Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006

ΜΗΝ ΤΑΞΕΙΣ Σ' ΑΓΙΟ ΚΕΡΙ ΚΑΙ ΣΕ ΠΑΙΔΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

Το υπησχημένον μουσικό δωράκι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον

Θνητοί, καλή χρονιά.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006

ΟΤΕούλη μου ήμαρτον

ΟΤΕούλη μου σε παρεξήγησα. Βιάστηκα να σε κατηγορήσω και να τώρα δες με γονυπετή μπροστά σου να απολογούμαι και να ζητώ συγγνώμη. Μπορει να μου κοψες την ADSL για 24 ώρες, αλλά με αντάμειψες με μία αναβάθμιση της ADSL σύνδεσής μου από 768 σε 1mb. Και θα μου στείλεις λέει δωρεάν σπίτι με κούριερ ένα ασύρματο μόντεμ σε μία εβδομάδα από τώρα. Κι εγώ ΟΤΕούλη μου που παρολίγον θα σε απατούσα με την TELLAS. Τι γαΐδούρια λοιπόν που είμαστε εμείς οι πελάτες! Αμέσως να λακίσουμε από τη σχέση με την πρώτη μικροαφορμή. Δηλαδή σε τι μου έφταιξες; ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ ΣΕ ΤΙ ΜΟΥ ΕΦΤΑΙΞΕΣ. ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΜΕ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ ΜΟΥ ΚΟΒΕΙΣ ΤΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΚΑΙ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΕ ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙ ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΟΥ. ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΛΑΚΙΣΩ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙΣ ΔΩΡΑΚΙΑ. ΑΣΕ ΠΟΥ ΟΥΔΕΙΣ ΜΟΥ ΕΓΓΥΑΤΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΙ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΣΕ ΕΝΑ ΜΗΝΑ.........μα τι λέω, αφού τά ξανάπα και στην προηγούμενη δημοσίευση.

ΚΑΛΟΜΑΘΕ Η ΓΡΙΑ ΣΤΑ ΣΥΚΑ, Ε; ΧΕ ΧΕ, ΧΕ.......(σαρδόνιον)

Αγαπητοί φίλοι,
όσοι εξ υμών διαθέτετε υπερταχεία ADSL και νοσταλγήσατε την καρβουνιάρα PSTN, σας πληροφορώ ότι ο ΟΤΕ αναλαμβάνει απροειδοποίητα να σας χαρίσει αυτό το νοσταλγικό ταξίδι. Εν ολίγοις, χθές ένας νεαρός υπάλληλος μου τηλεφώνησε στο κινητό και με πληροφόρησε ότι το συμβόλαιο CONNEX που είχα, διακόπτεται, λόγω προβλήματος στην γραμμή ADSL και ότι όταν το πρόβλημα αποκατασταθεί, το πότε δεν το γνωρίζουν, για να τους συγχωρήσω, ώστε να συνεχιστεί το ειδύλλιό μας, μου κάνουν δωράκι μια χαμηλότερη χρέωση, καθώς και μία δωροεπιταγή 50€. Βεβαίως, έχοντας το μονοπώλειο των γραμμών, φροντίζει ο ΟΤΕ, παραλλήλως, να κωλυσιεργεί τους άλλους providers, έτσι ώστε, αν εγώ τώρα θελήσω να εγκαταλείψω άσπλαχνα τον ΟΤΕ και να τα φτιάξω π.χ με την TELLAS, θα έχω ADSL, με τις χρονοβόρες διαδικασίες, σε ενάμιση μήνα περίπου και αν.
Δεν έχω πρόθεση ούτε για γκρίζα διαφήμιση, ούτε για δυσφήμιση. Ούτε εμμέσως θέλω να ταχθώ με αυτούς που είναι υπέρ της ιδιωτικοποιήσεως του ΟΤΕ. Ούτε είμαι μανιακός του internet, ώστε σε μία κρίση συνδρόμου στέρησης να παραληρώ. Όμως δεν μπορώ να μην αγανακτήσω. Μακάρι να πουληθούν όλοι και όλα και να ξανααγοραστούν και να ξαναπουληθούν. Ή και να μην πουληθούν ποτέ και να μείνουν όπως είναι. Έχω πειστεί, με έχουν πείσει από κοινού η κρατική και η ιδιωτική μηχανή ότι είναι καφενεία χωρίς τραπέζια και καρέκλες, αλλά με εξασφαλισμένους πελάτες παρ' όλα ταύτα. Πελάτες όλους τους κατ' ευφημισμόν πολίτες, που για να την βγάλουμε καθαρή, προσαρμοζόμαστε, ωραιοποιούμε καταστάσεις, προσπαθούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με μεράκι, συνηθίζουμε, αρχίζουμε να λέμε "βρε, σαν καλά πάνε τα πράγματα" μέχρι που αναλαμβάνει ο δαίμων του "ελληνικείου"(sic): "Εντάξει παιδιά, τελείωσε το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα".
Και για να μπω στον επίλογο, ακολουθώντας την συμβουλή ενός καθηγητή μου στην έκθεση, "να μην κρίνεις μόνον αρνητικά, φρόντιζε πάντα να συνοδεύουν τον επίλογό σου στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς", έχω να προτείνω στους ομοιοπαθείς μου (και μην μας ονειδίσετε όσοι την έχετε γλιτώσει μέχρι τώρα), έχω να προτείνω λοιπόν μία λύση: ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΤΕ, όσο είστε νέοι.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ,
κρίμα σας είχα ωραίο δωράκι για το άκουσουν άκουσον,
αλλά ποιος κάνει upload 120MB με PSTN.

Βλέπετε, καλόμαθε η γριά στα σύκα...................

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)

μέρος τρίτον και τέλος

Απόκρηες. Με τον συχωρεμένο το θείο μου τον Σπύρο έχουμε αγοράσει τις μάνες και τα χαρτιά για τον αετό. Η καθαρά Δευτέρα είναι σε δυο βδομάδες. Είναι ευτυχής κι εγώ μαζί του, που «όλα φέτος τα έχουμε κάνει εγκαίρως». Άλλες χρονιές τελευταία στιγμή τρέχαμε να ψάχνουμε πότε καλούμπα, πότε χαρτιά για την ουρά. «Φέτος είναι όλα στην εντέλεια». Αυτό με γέμιζε χαρά και θλίψη. Ήμουν ήδη εικοσιοκτώ χρονώ και παρ’ όλα αυτά ήμουν σε κάποια θέματα, θέματα με την έννοια της περιοχής, θέσει μαθητευόμενος. Άλλος είχε το πρόσταγμα. Διότι στην Ρωμαϊκήν αυτοκρατορίαν πολλά ήσαν τα θέματα, θέμα Θράκης, θέμα Ελλάδος, ξέρετε. Όμως η κεντρική εξουσία ήτο στην Βασιλεύουσα. Όταν ήταν να φτιάξω έναν αετό, μόνος μου-τελείως μόνος μου, το φχαριστιόμουν. Αλλά όταν φτιάχναμε τον αετό με τον θείο μου, υπέφερα. Ένιωθα να είμαι ένα από τα αντικείμενα-θέματα της απόλαυσής του. Να φτιάχνεται ο αετός, αλλά αυτός να ορίζει το μέγεθος, την κοψιά, άλλοτε ρόμβος, άλλοτες εξάγωνο, άλλοτες αστεράκι. Να σχεδιάζει, να συναρμολογεί κι εγώ βοηθός. Και «πρόσεξε, να πάρει ο διάολος, το κόβεις στραβά». 1987. «Τι μου λες τώρα;» να σκέφτομαι. Και εννοούσα κάτι άσχετο μεν, θεμελιώδες όμως για την όλη ψυχοστατική μου της εποχής εκείνης. «Σε ένα χρόνο θα φύγω φαντάρος. Να χέσω και τους αετούς και όλα». Και η συλλογιστική αυτή δεν είχε θεματική αιτία, αφορμή, ρε παιδί μου. Επρόκειτο μάλλον για φόρμα παραλλαγών σε ένα θέμα. Κι ακόμα χειρότερα: για καλούπι εκφράσεως, για μονομανή συνταγή. Η έκφραση, εν είδει μάντρα ήτο: «Σε ένα χρόνο φεύγω φαντάρος. Να χέσω…………..και όλα». Τη θέση των αποσιωπητικών θα μπορούσε να καταλάβει οιαδήποτε έννοια, πράξις και πράγμα. Π.χ. «πορτοκαλάδα» φρεσκοστυμμένη από τα χεράκια της μάνας μου,……. δεν νομίζω να χρειάζεται άλλο παράδειγμα. «Φέτος λοιπόν τις απόκρηες, είμαστε πανέτοιμοι. Όλα είναι στην εντέλεια και έγκαιρα». Τι απαντώ;
« Να χέσω………κλπ, κλπ».
Μια βδομάδα πριν την Καθαρά Δευτέρα του ’87, ο καιρός τα χαλάει. Μαζεύει. Χιόνια στα ορεινά, χιόνια στα πεδινά, χιόνια και στον Πειραιά, που σπάνια το στρώνει. Τρεις μέρες το χιόνι τούφες. Ασπρίσανε οι βάρκες. Κάνει να ξελαμπικάρει και από την Κυριακή της τελευταίας αποκρηάς πάλι χιόνι. Τζάμπα πήγε ο χαρταετός. Χιόνι μια βδομάδα. «Σιβηρία, Σιβηρία», φώναζε ο παππούς μου, καθώς έμπαινε στην κουζίνα, μόλις που είχε ξεμυτίσει για δυό δρασκελιές στην αυλή και επέστρεφε τρεμάμενος από τα κρύο, κραδαίνοντας ως τρόπαιον ένα σκόρδο. «Άντε παππούλη καλά Χριστούγεννα, μας τα χρώσταγε τα χιόνια ο τρελόκαιρος. Άμα κάνεις σκορδαλιά θέλω κι εγώ. Πάω ν’ αγοράσω κρασί από του Κόσκου». «Πρόσεχε μη φας καμμιά γλίστρα». Κι η μάνα μου μπάκινγ βόκαλς: «Βάλε κασκόλ και γάντια».

Τη Φιλιώ τη βρήκαν ξεραμένη απ’ το κρύο στο παγκάκι της. Δεν άντεξε έξι μέρες στην παγωνιά. Πάει η Φιλιώ η καψερή. Εδώ κι ένα χρόνο περνώντας απ’ την πλατεία Πηγάδας την έβλεπα να κάθεται στο τσιμεντένιο παγκάκι στην άκρη δεξιά, κι αριστερά της να κείτεται ή συγκομιδή του βίου της. Κάτι τσάντες βρωμερές με ρούχα που ζέχναν, τρύπιες κουβέρτες, κι από κάτω, ως βάσις, ένα τρισάθλιο στρώμα. Πριν καταλήξει στο παγκάκι, έμενε σε ένα ημιυπόγειο ιδιοκτησία της εκκλησίας του Αγίου Νείλου. Αλλά δεν συμμορφωνόταν. Της το είχαν πει ρητά. Να ξεχάσει την παλιά ζωή. Ο Χριστός αγάπησε την Μαγδαληνή. Δεν έχει σημασία τι ήταν πρώτα. Από δω και πέρα όμως, να σκεφτεί τα γεράματά της και ο Θεός είναι μεγάλος. Δια των εκπροσώπων του, εννοείται. Σιγά μην η Φιλιώ μασήσει. Τι κι αν ήταν πλέον εβδομήντα και. Αυτή κουλάντρισε τη ζωή της από τα δώδεκα. «Είμαι πουτάνα από τα δώδεκα» τραύλιζε μετά το τρίτο Κουρτάκη. «Δεν καταλαβαίνω Χριστό. Άμα ήθελα θα έτρωγα τώρα με χρυσά κουτάλια. Αλλά τά ‘χω χεσμένα όλα. Τη γλεντούσα τη Φιλιώ. Μέσα….., μέσα σ’ όλα. Και στα μαύρα και στις πρέζες και στα χαρτιά και στα μπαρμπούτια. Και τώρα μη νομίζεις, Στέφο μου. Τον έχω τον τρόπο. Βρήκα κάτι νόστιμα παιδάκια και τα έχω μαντρωμένα εκεί στο υπόγειο και μου τα φέρνουνε κανονικά. Το ένα είναι εγχειρισμένη. Προχτές κάτι μαλάκες ήρθανε και μου τα πλακώσανε στο ξύλο. Μου φέρανε οι γείτονες την αστυνομία, τημπαναγία τους. Και ξέρεις ποιος ήταν ο αρχιμαντράχαλος που μου τα έδειρε; Ο γιος αυτουνού του χτίστη, του πώς τον λένε. Γιος του, ανεψιός του είναι; Που τον έχω δει εγώ στη Συγγρού να ‘ναι ντυμένη με ζαρτιέρες μες στο ρουζ και στο κραγιό και να ψωνίζεται, η σκρόφα. Και ήρθε να μου κάνει τον άντρα. Η τρύπα.».
Άθελά μου τα άκουσα αυτά στην ταβέρνα του Μυτάκια. Ήταν καλοκαίρι. Καθόμασταν έξω στο πεζοδρόμιο με το Ξενοφάκι και σουρώναμε, στη φτήνια με κάτι ψευτοψαράκια, φετούλα και σαλάτα. Η Φιλιώ με τον Στέφο, που δήλωνε «είμαι και η πρώτη χασίκλα του Περαία, Φιλίτσα, γεια μας», κάθονταν μέσα στο μαγαζί. Τα πίνανε ξεροσφύρι. «Γεια σαν λεβεντόμαγκα».

Το ’89 παντρεύτηκα. Ήθελα δυο μήνες να απολυθώ από φαντάρος. Μου έδωσαν και άδεια γάμου και κόντρα άδεια στα Χριστούγεννα. «Το παιδί έχει οικογένεια» είπε ο διοικητής στους άλλους φαντάρους που έπηξα. Ψόφιο το κρύο του ’89. Δεν χιόνισε. Το είχαμε δει από το καλοκαίρι ότι δε θα χιονίσει. Η συχωρεμένη η πεθερά μου, ανάμεσα σε άλλα σοφά που με δίδαξε, μ΄ έμαθε να βλέπω και τα μηνολόγια. Τα μηνολόγια τα κοιτάς από δεκατρείς Αυγούστου, πρώτη με το παλιό. Δεκατρείς είναι ο Αύγουστος που τρέχει. Δεκατέσσερις ο Σεπτέμβρης και πάει λέγοντας μέχρι τις εικοστέσσερις που είναι ο ερχόμενος Ιούλιος. Ανάλογα με τον καιρό του πρωινού της κάθε μέρας προτυπώνεται ο καιρός του κάθε μήνα που θα ακολουθήσει. Για τον Δεκέμβρη του ’89 είχαμε δει το κρύο μαλακό. Το ίδιο και για τον Γενάρη. «Δεν θα έρθει χειμώνας. Μια κι έξω καλοκαίρι, γιε μου θα πάει».
Νιόπαντρος εγώ, να ψάχνω αφορμές για τσίπουρα, κι αιτίες για ζεστασιά κάτω από τα στρωσίδια. Ας το πούμε οικογενειακή θαλπωρή. «Άμα χιονίσει, φίλε μου, θα κάνεις φασολάδα κι εγώ θα φτιάξω λουκάνικο στο τηγάνι, θα ανοίξουμε και κρασάκι….», έλεγα στη γυναίκα μου. Δεν χιόνισε. «Μας τη χάλασε, όμως, από ντεκόρ, ρε γαμώτο. Δεκέμβρης και είναι σαν Οχτώβρης. Τι Χριστούγεννα να καταλάβεις άμα δεν κρυώσει, δε λέω να χιονίσει, αλλά να κάνει λίγο το ψοφάκι του».
Το καλοκαίρι του ’90 στις 18 Αυγούστου ήτανε συννεφιά, μετά γρήγορα καθάρισε. Χιόνισε Γενάρη του ’91. Βγαίναμε από ένα ρεμπετάδικο. Είχαμε πάει μεγάλη παρέα. Εγώ έγινα ντίρλα κάποια στιγμή. Είχα πιει πολύ. Με βγάλανε έξω με συνεφέρανε, συνήλθα, πάλι μέσα, απόπιαμε και τα μαζέψαμε να φύγουμε. Μόλις ξεμυτίσαμε το χιόνι έπεφτε πυκνό. Το ένιωσα σαν προσωπική λύτρωση από τα κρίματά μου, σχεδόν μια μπουκάλα ουίσκι νηστικός. Μες στη θολούρα έφτιαξα προτάσεις: « Τα μηνολόγια, το’ πα, βγήκανε. Ο καιρός είμαι ‘γω. Και να χέσω τις φιλοσοφίες. Απολυθήκαμε. Απολυθήκαμε θείο…..». Κακήν κακώς τσουβαλιαστήκαμε στο αμάξι του Μηνά και μετά φόβου Θεού επιστρέφαμε. Εγώ, στα δυο λεπτά ξεράθηκα. Όταν ένιωσα ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλό μου είχαμε φτάσει στην Πηγάδα. Ξανασχημάτισα πρόταση: «Ρε, Πηγάδα με χιόνι. Γειά σου ρε Φιλιώ αθάνατη». «Τι λες παιδάκι μου;» μου είπε η γυναίκα μου. «Δεν τη βλέπεις, ρε φίλε; Εκεί στο παγκάκι. Τη Φιλιώ, που σού ‘λεγα. Δεν την πιάνει τίποτα, κοίτα κι εσύ ρε Μηνά». «Παραληρείς», μου είπε η γυναίκα μου. «Κάνε τώρα κουράγιο ν’ ανέβουμε σπίτι μας, καληνύχτα παιδιά».
Το μεσημέρι όταν συνήλθα, σηκώθηκα απ’ το κρεββάτι και πήγα τρικλίζοντας μέχρι τη μπαλκονόπορτα. Χθεσινοβράδυνος. Τράβηξα το παντζούρι να δω τον καιρό. Έριχνε ένα ψωραλέο χιονάκι. «Σκατά χιόνι. Τα ‘βγαλα πάλι τα μηνολόγια».

Αν και όλα έχουν εμμέσως δηλωθεί, σε αυτήν την ιστορία, οφείλω να συμπληρώσω τα εξής:
Εφόσον, γλίτωσα από το τζιπ της ΕΣΑ, πιθανότατα ως αθάνατος, και εφόσον προβλέπω τον καιρό, πιθανότατα μάλιστα τον καθορίζω, για λόγους προσωπικών ηθικών αρχών, μην ελπίζετε για χιόνι φέτος.




ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ
(ένα άστεγο κομμάτι σας περιμένει στο άκουσον άκουσον)

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Μέρος δεύτερον
Τα χρόνια πέρασαν και ήρθε το καλοκαίρι του 1978. Ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, έχτιζε μια πολυκατοικία ακριβώς απέναντι από το πατρικό μου. Για την ισορροπία του αφηγήματος οφείλω να σας καταστήσω γνωστό, ότι ο θείος μου ο Σπύρος είχε περάσει στην Φυσικομαθηματική το 1963, δεν τα πήγαινε και πολύ καλά ως φοιτητής και τα παράτησε για να ασχοληθεί με την εργολαβία οικοδομών. Χρυσή εποχή για την ανοικοδόμηση οι αρχές της δεκαετίας του ’70. Φτιάχτηκε. Και τώρα καλοκαίρι του ’78 με μια καλή εργολαβία, τρία συνεχόμενα οικόπεδα, υψώνει εξαόροφη οικοδομή και οριστικώς μου κλείνει τόσο την θέα προς τον Υμηττό, την θέα της ανατολής του ήλιου από το θρυλικό καμαράκι της ταράτσας του πατρικού μου που το είχα ως αναγνωστήριο, όσο και την θέα από το εν λόγω καμαράκι προς το μπαλκόνι της πρώτης μου κοπέλας. Ακόμα και τώρα που κοντεύω τα πενήντα, όταν περνώ κάτω απ’ το μπαλκόνι της, το κεφάλι μου στρέφει αυτομάτως και ρίχνω μιαν κλεφτή ματιά. Σε μιαν ίσως πιο στενή κοινωνία αυτό θα ήταν παρατηρημένο και σημειωμένο και θα είχα ίσως και παρατσούκλι. Αδίκως, όμως, θα το έφερα, γιατί η ανάμνησή της είναι πλέον τόσο θαμπή….
Πίσω στο ’78. Καλοκαίρι του ’78, μάλλον Ιούλιος. Δουλεύω στην οικοδομή του θείου μου, απέναντι απ’ το πατρικό μου. Το μεροκάματο δεν το είχα ανάγκη. Όχι δηλαδή ότι δεν χαιρόμουν να έχω φράγκα από τη δούλεψή μου και να ξοδεύω, όμως το μεροκαματάκι του ανειδίκευτου που έπαιρνα, τριακόσιες τριάντα δραχμές, επ’ ουδενί δεν έλειπε από τον συνολικό προϋπολογισμό του σπιτιού μας. Η είσοδός μου στην αγορά εργασίας ήταν εθελουσία. Βλέπετε μετά την «Ιλιάδα για παιδιά», διάβασα σχεδόν όλο τον Ιούλιο Βερν, κατόπιν Καζαντζάκη και διαφόρους άλλους ξένους και έλληνες λογοτέχνες, φιλοσοφία, Σοπενχάουερ, Νίτσε, αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και τραγικούς, ολίγον υπαρξιστές και … Μαρξ. Εθήτευσα και στην ΚΝΕ, για λίγους μήνες. Όλο αυτό το αχταρμαδάκι, σε συνδυασμό με τις βαθύτατες χριστιανικές μου πεποιθήσεις οδηγούσαν τη συνείδησή μου να επιλέγει το γιαπί ως υψίστην ηθικήν πραγμάτωσιν.
Ως εκ τούτου, ντάλα ο ήλιος, επανέρχομαι οριστικώς στο καλοκαίρι του ’78, φορτώνομαι ένα σακί τσιμέντο να το ανεβάσω από τις σκάλες στην ταράτσα. Έξι σκάλες και μία για την ταράτσα εφτά. Θα ρίχναμε πρέκια για το καμαράκι του ασανσέρ. Το σακί πενήντα κιλά, κάθε σκάλα έβαζε πάνω μου κούραση άλλα δέκα. Είχα αναλάβει αυτόν τον άθλο με την ενδόμυχη ελπίδα πως σε κάποια στροφή της σκάλας μέσα από τον τσιμεντένιο σκελετό θα διείσδυε η ματιά της πρώτης μου κοπέλας. Εκεί στην τρίτη σκάλα, που είχα αρχίσει να βλαστημάω ακούω κάτι πνιγμένα υστερικά χαχανητά. Το κεφάλι μου με κόπο στράφηκε και είδε θέαμα το οποίον μου εφάνη, ότι επακριβώς ορίζει το σημείον όπου κείται ο αρμονικός μέσος μεταξύ της ευθύμου προκλήσεως και της μορφικής εκζητήσεως. Τρία λεπτά κορμάκια, ημίγυμνα, με μικρό στήθος, να λιάζονται. Φουμέρνανε επιδεικτικά, αλλά κερώσανε μόλις συνάντησαν το αποσβολωμένο βλέμμα μου. Ψέματα. Κερώσανε τα χέρια τους που κρατούσαν το τσιγάρο και σαν δήθεν ξαφνιασμένα πουλάκια σε κλουβί σταμάτησαν απότομα το φλύαρο κελάηδημα. Τα μάτια τους, όμως, εξακολουθούσαν να είναι περιπαικτικά, να μπιρμπιλίζουν και μετά από δυο στιγμές, δυο στιγμές αμοιβαίας εξοικείωσης, ξέπνιξαν το γέλιο και ξανάρχισαν να τιτιβίζουν και να κινούν τα χέρια τους όχι σα να κρατούν τσιγάρο, αλλά πινέλο ζωγραφικής. Κι εγώ, μετουσίωσα το απρόοπτο σε κουράγιο και πήρα το δρόμο για την τέταρτη σκάλα. «Τραβεστάκια, τραβεστάκια είναι», σκέφτηκα. «Τρία τραβεστάκια που κάνουν ηλιοθεραπεία. Τι στο διάολο; Πού βρεθήκανε στη γειτονιά μας; Εδώ μένουνε; Εδώ θα μένουνε από δω και μπρος; Έτσι μικρά είναι τα βυζιά των τραβεστί;».
Συνεχίζεται………..

Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΙΟΝΙΖΕΙ……

(μια σχεδόν χριστουγεννιάτικη ιστορία)


Μέρος πρώτον

Καλοκαίρι 1970, απόφοιτος έκτης δημοτικού. Η Πεύκη Αμαρουσίου ήταν ακόμη θέρετρο. Μετά από οικογενειακό συμβούλιο, ενοικιάστηκε για δύο μήνες ένα σπιτάκι στην Πεύκη, πάνω στο δρομάκι που κατέβαινε από το άλσος και που ενδιαμέσως παρεμβαλλόταν η κεντρική λεωφόρος. Εκεί η οικογένεια θα παραθέριζε, προς μεγάλη μου λύπη, γιατί εγώ προτιμούσα να μείνω στη γειτονιά μας στον Πειραιά, να πηγαίνω για μπάνιο το πρωί στην Πειραϊκή με το τσούρμο, να αλωνίζω τα γνωστά μου μέρη, να παίζω μπάλα στις αλάνες και να πηγαίνω κάθε βράδυ να βλέπω Καραγκιόζη στην πλατεία Πηγάδας. Είχα ξανά παραθερίσει στην Πεύκη, πιο παλιά, τριώ χρονώ για τρεις ημέρες, τότε που ο συχωρεμένος ο θείος μου ο Σπύρος, αδελφός της μάνας μου, διάβαζε για να δώσει στην Φυσικομαθηματική. Του είχανε νοικιάσει ένα σπιτάκι εκεί, για να έχει λέει την ησυχία του να διαβάζει, αλλά συχνά τον επισκεπτόταν όλο το σόι τάχα για να τον ανεφοδιάσει, στην ουσία όμως για να μυρίσει το μαρουσιώτικο αεράκι. Εν είδει παρελκομένου κι εγώ, το μωρό. Μιαν εξ αυτών των ημερών με είχε τσιμπήσει, μάλιστα, μία σφήκα ακριβώς πίσω απ’ το γόνατο, στην κλείδωση και ούρλιαζα θυμάμαι, μέχρι που μια γειτόνισσα έφερε και μου έβαλαν αμμωνία. Μούδιασα. Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως η λέξη αμμωνία παράγεται εκ του Άμμωνος. Πάντως, εξ αυτού του συμβάντος κατέστην επιφυλακτικός τόσο για την Πεύκη, ειδικώς, όσο και για τον θεσμό των διακοπών γενικότερα. Ωστόσο, τα χρόνια περνούν και πέρασαν και όπως προείπα βρέθηκα ξανά να παραθερίζω στην Πεύκη, αν και η καρδιά μου ήταν στην θάλασσα της Πειραϊκής, στα μπάνια.
«Χρειάζεσαι τον αέρα του πεύκου».
«Γιατί ρε μαμά να μην κάτσουμε όπως κάθε καλοκαίρι στον Πειραιά και να με πηγαίνεις για μπάνιο στην Πειραϊκή;»
«Είσαι στην ανάπτυξή σου, χρειάζεσαι τον αέρα της εξοχής».
Σαχλαμάρες, το ήξερα. Ναι μεν έπρεπε να πάω έξοχή, επειδή το να πηγαίνουν όσοι μπορούσαν εξοχή είχε αρχίσει τότε να γίνεται της μόδας, όμως όχι και να τρώω την κοροϊδία. Τάχα μου το Μαρουσάκι εξοχή. Εξοχή είναι να πηγαίνεις σε νησί ή να πηγαίνεις στο χωριό σου. Απλώς βόλευε το Μαρούσι. Ένα βήμα από τον Πειραιά, κοντά στο σπίτι της αδερφής της γιαγιάς μου, να πηγαινοέρχονται τα σόγια, και ένα βήμα από τον Άγιο Παντελεήμονα που το είχανε τάμα οικογενειακώς να πηγαίνουνε και να ανάβουνε κεριά.
Όμως εγώ χωριό δεν είχα, το ήξερα. Γέννημα θρέμμα πειραιώτης. Μόνο κάτι θολές αναφορές καταγωγής από την Κρήτη και τη Μάνη. Και καλά να τα πάθω που, επειδή εν τω μεταξύ ο παππούς μου με κάτι λεφτουδάκια είχε αγοράσει ένα οικοπεδάκι στην Πεύκη, θεωρούσα ότι μπορώ, εφόσον θα υπηρετούσα το θέμα, να γράφω στις εκθέσεις μου, «πατρίδα μου είναι το Μαρούσι». Πάνω σε αυτό πάτησε η μάνα μου και με έφερε εδώ στην εξορία για διακοπές και άφησα και το καημένο το Ξενοφάκι, τον φίλο μου, να παίζει για δυό μήνες καλοκαιριάτικα μόνο του στη γειτονιά μας.
Ήμουν, όμως τουλάχιστον, μέλλων γυμνασιόπαις. Αυτές οι εκφράσεις, «γυμνασιόπαις», «ακαδημαϊκός πολίτης» «και καλός πολίτης», «σιδεροκέφαλος», «και καλούς απογόνους» σταδιακώς θεώρησα ότι μπορούν να συνοψιστούν εν μέτρω σε μία και μόνη: «καλή ανάρρωση».
Μέλλων γυμνασιόπαις, όμως, και επειδή τότε στο γυμνάσιο μπαίναμε κατόπιν εξετάσεων, τις οποίες είχον ήδη διεξέλθει επιτυχώς, επόμενο ήτο να φέρνω βόλτα στον ουρανίσκο του εγώ μου μιαν, έστω ελαφρώς σωταρισμένη, έπαρση. Η οποία βαθμιαίως, σε συνδυασμό με την εκ του πευκοδάσους υπεροξυγόνωση, μου ενστάλαξαν την προοπτική μιας προσωπικής αθανασίας. Πρακτικώς αυτό σήμαινε ότι δεν πολυάκουγα την μάνα μου, ψιλοέδερνα τα αδερφάκια μου, διάβαζα ευθαρσώς τα απαγορευμένα από τον πατέρα μου Μικυ-Μάους, Σεραφίνο και Μπλεκ, φροντίζοντας ωστόσο να τα καταχωνιάζω κάτω από το στρώμα μου για τις δύο μέρες της εβδομάδας που μας επισκεφτόταν, όταν το καράβι που δούλευε έπιανε Πειραιά, γενικώς να πούμε έρεπα στην αταξία . Προσέτι δε, η ανάγνωση ενός παιδικού βιβλίου, επάθλου για την επιτυχία μου, με τον τίτλο «Στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα» σε συνδυασμό με επανειλημμένες αναγνώσεις του «Ιλιάδα για Παιδιά», μου ενστάλαξαν την διαυγέστατη εικόνα ότι μπορώ να κατεβαίνω με το ποδηλατάκι μου με φόρα την κατηφόρα από το άλσος προς τη λεωφόρο χωρίς να χρειάζεται να ελέγξω το δρόμο, διότι αθάνατος ίσον και άτρωτος. Έκλεινα τα μάτια μου, λοιπόν, και αναβοώντας με οίστρο «Αχιλλεύς» περνούσα καρσί τη λεωφόρο μες στη ζούρλα και έπειτα πατώντας φρένο, παρκάριζα με κώλο το ποδηλατάκι, έτσι που η μπροστινή του ρόδα να αγγίζει ελαφρά τον κορμό ενός γέρικου πεύκου, που έθαλλε μπροστά απ’ την εξώπορτα της καλοκαιρινής προσωρινής μας διαμονής. Μέχρι που κάποια μέρα, μόλις που είχα παρκάρει το ποδηλατάκι και είχα ανοίξει τα μάτια μου, δυό φαντάροι Εσατζήδες με πλάκωναν στις σφαλιάρες. Με έδερναν αλύπητα, αλλά εγώ τους έβλεπα που ήταν χεσμένοι πάνω τους, τις έτρωγα και από μέσα μου γέλαγα. «Ρε, κωλόπαιδο θα σε κάναμε λιώμα με το τζιπ. Θα μας είχες στείλει φυλακή, ρε» και δώσ’ του σφαλιάρες. «Γιατί ρε δεν κοιτάς πριν περάσεις τη λεωφόρο και τρέχεις σαν τρελός, να μας κάψεις; Σε δυο μήνες απολυόμαστε». Τι να τους έλεγα και τι να απαντούσα; Να τους έλεγα ότι ο νικητής στον Μαραθώνιο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες ήτανε ο κατά κάποιο τρόπο συμπατριώτης μου Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης; Να τους έλεγα ότι από εκεί που κάνω μπάνιο στην Πειραϊκή, όταν δεν παραθερίζω με το ζόρι στην Πεύκη, βλέπω την ιστορική Σαλαμίνα. Ή, να τους έλεγα ότι ο Αχιλλεύς πεθαίνει μόνο αν τον πετύχεις με βέλος στην φτέρνα.



Συνεχίζεται………..

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006

Προς..........

Όταν κατακλύζεσαι από συναισθήματα μη γράφεις ιστορίες. Διότι θα γράφεις και θα κατακλύζεσαι, θα κατακλύζεσαι και θα γράφεις. Καλύτερα να γράψεις τα κάλαντα, να αποθέσεις τους στίχους τους στο κείμενό σου και να εναποθέσεις στη δύναμή τους το αποτέλεσμα της προθυμίας σου για «έργο»:

«Καλή ‘σπερα καλή σ’ αυγή,
καλή σ’ εσπέρα αφέντη,
καλή σ’ εσπέρα αν κάθεσαι,
καλή σ’ αυγή αν κοιμάσαι,
καλά σου ξημερώματα,
αν κάθεσαι κι αφκράσαι».


Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ ΠΡΩΙ

ΕΞΗΓΗΣΙΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΑΡΓΙΛΑ «βρε συ Γιάννη Αργιλά
γέμισέ μας το λουλά».


Ανεξήγητο πρωί,
Με μαρμελάδες, παξιμάδια, γαλατάκι,
Αιφνίδιο παρ’ όλα αυτά,
Γιατί μας επιτέθηκαν οι λοκατζήδες.
Κι αν ήταν Τούρκοι κι είχαν κι άλογα,
Παρασκευή θα ήτανε,
Παρασκευή με τα καπνά,
Παρασκευή με πίττες.
Την άλλη μέρα το πρωί
Τρέχαμε στα τραγούδια.
«Σα φουμάρω ναργιλέ,
Λέω,
Στην αγάπη μου μανέ,
Μα εκείνη δε μ’ ακούει,
………………………….»

Έτσι εκμεταλλεύτηκα
Και άλλες αναμνήσεις.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ_ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ_ΠΟΛΙΤΙΚΑΤο τραγούδι «ο Γιάννης Χασικλής, ή Αργιλάς» ήτανε σύνθεση του Ιωάννη Δραγάτση, ή Ογδοντάκη. Μεγάλος βιολιστής του ρεμπέτικου. Είχα γνωρίσει τον γιο του. Στου Γιάγκου την ταβέρνα, στον Άγιο Νείλο.  Μεταξύ άλλων ήταν και παρατηρητής αγώνων, γυμνασίαρχος σε αγώνες β΄ εθνικής, (ο παλαιού τύπου τέταρτος διαιτητής), ωραιότατος μπεκρής, με όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου, μουστάκι θάλλον,  το μάτι λίγο θολό, ωστόσο πλήρες φιλικότητος.
Για να μην μπερδευόμαστε, όλα αυτά τα περί το ποδόσφαιρο ήτανε ο γιος του. Ο κανονικός Ογδοντάκης ήτανε βιολιστής, είπαμε.
Κι ο γιος του, του Ογδοντάκη, μου έλεγε: «μόλις ο πατέρας μου πήρε σύνταξη, έβαλε το βιολί στη θήκη και έβαλε τη θήκη πάνω από μια ψηλή ντουλάπα που είχαμε. Δεν το ξανάπιασε ποτέ. Τόσο το είχε σιχαθεί». Και συμπλήρωνε: «Εγώ βιολί δεν έμαθα. Με είχε βάλει για να μάθω, αλλά δεν μάθαινα».
Απορώ δε, περί του πώς οι τότε μουσικοί κατάφερναν και έπαιρναν σύνταξη. 

Παρασκευή, Νοεμβρίου 24, 2006

ΑΚΟΥΣΟΝ ΑΚΟΥΣΟΝ (ανοίξαμε και σας περιμένουμε)

Ένα νεόδμητον μπλογκ το άκουσον άκουσον, το οποίον δεσπόζει στα links αριστερά, θα φιλοξενεί από τούδε και εξής τις μουσικές προσφορές μου.
Τα άρθρα-δημοσιεύσεις θα εμπλουτίζονται συν τω χρόνω, με στοιχεία για τα έργα, σημειώσεις παρτιτούρες κλπ. Το κρατημοκατάβασμα θα συνεχίσει να σας απασχολεί με κείμενα. Ευχαριστώ.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΕΣΤΕ

Να μην διαμαρτύρεστε. Να μην διαμαρτύρεστε για τίποτα. Να μην είστε όλο διαμαρτυρίες και διαμαρτυρίες. Είσαστε ευτυχείς και να μην διαμαρτύρεστε. Εμένα, ένας θείος μου, ο Παύλος, πολύ παλιά στην Αμερική, είχε πλακώσει στο ξύλο κάποιους που είχαν πάει να τον ληστέψουνε στην γέφυρα του Σαν Φρατζίσκο, αλλά αυτός ο θείος μου ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού. Είχε κάτι γροθιές τεράστιες και στο τριχωτό του χέρι, λίγο πιο πάνω απ’ τον καρπό, ένα τατουάζ με δύο μποξέρ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα κι εγώ.

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY,
εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.


Σημειώνει ο θεματοθέτης Χοιροβοσκός:
ακηδία, λαγνεία, βουλιμία, λύπη*, αλαζονεία, οργή, φιλαργυρία, κενοδοξία.

*η λύπη είναι το αμάρτημα που χωρίζει τον ανατολικό από τον δυτικό κανόνα παραβατολογίας.

Ο θείος μου ο Γιάννης, ο αδερφός του πατέρα μου, ήταν ναυτικός και ομορφάντρας. Δεν απέκτησε τέκνα. Ο πατέρας μου, ναυτικός κι αυτός, ο καημένος, είχε εμένανε πρώτα και μετά γεννήθηκαν και τα δίδυμα, κορίτσι κι αγόρι, από διαφορετικά ωάρια. Τα αδερφάκια μου, που μικρά αυτά, μικρός κι εγώ, τα τρέλαινα στους τσίμπους. Ο αδερφός μου άντεχε περισσότερο, η αδερφή μου τσίναγε. Τρία παιδιά, κι ο πατέρας μου τα έβγαζε πέρα. Από μικρό παιδί, ο πατέρας μου στα βάσανα. Ο παππούς μου, που έχω το όνομά του, αυτοκτόνησε, στο κραχ του ’36. Ήταν ο παππούς μου μακεδονομάχος. «Τότενες, παιδάκι μου, ούλος ο αθός τση Κρήτης, επολέμησε για την Ελλάδα.», θα έπρεπε να έλεγε η γιαγιά μου, αν εκτιμούσε τον παππού μου, τον άντρα της. Η γιαγιά μου ήτανε Σμυρνιά. Πήγε στην Κρήτη με τις ανταλλαγές. «Είμαι βέρα Σμυρνιά. Εμείς, τζιέρι μου, τις παγκανότες, τις φροκαλούσαμε με την φροκαλιά», όπερ μεθερμηνευόμενον: «Είμαι, βέρα (αυτό είναι ιταλικό και δεν υποχρεούμαι να το μεταφράσω) Σμυρνιά. Εμείς, σπλάχνο μου, τις χρυσές τις λίρες, τις σκουπίζαμε με τη σκούπα». Ουδόλως εκτιμούσε τον παππού μου η γιαγιά μου. Μια φορά της πήγε ψάρια για να μαγειρέψει και επειδή δεν ήτανε μπαρμπούνια, του τα πέταξε στο δρόμο, απ’ ότι ξέρω. Ο παππούς μου, εκτός που ήτανε στα νιάτα του πριν παντρευτεί οπλαρχηγός, άτακτος των σωμάτων του Κωνσταντίνου Μάνου, υπήρξε και ολυμπιονίκης. Ολυμπιονίκης σε αυτούς τους αγώνες που έγιναν στην Ελλάδα μετά από την πρώτη Ολυμπιάδα του 1896. Βλέπετε, η ήδη ξεχασμένη ιδέα της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών αγώνων στην γενέτειρά τους δεν ήταν του Καραμανλή θείου, ήταν πολύ παλιότερη και κατά κάποιον τρόπο δοκιμασμένη. Ήταν, λοιπόν, ολυμπιονίκης στην σκοποβολή ο παππούς, σκοποβολή με περίστροφο. Με αυτό αυτοκτόνησε. Φιλότιμος άνθρωπος, ξέπεσε, αυτοκτόνησε. Ήταν έμπορος. Τρία παιδιά ορφανά πίσω του. Ο πατέρας μου ορφανοτροφείο. Η μεγαλύτερη αδερφή σε συγγενείς στον Ανω Αγριλέ Χανίων. Ο Γιαννάκης με τη μάνα, τη χήρα, τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν πολύ ωραία γυναίκα. Σμυρνιά, πρασινομάτα, πήρα τα μάτια της και το ταλέντο να στραβοπατώ και να παίρνω σβάρνα από χαλιά στρωμένα μέχρι ποτήρια. Ήταν λιγουλάκι άγαρμπη. Ο δεύτερος άντρας της ήξερε για ένα παιδί, όταν παντρέυτηκαν. Το Γιαννάκη. Μ’ αυτόν ζούσε η χήρα, φραγκοραφτού, έραβε αντρικά παντελόνια για να ζήσει. Όμως ο δεύτερος άντρας της, ο Θωμάς, όπως τον έλεγαν, την αγάπησε και αγάπησε και τα παιδιά της. Πρώτον τον Γιαννάκη, μετά την θειά μου, την κόρη. «Θωμά, υπάρχει κι ένα κορίτσι, αλλά μη σκοτίζεσαι, είναι στο χωριό με τ’ αδέρφια του συχωρεμένου». Ο Θωμάς ήταν από τον Αμβρακικό. Και άνθρωπος καλός. «Κρίμα κορίτσι να ζει ξενοδουλεύτρα. Πες της να έρθει μαζί μας». Πολύ αργότερα η γιαγιά μου του ξαναμολόγησε: «είναι και ένα αγοράκι ακόμα, δώδεκα χρονώ, στο ορφανοτροφείο, αλλά καλά είναι εκεί, μόνο που και που να το νοιαζόμαστε». Ο αγαθός Θωμάς είπε: «αγοράκι, δώδεκα χρονώ, μοναχούλι του; Θα πάω να το πάρω.». Και πήγε και το έφερε στην οικογένεια κι αυτό.
Μη σας κουράζω άλλο. Κακή τύχη είχε κι ο Θωμάς. Πνίγηκε. Είχε καΐκια, ψαράδικα. Τον πήρε η θάλασσα σε ένα ψάρεμα. Μπουρίνι ξαφνικό, ήταν στην κουπαστή κρεμασμένος και χάθηκε.
Ο θείος μου ο Γιάννης, ομορφάντρας, το’ παμε. Όποτε ξεμπάρκαινε, έμενε στης γιαγιάς μου. Καπετάνιος. Κι ο πατέρας μου καπετάνιος, αλλά στην ακτοπλοΐα. Ο θείος μου στα φορτηγά και σε γκαζάδικα. Πολλά λεφτά. Όταν ξεμπάρκαινε με πήγαινε παντού. Στα λούνα παρκ, σε κινηματογράφους, σε κέντρα. Πιτσιρίκι εγώ, ασχόλιαστο, ούτε πέντε χρονώ. Χαρά Θεού, όλο βολτίτσες, νοίκιαζε και αυτοκίνητο ο θείος μου ο Γιάννης, συνήθως άσπρο. Πάντα μαζί μας ήταν και κάποια φιλεναδίτσα του. Και παρόλο που θέλω να κρατήσω την μνήμη των αισθημάτων αυτής της εποχής, της παιδικής, και να φέρω ξανά μπροστά μου την εικόνα αυτής της ψηλής, με τα γεμάτα χείλια και τα μάτια τα μισοκοιμισμένα, που τώρα καταλαβαίνω ότι πρέπει να τα πω ναζιάρικα, γλαρωμένα….. Με τα πόδια τα ωραία και το κούνημα. Θυμάμαι και χάνω τα λόγια που θέλω να πω. Τα καταλάβαινα όλα αυτά, παιδάκι ήμουνα, αλλά όχι χαζό. Με έπαιρνε μαζί του για ξεκάρφωμα. Γιατί ήμουνα ωραίο παχουλό παιδάκι, το ιδανικό παιδάκι της εποχής του ’60. Έτρωγα πάντα ορεξάτο και ξανάτρωγα άμα μου έδιναν να ξαναφάω, έλεγα και τις εξυπναδίτσες μου και γέλαγαν οι φιλενάδες του θείου μου. Είχα και το συνήθειο, άμα έβρισκα ευκαιρία να τις τσιμπάω. Στο μπράτσο, άμα ήταν καθιστές, ή στη γάμπα άμα ήταν όρθιες. Όπου έφτανα. Αλλά, τώρα πια μου είναι ξεκάθαρο. Ο θείος μου ο Γιάννης με έπαιρνε μαζί του για να ξεκαρφώνονται οι φιλεναδίτσες του.
Ποσώς με νοιάζει. Και τότε ποσώς με ένοιαζε. Και για όλα όσα μου συμβαίνουν, ποσώς στο βάθος με νοιάζει. Έχω καλή τεχνική για να κάνω τους άλλους να με συμπαθούν. Λυπούμαι ίσως, αλλά ποσώς με νοιάζει.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

"Παιδάκι μου, βρήκα αυτό το βιβλίο στη βιβλιοθήκη και έχει μιαν αφιέρωση για κάποια Κατερίνα και σκέφτηκα μην το βρεί η γυναίκα σου και έχουμε παρεξηγήσεις.....".

Η αφιέρωση έλεγε τα εξής: "Για τα παλληκάρια του 296, για την ανάμνηση της φιλίας μας και για την αιώνια επιδιωκόμενη Κατερίνα, με αγάπη Λάμπρος".

Η μάνα μου φοβήθηκε. Τη γυναίκα μου δεν τη λένε Κατερίνα. Ωστόσο έχω φίλο Λάμπρο. Σημειωτέον το βιβλίο αυτό κοσμεί την εγκαταλελειμένη βιβλιοθήκη του πατρικού μου σπιτιού το οποίο εγκατέλειψα προ δεκαοκταετίας νυμφευθείς. Σ'αυτό το βιβλιοθηκάκι βρίσκονται παρατημένα διάφορα βιβλία δικά μου, του αδερφού μου, παλιά παιδικά....
Η μάνα μου διακατέχεται, κατατρύχεται μάλλον από μανία καταδιώξεως. Φοβαται τις αστραπές και ιδίως τις βροντές, δεν απομακρύνεται από τη γειτονιά μας και γενικώς επιδιώκει να παραμένει στο σπίτι, κάτι που βρίσκω κι εγώ πολύ σωστό να γίνεται διότι επιπλέον εγώ έχω και να μελετήσω μουσική, παρτιτούρες, θεωρητικά συγγράμματα, να σκεφτώ μουσική, να παίξω μουσική, να γράψω μουσική, γιατί μέχρι τα είκοσι εφτά μου ραινόμουνα. Φοβήθηκε, λοιπόν, η μάνα μου, μήπως το βιβλίο αυτό έπεφτε τυχαία στα χέρια της γυναίκας μου, διαβαζε την αφέρωση και ζήλευε αναδρομικά. Αγνά μυαλά, πρώιμων εποχών, μεταξύ αυτών το μυαλό της μάνας μου.
"Δεν είναι δικό μου, ρε μαμά το βιβλίο αυτό, δεν είχα ποτέ κάποια Κατερίνα και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει μόνο ένας Λάμπρος. Και στο κάτω-κάτω υπηρέτησα εγώ στο 296;".
Η αδερφή μου που πέρναγε εκείνη την στιγμή, πηγαίνοντας για το σουπερμάρκετ, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους.
"Ρε μαμά, ένας μόνο Λάμπρος υπάρχει;"

Αργότερα, θυμήθηκα ότι ο αδερφός μου υπηρέτησε στο 296 της Μυτιλήνης. Κάποτε μου μιλούσε για κάποια Κατερίνα. Και τώρα που τα θυμάμαι καλύτερα την είχα γνωρίσει. Προς το νταρντανέ, διατηρώντας ισχυρή επαφή με την κομψότητα.

Ως μυστήριο του κειμένου παραμένει το βιβλίο. Ιδού, λοιπόν. Πρόκειται για την Ασκητική του Καζαντζάκη. Πολυδωρισμένο βιβλίο, μικρό, άρα φτηνό, κομψό για δωράκι μεταξύ φίλων, ταίριαζε σε χειρονομίες αλληλοκατανόησης. Το έχω ως δώρο δυο-τρεις φορές, το είχα αγοράσει και από μόνος μου. Τι άραγε να λέει;

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ


Γιώργος Χατζημιχελάκης
ΣΑΤΥΡΟΙ ΚΑΙ ΒΑΚΧΑΙ (2004)
χορόδραμα


Computer music, με στοιχεία κολάζ.
Το κομμάτι αυτό γράφτηκε φιλικά για μια χορογραφία της μεγάλης χορογράφου Μαρίας Μ.Χορς για τις μαθήτριες και τους μαθητές της στο τότε Β΄ έτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Η χορογραφία παρουσιάστηκε στις ετήσιες εξετάσεις των μαθητών τον Ιούνιο του 2004 στο Θέατρο της Σχολής, στην Πειραιώς. Η μουσική παίχτηκε από ένα κασετόφωνο. Κι όμως τα συναισθήματα όλων μας ήταν «επιδαύρια». Την αγαπώ την Μαρία, «την κυρία μας» που λέμε οι κοντινοί της όλοι.

Τσίμπελ (ρώσικο σαντούρι) παίζει η σπουδαία σολίστ Αγγελίνα Τκάτσεβα-Σταθοπούλου

Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

ΝΑΞΟΣ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΧΩΡΙΣ ΘΕΟ

Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος επιδεικνύει την ανάγκη του να μην εμπιστεύεται τον εαυτό του, άρα και να μην αρκείται σε αυτόν ως χορηγόν συναισθηματικής πληρότητος, αλλά να αναθέτει σε εξωυποκειμενικές, είτε όντως υπάρξεις, είτε «οντοποιημένες» ανυπαρξίες, την έναντι ανταλλάγματος παροχήν συναισθηματικής ασφαλείας. Πχ «Σου παίρνω σκουλαρίκια, δείχνε μου αγάπη για τρεις ώρες», ή αν μεγαλώνουν οι δουλειές «σου θυσιάζω την ερωτική μου ζωή βάλε με στον Παράδεισο». Εγώ , προχθές, το έκανα ως εξής:
Πάω στη Γιούρομπανκ και αγοράζω προπληρωμένη πιστωτική κάρτα. Μπαίνω στην NAXOS, την γνωστή εταιρεία παραγωγής CD, και έναντι 19,25 € ανοίγω μπρος μου τον ορίζοντα να ακούω όλες τις εκδόσεις της επί ένα έτος. Άκουγα, λοιπόν, ως νέος προσήλυτος, Σαββάτο βράδυ, το ψώνιο, μία-μία τις σικουέντσες του Μπέριο. Πανευτυχής για την σχεδόν δωρεάν απόκτηση αυτού του θείου προνομίου, διότι 19,25 € είναι ούτε 15 φορές πουρμπουάρ στο παιδί που φέρνει τα σουβλάκια , λέω μέσα μου: «Ας πάω να κάνω ένα μπανάκι σαββατιάτικο και συνεχίζω μετά, όσο πάει, χαλαρός-χαλαρός και εύοσμος». Και επειδή μεγάλωσα μέσα σε σπίτι με παππού απ’ τη Μάνη, που μου είχε ενσταλάξει την οικολογική οικονομία που σου διδάσκει η ίδια η στέρνα, ήτοι: «Γιωργάκη, το νερό λίγο-λίγο, βρέξου, κλείσε τη βρύση, σαπουνίσου και μετά ξεβγάλσου πάλε λίγο-λίγο. Δεν χρειάζεται η βρύση να είναι τέρμα ανοιχτή. Πάει τόσο νερό τσάμπα και βερεσέ.», είπα να κλείσω τον υπολογιστή για όσο θα μπανιαριζόμουν. Γιατί ρευστόν είναι και ο ηλεκτρισμός. Γιατί να πηγαίνει τσάμπα και βερεσέ. Κατά συνέπειαν διεκόπη και η σύνδεση με το ίντερνετ και τη NAXOS. Επ’ ολίγον. Έτσι νόμιζα. Διότι, όταν φρέσκος-φρέσκος επανέκαμψα και επανασυνδέθηκα στον ιστό και ξαναμπήκα με αδηφάγο διάθεση στην NAXOS, τρώω κατάμουτρα το εξής μέσατζ:
«The maximum number of simultaneous connections of your subscription has been reached. Please email Customer.Service@Naxos.com for assistance.».
Βρε ξανά και ξανά, βρε άντε βάλε και ξαναβάλε μέιλ και πάσγουορντ, τίποτα. Τριγύριζα και νιαούριζα σαν γατί της εξοχής έξω απ’ την εξώπορτα παραθεριστών αναχωρησάντων για την πόλη της δουλειάς των. Νιαούριζα, γιατί μόλις πριν μιαν ώρα είχα ταϊστεί, πού στο διάολο πάνε κάθε που έρχεται φθινόπωρο;
Τι να κάνω τώρα; Πώς να το εκλάβω αυτό; Και καλά. Ο Θεός έχει κάθε δικαίωμα να μας φέρεται αψυχολόγητα, άλλωστε ένα κεράκι τι κάνει; Πενήντα λεπτά; Ένα, άντε δύο ευρώ, αν υπάρχει και λόγος, (εσωτερικός του ανάπτοντος); Πέντε επειδή ήταν μεγάλη γιορτή; Δέκα, επειδή, άντε μια φορά το χρόνο πάμε στο πανηγύρι του χωριού μας; Εδώ μιλάμε για ολόκληρα 19,25 €. Και μάλιστα μέσω προπληρωμένης πιστωτικής κάρτας. Που σημαίνει ότι έχουμε στηθεί και μια ώρα στην τράπεζα για να την εκδώσουμε. Και που μόνη αυτή η διαδικασία εκδόσεώς της είναι μία μορφή εκπεφρασμένης λατρείας προς τον αποδέκτη της υφ’ ημών μελλοντικής χρήσεως της, επί τω προκειμένω της NAXOS, αλλά εν παραλλήλω και έκφρασις λατρείας και αποδοχής και γιατί όχι πράξη τελεστικού χαρακτήρος υποταγής σε ένα σύστημα που αξίζει την εμπιστοσύνη μας, διότι, ναι, μας παρέχει αυτά που υπόσχεται και μάλιστα χωρίς να το έχουμε εμείς βάλει να μας τα υποσχεθεί με ψυχοπαθολογικές διαδικασίες προβολών, αναστολών κλπ κλπ.
Ρε κερατάδες, με 19,25 € θα είχα εξαγοράσει τουλάχιστον για δέκα φορές το ευχαριστώ του κομιστή σουβλακιών. Γιατί μου την χαλάσατε έτσι σαββατιάτικο; Υπάρχει Θεός;

............................................................
Μετά δύο μέρες η NAXOS μου διευκρίνησε ότι όταν έχω κάνει log-in πρέπει απαραιτήτως να κάνω log-out. Ας πρόσεχα. Ποτέ τελικά δεν φταίει...... ο Θεός.

Σας υπενθυμίζω ότι σε προηγούμενες καταχωρήσεις μου, προσφέρεται δωρεάν μουσική.

Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2006

Μουσική Προσφορά

άκουσον 7,46 Mb

Γιώργος Χατζημιχελάκης
ΝΕΫ
για άλτο φλάουτο σόλο (1994)

σολίστ: Beata Iwona Glinka
ηχογράφηση από συναυλία στο Ωδείο Φ.ΝΑΚΑΣ (χειμώνας του 2000)

Το κομμάτι "ΝΕΫ" έχει συμπεριληφθεί στο προσωπικό διπλό CD της σολίστ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

ΔΙΑΙΤΑ.....

Απεφάσισα να γίνω ο άντρας- πόθος. Ή έστω ο άντρας-ορτανσία, ο άντρας-μαντζουράνα. Δίαιτα. Και θα σας πω τι σημαίνει δίαιτα. Όχι αυτά που σας λένε οι ειδικοί. Δίαιτα είναι να μην τρως τίποτα. Μπορείτε να μην τρώτε; Τότε, μπορείτε και να μην τρώτε σαν γουρούνια.
Ποτέ δεν ήμουν παχύς. Ήμουν πάντα στα κιλά μου. Απλώς διαφορετικός κατά περιόδους. 0 έως 14 χρονώ, χοντρουλό, με διάλειμμα το διάστημα τρεισήμισι με τριώ και οκτώ μηνώ που πέρασα πνευμονία. Απ΄ την κοιλιά της μάνας μου βγήκα τέσσερα. Θύμα των κατοχικών συμπλεγμάτων, εταϊζόμουν κάθε απόγευμα με ένα κεσέ γιαούρτι πρόβειο ολόπαχο που μέσα του κολυμπούσαν πέντε κουταλιές ζάχαρη. Τροφαντό παιδάκι και νοήμον, διότι είχα περίσσευμα ζακχάρεως, Δεκατέσσερα έσπασα το πόδι μου και ο ορθοπαιδικός (σημειώνω ότι ο ορθογράφος του word μου διορθώνει την γραφή ορθοπαιδικός σε ορθοπεδικός, με την οποία γραφή «ορθοπεδικός» συμφωνώ τελικώς, διότι ριζικόν της λέξεως είναι η πέδη και όχι το παιδί και να μας αφήσουν τις μπούρδες περί αντιδανείων με την γαλλική και περί πρώτης εφαρμογής της ορθοπεδικής σε παιδάκια, διότι θα γράψω το χημεία «χυμεία» και θα πιω ενδιαμέσως και μια πορτοκαλάδα).

Ξεσούρωσα προς το παρόν, αλλά συνεχίζω να πίνω, όπως πράττει κάθε δόκιμος συγγραφέας.

Ο ορθοπεδικός, λοιπόν, καθώς μου γύψωνε το πόδι μου είπε:
«Γιωργάκι, πόσο χρονώ είσαι;» και απάντησα άμεσα και στερεότυπα:
«Δεκατεσσάρων, αλλά δείχνω μικρότερος».
Ήμουνα πίσω στην ανάπτυξη και αυτό που ακόμα και η μητέρα μου το κόλαζε με προσποιητές ενθαρρύνσεις, εγώ το είχα ανάγει σε προτέρημα. Σχεδόν εννοούσα: «σας ξεγέλασα».
«Θα σου δώσω μία δίαιτα, γιατί όπου να ΄ναι θα πρέπει να αρέσεις και στα κορίτσια. Θα τρως μπριζολίτσα με χόρτα. Ούτε ψωμιά, ούτε γλυκά». Είπεν ο ορθοπεδικός.
Είναι απίστευτο το πόσο μπορεί ένας άνθρωπος με ακτινοβολία να σε πείσει, ακόμα και όταν είσαι ο παχουλός Γιωργάκις. Διότι τα κορίτσια ήταν για μένα τότε ένας συγκεχυμένος στόχος, ενώ το αναμενόμενο «μπράβο Γιωργάκι» του ορθοπεδικού, μου φαινόταν σαν υπερκοινωνικοσχολικοοικογενειακός ύψιστος έπαινος. Να βράσω το δεκαεφτά στα μαθηματικά και το υπεσχημένο ρολογάκι, αλλά και το επιδοκιμαστικό χαμόγελο του εκκλησιάσματος, όταν παίρνω το αντίδωρο και κάνω τον σταυρό μου φορώντας κουστουμάκι. Θέλω το μπράβο του γιατρού. Καθηλωμένος στο κρεββάτι, με τη φαγούρα του γύψου να μου τρώει το πόδι…. και τα λίγα μουλάρια μας….. και την άλλη μέρα ήρθαν οι Αρτινοί…. και μετά φωτοβολίδες και «ένα το χελιδόνι», αλλά αυτά έγιναν ένα χρόνο αργότερα, με τη μεταπολίτευση. Εγώ Σεπτέμβρη του ‘73 έσπασα το πόδι μου, ανήμερα του Αγίου Ευσταθίου, (ίνα εκπληρωθεί το ρηθέν υπό του προφήτου: «Εύξεινος Πόντος»). Και αδυνάτισα. Έγινα κομψό. Μετά γράφτηκα και στον Πορφύρα στο μπάσκετ και έφτιαξα σώμα. Ψήλωσα κιόλας. Πήγα ένα εξηνταοκτώ. Καλό ύψος για πλέι-μέικερ, τότε, αλλά δεν ήμουν καλό πλέι-μέικερ. Ήμουνα κόμπλας. Νόμιζα ότι αν αθλούμαι, αν κάνω όλες τις ασκήσεις, αν δεν χάνω προπόνηση, θα γίνω σαν τον Μιχάλη τον Βρανό πού ήταν αλητόφατσα, αλλά είχε ντρίπλα και καλή πάσα. Μετά, για κακή μου τύχη ήρθαν και τα κορίτσια. Τα είχα ξεχάσει με την ανάρρωση και την προπόνηση. Λόγω έλλειψης συναίσθησης, ή μάλλον λόγω κεκτημένης ταχύτητας επί το θετικόν, είχα τεραστίαν επιτυχίαν στα κορίτσια. Διότι, εν τω μεταξύ είχα βρει ότι σημασία έχει η ευλυγισία, όχι η ντρίπλα. Πήρα μπουζουκάκι και τραγούδαγα.
Τα ενδιάμεσα, τα μέχρι σήμερα τα παραλείπω. Σημειώνω, απλώς ότι μέχρι τα δεκαεννιά πήρα και δύο πόντους και είμαι ένα εβδομήντα. Όσο και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Άλλα, τώρα, είμαι ογδόντα δύο κιλά. Πρέπει να κάνω δίαιτα. Και δίαιτα είναι να μην τρως τίποτα. Αυστηρά.

Πίνετε ελεύθερα……

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Μουσική Προσφορά

Ας πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο δίνω συνέχεια στο προηγούμενο άρθρο. Ας πούμε και ότι εγκαινιάζω την ADSL εποχή μου. Ας πούμε ότι έμμεσα απαντώ και στον φίλο που πρότεινε να μετατρέψω την παρτιτούρα του "Πέτρου" για την "αλλαγή της εποχής" σε MIDI FILE για να είναι πρόσφορη να ακουστεί.


Γιώργος Χατζημιχελάκης
1ο κουαρτέττο εγχόρδων (1995)
Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο
(Γιώργος Δεμερτζής βιολί Ι, Δημήτρης Χανδράκης βιολί ΙΙ, Πάρης Αναστασιάδης βιόλα, Απόστολος Χανδράκης τσέλο)

η συλλογή GREEK STRINGS QUARTETS, κυκλοφορεί από την AGORA

Ηχογράφηση της τελικής πρόβας

άκουσον 32,3Mb

Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

ο Πέτρος αλλάζει την εποχή

Βρίσκομαι σε μέρος που δεν διαθέτω τα τεχνολογικά μέσα για να έγραφα αυτή τη μουσική φράση σε παρασημαντική για λόγους οπτικοαισθητικούς,(θα την έγραφα χειρόγραφο και κατόπιν θα το σκανάριζα, αλλά δεν έχω μαζί μου σκάνερ). Γράφω λοιπόν στο πεντάγραμμο και κατ' εμέ η ουσία η μουσική δεν χάνεται. Κατά το ύφος του Πέτρου Μπερεκέτη. Η ρυθμική αγωγή είναι "τέταρτο στο 60". Δεν πρόκειται για πλήρες μουσικό κομμάτι, απλώς για μία εναρκτήρια φράση. Θα μπορούσε από αυτήν να φτιαχτεί μια φόρμα διάρκειας 20 λεπτών. Ας πούμε ότι επιφυλάσσομαι, αλλά και ποίο το νόημα. Δεν ασχολούμαι με μουσικό μοντελισμό.
Σε ήχο βαρύ, εναρμονίου γένους, εκ του Γα(=ντο, όπως και ο Χρύσανθος ορίζει στο Μέγα Θεωρητικόν του).





Τρίτη, Οκτωβρίου 10, 2006

ΒΡΕΧΕΙ..........

Βρέχει,
πόσο μ΄ αρέσει όταν βρέχει
και τι μελαγχολία που έχει
σαν βρέχει….

Στίχοι από τραγουδάκι ελαφρόν της δεκαετίας του ’60. Μου το τραγούδαγε η μαμά μου στα πρώτα φθινοπωρινά ψιλόβροχα. Και επλημμύριζαν τ΄ αυτιά μου από την υγρασία της φωνής της - τώρα που το σκέφτομαι η μαμά μου ήτανε τότε εικοσπέντε χρονών και ο πατέρας μου ναυτικός. Είχα την αποκλειστικότητά της.
Και πώς να περιγράψεις αυτό το τραγουδάκι; Τη μελωδία του εννοώ, διότι το ηχόχρωμα του μέσα από τη φωνή της μαμάς μου έχει αποκλειστικά αυτοβιογραφικής αξίας αισθητικά στοιχεία.

Παμ παμ
Παραπαπάραμ πάραμ τάραμ
Παραπαπάραμ τάρα πάραμ
Παμ πάραμ.

Όταν σχεδόν στα δεκαεφτά παραθέριζα στον οικογενειακό πύργο μας στη Μάνη είχα πάρει μαζί μου και το ακκορντεόν. Και για να μην γεννηθεί φθόνος εκ της εφηβικής τύχης μου προς την τωρινή μου υπόσταση, αναφέρω ότι ο πύργος αυτός είναι από εικοσαετίας ερείπιο και ούτως ή άλλως δεν αποτελεί περιουσιακόν μου στοιχείο.Το δε ακκορντεόν το αντάλλαξα μετά δύο χρόνια του παραθερισμού στον οποίον αναφέρομαι, στου Ζοζέφ Τερζιβασιάν το μαγαζί, αντί ενός σαζιού, του οποίου η αξία ήταν-δεν ήταν το ένα δέκατο της αξίας του ακκορντεόν, δηλαδή πιάστηκα κορόιδο του ενθουσιασμού μου, και το οποίον σάζι, όμως, απετέλεσε την βάση μιας μετεφηβικής ματαιοδόξου μουσικής καριέρας.
Ένα κοριτσάκι, λοιπόν τότε στη Μάνη, η Βούλα, από τα Αυγουλιάνικα του Τροχάλακα, ένα απόγευμα εκεί που έπαιζα μου ζήτησε να παίξω ένα τραγούδι. «Σε παρακαλώ» και «σε παρακαλώ»….
-Μα, δεν το ξέρω! Άμα, όμως, το δω γραμμένο μπορώ να το παίξω.(Εννοούσα γραμμένο σε νότες). Την άλλη μέρα το Βουλί, μου ξεδίπλωσε με χαμόγελο ένα χαρτάκι, που με τα τακτικά κοριτσίστικα γραμματάκια της είχε γράψει:

«Μαρία με τα κίτρινα,
ποιόν αγαπάς καλύτερα,
ποιόν αγαπάς καλύτερα,
τον άντρα σου ή τον γείτονα….»

Τότε συνειδητοποίησα τον κίνδυνο που μπορεί να δημιουργήσουν οι παρανοήσεις των βάσεων ενός κλειστού συστήματος. Και ντράπηκα μέσα μου δυό φορές. Πρώτον γιατί το «Μαρία με τα κίτρινα» το ήξερα, αλλά απέφευγα να το παίξω γιατί το θεωρούσα μπας-κλας μπροστά στο «Ένα το χελιδόνι» και δεύτερον διότι εγώ απ' τον Πειραιά ήξερα μουσική, ενώ το Βουλάκι απ' τον Τροχάλακα όχι.
Μετά από δυό χρόνια για λογαριασμό των εκδόσεων Χατζηνικολή κατέγραψα σε παρτιτούρα την αρχή, τις πρώτες νότες της μελωδίας ενός ελαφρού τραγουδιού («Για την Αθήνα μας, την πιο όμορφη πόλη του κόσμου»), καθ' υπαγόρευσιν του σφυρίγματος ενός νεοέλληνός συγγραφέως υπό έκδοσιν των συγκεκριμμένων εκδόσεων. Ο συγγραφεύς του υπό έκδοσιν βιβλίου, για να ζωντανέψει ίσως την περιγραφή του, ήθελε σώνει και καλά να περιληφθεί η παρτιτούρα του τραγουδιού, το οποίο κάποιος ήρωας του βιβλίου του σφύριζε σε κάποια σελίδα. Ήμουν τόσο αυθάδης τότε, που όχι μόνον ζήτησα και πήρα ένα καλό ποσό για την εκδούλευση αυτή, αλλά επιπλέον θεώρησα ότι ο συγγραφέας αυτός την ιδέα του να υπάρχει παρτιτούρα ενός τραγουδιού στο βιβλίο του, την ξεσήκωσε από κάποιο ξένο βιβλίο, μάλλον αμερικάνικο.
Σήμερα τα πράγματα είναι απλούστερα. Με μία ADSL ρίχνεις το κειμενάκι των στίχων, βαράς και προς νταουνλόαντ το τραγουδάκι και είσαι μέσα στην εποχή σου. Αν είναι πρωτοβρόχια η εποχή ονομάζεται φθινόπωρο.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Ο ΦΟΝΙΑΣ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

«Πεινούσαμε στης γης την πλάτη….»

Αποφασίζω να μαγειρέψω με ερωτική πάντα διάθεση. Μάλλον με έχει σταμπάρει η πρώτη ανάγνωση του βιβλίου του Φρόυντ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΗΓΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ». Δεκαπεντούτης, αντικρίζοντας το βιβλίο να κρέμεται σε περίπτερο του σταθμού Ομονοίας τον εξέλαβον ως αξίωμα τον τίτλο του βιβλίου αυτού, σε βαθμό μάλιστα τέτοιον ώστε να θεωρήσω απολύτως περιττήν την ανάγνωσή του.

Μεσημέρι. Δυο κούπες ρύζι. Στο μικρό καζάνι λάδι να τσιρίζει. Ψιλοκόβουμε κρεμμύδι και το ρίχνουμε στο καζανάκι να τσιγαριστεί. Μόλις ροδίσει πρέπει να ρίξουμε το ρύζι. Ξέρουμε τι να κάνουμε από δω και πέρα, γιατί τη συνταγή την είδαμε στην τηλεόραση, αλλά ο δαίμων του σεφ που μας διακατέχει με αγωνία με σπρώχνει στο ψυγείο. Ρόκα. Μαδάω τα καλά κλωνάρια, ψιλοκόβω τα υπολείμματα. Ευτυχώς δεν έριξα ακόμα το ρύζι στο τσουκάλι. Τα υπολείμματα, λοιπόν, της ρόκας στο τσουκαλάκι, μαζί με το κρεμμύδι, λίγο λαδάκι, διότι κακώς τα είχαμε υπολογίσει στην αρχή και …. όλα τσιρίζουν και μυρίζουν. Μετά από πέντε λεπτά ρίχνω και το ρύζι (ρίζο-γκάλο). Τα φύλλα τα μαδημένα της ρόκας, τα καλά φύλλα, τα έχω να περιμένουνε σε ένα πιάτο πλάι-πλάι. Τα υλικά στο τσουκάλι το ήπιανε το λάδι. Ροδίσανε. Ρίχνω κρασί. Πίνουνε και το κρασί. Ρίχνω νερό, λίγο. Πίνουν το νερό. Ξαναρίχνω. Το ξαναπίνουν. Εν τω μεταξύ να σας πω ότι από την αρχή της διαδικασίας δεν έχω σταματήσει να ανακατεύω για να μην κολλήσουν τα υλικά στο τσουκάλι. Ξαναρίχνω νερό – έχει περάσει κοντά ένα εικοσάλεπτο – πριν το πιει το τσουκάλι το νερό, ρίχνω παρμεζάνα τριμμένη και μυρωδικά, βασιλικό, λίγο πιπερόριζα, πιπέρια και αλάτι, διότι το ρύζι θέλει αλάτι. Κύβο κνορ αν δεν σας είπα ότι έριξα, έριξα στην αρχή, στο πρώτο νερό. Κατεβάζω και τα αφήνω να δέσουν. Σερβίρω και ρίχνω από πάνω τα μαδημένα γερά φύλλα ρόκας. Κι από πάνω λίγο λάδι παρθένο και λίγο ξύδι μπαλσάμικο. Έτοιμος να φάω.
Και επειδή ο άγιος Αυγουστίνος κατέκρινε εαυτόν για την εκ τροφής απόλαυσιν, χάριν τουλάχιστον μιας εντίμου ισοπαλίας εμού με τον Αυγουστίνο, αλλά και για να υπηρετήσω το θέμα μας, θα αναφέρω ότι διάχυτες ήταν οι εξής σκέψεις μου υπό μορφήν ερωτημάτων αυτομάτως απαντουμένων, κατά την παρασκευήν του γεύματός μου:
-«Τι σχέση έχω εγώ με μένα χθες, προχθές, πέρσι και πρόπερσι; Τότε που σκέφτηκα να βάλω και ρόκα στο φαΐ, τι σχέση είχα με αυτόν που απλώς αντέγραφε μια συνταγή; Και ακόμα χειρότερα, τι σχέση έχω με αυτόν που συνέχεια απαρνιέμαι και ευχαρίστως τον σκοτώνω κάθε προηγούμενη στιγμή, εκλαμβάνοντας μάλιστα τον φόνο του ως βελτίωσή μου; Ζω διαρκώς παρέα με έναν θυσιαζόμενο χάριν του «μετά». Και ενώ αυτός είναι παρελθόν, έχω την αίσθηση ότι σχεδόν ζούμε μαζί, όπως καταχρηστικά δεχόμαστε ότι οι ακτίνες του ήλιου είναι παράλληλες. Και…. εν τέλει συνειδητοποιώ ότι, όταν τρώω, στην ουσία συντρώγω με ένα νεκρό»

Λέω και το φλυτζάνι άμα λάχει. Ο Φονιάς……..

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)