα ποιητικό παιχνίδι του, το 1938, έγραψε το "ΒΑΟ ΓΑΟ ΔΑΟ" ένα ποίημα απρόσμενο για την εποχή του, αλλά και το προσωπικό ποιητικό του ύφος (όχι ίσως για την προσωπικότητά του απρόσμενο). Προλαβαίνει έτσι, ο Λαπαθιώτης, τους ISIDORE ISOU και MAURICE LEMAITRE, τους κύριους εκπροσώπους του Λεττρισμού (Lettrisme), το οποίο ως κίνημα εμφανίζεται γύρω στο 1945. Το κίνημα του Λεττρισμού είναι ένα "αντιλεξικό" κίνημα, πρεσβεύει μια ποίηση που θα βασίζεται στη δύναμη του φθόγγου – στη δύναμη της ήχησης, κι όχι στο νόημα των λέξεων. Ο ποιητής φτιάχνει δικές του λέξεις, καινοφανείς, με αυθαίρετους (;) φθογγικούς συνδυασμούς, φαινομενικά «άσημες», που ανοίγουν, ωστόσο, το πεδίο στον αναγνώστη, να τις φορτίσει με νόημα, κάτι που και ο ίδιος ο υπερλεξιστής ποιητής ίσως έχει ήδη κάνει, υπομειδιώντας. Πέρα από τις παράπλευρες επιδιώξεις (καινοφανή λεκτικά μορφώματα, κωμικές ετυμολογικές αναφορές, επί μέρους παρηχήσεις κλπ), κύρια επιδίωξη είναι η δημιουργία συνολικά ενός κλίματος ηχητικού, το οποίο μάλιστα με την απαγγελία εντείνεται ακόμα περισσότερο. Αυτό το ηχητικό κλίμα κυοφορεί το νόημα. Ιδού το ποίημα:


Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα «Θεσσαλικά Γράμματα» (1938), κατόπιν στο περιοδικό «Εκλογή» τεύχος 73, το 1951.
Να σας διευκρινίσω γιατί προτίμησα να βάλω απεικονισμένα τα ποιήματα και δεν τα δαχτυλογράφησα. Μόλις ξεκίνησα να τα δαχτυλογραφώ στο μονοτονικό, αντιλήφθηκα ότι .... ο υπερλεξισμός έχει ανάγκη το πολυτονικό, ούτως ώστε τα μόνα που μένουν υπερλεξιστικώς ανέπαφα , δηλαδή τα άρθρα (και κάποιες λίγες προθέσεις και σύνδεσμοι, καθώς και αντωνυμίες) μέσω του πολυτονισμού να διασαφηνίζεται το ότι πρόκειται όντως για άρθρα και όχι για κτητικές αντωνυμίες. Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό αυτό, μέσω του πολυτονισμού διαφαίνεται επιτυχέστερα η επιθυμητή από τον ποιητή παρετυμολογία κάποιων "λέξεων". Προσωπική μου ανάγκη, ίσως.
Κλείνω με ένα σκίτσο από το χέρι του Λαπαθιώτη:

Παρατήρηση: Το ελληνικό κείμενο στο σκίτσο του Λαπαθιώτη είναι σε "ατονικό".
Το σκίτσο και η προσωπογραφία του Λαπαθιώτη είναι από την 5τομη ανθολογία της Νεοελληνικής Ποίησης του Α.Αργυρίου, Εκδόσεις ΣΟΚΟΛΗΣ. Τα περί υπερλεξισμού, ως έναυσμα, από την ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ του Γ.Μπαμπινιώτη.

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Ποιον αγαπάς πιο πολύ, ω παιδάκι του ‘60;


-Ποιον αγαπάς πιο πολύ; Τη μαμά σου ή τον μπαμπά σου;
-Τον καναπέ.
-Αχ, τι έξυπνο παιδάκι. Είδες πως το ‘φερε. Πανέξυπνο. Έλα ‘δω να σε τσιμπήσω πουλάκι μου. Φτου-φτου-φτου.

Και τώρα πρέπει το παιδάκι να κάνει και τις υπόλοιπες αηδίες: να πει τα ονόματα των δώδεκα θεών του Ολύμπου, να κάνει δύσκολες προσθέσεις, να φέρει τους ελέγχους του, καθώς και να απαντήσει σε απρόοπτες ερωτήσεις για φαινομενικά έξυπνα μικρά παιδιά, όπως, λόγου χάρη, «η τίγρις είναι αρσενικιά ή θηλυκιά;». Καθόλου δεν παρεξηγώ τους καλλιτέχνες των κέντρων διασκεδάσεως που παίρνουν κόκα για να τη βγάλουν. Εδώ μικρά παιδιά αναγκαζόμενα να επιδείξουν την εξυπνάδα τους, πηγαινοέρχονται πέρα-δώθε, απαντούν ετοιμόλογα σε κάθε είδους ερώτηση και εν τω μεταξύ αυτού του πέρα-δώθε βρίσκουν το μαγικό εκείνο χρονικό κενό που επιτρέπει μέσα του να βολευτεί μια επιδρομή στο ψυγείο για σοκολατάκια, παστάκια, μπακλαβαδάκια, πάστες ολόκληρες, εργολάβους, γιο-γιο. Τα φρουί-γλασέ και τα φρουί-ζελέ δεν μπαίνουν ψυγείο. Κανονικά, δεν μπαίνουν ούτε τα μπακλαβαδάκια. Διότι ως γνωστόν τα κρουστοειδή κρατάνε εκτός ψυγείου. Αλλά, άμα είναι γιορτή και έχουνε έρθει είκοσι επισκέψεις, θείοι, φίλοι, ξαδέρφια, νονοί, θειάδες, γιαγιάδες, τι να πρωτοπρολάβει η καημένη η μάνα;. Τα μπερδεύει και βάζει τα φρουί-ζελέ στο ψυγείο, αφήνει τα κουτιά τις πάστες έξω, τα ταψιά οι μπακλαβάδες στην οροφή του ψυγείου να μη μπορεί ένα παιδί να τους φτάσει, τα σοκολατάκια χύμα μέσα στην φοντανιέρα, να παίρνει όποιος θέλει όσα θέλει, και η καημένη η μάνα, που κάτι τέτοιες μέρες γίνεται οικοδέσποινα, να τρέχει πέρα δώθε πάνω στα τακούνια της και να ρωτάει: «Θέλετε να σας φέρω νεράκι;»

-Ποιον αγαπάς πιο πολύ πουλάκι μου;
Η κυρία που το ρώτησε αυτό, μόλις είχε πιει το τρίτο λικεράκι της. Θεώρησε δε, αυτονόητο ότι όταν ρωτάει «ποιον αγαπάς πιο πολύ;» εξυπακούεται «τον μπαμπά σου ή τη μαμά σου;». Τι να κάνει ένα παιδί σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Χάνει τον σεβασμό του, απλώς, για την κυρία που μετά το τρίτο λικεράκι, λέει μισά τα ολόκληρα. Αυτήν την μόλις πριν επιβλητική κυρία, που χαλάρωσε και δεν μπορεί να κρατήσει τα μπούτια της ενωμένα, και φαίνεται λίγο το βρακί της στο βάθος της φούστας της, άμα είσαι κοντό παιδάκι.

Η κυρία παίρνει είδηση το κοντό παιδάκι που κοιτάει ανάμεσα στα χαλαρωμένα μπούτια της, αλλά δεν δίνει σημασία να συμμαζευτεί. «Παιδάκι είναι, μικρό αγοράκι», σκέφτεται. Τόσο το καλύτερο για το αγοράκι.

Τρίτη, Ιανουαρίου 09, 2007

PERI (SYGXRONOU) POIHTIKHS

Ο θείος μου ο Παύλος ήταν δασύτριχος. Από μικρό παιδί ένιωθα ότι τα όντως όντα έπρεπε να κατηγοριοποιούνται. Οφείλουν, δηλαδή. Μετά άρχισε ένα άλλο μπέρδεμα. Η "οφειλή" και η "ωφέλεια". Έμαθα να ορθογραφώ αυτές τις λέξεις. Επανέρχομαι επαναλαμβάνοντας ότι ο θείος μου ο Παύλος ήταν δασύτριχος. Δεν είναι πλέον. Πέθανε πριν από εφτά χρόνια. Είναι δασύτριχος ως ανάμνηση, όχι ως όντως όν. Αλλά, και τι είναι η ανάμνηση; Από μικρό παιδί ένιωθα ότι άμα δεν ξέρεις κάτι και δεν βρίσκεις λέξεις για να δείξεις ότι το ξέρεις, πρέπει μεν να συνεχίσεις να μιλάς γι’ αυτό, αλλά πρέπει και να φυλάς τα νώτα σου. Κινδυνεύεις από τον ίδιο σου τον εαυτό που θα σε θέσει εν αμφιβολία, προσέτι δε, και κυρίως, κινδυνεύεις από κάποιον με καλυτέραν από σε εμφάνιση λογικής οργανώσεως, όστις θέτων σοι ερωτήματα θα σε κατατροπώσει και μάλιστα ενώπιον κοινού που είναι και το χειρότερο. Διότι ο βίος είναι πάλη. Εξ ου και βιοπάλη. Ο θείος μου ο Παύλος ήταν βιοπαλαιστής, αλλά ήταν και μποξέρ στην κατηγορία πετεινού, όπως έχω ξαναπεί. Κατά κάποιον τρόπο ήταν δηλαδή και σκέτο «παλαιστής». Βιοπαλαιστής πάντως ήταν από τα έντεκά του. Ξεκίνησε από μούτσος και έφτασε λοστρόμος στα πενήντα. Σχεδόν καμία πρόοδος. Ως μποξέρ, που δεν είναι ακριβώς παλαιστής, δεν διέπρεψε, πλην εκείνης της φοράς που ήδη σας έχω διηγηθεί, τότες δηλαδή που πλάκωσε στις μπουνιές κάτι μαχαιροβγάλτες στη γέφυρα του Σαν Φραντζίσκο. Και ερωτώ: δύνασαι αντιγράφοντας τον εαυτό σου να προοδεύσεις;
Δύνασαι. Αν και πολλοί θα σας πουν ότι η τέχνη προχωρά με την εξήγηση. Τι είναι εξήγηση; Θα σας πω. Είναι να παίρνεις π.χ. ένα μέλος παλαιόν του Πέτρου Μπερεκέτου και να το επεκτείνεις ενδοσκοπικά, δηλαδή, διατηρώντας τον σκελετό των φράσεών του, να δημιουργείς ή καλύτερα να φτιάχνεις φράσεις εκ των επί μέρους φράσεων.
Άλλο παράδειγμα:


Σολωμού:


«Έστησε ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη».
Εξήγησις:

Ήτανε βράδυ,
Ένα από τ’ αναπάντεχα τα βράδια του Απρίλη.
Δεν ήταν το στεφάνι που φορούσες στα μαλλιά σου,
Ούτε το ανέκφραστο φιλί,
Που είδα
Να ζωγραφίζεται στα χείλη σου.
Είδα σου λέω, αν το πιστεύεις,
Ξανθά μαλλιά να σέρνουν τον χορό
Και να ανταποκρίνεσαι.

Αυτά, αν και προτιμώ άλλες εκδοχές, πιο γόνιμες (οι γόνιμες εκδοχές αποτελούν ιδίαν κατηγορίαν).

Σκεφτείτε την περίπτωση ακεραίων συνενώσεων:

«Έστησε ο Έρωτας χορό
με τον ξανθόν Απρίλη
και τρωγόπιναν οι φίλοι,
τσιριτρί τσιριτρό».


Σε αυτό το ποίημα συναντώνται τρεις, ουχί δύο, ποιητές. Ο Διονύσιος Σολωμός με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, ως προς τους στίχους και συντρέχει ο Ιωάννης Πολέμης ως προς την στιχοπλοκίαν, ως προς την μετρικήν αν προτιμάτε. Διότι η ομοιοκαταληξία έχει επιτευχθεί να είναι σταυρωτή, ιδιαιτέρως αρεστή στον Πολέμη.

Θα κλείσω με μίαν προσωπική κατάθεση, πιστή αντιγραφή του ποιητικού μου έργου, η οποία ωστόσο είναι σε σταυρωτή ομοιοκαταληξία, την οποίαν θεωρώ προσωπικώς αναστατικήν προοπτικήν της στιχοπλοκίας:

«Όταν μπορούσα,
ήμουν τσοπάνης στο βουνό.
Και τώρα έχω έναν καημό:
Που δεν γαμούσα.»

Η ωφέλεια αυτής της πρακτικής, οφείλω να συμπεράνω, είναι μεγάλη.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 05, 2007

Η ΛΥΣΗ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ

Η λύση ακολούθησε εξ ουρανού.

Η ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΑΡΜΟΤΑΣ Νο 3

Πάλι χωρίς ADSL.......
Ξεματιάστε με σας παρακαλώ.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006

ΜΗΝ ΤΑΞΕΙΣ Σ' ΑΓΙΟ ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΑΙΔΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Το υπησχημένον μουσικό δωράκι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον

Θνητοί, καλή χρονιά.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

ΟΤΕούλη μου ήμαρτον

ΟΤΕούλη μου σε παρεξήγησα. Βιάστηκα να σε κατηγορήσω και να τώρα δες με γονυπετή μπροστά σου να απολογούμαι και να ζητώ συγγνώμη. Μπορει να μου κοψες την ADSL για 24 ώρες, αλλά με αντάμειψες με μία αναβάθμιση της ADSL σύνδεσής μου από 768 σε 1mb. Και θα μου στείλεις λέει δωρεάν σπίτι με κούριερ ένα ασύρματο μόντεμ σε μία εβδομάδα από τώρα. Κι εγώ ΟΤΕούλη μου που παρολίγον θα σε απατούσα με την TELLAS. Τι γαΐδούρια λοιπόν που είμαστε εμείς οι πελάτες! Αμέσως να λακίσουμε από τη σχέση με την πρώτη μικροαφορμή. Δηλαδή σε τι μου έφταιξες; ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΣΕ ΤΙ ΜΟΥ ΕΦΤΑΙΞΕΣ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ ΜΟΥ ΚΟΒΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΟΥ. ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΛΑΚΙΣΩ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ ΔΩΡΑΚΙΑ. ΑΣΕ ΠΟΥ ΟΥΔΕΙΣ ΜΟΥ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΣΕ ΕΝΑ ΜΗΝΑ.........μα τι λέω, αφού τά ξανάπα και στην προηγούμενη δημοσίευση.

ΚΑΛΟΜΑΘΕ Η ΓΡΙΑ ΣΤΑ ΣΥΚΑ, Ε; ΧΕ ΧΕ, ΧΕ.......(σαρδόνιον)

Αγαπητοί φίλοι,
όσοι εξ υμών διαθέτετε υπερταχεία ADSL και νοσταλγήσατε την καρβουνιάρα PSTN, σας πληροφορώ ότι ο ΟΤΕ αναλαμβάνει απροειδοποίητα να σας χαρίσει αυτό το νοσταλγικό ταξίδι. Εν ολίγοις, χθές ένας νεαρός υπάλληλος μου τηλεφώνησε στο κινητό και με πληροφόρησε ότι το συμβόλαιο CONNEX που είχα, διακόπτεται, λόγω προβλήματος στην γραμμή ADSL και ότι όταν το πρόβλημα αποκατασταθεί, το πότε δεν το γνωρίζουν, για να τους συγχωρήσω, ώστε να συνεχιστεί το ειδύλλιό μας, μου κάνουν δωράκι μια χαμηλότερη χρέωση, καθώς και μία δωροεπιταγή 50€. Βεβαίως, έχοντας το μονοπώλειο των γραμμών, φροντίζει ο ΟΤΕ, παραλλήλως, να κωλυσιεργεί τους άλλους providers, έτσι ώστε, αν εγώ τώρα θελήσω να εγκαταλείψω άσπλαχνα τον ΟΤΕ και να τα φτιάξω π.χ με την TELLAS, θα έχω ADSL, με τις χρονοβόρες διαδικασίες, σε ενάμιση μήνα περίπου και αν.
Δεν έχω πρόθεση ούτε για γκρίζα διαφήμιση, ούτε για δυσφήμιση. Ούτε εμμέσως θέλω να ταχθώ με αυτούς που είναι υπέρ της ιδιωτικοποιήσεως του ΟΤΕ. Ούτε είμαι μανιακός του internet, ώστε σε μία κρίση συνδρόμου στέρησης να παραληρώ. Όμως δεν μπορώ να μην αγανακτήσω. Μακάρι να πουληθούν όλοι και όλα και να ξανααγοραστούν και να ξαναπουληθούν. Ή και να μην πουληθούν ποτέ και να μείνουν όπως είναι. Έχω πειστεί, με έχουν πείσει από κοινού η κρατική και η ιδιωτική μηχανή ότι είναι καφενεία χωρίς τραπέζια και καρέκλες, αλλά με εξασφαλισμένους πελάτες παρ' όλα ταύτα. Πελάτες όλους τους κατ' ευφημισμόν πολίτες, που για να την βγάλουμε καθαρή, προσαρμοζόμαστε, ωραιοποιούμε καταστάσεις, προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με μεράκι, συνηθίζουμε, αρχίζουμε να λέμε "βρε, σαν καλά πάνε τα πράγματα" μέχρι που αναλαμβάνει ο δαίμων του "ελληνικείου"(sic): "Εντάξει παιδιά, τελείωσε το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα".
Και για να μπω στον επίλογο, ακολουθώντας την συμβουλή ενός καθηγητή μου στην έκθεση, "να μην κρίνεις μόνον αρνητικά, φρόντιζε πάντα να συνοδεύουν τον επίλογό σου στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς", έχω να προτείνω στους ομοιοπαθείς μου (και μην μας ονειδίσετε όσοι την έχετε γλιτώσει μέχρι τώρα), έχω να προτείνω λοιπόν μία λύση: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΤΕ, όσο είστε νέοι.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ,
κρίμα σας είχα ωραίο δωράκι για το άκουσουν άκουσον,
αλλά ποιος κάνει upload 120MB με PSTN.

Βλέπετε, καλόμαθε η γριά στα σύκα...................

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)

μέρος τρίτον και τέλος

Απόκρηες. Με τον συχωρεμένο το θείο μου τον Σπύρο έχουμε αγοράσει τις μάνες και τα χαρτιά για τον αετό. Η καθαρά Δευτέρα είναι σε δυο βδομάδες. Είναι ευτυχής κι εγώ μαζί του, που «όλα φέτος τα έχουμε κάνει εγκαίρως». Άλλες χρονιές τελευταία στιγμή τρέχαμε να ψάχνουμε πότε καλούμπα, πότε χαρτιά για την ουρά. «Φέτος είναι όλα στην εντέλεια». Αυτό με γέμιζε χαρά και θλίψη. Ήμουν ήδη εικοσιοκτώ χρονώ και παρ’ όλα αυτά ήμουν σε κάποια θέματα, θέματα με την έννοια της περιοχής, θέσει μαθητευόμενος. Άλλος είχε το πρόσταγμα. Διότι στην Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν πολλά ήσαν τα θέματα, θέμα Θράκης, θέμα Ελλάδος, ξέρετε. Όμως η κεντρική εξουσία ήτο στην Βασιλεύουσα. Όταν ήταν να φτιάξω έναν αετό, μόνος μου-τελείως μόνος μου, το φχαριστιόμουν. Αλλά όταν φτιάχναμε τον αετό με τον θείο μου, υπέφερα. Ένιωθα να είμαι ένα από τα αντικείμενα-θέματα της απόλαυσής του. Να φτιάχνεται ο αετός, αλλά αυτός να ορίζει το μέγεθος, την κοψιά, άλλοτε ρόμβος, άλλοτες εξάγωνο, άλλοτες αστεράκι. Να σχεδιάζει, να συναρμολογεί κι εγώ βοηθός. Και «πρόσεξε, να πάρει ο διάολος, το κόβεις στραβά». 1987. «Τι μου λες τώρα;» να σκέφτομαι. Και εννοούσα κάτι άσχετο μεν, θεμελιώδες όμως για την όλη ψυχοστατική μου της εποχής εκείνης. «Σε ένα χρόνο θα φύγω φαντάρος. Να χέσω και τους αετούς και όλα». Και η συλλογιστική αυτή δεν είχε θεματική αιτία, αφορμή, ρε παιδί μου. Επρόκειτο μάλλον για φόρμα παραλλαγών σε ένα θέμα. Κι ακόμα χειρότερα: για καλούπι εκφράσεως, για μονομανή συνταγή. Η έκφραση, εν είδει μάντρα ήτο: «Σε ένα χρόνο φεύγω φαντάρος. Να χέσω…………..και όλα». Τη θέση των αποσιωπητικών θα μπορούσε να καταλάβει οιαδήποτε έννοια, πράξις και πράγμα. Π.χ. «πορτοκαλάδα» φρεσκοστυμμένη από τα χεράκια της μάνας μου,……. δεν νομίζω να χρειάζεται άλλο παράδειγμα. «Φέτος λοιπόν τις απόκρηες, είμαστε πανέτοιμοι. Όλα είναι στην εντέλεια και έγκαιρα». Τι απαντώ;
« Να χέσω………κλπ, κλπ».
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα του ’87, ο καιρός τα χαλάει. Μαζεύει. Χιόνια στα ορεινά, χιόνια στα πεδινά, χιόνια και στον Πειραιά, που σπάνια το στρώνει. Τρεις μέρες το χιόνι τούφες. Ασπρίσανε οι βάρκες. Κάνει να ξελαμπικάρει και από την Κυριακή της τελευταίας αποκρηάς πάλι χιόνι. Τζάμπα πήγε ο χαρταετός. Χιόνι μια βδομάδα. «Σιβηρία, Σιβηρία», φώναζε ο παππούς μου, καθώς έμπαινε στην κουζίνα, μόλις που είχε ξεμυτίσει για δυό δρασκελιές στην αυλή και επέστρεφε τρεμάμενος από τα κρύο, κραδαίνοντας ως τρόπαιον ένα σκόρδο. «Άντε παππούλη καλά Χριστούγεννα, μας τα χρώσταγε τα χιόνια ο τρελόκαιρος. Άμα κάνεις σκορδαλιά θέλω κι εγώ. Πάω ν’ αγοράσω κρασί από του Κόσκου». «Πρόσεχε μη φας καμμιά γλίστρα». Κι η μάνα μου μπάκινγ βόκαλς: «Βάλε κασκόλ και γάντια».

Τη Φιλιώ τη βρήκαν ξεραμένη απ’ το κρύο στο παγκάκι της. Δεν άντεξε έξι μέρες στην παγωνιά. Πάει η Φιλιώ η καψερή. Εδώ κι ένα χρόνο περνώντας απ’ την πλατεία Πηγάδας την έβλεπα να κάθεται στο τσιμεντένιο παγκάκι στην άκρη δεξιά, κι αριστερά της να κείτεται ή συγκομιδή του βίου της. Κάτι τσάντες βρωμερές με ρούχα που ζέχναν, τρύπιες κουβέρτες, κι από κάτω, ως βάσις, ένα τρισάθλιο στρώμα. Πριν καταλήξει στο παγκάκι, έμενε σε ένα ημιυπόγειο ιδιοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Νείλου. Αλλά δεν συμμορφωνόταν. Της το είχαν πει ρητά. Να ξεχάσει την παλιά ζωή. Ο Χριστός αγάπησε την Μαγδαληνή. Δεν έχει σημασία τι ήταν πρώτα. Από δω και πέρα όμως, να σκεφτεί τα γεράματά της και ο Θεός είναι μεγάλος. Δια των εκπροσώπων του, εννοείται. Σιγά μην η Φιλιώ μασήσει. Τι κι αν ήταν πλέον εβδομήντα και. Αυτή κουλάντρισε τη ζωή της από τα δώδεκα. «Είμαι πουτάνα από τα δώδεκα» τραύλιζε μετά το τρίτο Κουρτάκη. «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Άμα ήθελα θα έτρωγα τώρα με χρυσά κουτάλια. Αλλά τά ‘χω χεσμένα όλα. Τη γλεντούσα τη Φιλιώ. Μέσα….., μέσα σ’ όλα. Και στα μαύρα και στις πρέζες και στα χαρτιά και στα μπαρμπούτια. Και τώρα μη νομίζεις, Στέφο μου. Τον έχω τον τρόπο. Βρήκα κάτι νόστιμα παιδάκια και τα έχω μαντρωμένα εκεί στο υπόγειο και μου τα φέρνουνε κανονικά. Το ένα είναι εγχειρισμένη. Προχτές κάτι μαλάκες ήρθανε και μου τα πλακώσανε στο ξύλο. Μου φέρανε οι γείτονες την αστυνομία, τημπαναγία τους. Και ξέρεις ποιος ήταν ο αρχιμαντράχαλος που μου τα έδειρε; Ο γιος αυτουνού του χτίστη, του πώς τον λένε. Γιος του, ανεψιός του είναι; Που τον έχω δει εγώ στη Συγγρού να ‘ναι ντυμένη με ζαρτιέρες μες στο ρουζ και στο κραγιό και να ψωνίζεται, η σκρόφα. Και ήρθε να μου κάνει τον άντρα. Η τρύπα.».
Άθελά μου τα άκουσα αυτά στην ταβέρνα του Μυτάκια. Ήταν καλοκαίρι. Καθόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο με το Ξενοφάκι και σουρώναμε, στη φτήνια με κάτι ψευτοψαράκια, φετούλα και σαλάτα. Η Φιλιώ με τον Στέφο, που δήλωνε «είμαι και η πρώτη χασίκλα του Περαία, Φιλίτσα, γεια μας», κάθονταν μέσα στο μαγαζί. Τα πίνανε ξεροσφύρι. «Γεια σαν λεβεντόμαγκα».

Το ’89 παντρεύτηκα. Ήθελα δυο μήνες να απολυθώ από φαντάρος. Μου έδωσαν και άδεια γάμου και κόντρα άδεια στα Χριστούγεννα. «Το παιδί έχει οικογένεια» είπε ο διοικητής στους άλλους φαντάρους που έπηξα. Ψόφιο το κρύο του ’89. Δεν χιόνισε. Το είχαμε δει από το καλοκαίρι ότι δε θα χιονίσει. Η συχωρεμένη η πεθερά μου, ανάμεσα σε άλλα σοφά που με δίδαξε, μ΄ έμαθε να βλέπω και τα μηνολόγια. Τα μηνολόγια τα κοιτάς από δεκατρείς Αυγούστου, πρώτη με το παλιό. Δεκατρείς είναι ο Αύγουστος που τρέχει. Δεκατέσσερις ο Σεπτέμβρης και πάει λέγοντας μέχρι τις εικοστέσσερις που είναι ο ερχόμενος Ιούλιος. Ανάλογα με τον καιρό του πρωινού της κάθε μέρας προτυπώνεται ο καιρός του κάθε μήνα που θα ακολουθήσει. Για τον Δεκέμβρη του ’89 είχαμε δει το κρύο μαλακό. Το ίδιο και για τον Γενάρη. «Δεν θα έρθει χειμώνας. Μια κι έξω καλοκαίρι, γιε μου θα πάει».
Νιόπαντρος εγώ, να ψάχνω αφορμές για τσίπουρα, κι αιτίες για ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Ας το πούμε οικογενειακή θαλπωρή. «Άμα χιονίσει, φίλε μου, θα κάνεις φασολάδα κι εγώ θα φτιάξω λουκάνικο στο τηγάνι, θα ανοίξουμε και κρασάκι….», έλεγα στη γυναίκα μου. Δεν χιόνισε. «Μας τη χάλασε, όμως, από ντεκόρ, ρε γαμώτο. Δεκέμβρης και είναι σαν Οχτώβρης. Τι Χριστούγεννα να καταλάβεις άμα δεν κρυώσει, δε λέω να χιονίσει, αλλά να κάνει λίγο το ψοφάκι του».
Το καλοκαίρι του ’90 στις 18 Αυγούστου ήτανε συννεφιά, μετά γρήγορα καθάρισε. Χιόνισε Γενάρη του ’91. Βγαίναμε από ένα ρεμπετάδικο. Είχαμε πάει μεγάλη παρέα. Εγώ έγινα ντίρλα κάποια στιγμή. Είχα πιει πολύ. Με βγάλανε έξω με συνεφέρανε, συνήλθα, πάλι μέσα, απόπιαμε και τα μαζέψαμε να φύγουμε. Μόλις ξεμυτίσαμε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το ένιωσα σαν προσωπική λύτρωση από τα κρίματά μου, σχεδόν μια μπουκάλα ουίσκι νηστικός. Μες στη θολούρα έφτιαξα προτάσεις: « Τα μηνολόγια, το’ πα, βγήκανε. Ο καιρός είμαι ‘γω. Και να χέσω τις φιλοσοφίες. Απολυθήκαμε. Απολυθήκαμε θείο…..». Κακήν κακώς τσουβαλιαστήκαμε στο αμάξι του Μηνά και μετά φόβου Θεού επιστρέφαμε. Εγώ, στα δυο λεπτά ξεράθηκα. Όταν ένιωσα ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό μου είχαμε φτάσει στην Πηγάδα. Ξανασχημάτισα πρόταση: «Ρε, Πηγάδα με χιόνι. Γειά σου ρε Φιλιώ αθάνατη». «Τι λες παιδάκι μου;» μου είπε η γυναίκα μου. «Δεν τη βλέπεις, ρε φίλε; Εκεί στο παγκάκι. Τη Φιλιώ, που σού ‘λεγα. Δεν την πιάνει τίποτα, κοίτα κι εσύ ρε Μηνά». «Παραληρείς», μου είπε η γυναίκα μου. «Κάνε τώρα κουράγιο ν’ ανέβουμε σπίτι μας, καληνύχτα παιδιά».
Το μεσημέρι όταν συνήλθα, σηκώθηκα απ’ το κρεββάτι και πήγα τρικλίζοντας μέχρι τη μπαλκονόπορτα. Χθεσινοβράδυνος. Τράβηξα το παντζούρι να δω τον καιρό. Έριχνε ένα ψωραλέο χιονάκι. «Σκατά χιόνι. Τα ‘βγαλα πάλι τα μηνολόγια».

Αν και όλα έχουν εμμέσως δηλωθεί, σε αυτήν την ιστορία, οφείλω να συμπληρώσω τα εξής:
Εφόσον, γλίτωσα από το τζιπ της ΕΣΑ, πιθανότατα ως αθάνατος, και εφόσον προβλέπω τον καιρό, πιθανότατα μάλιστα τον καθορίζω, για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών, μην ελπίζετε για χιόνι φέτος.




ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
(ένα άστεγο κομμάτι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Μέρος δεύτερον
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε το καλοκαίρι του 1978. Ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, έχτιζε μια πολυκατοικία ακριβώς απέναντι από το πατρικό μου. Για την ισορροπία του αφηγήματος οφείλω να σας καταστήσω γνωστό, ότι ο θείος μου ο Σπύρος είχε περάσει στην Φυσικομαθηματική το 1963, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά ως φοιτητής και τα παράτησε για να ασχοληθεί με την εργολαβία οικοδομών. Χρυσή εποχή για την ανοικοδόμηση οι αρχές της δεκαετίας του ’70. Φτιάχτηκε. Και τώρα καλοκαίρι του ’78 με μια καλή εργολαβία, τρία συνεχόμενα οικόπεδα, υψώνει εξαόροφη οικοδομή και οριστικώς μου κλείνει τόσο την θέα προς τον Υμηττό, την θέα της ανατολής του ήλιου από το θρυλικό καμαράκι της ταράτσας του πατρικού μου που το είχα ως αναγνωστήριο, όσο και την θέα από το εν λόγω καμαράκι προς το μπαλκόνι της πρώτης μου κοπέλας. Ακόμα και τώρα που κοντεύω τα πενήντα, όταν περνώ κάτω απ’ το μπαλκόνι της, το κεφάλι μου στρέφει αυτομάτως και ρίχνω μιαν κλεφτή ματιά. Σε μιαν ίσως πιο στενή κοινωνία αυτό θα ήταν παρατηρημένο και σημειωμένο και θα είχα ίσως και παρατσούκλι. Αδίκως, όμως, θα το έφερα, γιατί η ανάμνησή της είναι πλέον τόσο θαμπή….
Πίσω στο ’78. Καλοκαίρι του ’78, μάλλον Ιούλιος. Δουλεύω στην οικοδομή του θείου μου, απέναντι απ’ το πατρικό μου. Το μεροκάματο δεν το είχα ανάγκη. Όχι δηλαδή ότι δεν χαιρόμουν να έχω φράγκα από τη δούλεψή μου και να ξοδεύω, όμως το μεροκαματάκι του ανειδίκευτου που έπαιρνα, τριακόσιες τριάντα δραχμές, επ’ ουδενί δεν έλειπε από τον συνολικό προϋπολογισμό του σπιτιού μας. Η είσοδός μου στην αγορά εργασίας ήταν εθελουσία. Βλέπετε μετά την «Ιλιάδα για παιδιά», διάβασα σχεδόν όλο τον Ιούλιο Βερν, κατόπιν Καζαντζάκη και διαφόρους άλλους ξένους και έλληνες λογοτέχνες, φιλοσοφία, Σοπενχάουερ, Νίτσε, αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και τραγικούς, ολίγον υπαρξιστές και … Μαρξ. Εθήτευσα και στην ΚΝΕ, για λίγους μήνες. Όλο αυτό το αχταρμαδάκι, σε συνδυασμό με τις βαθύτατες χριστιανικές μου πεποιθήσεις οδηγούσαν τη συνείδησή μου να επιλέγει το γιαπί ως υψίστην ηθικήν πραγμάτωσιν.
Ως εκ τούτου, ντάλα ο ήλιος, επανέρχομαι οριστικώς στο καλοκαίρι του ’78, φορτώνομαι ένα σακί τσιμέντο να το ανεβάσω από τις σκάλες στην ταράτσα. Έξι σκάλες και μία για την ταράτσα εφτά. Θα ρίχναμε πρέκια για το καμαράκι του ασανσέρ. Το σακί πενήντα κιλά, κάθε σκάλα έβαζε πάνω μου κούραση άλλα δέκα. Είχα αναλάβει αυτόν τον άθλο με την ενδόμυχη ελπίδα πως σε κάποια στροφή της σκάλας μέσα από τον τσιμεντένιο σκελετό θα διείσδυε η ματιά της πρώτης μου κοπέλας. Εκεί στην τρίτη σκάλα, που είχα αρχίσει να βλαστημάω ακούω κάτι πνιγμένα υστερικά χαχανητά. Το κεφάλι μου με κόπο στράφηκε και είδε θέαμα το οποίον μου εφάνη, ότι επακριβώς ορίζει το σημείον όπου κείται ο αρμονικός μέσος μεταξύ της ευθύμου προκλήσεως και της μορφικής εκζητήσεως. Τρία λεπτά κορμάκια, ημίγυμνα, με μικρό στήθος, να λιάζονται. Φουμέρνανε επιδεικτικά, αλλά κερώσανε μόλις συνάντησαν το αποσβολωμένο βλέμμα μου. Ψέματα. Κερώσανε τα χέρια τους που κρατούσαν το τσιγάρο και σαν δήθεν ξαφνιασμένα πουλάκια σε κλουβί σταμάτησαν απότομα το φλύαρο κελάηδημα. Τα μάτια τους, όμως, εξακολουθούσαν να είναι περιπαικτικά, να μπιρμπιλίζουν και μετά από δυο στιγμές, δυο στιγμές αμοιβαίας εξοικείωσης, ξέπνιξαν το γέλιο και ξανάρχισαν να τιτιβίζουν και να κινούν τα χέρια τους όχι σα να κρατούν τσιγάρο, αλλά πινέλο ζωγραφικής. Κι εγώ, μετουσίωσα το απρόοπτο σε κουράγιο και πήρα το δρόμο για την τέταρτη σκάλα. «Τραβεστάκια, τραβεστάκια είναι», σκέφτηκα. «Τρία τραβεστάκια που κάνουν ηλιοθεραπεία. Τι στο διάολο; Πού βρεθήκανε στη γειτονιά μας; Εδώ μένουνε; Εδώ θα μένουνε από δω και μπρος; Έτσι μικρά είναι τα βυζιά των τραβεστί;».
Συνεχίζεται………..

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Μέρος πρώτον

Καλοκαίρι 1970, απόφοιτος έκτης δημοτικού. Η Πεύκη Αμαρουσίου ήταν ακόμη θέρετρο. Μετά από οικογενειακό συμβούλιο, ενοικιάστηκε για δύο μήνες ένα σπιτάκι στην Πεύκη, πάνω στο δρομάκι που κατέβαινε από το άλσος και που ενδιαμέσως παρεμβαλλόταν η κεντρική λεωφόρος. Εκεί η οικογένεια θα παραθέριζε, προς μεγάλη μου λύπη, γιατί εγώ προτιμούσα να μείνω στη γειτονιά μας στον Πειραιά, να πηγαίνω για μπάνιο το πρωί στην Πειραϊκή με το τσούρμο, να αλωνίζω τα γνωστά μου μέρη, να παίζω μπάλα στις αλάνες και να πηγαίνω κάθε βράδυ να βλέπω Καραγκιόζη στην πλατεία Πηγάδας. Είχα ξανά παραθερίσει στην Πεύκη, πιο παλιά, τριώ χρονώ για τρεις ημέρες, τότε που ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, διάβαζε για να δώσει στην Φυσικομαθηματική. Του είχανε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί, για να έχει λέει την ησυχία του να διαβάζει, αλλά συχνά τον επισκεπτόταν όλο το σόι τάχα για να τον ανεφοδιάσει, στην ουσία όμως για να μυρίσει το μαρουσιώτικο αεράκι. Εν είδει παρελκομένου κι εγώ, το μωρό. Μιαν εξ αυτών των ημερών με είχε τσιμπήσει, μάλιστα, μία σφήκα ακριβώς πίσω απ’ το γόνατο, στην κλείδωση και ούρλιαζα θυμάμαι, μέχρι που μια γειτόνισσα έφερε και μου έβαλαν αμμωνία. Μούδιασα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η λέξη αμμωνία παράγεται εκ του Άμμωνος. Πάντως, εξ αυτού του συμβάντος κατέστην επιφυλακτικός τόσο για την Πεύκη, ειδικώς, όσο και για τον θεσμό των διακοπών γενικότερα. Ωστόσο, τα χρόνια περνούν και πέρασαν και όπως προείπα βρέθηκα ξανά να παραθερίζω στην Πεύκη, αν και η καρδιά μου ήταν στην θάλασσα της Πειραϊκής, στα μπάνια.
«Χρειάζεσαι τον αέρα του πεύκου».
«Γιατί ρε μαμά να μην κάτσουμε όπως κάθε καλοκαίρι στον Πειραιά και να με πηγαίνεις για μπάνιο στην Πειραϊκή;»
«Είσαι στην ανάπτυξή σου, χρειάζεσαι τον αέρα της εξοχής».
Σαχλαμάρες, το ήξερα. Ναι μεν έπρεπε να πάω έξοχή, επειδή το να πηγαίνουν όσοι μπορούσαν εξοχή είχε αρχίσει τότε να γίνεται της μόδας, όμως όχι και να τρώω την κοροϊδία. Τάχα μου το Μαρουσάκι εξοχή. Εξοχή είναι να πηγαίνεις σε νησί ή να πηγαίνεις στο χωριό σου. Απλώς βόλευε το Μαρούσι. Ένα βήμα από τον Πειραιά, κοντά στο σπίτι της αδερφής της γιαγιάς μου, να πηγαινοέρχονται τα σόγια, και ένα βήμα από τον Άγιο Παντελεήμονα που το είχανε τάμα οικογενειακώς να πηγαίνουνε και να ανάβουνε κεριά.
Όμως εγώ χωριό δεν είχα, το ήξερα. Γέννημα θρέμμα πειραιώτης. Μόνο κάτι θολές αναφορές καταγωγής από την Κρήτη και τη Μάνη. Και καλά να τα πάθω που, επειδή εν τω μεταξύ ο παππούς μου με κάτι λεφτουδάκια είχε αγοράσει ένα οικοπεδάκι στην Πεύκη, θεωρούσα ότι μπορώ, εφόσον θα υπηρετούσα το θέμα, να γράφω στις εκθέσεις μου, «πατρίδα μου είναι το Μαρούσι». Πάνω σε αυτό πάτησε η μάνα μου και με έφερε εδώ στην εξορία για διακοπές και άφησα και το καημένο το Ξενοφάκι, τον φίλο μου, να παίζει για δυό μήνες καλοκαιριάτικα μόνο του στη γειτονιά μας.
Ήμουν, όμως τουλάχιστον, μέλλων γυμνασιόπαις. Αυτές οι εκφράσεις, «γυμνασιόπαις», «ακαδημαϊκός πολίτης» «και καλός πολίτης», «σιδεροκέφαλος», «και καλούς απογόνους» σταδιακώς θεώρησα ότι μπορούν να συνοψιστούν εν μέτρω σε μία και μόνη: «καλή ανάρρωση».
Μέλλων γυμνασιόπαις, όμως, και επειδή τότε στο γυμνάσιο μπαίναμε κατόπιν εξετάσεων, τις οποίες είχον ήδη διεξέλθει επιτυχώς, επόμενο ήτο να φέρνω βόλτα στον ουρανίσκο του εγώ μου μιαν, έστω ελαφρώς σωταρισμένη, έπαρση. Η οποία βαθμιαίως, σε συνδυασμό με την εκ του πευκοδάσους υπεροξυγόνωση, μου ενστάλαξαν την προοπτική μιας προσωπικής αθανασίας. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι δεν πολυάκουγα την μάνα μου, ψιλοέδερνα τα αδερφάκια μου, διάβαζα ευθαρσώς τα απαγορευμένα από τον πατέρα μου Μικυ-Μάους, Σεραφίνο και Μπλεκ, φροντίζοντας ωστόσο να τα καταχωνιάζω κάτω από το στρώμα μου για τις δύο μέρες της εβδομάδας που μας επισκεφτόταν, όταν το καράβι που δούλευε έπιανε Πειραιά, γενικώς να πούμε έρεπα στην αταξία . Προσέτι δε, η ανάγνωση ενός παιδικού βιβλίου, επάθλου για την επιτυχία μου, με τον τίτλο «Στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα» σε συνδυασμό με επανειλημμένες αναγνώσεις του «Ιλιάδα για Παιδιά», μου ενστάλαξαν την διαυγέστατη εικόνα ότι μπορώ να κατεβαίνω με το ποδηλατάκι μου με φόρα την κατηφόρα από το άλσος προς τη λεωφόρο χωρίς να χρειάζεται να ελέγξω το δρόμο, διότι αθάνατος ίσον και άτρωτος. Έκλεινα τα μάτια μου, λοιπόν, και αναβοώντας με οίστρο «Αχιλλεύς» περνούσα καρσί τη λεωφόρο μες στη ζούρλα και έπειτα πατώντας φρένο, παρκάριζα με κώλο το ποδηλατάκι, έτσι που η μπροστινή του ρόδα να αγγίζει ελαφρά τον κορμό ενός γέρικου πεύκου, που έθαλλε μπροστά απ’ την εξώπορτα της καλοκαιρινής προσωρινής μας διαμονής. Μέχρι που κάποια μέρα, μόλις που είχα παρκάρει το ποδηλατάκι και είχα ανοίξει τα μάτια μου, δυό φαντάροι Εσατζήδες με πλάκωναν στις σφαλιάρες. Με έδερναν αλύπητα, αλλά εγώ τους έβλεπα που ήταν χεσμένοι πάνω τους, τις έτρωγα και από μέσα μου γέλαγα. «Ρε, κωλόπαιδο θα σε κάναμε λιώμα με το τζιπ. Θα μας είχες στείλει φυλακή, ρε» και δώσ’ του σφαλιάρες. «Γιατί ρε δεν κοιτάς πριν περάσεις τη λεωφόρο και τρέχεις σαν τρελός, να μας κάψεις; Σε δυο μήνες απολυόμαστε». Τι να τους έλεγα και τι να απαντούσα; Να τους έλεγα ότι ο νικητής στον Μαραθώνιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες ήτανε ο κατά κάποιο τρόπο συμπατριώτης μου Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης; Να τους έλεγα ότι από εκεί που κάνω μπάνιο στην Πειραϊκή, όταν δεν παραθερίζω με το ζόρι στην Πεύκη, βλέπω την ιστορική Σαλαμίνα. Ή, να τους έλεγα ότι ο Αχιλλεύς πεθαίνει μόνο αν τον πετύχεις με βέλος στην φτέρνα.



Συνεχίζεται………..

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Προς..........

Όταν κατακλύζεσαι από συναισθήματα μη γράφεις ιστορίες. Διότι θα γράφεις και θα κατακλύζεσαι, θα κατακλύζεσαι και θα γράφεις. Καλύτερα να γράψεις τα κάλαντα, να αποθέσεις τους στίχους τους στο κείμενό σου και να εναποθέσεις στη δύναμή τους το αποτέλεσμα της προθυμίας σου για «έργο»:

«Καλή ‘σπερα καλή σ’ αυγή,
καλή σ’ εσπέρα αφέντη,
καλή σ’ εσπέρα αν κάθεσαι,
καλή σ’ αυγή αν κοιμάσαι,
καλά σου ξημερώματα,
αν κάθεσαι κι αφκράσαι».


Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ΠΡΩΙ

ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΡΓΙΛΑ «βρε συ Γιάννη Αργιλά
γέμισέ μας το λουλά».


Ανεξήγητο πρωί,
Με μαρμελάδες, παξιμάδια, γαλατάκι,
Αιφνίδιο παρ’ όλα αυτά,
Γιατί μας επιτέθηκαν οι λοκατζήδες.
Κι αν ήταν Τούρκοι κι είχαν κι άλογα,
Παρασκευή θα ήτανε,
Παρασκευή με τα καπνά,
Παρασκευή με πίττες.
Την άλλη μέρα το πρωί
Τρέχαμε στα τραγούδια.
«Σα φουμάρω ναργιλέ,
Λέω,
Στην αγάπη μου μανέ,
Μα εκείνη δε μ’ ακούει,
………………………….»

Έτσι εκμεταλλεύτηκα
Και άλλες αναμνήσεις.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ_ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ_ΠΟΛΙΤΙΚΑΤο τραγούδι «ο Γιάννης Χασικλής, ή Αργιλάς» ήτανε σύνθεση του Ιωάννη Δραγάτση, ή Ογδοντάκη. Μεγάλος βιολιστής του ρεμπέτικου. Είχα γνωρίσει τον γιο του. Στου Γιάγκου την ταβέρνα, στον Άγιο Νείλο.  Μεταξύ άλλων ήταν και παρατηρητής αγώνων, γυμνασίαρχος σε αγώνες β΄ εθνικής, (ο παλαιού τύπου τέταρτος διαιτητής), ωραιότατος μπεκρής, με όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου, μουστάκι θάλλον,  το μάτι λίγο θολό, ωστόσο πλήρες φιλικότητος.
Για να μην μπερδευόμαστε, όλα αυτά τα περί το ποδόσφαιρο ήτανε ο γιος του. Ο κανονικός Ογδοντάκης ήτανε βιολιστής, είπαμε.
Κι ο γιος του, του Ογδοντάκη, μου έλεγε: «μόλις ο πατέρας μου πήρε σύνταξη, έβαλε το βιολί στη θήκη και έβαλε τη θήκη πάνω από μια ψηλή ντουλάπα που είχαμε. Δεν το ξανάπιασε ποτέ. Τόσο το είχε σιχαθεί». Και συμπλήρωνε: «Εγώ βιολί δεν έμαθα. Με είχε βάλει για να μάθω, αλλά δεν μάθαινα».
Απορώ δε, περί του πώς οι τότε μουσικοί κατάφερναν και έπαιρναν σύνταξη. 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

ΑΚΟΥΣΟΝ ΑΚΟΥΣΟΝ (ανοίξαμε και σας περιμένουμε)

Ένα νεόδμητον μπλογκ το άκουσον άκουσον, το οποίον δεσπόζει στα links αριστερά, θα φιλοξενεί από τούδε και εξής τις μουσικές προσφορές μου.
Τα άρθρα-δημοσιεύσεις θα εμπλουτίζονται συν τω χρόνω, με στοιχεία για τα έργα, σημειώσεις παρτιτούρες κλπ. Το κρατημοκατάβασμα θα συνεχίσει να σας απασχολεί με κείμενα. Ευχαριστώ.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΣΤΕ

Να μην διαμαρτύρεστε. Να μην διαμαρτύρεστε για τίποτα. Να μην είστε όλο διαμαρτυρίες και διαμαρτυρίες. Είσαστε ευτυχείς και να μην διαμαρτύρεστε. Εμένα, ένας θείος μου, ο Παύλος, πολύ παλιά στην Αμερική, είχε πλακώσει στο ξύλο κάποιους που είχαν πάει να τον ληστέψουνε στην γέφυρα του Σαν Φρατζίσκο, αλλά αυτός ο θείος μου ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού. Είχε κάτι γροθιές τεράστιες και στο τριχωτό του χέρι, λίγο πιο πάνω απ’ τον καρπό, ένα τατουάζ με δύο μποξέρ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα κι εγώ.

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY,
εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.


Σημειώνει ο θεματοθέτης Χοιροβοσκός:
ακηδία, λαγνεία, βουλιμία, λύπη*, αλαζονεία, οργή, φιλαργυρία, κενοδοξία.

*η λύπη είναι το αμάρτημα που χωρίζει τον ανατολικό από τον δυτικό κανόνα παραβατολογίας.

Ο θείος μου ο Γιάννης, ο αδερφός του πατέρα μου, ήταν ναυτικός και ομορφάντρας. Δεν απέκτησε τέκνα. Ο πατέρας μου, ναυτικός κι αυτός, ο καημένος, είχε εμένανε πρώτα και μετά γεννήθηκαν και τα δίδυμα, κορίτσι κι αγόρι, από διαφορετικά ωάρια. Τα αδερφάκια μου, που μικρά αυτά, μικρός κι εγώ, τα τρέλαινα στους τσίμπους. Ο αδερφός μου άντεχε περισσότερο, η αδερφή μου τσίναγε. Τρία παιδιά, κι ο πατέρας μου τα έβγαζε πέρα. Από μικρό παιδί, ο πατέρας μου στα βάσανα. Ο παππούς μου, που έχω το όνομά του, αυτοκτόνησε, στο κραχ του ’36. Ήταν ο παππούς μου μακεδονομάχος. «Τότενες, παιδάκι μου, ούλος ο αθός τση Κρήτης, επολέμησε για την Ελλάδα.», θα έπρεπε να έλεγε η γιαγιά μου, αν εκτιμούσε τον παππού μου, τον άντρα της. Η γιαγιά μου ήτανε Σμυρνιά. Πήγε στην Κρήτη με τις ανταλλαγές. «Είμαι βέρα Σμυρνιά. Εμείς, τζιέρι μου, τις παγκανότες, τις φροκαλούσαμε με την φροκαλιά», όπερ μεθερμηνευόμενον: «Είμαι, βέρα (αυτό είναι ιταλικό και δεν υποχρεούμαι να το μεταφράσω) Σμυρνιά. Εμείς, σπλάχνο μου, τις χρυσές τις λίρες, τις σκουπίζαμε με τη σκούπα». Ουδόλως εκτιμούσε τον παππού μου η γιαγιά μου. Μια φορά της πήγε ψάρια για να μαγειρέψει και επειδή δεν ήτανε μπαρμπούνια, του τα πέταξε στο δρόμο, απ’ ότι ξέρω. Ο παππούς μου, εκτός που ήτανε στα νιάτα του πριν παντρευτεί οπλαρχηγός, άτακτος των σωμάτων του Κωνσταντίνου Μάνου, υπήρξε και ολυμπιονίκης. Ολυμπιονίκης σε αυτούς τους αγώνες που έγιναν στην Ελλάδα μετά από την πρώτη Ολυμπιάδα του 1896. Βλέπετε, η ήδη ξεχασμένη ιδέα της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών αγώνων στην γενέτειρά τους δεν ήταν του Καραμανλή θείου, ήταν πολύ παλιότερη και κατά κάποιον τρόπο δοκιμασμένη. Ήταν, λοιπόν, ολυμπιονίκης στην σκοποβολή ο παππούς, σκοποβολή με περίστροφο. Με αυτό αυτοκτόνησε. Φιλότιμος άνθρωπος, ξέπεσε, αυτοκτόνησε. Ήταν έμπορος. Τρία παιδιά ορφανά πίσω του. Ο πατέρας μου ορφανοτροφείο. Η μεγαλύτερη αδερφή σε συγγενείς στον Ανω Αγριλέ Χανίων. Ο Γιαννάκης με τη μάνα, τη χήρα, τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν πολύ ωραία γυναίκα. Σμυρνιά, πρασινομάτα, πήρα τα μάτια της και το ταλέντο να στραβοπατώ και να παίρνω σβάρνα από χαλιά στρωμένα μέχρι ποτήρια. Ήταν λιγουλάκι άγαρμπη. Ο δεύτερος άντρας της ήξερε για ένα παιδί, όταν παντρέυτηκαν. Το Γιαννάκη. Μ’ αυτόν ζούσε η χήρα, φραγκοραφτού, έραβε αντρικά παντελόνια για να ζήσει. Όμως ο δεύτερος άντρας της, ο Θωμάς, όπως τον έλεγαν, την αγάπησε και αγάπησε και τα παιδιά της. Πρώτον τον Γιαννάκη, μετά την θειά μου, την κόρη. «Θωμά, υπάρχει κι ένα κορίτσι, αλλά μη σκοτίζεσαι, είναι στο χωριό με τ’ αδέρφια του συχωρεμένου». Ο Θωμάς ήταν από τον Αμβρακικό. Και άνθρωπος καλός. «Κρίμα κορίτσι να ζει ξενοδουλεύτρα. Πες της να έρθει μαζί μας». Πολύ αργότερα η γιαγιά μου του ξαναμολόγησε: «είναι και ένα αγοράκι ακόμα, δώδεκα χρονώ, στο ορφανοτροφείο, αλλά καλά είναι εκεί, μόνο που και που να το νοιαζόμαστε». Ο αγαθός Θωμάς είπε: «αγοράκι, δώδεκα χρονώ, μοναχούλι του; Θα πάω να το πάρω.». Και πήγε και το έφερε στην οικογένεια κι αυτό.
Μη σας κουράζω άλλο. Κακή τύχη είχε κι ο Θωμάς. Πνίγηκε. Είχε καΐκια, ψαράδικα. Τον πήρε η θάλασσα σε ένα ψάρεμα. Μπουρίνι ξαφνικό, ήταν στην κουπαστή κρεμασμένος και χάθηκε.
Ο θείος μου ο Γιάννης, ομορφάντρας, το’ παμε. Όποτε ξεμπάρκαινε, έμενε στης γιαγιάς μου. Καπετάνιος. Κι ο πατέρας μου καπετάνιος, αλλά στην ακτοπλοΐα. Ο θείος μου στα φορτηγά και σε γκαζάδικα. Πολλά λεφτά. Όταν ξεμπάρκαινε με πήγαινε παντού. Στα λούνα παρκ, σε κινηματογράφους, σε κέντρα. Πιτσιρίκι εγώ, ασχόλιαστο, ούτε πέντε χρονώ. Χαρά Θεού, όλο βολτίτσες, νοίκιαζε και αυτοκίνητο ο θείος μου ο Γιάννης, συνήθως άσπρο. Πάντα μαζί μας ήταν και κάποια φιλεναδίτσα του. Και παρόλο που θέλω να κρατήσω την μνήμη των αισθημάτων αυτής της εποχής, της παιδικής, και να φέρω ξανά μπροστά μου την εικόνα αυτής της ψηλής, με τα γεμάτα χείλια και τα μάτια τα μισοκοιμισμένα, που τώρα καταλαβαίνω ότι πρέπει να τα πω ναζιάρικα, γλαρωμένα….. Με τα πόδια τα ωραία και το κούνημα. Θυμάμαι και χάνω τα λόγια που θέλω να πω. Τα καταλάβαινα όλα αυτά, παιδάκι ήμουνα, αλλά όχι χαζό. Με έπαιρνε μαζί του για ξεκάρφωμα. Γιατί ήμουνα ωραίο παχουλό παιδάκι, το ιδανικό παιδάκι της εποχής του ’60. Έτρωγα πάντα ορεξάτο και ξανάτρωγα άμα μου έδιναν να ξαναφάω, έλεγα και τις εξυπναδίτσες μου και γέλαγαν οι φιλενάδες του θείου μου. Είχα και το συνήθειο, άμα έβρισκα ευκαιρία να τις τσιμπάω. Στο μπράτσο, άμα ήταν καθιστές, ή στη γάμπα άμα ήταν όρθιες. Όπου έφτανα. Αλλά, τώρα πια μου είναι ξεκάθαρο. Ο θείος μου ο Γιάννης με έπαιρνε μαζί του για να ξεκαρφώνονται οι φιλεναδίτσες του.
Ποσώς με νοιάζει. Και τότε ποσώς με ένοιαζε. Και για όλα όσα μου συμβαίνουν, ποσώς στο βάθος με νοιάζει. Έχω καλή τεχνική για να κάνω τους άλλους να με συμπαθούν. Λυπούμαι ίσως, αλλά ποσώς με νοιάζει.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

"Παιδάκι μου, βρήκα αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη και έχει μιαν αφιέρωση για κάποια Κατερίνα και σκέφτηκα μην το βρεί η γυναίκα σου και έχουμε παρεξηγήσεις.....".

Η αφιέρωση έλεγε τα εξής: "Για τα παλληκάρια του 296, για την ανάμνηση της φιλίας μας και για την αιώνια επιδιωκόμενη Κατερίνα, με αγάπη Λάμπρος".

Η μάνα μου φοβήθηκε. Τη γυναίκα μου δεν τη λένε Κατερίνα. Ωστόσο έχω φίλο Λάμπρο. Σημειωτέον το βιβλίο αυτό κοσμεί την εγκαταλελειμένη βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού το οποίο εγκατέλειψα προ δεκαοκταετίας νυμφευθείς. Σ'αυτό το βιβλιοθηκάκι βρίσκονται παρατημένα διάφορα βιβλία δικά μου, του αδερφού μου, παλιά παιδικά....
Η μάνα μου διακατέχεται, κατατρύχεται μάλλον από μανία καταδιώξεως. Φοβαται τις αστραπές και ιδίως τις βροντές, δεν απομακρύνεται από τη γειτονιά μας και γενικώς επιδιώκει να παραμένει στο σπίτι, κάτι που βρίσκω κι εγώ πολύ σωστό να γίνεται διότι επιπλέον εγώ έχω και να μελετήσω μουσική, παρτιτούρες, θεωρητικά συγγράμματα, να σκεφτώ μουσική, να παίξω μουσική, να γράψω μουσική, γιατί μέχρι τα είκοσι εφτά μου ραινόμουνα. Φοβήθηκε, λοιπόν, η μάνα μου, μήπως το βιβλίο αυτό έπεφτε τυχαία στα χέρια της γυναίκας μου, διαβαζε την αφέρωση και ζήλευε αναδρομικά. Αγνά μυαλά, πρώιμων εποχών, μεταξύ αυτών το μυαλό της μάνας μου.
"Δεν είναι δικό μου, ρε μαμά το βιβλίο αυτό, δεν είχα ποτέ κάποια Κατερίνα και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει μόνο ένας Λάμπρος. Και στο κάτω-κάτω υπηρέτησα εγώ στο 296;".
Η αδερφή μου που πέρναγε εκείνη την στιγμή, πηγαίνοντας για το σουπερμάρκετ, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
"Ρε μαμά, ένας μόνο Λάμπρος υπάρχει;"

Αργότερα, θυμήθηκα ότι ο αδερφός μου υπηρέτησε στο 296 της Μυτιλήνης. Κάποτε μου μιλούσε για κάποια Κατερίνα. Και τώρα που τα θυμάμαι καλύτερα την είχα γνωρίσει. Προς το νταρντανέ, διατηρώντας ισχυρή επαφή με την κομψότητα.

Ως μυστήριο του κειμένου παραμένει το βιβλίο. Ιδού, λοιπόν. Πρόκειται για την Ασκητική του Καζαντζάκη. Πολυδωρισμένο βιβλίο, μικρό, άρα φτηνό, κομψό για δωράκι μεταξύ φίλων, ταίριαζε σε χειρονομίες αλληλοκατανόησης. Το έχω ως δώρο δυο-τρεις φορές, το είχα αγοράσει και από μόνος μου. Τι άραγε να λέει;

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)