Τρίτη, Ιουνίου 06, 2006

Η ΕΠΙΖΗΛΟΣ ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΣΕΝΤΕΡ-ΦΟΡ

«Πλασάρεται στην θέση του σέντερ-φορ, κεφαλιά και , αγαπητοί μου ακροαταί, ο Γκαϊτατζής πετυχαίνει το τρίτο τέρμα των ερυθρολεύκων».

Αυτοί οι απόηχοι της ξύλινης φωνής τού πάλαι ποτέ διαλάμψαντος ραδιοφωνικού εκφωνητού Βασίλη Γεωργίου, μου φέρνουν καταθλιπτικά συναισθήματα. Σούρουπο, Κυριακής, κι όμως μόλις λίγες ώρες μετά το σαββατιάτικο απόγευμα, οπωσδήποτε περισσότερες από εικοσιτέσσερις, που όμως δεν έφτασαν για να γράψω τα μαθήματά μου. Και τώρα πρέπει να ξεκινήσω αντιγραφή, μετά αριθμητική, να διαβάσω γεωγραφία, φυσική ιστορία. Ευτυχώς θρησκευτικά και ιστορία τα αρπάω από την παράδοση. Χτες τι ωραία απέκρουση που έκανα! Ο Φώντας είχε φύγει από την άμυνα και βγήκε μπροστά, μου έκανε ένα σουτ τετατέτ με το κουτουπιέ και μπλονζάρισα και το έβγαλα κόρνερ. Τους χειρότερους, αυτούς που δεν έχουνε ντρίπλα, τους βάζουμε άμυνα. Οι ντελικάτοι παίζουνε κέντρο. Αυτοί που κάνουν αυτοθυσίες παίζουνε τερματοφύλακες. Σέντερ-φορ παίζουνε τα ταλέντα που μυρίζονται το γκολ πριν τέσσερις πάσες.
Αυτή τη σπαρίλα του Κυριακάτικού απογεύματος, τόσα χρόνια και δεν μπορώ να την ξεπεράσω. Δεν ξέρω αν σχέσεις αγάπης ή μίσους με οδήγησαν στο να εξαρτήσω για κάποια χρόνια την επιβίωσή μου από την εκπαίδευση, μπορώ όμως να πω ότι όποιο από τα δύο αυτά αντιδιαμετρικά συναισθήματα θα ήθελε να ισχυρίζεται ότι καθόρισε αυτήν την επαγγελματική μου επιλογή, σε καμία περίπτωση δεν με γνωρίζει καλά. Αυτό που ουσιαστικά προσπάθησα να πετύχω είναι από τερματοφύλακας να βρεθώ στη θέση του σέντερ-φορ. Να απαλλαγώ από το ποτήριον της θυσίας-αυτοθυσίας και να είμαι ο εκτελεστής. Να φοβούνται εμένα τα παιδάκια τα αδιάβαστα. Και να απολαύσω επιτέλους το κυριακάτικο σούρουπο.
Ωστόσο, ισχύουν τα εξής:
Α) Ουδείς πλασαριζόμενος ευκαιριακά στην θέση του σέντερ-φορ θα αποκτήσει ποτέ αίγλη σέντερ-φορ, παρά μόνο στα γεράματα θα θυμάται κάποια γκολ που έβαλε.
Β) Το σέντερ-φορ γεννιέται δεν γίνεται.
Γ) Ο τερματοφύλακας αντιλαμβάνεται πάντα πότε πραγματικά κινδυνεύει και τις περισσότερες φορές έχει όλα τα δίκια να ρίξει την ευθύνη στους αμυντικούς του. Και απολαμβάνει να αποκρούει το σουτ του σέντερ-φορ, κι όχι κάποιου που επεισοδιακώς πλασαρίστηκε σε αυτήν την θέση.
Δ) Ο αμυντικός που πλασάρεται στη θέση του σεντερ-φορ, αν δεν επιστρέψει εγκαίρως στη θέση του, θέτει σε κίνδυνο την ομάδα του και κινδυνεύει να εξευτελιστεί.
Ε) Πέντε η ώρα που βραδυάζει.

ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΟΣ ΜΟΥ

ΜΙΚΡΗ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΣ Α ΜΕΙΖΟΝ

Α! κύριε , κύριε Μαλακάση,
ποιός θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσει κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός τελευταίος θα γελάσει;

Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

για την εξ ανάγκης μεταφορά στο μονοτονικό: Γεράσιμος Μπερεκέτης

Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΙΙ ΣΤΟΝ ΒΙΖΥΗΝΟ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

«Αγαπήσω σε Κύριε η ισχύς μου. Κύριος στερέωμά μου και ρύσις μου».

Το ΄92 στάθμισα τα πράγματα. Τρεις χρονιές συναπτές ωρομίσθιος καθηγητής ταμπουρά στο Μουσικό Γυμνάσιο Παλλήνης, απεφάσισα να αποκατασταθώ. Διότι το ωρομίσθιον ολίγον και την καταβολήν άτακτον. Αλλά το βάσανο το μεγάλο ήταν η διαδρομή Πειραιάς – Παλλήνη. Δύο συγκοινωνίες και ένας συνάδελφος με αμάξι πήγαινε, ένας συνάδελφος με αμάξι και δυο συγκοινωνίες έλα. Απεφάσισα λοιπόν να συμμετάσχω στον πανελλήνιο διαγωνισμό καθηγητών μουσικής, για να γίνω και ΄γω μόνιμος να δω χαΐρι.
Η ζωή μου εν περιλήψει μέχρι τότε είχε μιαν εξωτερική πυκνή σχηματικώς εικόνα με πάγχρωμες εκλάμψεις εσωτερικής αραίωσης. Κοινώς, χωρίς προσπάθεια, ακολουθώντας τις προεκτάσεις των τριχών της χωρίστρας που κάθε μέρα μου επεμελείτο η μαννούλα μου πριν πάω στο σχολείο, ή αλλιώς πετραδάκι – πετραδάκι επιτελών το ψηφιδωτό το προσχεδιασμένο, συσσώρευσα τα εχέγγυα ενός φερέλπιδος, ομοιάζοντος του Ιουστινιανού, όπου στο βάθος της ψυχής του επιθυμούσε πλάι του την Θεοδώρα. Άριστα στο δημοτικό, Ιωνίδειος Πρότυπος σχολή μετά με καλούς βαθμούς…..
Αλλά όλα αυτά μέχρι την τετάρτη γυμνασίου.
Πρώτη με έκτη δημοτικού, ως εγγονός υπομηχανικού της ΔΕΗ:
-Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις;
-Ηλεκτρολόγος μηχανολόγος.
Πρώτη με τρίτη γυμνασίου:
-Τι σκέφτεσαι να ακολουθήσεις;
-Θα πάω πρακτικό. Για Πολυτεχνείο.
Το καλοκαίρι περιέθαλπτε την φυσικήν τάση των τριχών της κεφαλής μου, ήτοι, να βγαίνουν οι μπροστινές προς κάτω, οι κεντρικές προς τ΄ αριστερά πάνω, οι πλαϊνές μπροστά, οι πίσω κεντρικές προς τα μπροστά, ενώ οι κοντά στο σβέρκο καθημερινώς να προσαρμόζονται αναλόγως του πως κοιμήθηκα. Τα στρατιωτάκια τα πλαστικά τα έβαζα πάνω σε μικρούς σωρούς από κεφαλάκια σπίρτων και τα έκαιγα. Ένα νωχελικό πρωινό του καλοκαιριού της έκτης δημοτικού προς πρώτη γυμνασίου, πήρα οριστική εκδίκηση για την μάχη των Θερμοπυλών, όταν πάνω σε ένα πεύκο εξολόθρευσα χιλιάδες Πέρσες μυρμήγκια με ένα λαστιχάκι τόξο. Είχα δε αναπτύξει έναν πειστικότατο τρόπο να βάζω τα μικρότερα παιδάκια να παρακολουθούν ανελλιπώς τις παραστάσεις μου Καραγκιόζη: τα κέρναγα πασατέμπο.
Στην πέμπτη γυμνασίου ανέλαβε ο αυτόματος πιλότος :
-Εξαιρετικό παιδί κυρία Χ. και πολύ καλός μαθητής, να τον χαίρεστε.
Και επιτέλους άρχισα να ζω την εσωτερική ζωή μου εξωτερικά. Παραπλάνησα κατά το πρώτο εξάμηνο τους οικείους μου ότι θα δώσω ιατρική, διότι αυτό θεωρούσα ότι ήτο ο αρμονικός μέσος μεταξύ Πολυτεχνείου και Φιλοσοφικής στην οποία κατέληξα.
Εκείνο όμως το όποιον ως μολότωφ μυστικώς παρεσκεύαζα ήτο η μουσική μου φιλοδοξία η οποία μετενδύει την ποιητική:

Έστησε ο Έρωτας χορό
Με τον ξανθόν Απρίλη.
Και τρωγόπιναν οι φίλοι
Τσιριτρί τσιριτρό.

ή αργότερα:

«Μπόι δυο πήχες,
μύτη στραβή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.
Μακρύς λαιμός,
μεγάλη κοιλιά,
έτοιμη είναι
η πεθερά».

Έδωσα, το ΄92 στον πανελλήνιο διαγωνισμό καθηγητών μουσικής και πέρασα έβδομος. Διορίστηκα σε ένα σχολείο τρία λεπτά από το σπίτι μου. Την επόμενη χρονιά παραιτήθηκα. Ουδέποτε κατάφερα να επιτελέσω προσχέδιο. Έγκαιρα βαριέμαι και ξεγλιστρώντας σαν το ψάρι από τα χέρια άπειρου ψαρά ξαναβουτώ στη θάλασσα.
Διότι, ανέκαθεν φυσιογνωμικώς μου έφερνε ο Βιζυηνός στον Σουρή.

Τρίτη, Μαΐου 16, 2006

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΒΙΖΥΗΝΟ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

Την επιμέλεια του αφιερώματος και τον συντονισμό είχε η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Μάλλον φθινόπωρο του ΄94, αν όχι του ’95 ή και του ΄96. Εορτασμός των εκατό χρόνων από τον θάνατό του. Η εκδήλωση ήταν προγραμματισμένη κατά τα τέλη Οκτωβρίου και θα γινόταν μέσα στο Δρομοκαΐτειο, εκεί που ο Βιζυηνός αποχαιρέτησε. Ο εγκλεισμός του ήταν αποτέλεσμα της στοργικής φροντίδας των φίλων του. Είχε ερωτευτεί παράφορα μιαν δεκατετράχρονη, είχε στολίσει άμαξα, είχε φορέσει στεφάνι στα μαλλιά και όλος αισιοδοξία πήγαινε να την ζητήσει σε γάμο…..
Με την κυρία Ζαρόκωστα συναντηθήκαμε στο Πρότυπο Μουσικό Κέντρο Πειραιά. Ήθελε να αναλάβω την μουσική επένδυση-διάνθιση, μιας σειράς αποσπασμάτων από κείμενα του Βιζυηνού. Βραδιά αναλογίου. Η μουσική θα έπρεπε να μεταφέρει το κοινό στην εποχή, στους χώρους και στο κλίμα των κειμένων.
Νάι, κανονάκι, ούτι, κρουστά. Μελαγχολικές ανάσες από το νάι, κάποιοι σκοποί της Ανατολικής Ρωμυλίας, ανατολίτικη λόγια μουσική της εποχής. Ειδικά πράγματα, δηλαδή. Όλα προσχεδιάστηκαν σωστά με επαγγελματισμό, κάναμε μουσικές πρόβες και έφτασε η βραδιά της παρουσίασης.
Στο Δρομοκαΐτειο φτάσαμε νωρίς το απόγευμα, για πρόβα ήχου και σκηνική πρόβα.
Ήμουν, υποτίθεται, προετοιμασμένος για την επαφή με τους τροφίμους, οι οποίοι περιφέρονταν ειρηνικά, ο καθένας τους αγκυλωμένος στην γκριμάτσα του και την κινησιολογία του, αινίγματα για μας τους ψυχικά υγιείς. Καθ΄ όλη τη διαδρομή, από την πύλη μέχρι τον χώρο της εκδήλωσης, μου την έπεφταν για τράκα τσιγάρο, ή για χαρτζιλίκωμα. Μανιακοί καπνιστές, το τσιγάρο δεν το ρουφάνε δεύτερη ρουφηξιά. Το καταπίνουν. Αρκετή ψύχρα για την εποχή και όσο έπεφτε το βράδυ τρέμαμε από το κρύο, μαζεύτηκαν σύννεφα, πέσανε μερικές ψιχάλες, καθυστερούσαν οι επίσημα προσκεκλημένοι, άνθρωποι της διανόησης, στελέχη υπουργείων, ευαισθητοποιημένοι πολίτες και αργούσαμε να αρχίσουμε, αλλά διασκεδάζαμε την αναμονή μας έχοντας πιάσει κουβεντούλα με τους τροφίμους που από νωρίς είχαν γεμίσει σχεδόν το υπαίθριο αμφιθέατρο. «Μια χαρά αθρώποι», τους βρήκα. Ήταν και ένας, ο Ρούσσος, που ήρθε και πασπάτεψε όλα τα όργανα, κυρίως τα κρουστά. Κάποτε μαζεύτηκαν και οι επίσημοι, ακολούθησαν οι λόγοι περί του επιτελουμένου εν τω ιδρύματι έργου, μνημόσυνες αναφορές από επίσημα χείλη, και εν τέλει ήρθε η ώρα μας.
Μελαγχολικές ανάσες από το νάι, κείμενο, σκοπός αρ. 1 από την Ανατολική Ρωμυλία, κείμενο, σκοπός αρ. 2 από την Ανατολική Ρωμυλία, κείμενο, μελαγχολικές ανάσες από το νάι και ακολούθως χουσεϊνί σεμάυ του Ζαχαρία του χανεντέ, κείμενο, μελαγχολικές ανάσες από το νάι, μόρμυροι δυσφορίας από τροφίμους, η υγρασία μετέβαλλε σταδιακώς τους κτύπους μου στο μπεντίρ σε γδούπους, κείμενο, μελαγχολικές ανάσες από το νάι, και ξάφνου μια οιμωγή. Παγώσαμε οι επί σκηνής. Είχαμε κόντρα τα φώτα, αλλά διέκρινα τον Ρούσσο να έχει αρχίσει αυτή την χαρακτηριστική ρυθμική κίνηση του σώματος πάνω κάτω, όπως κάνουν οι μοιρολογίστρες, χαμένος στο πένθος του δίχως δάκρυα με μηχανικούς λυγμούς: «εμείς εδώ ήρθαμε που είδαμε όργανα να γελάσει το χειλάκι μας, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε, όχι να μαυρίσουμε……».
Και αντιλήφθηκα εν ριπή ότι το επαγγελματικό μας χρέος είχε επιτευχθεί. Και οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες, οι άνθρωποι του πνεύματος, οι επίσημα προσκεκλημένοι, οι διοργανωτές, όλοι εδικαιώθησαν και εμείς τα αξίζαμε τα λεφτά μας. Το καλλιτεχνικό ύψος της βραδιάς είχε αγγίξει τα προσδοκώμενα ύψη, διότι η απόσταση της τρέλλας από τη λογική είναι η δυνατότητα αποστασιοποίησης των λογικών και ο Ρούσσος κατέδειξε επακριβώς το μήκος της αποστασιοποιήσεως. Και σκέφτηκα ότι ένα τετράχρονο παιδάκι, αν παρακολουθούσε την παράστασή μας τα ίδια με τον Ρούσσο θα έκανε. Και πώς να μη σκεφτώ ότι ο Χριστός παρήγγειλε να μοιάσουμε στα παιδιά, κι ότι «από παιδί κι από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια» και να μη θυμηθώ ότι πριν από χρόνια βλέποντας την αριστουργηματική παράσταση της Κοκκίνου «Μορφές από το έργο του Βιζυηνού», ευτυχώς αποστασιοποιήθηκα. Σημειωτέον δε, τα παιδιά αρέσκονται ιδιαιτέρως στα κρουστά.

Τετάρτη, Μαΐου 03, 2006

ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ (η εκατοστή δημοσίευση)

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

Τις μεγαλύτερες σοφίες τις λένε αυτοί που ζούνε την ζωή τους επιφανειακά. Σαν να σκουπίζουν όσα βλέπει η πεθερά. Δεν πονάνε ποτέ σε βάθος, πονάνε σε πλάτος. Έχουν δε συμπεριφορά κατά φαντασίαν ασθενούς. Λίγο το πόδι τους, λίγο η πλάτη, ένα σπυράκι στο χέρι, δυσκολεύτηκαν χτες στην τουαλέτα, μια ανεξήγητη ταχυπαλμία, μια πένθιμη διάθεση, μια ελαφρά απογοήτευση, μια μικρή αίσθηση εγκατάλειψης. Αλλά επειδή δεν γνωρίζουν την ιατρική αξιολόγηση των συμπτωμάτων τους, όπως άλλωστε και την κλίμακα έντασης των επιθέτων που χρησιμοποιούν, ενώ πονούν σε ρηχό πλάτος, συμπεριφέρονται σαν να πονούν σε απύθμενο βάθος. Και είναι σε τέτοιο βαθμό εμπεδωμένη η συνάφειά τους με την επιφάνεια, ώστε αν πάθουν ποτέ κολικό νεφρού, τον ξεπερνούν σαν να ήταν ελαφρά απογοήτευση, που τους αφήνει μετά μια μικρή αίσθηση εγκατάλειψης και μια πένθιμη διάθεση. Τέτοια ευχέρεια, τέτοια καρδιά. Γι αυτό μπορούν να παράγουν ωραιότατες διατυπώσεις στοχασμών, παίζοντας μαντολίνο και τσαλαπατώντας συναισθήματα. Δικά τους, που ούτε καν αντιλήφθηκαν και συναισθήματα άλλων, τα οποία απαξιούν.

Τρεις προδότας επιφανείς αναγνωρίζει η ελληνική ανθρωπότης. Τον Εφιάλτη, τον Ιούδα και τον Ανώνυμο που άνοιξε την Κερκόπορτα. Και θα είχαν αθωωθεί στις συνειδήσεις μας αν ετυμολογείτο η πράξις των. Προ-δοσία. Δηλαδή, να δίνεις κάποιον ή κάτι πριν νικηθεί, πριν συλληφθεί, πριν αλωθεί, γιατί κακά τα ψέμματα, είναι έτοιμα όλα προ πολλού για να νικηθεί, να συλληφθεί ή να αλωθεί.

Η προδοσία υπ’ αυτήν την έννοια είναι πράξις ερωτική, ή μάλλον πρακτική που απορρέει από τον έρωτα. Κάποιος κάπου ανήκει, κάποιος θέλει να τον κατακτήσει και κάποιος που δεν ξέρει πού ο ίδιος ανήκει… διαλέγει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει. Το να μην ξέρεις πού ανήκεις είναι το σφάλμα. Το τι θα επιλέξεις δεν έχει σημασία. Δεν προ-δίδεις όταν επι-λέγεις.

γεράσιμος μπερεκέτης

Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

ΟΙΣΤΡΟΣ

Ο Κουκουζέλης έβαλε προσωρινά λουκέτο. Ευκαιρία…

Μετά από πρόβα στην πειραματική σκηνή της λυρικής, κοντό-ρεκτά σε καφενεδάκι στον Κολωνό, στις παρυφές του Θεάτρου της Άνοιξης. Από πέρσι το είχαμε σταμπάρει με την φίλη μου την Α., αλλά δεν μας έκατσε. Ήταν πάντα γεμάτο με νεαρές παρέες, εμείς κάπως μεσήλικες και σε αταίριαστες ώρες. Μεσημέρι όμως είναι βολικά. Κι έτσι χτες και σήμερα πήραμε την ρεβάνς. Ειδικά σήμερα, από τις τέσσερις μέχρι τις επτά και κάτι, τα τσούζαμε εκεί, συν γυναιξί και ανδράσι. Η Α. είναι εξαίρετη τσιμπαλίστα, λευκορωσσίς. Αμύητη σε πολλά ελληνικά, λάτρις της Ελλάδας, σε τέτοιο βαθμό όπου το μίσος της γι αυτήν, όποτε εκφράζεται, να υπερβαίνει το μέτρο.
Σαν στοίχημα λοιπόν την έστειλα σήμερα, Μ.Τρίτη, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, συστημένη, ν’ ακούσει τον Λυκούργο (Αγγελόπουλο) και τον Γιάννη Αρβανίτη, μετά των χορωδών, να ψάλλουν το τροπάριον της Κασσιανής. Την έστειλα μετά από σχετική κατήχηση μουσική και λογοτεχνική, άμα και θεολογολαογραφική – ξέρετε αυτά τα σχετικά με το «ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» τα κλιπιτικλόπ του αλόγου του Θεοφίλου αναζητούντος την αποτραβηγμένη των εγκοσμίων Εικασία στο μοναστήρι, καθώς και τα διαμειφθέντα παρ’ αυτών: «εκ γυναικός ερρύη τα χείρω», «αλλά και εκ γυναικός τα κρείττω».
Την πήρα στο κινητό κατά τις 10 και 1 λεπτό μ.μ.
-Είσαι απόλυτα κουρντισμένος, μου είπε. Μόλις τελειώσαμε. Ήταν αριστούργημα. Ο Λυκούργος έκανε ένα σόλο εκπληκτικό.
-Πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις σπίτι να τα πούμε.

Εν τω μεταξύ, περιμένοντας το τηλέφωνο, γράφω.
Αύριο, θα φύγει για Μιλάνο, ταξίδι αναψυχής. Έχει εισιτήριο για την Σκάλα, ανήμερα Μ. Παρασκευή, θα πάει να δει και το Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι.

Σκέφτομαι, ότι θα ήθελα να της πω, πως το σόλο του Λυκούργου, ασφαλώς αυτοσχεδιασμός σε παλαιό μουσικό κείμενο, ίσως του 17ου αιώνα, αιτία δημιουργίας έχει την πίστη αυτήν την ιδιότυπη πίστη του καλλιτέχνη στον εαυτό του. Αυτήν την πίστη που ο δημιουργός συνθέτης πολλές φορές αναγκάζεται να την παρουσιάσει ως θεία, την επικαλείται ως θεία για να ισχυροποιήσει το έργο του, ενώ κατά βάθος ξέρει ότι δημιουργεί για να πληρώσει το κενό που αφήνει μέσα στους δημιουργούς η διάθεση δημιουργίας. Το αποτέλεσμα της δημιουργικής του πράξης εντάσσεται λοιπόν, σε ένα λατρευτικό τυπικό, το οποίο ο συνθέτης υπηρετεί ως συντελεστής, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι τελούντες ιερατικώς την λατρευτική πράξη αναγνωρίζουν την αξία της δημιουργίας του, όπως άλλωστε, ούτε και όλοι οι πιστοί καταλαβαίνουν από μουσικές και νη πα βου, ούτε όλοι οι ψαλτάδες από θεολογία. Γι αυτό, συνήθως, οι παπάδες καταριόνται τους ψαλτάδες που χάριν της μουσικής παρατείνουν τις ακολουθίες, όπως άλλωστε και οι ψαλτάδες καταριόνται τους παπάδες που κτήτορες μεγαλόσχημοι της θείας χάριτος ενεργούν ως δήμιοι των μουσικών έργων, πιέζοντάς τους να τα συντέμνουν, εν ώρα εκτελέσεώς των, χάριν ενός αθλίου συνήθως κηρύγματος, ή μιας εγκυκλίου ανακοινώσεως.
Η αξία λοιπόν του τροπαρίου της Κασσιανής, όπως έχει μελοποιηθεί από τον Πέτρο Λαμπαδάριο, καθώς και το σόλο του Λυκούργου – δεν παρευρισκόμουν – πιθανολογώ ότι έγινε στο σημείο «οίστρος ακολασίας», η αξία λοιπόν, αισθητικώς μπορεί να εντοπιστεί και να οριστεί χωρίς εκπτώσεις, μόνο από …… απίστους.

Δευτέρα, Απριλίου 03, 2006

ΟΚΤΑΒΕΣ

Χαίρομαι όταν ο μπόγκερ μου ζητάει πάσγουορντ για να μπω.Αυτό σημαίνει ότι πέρασε ικανός χρόνος από το προηγούμενο γράψιμο.

Σήμερα κατανόησα τον λόγο που οι συνθέτες σε κάποιο σημείο του έργου τους εμφανίζουν ένα θέμα "υπογραμμισμένο" με οκτάβες, κατά προτίμηση μονοφωνικά. Δείτε την ταινία την καινούργια του Γούντυ Άλλεν "Ματς πόιντ" και θα βρήτε τον λόγο στο σημείο εκείνο που διαδραματίζονται οι φόνοι. Αυτοί οι φόνοι είναι μη αναγκαίοι. Θα μπορούσε η όλη "δραματική" σχέση να είχε λυθεί σεναριακώς με μία απλή εγκατάλειψη, οπότε θα μιλούσαμε για μέτριο αμερικάνικο σινεμά. Η οπερετική όμως επιλογή στη διαμόρφωση της δραματικής έντασης ανήκει στην μεγαλοφυία του σκηνοθέτη αυτής της ταινίας, ο οποίος ουδόλως τυχαίως είναι μουσικός.

Παρασκευή, Μαρτίου 17, 2006

ΠΑΛΙ ΜΑΣ ΕΓΡΑΨΑΝ ΟΙ 'ΦΗΜΕΡΙΔΕΣ

Πόσο νοστάλγησα την εποχή που δεν είχα μπλογκ. Τότε, που και που έστελνα κανα κείμενο στον φίλο μου τον Κουκουζέλη και το «δημοσίευε» στο δικό του. Και μου έψελνε σαν τροπάρι κάθε μέρα απ’ το τηλέφωνο: «Γιατί δεν φτιάχνεις ένα δικό σου μπλογκ;». Δεν προφασιζόμουν, αντιθέτως είχα ειλικρινώς την πεποίθηση ότι το εγχείρημα του ανοίγματος ενός μπλογκ είναι τόσο περίπλοκο τεχνολογικώς, που δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Και να σκεφτεί κάποιος, ότι είμαι βουτηγμένος στα διαολομηχανήματα από το ’87, με πρώτο απόκτημα έναν COMMODORE 64. «Είναι πανεύκολο», επέμενε ο Κουκουζέλης. «Σε πέντε λεπτά θα έχεις δικό σου μπλογκ». Και όντως απεδείχθη πανεύκολο. Το όνομα το είχα βρει ήδη, έχοντάς το εμπνευστεί από το όνομα του Κουκουζέλη. Αφού αυτός «Κουκουζέλης» τότε εγώ «Μπερεκέτης». Αμφότερα, ονόματα σπουδαίων μελουργών το πρώτο του 12ου το δέυτερο του 17ου αιώνα. Και το μικρό το όνομα εύκολα το βρήκα. Σχεδόν προαισθητικά ο φίλος μου Κουκουζέλης, παρέκαμψε το Ιωάννης που ήταν το μικρό όνομα του μελουργού και επέλεξε το Αρτέμης για μικρό του όνομα. Αυτό με βοήθησε πολύ στο να επιλέξω για μικρό μου όνομα το Γεράσιμος, παρακάμπτοντας αντιστοίχως το Πέτρος. Γιατί κατά κόσμον με τον Κουκουζέλη έχουμε το ίδιο μικρό όνομα, άρα συνεορτάζουμε. Όπως οι άγιοι Αρτέμιος και Γεράσιμος που συνεορτάζονται στις 20 Οκτωβρίου. Έδεσε η σάλτσα. Αλλά υπάρχει και ολίγον από φαινόμενον «προτυπώσεως» (όπως λέμε «Σταυρόν χαράξας Μωσής») αλλά και «αναλογίας γένους» στην ιστορία αυτή (-όπως λέμε: «Αυγούστου μοναρχήσαντος κλπ, κλπ, Σού δε ενανθρωπήσαντος, κλπ, κλπ). Ήτοι:
Το σχολείο μου το δημοτικό, ένα συνοικιακό ιδιωτικό, ονομαζόταν ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ ΣΧΟΛΕΙΟΝ «Ο ΑΓΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ». Από τον Οκτώβρη του 1964 και επί έξι συναπτά έτη, στις 20 Οκτωβρίου είχα σχολική αργία, προηγουμένου πάντοτε ενός εκκλησιασμού, όπου ο διευθυντής μας, Αρτέμης ονόματι και ο ίδιος, διάβαζε με βροντερή φωνή το «Πιστεύω» και το «Πατερ ημών». Κατά τις 10 είμαστε στη γειτονιά μας στη Μαυρομιχάλη με τον φίλο μου και συμμαθητή μου τον Αντρέα και παίζαμε πασίτσες και σουτάκια, άχαρο παιχνίδι, της ανάγκης ελλείψει της υπολοίπου μαρίδας, αλλά μέσα μας «σιγόβραζε ένα ρυθμικό κρεσέντο αυτάρεσκης χαράς που θα ξέσπαγε σε ένα εκρηκτικό φορτισίσιμο» (sic), μόλις οι άλλοι φίλοι μας κατά τις μιάμιση θα στρίβαν τη γωνία και θα μας ρωτούσαν χάσκοντες αρχικώς και, πριν τελειώσουν τη φράση τους, ζηλόφθονες:
«Δεν είχατε σήμερα σχολείο;»
Είμασταν, όμως, τόσο ευτυχείς κάθε 20 Οκτωβρίου με τον Αντρίκο, που σχεδόν υπεροπτικά δεν μπαίναμε στον κόπο να εξηγήσουμε στους άλλους φίλους μας το λόγο της ιδιαίτερης αυτής αργίας μας.
Θέλω να πω, δηλαδή, ότι με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι δημιουργούν ζεύγη, ομάδες, κατηγορίες, αναιτίως κι όμως αιτιατές. Όταν ως μοίρα τους προκύπτει. Δεν κανονίζονται αυτά τα πράγματα.
Σημειωτέον δε ότι τον πρώτο μου κουρέα τον έλεγαν Γεράσιμο.

Αποφευκτέα σχόλια:

Α) Κι εγώ το ’88 είχα έναν AMSTRAD, μήπως έχεις κανένα πρόγραμμα από αυτή την εποχή.
Β) Αρτέμη λέγανε και τον δικό μου δάσκαλο και ήξερα κάποιον Αντρέα που έμενε στη Μαυρομιχάλη στον Πειραιά.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 04, 2006

ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ (ΜΟΥ)

Σχόλιο σε μιαν αφιέρωση
Alberich, με σένα αρχίζω:
Άκουσα την αφιέρωσή σου, άκουσα και τις «οπισθοπεμτουσίες». Αδικείς το εαυτό σου γράφοντας στην πρώτη comment που μου έστειλες «γι αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν έγινα μουσικός». Δηλαδή, τι να υποθέσω ότι είσαι, με βάση αυτά τα δύο κομμάτια σου που άκουσα;
Για την αφιέρωσή σου συμφωνώ μαζί σου, μπορεί να θυμίζει Jannis, αλλά είναι «σωστή μουσική», με χαρακτήρα μάλλον «χειρονομίας», παρά απομίμησης. Για το κομμάτι «οπισθοπεμπτουσίες», έχω κατ’ αρχάς να πω ότι πολλοί συνθέτες του «αβανγκάρντ» θα το υπογράφαμε ευχαρίστως. Ιδιαιτέρως εγώ, που γνωρίζω την προέλευση του τίτλου – σου υπόσχομαι να συνθέσω σύντομα τις «γλουτοβλενώσεις» και να στο αφιερώσω με τη σειρά μου. Θρηνώ ακόμα το ανάτυπον του «ΠΑΛΙ» που προ 25ετίας, μικρός, φρικιό περίπου, και άπειρος, το δάνεισα και δεν το ξανάδα.
Ως μουσική τη βρήκα έχουσα ενότητα ηχοχρωματικών ιδεών και ορθώς οργανωμένη αταξία. Μπράβο. (Και τη Mirandolina ευχαριστώ που διαπίστωσε την εκλεκτική συγγένειά μας).

«Το ρόλο των χορηγών, προστατών, μαικήνων τον συζητάμε συχνά - φαίνεται σε πολλούς καλλιτέχνες να λείπουν, παρά την θεωρητικά μεγαλύτερη ανελευθερία».
(Mirandolina ).



Θα συμφωνήσω ότι αυτό συμβαίνει όντως. Διότι ο καλλιτέχνης, συνήθως όχι πλούσιος (με την έννοια του λεφτά), αναζητά την καταξίωση ως πόρο επιβίωσης, αλλά και την χορηγία ως….δήλωση καταξίωσης, ως μέσον επιβίωσης, ως ευκαιρία πραγματοποίησης του «μεγάλου έργου».
Το μόνο που μπορώ πολύ περιεκτικά να πω για το όλο θέμα είναι να ρωτήσω:
-Είναι αξιολογότερο έργο «τα κατά Ματθαίον Πάθη» από τις δίφωνες Invetions του J.S.Bach. Ανεξαρτήτως απαντήσεως, ο προϋπολογισμός ζωντανής εκτέλεσης του δεύτερου έργου είναι το κόστος μιας εφ’ άπαξ αγοράς ενός πληκτροφόρου. Οι προϋποθέσεις εκτέλεσης, το να παίζεις πιάνο ή να έχεις φίλη ή φίλο πιανίστα. Οι προϋποθέσεις της σύνθεσης και των δύο έργων είναι η ίδια ευφυΐα.
Το μόνο που δεν θα δεχτώ ως συμβολή στον προβληματισμό περί της δημιουργικότητας ως δυνατότητας, είναι η κοινωνική σημασία του ενός ή του άλλου έργου μέσα από την ιστορική τους παρουσία, η κοινωνική τοποθέτηση πάνω σε πρόσωπα και εποχές, όπως και την υπόθεση ότι αν ο Μπαχ δεν ήταν μεγάλος δεν θα γινόταν γνωστός. Διότι όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την ατομική απόλαυση της δημιουργίας. Θυμίζω ότι το καλλιτέχνημα –και ως εκ της φύσεως τους οι μπλόγκερς θα με καταλάβουν- το καλλιτέχνημα υφίσταται όταν υπάρχουν αυτός που το έφτιαξε και αυτός που το απόλαυσε, δηλαδή δύο. Σε σπάνιες περιπτώσεις αρκεί ένας. Τότε, μπορεί να περιοριστεί στον διαλογισμό. Οι πολλοί, βέβαια, που καταξιώνουν ένα έργο είναι πάντα ευπρόσδεκτοι για έναν καλλιτέχνη. Δεν είναι όμως, κατά τη γνώμη μου, απαραίτητοι για την ίδια την δημιουργική διαδικασία, άρα ούτε και οι χορηγοί είναι. Bλέπε Βαν Γκόνγκ. Και ας δούμε τον Βαν Γκογκ όχι ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά ως καλλιτέχνη εν τη δράσει του και εν τω δράματί του.

Τρίτη, Ιανουαρίου 31, 2006

CONCERTO GROSSO ως άσκηση αυτογνωσίας

Το σημερινό μας κομμάτι είναι ένα κατ’ ευφημισμόν “Concerto Grosso” σε 6 μέρη.
Πρόκειται για μια μουσική καρικατούρα, μια χιουμοριστική ματιά στο μπαρόκ και τα εκφραστικά μέσα του. Η αναφορά στον συνθέτη LOCATELLI, σκόπιμη. Ο Λοκατέλλι, ήταν ένας σπουδαίος Ιταλός βιολιστής της εποχής Μπαρόκ, δάσκαλος επίσης, αλλά όχι τόσο γνωστός συνθέτης, με έργα κυρίως κοντσέρτα για βιολί, αξιόλογα σήμερα ίσως για τον κόσμο των βιολιστών, στη σκιά όμως των έργων δύο κοσμαγάπητων συμπατριωτών του: του Βιβάλντι και του Κορέλλι.
Τα κοντσέρτα του διακρίνονται για την ….. βραχύτητά τους. Μερικά διαρκούν συνολικά 5 λεπτά έχοντας 4 μέρη. Θα μπορούσε, υπ’ αυτήν την έννοια, να ονομασθεί Λάκων. Σοφός, γαρ ο Λοκατέλλι, με αυτοσυνείδηση. Η δεξιοτεχνία μπορεί να επιδειχθεί επιτυχώς μέσα σε λίγα μουσικά μέτρα. Και δεν χρειάζεται να διακινδυνεύσει κάποιος επιμήκεις φόρμες, αν δεν αισθάνεται τη σύνθεση στο αίμα του, διότι μπορεί να εκτεθεί, να φανεί φλύαρος ή ανοικονόμητος. Άλλωστε, το ακροατήριό του τί ζητούσε από αυτόν; Μερικές καλές δοξαριές, αρπεζάκια, σκάλες… Στην εποχή αυτή, ο μουσικός, ήταν ως επί το πλείστον ένα ζωντανό τζουκ-μποξ, και ολίγον τι ζογκλέρ (κάποιοι μάλιστα ως ζογκλέρ ξεκίνησαν την καριέρα τους) . Οι συνθέσεις ενός συνθέτη δεν ήταν τόσο «έργα του», όσο «αποκτήματα» του Δεσπότη του που τον έτρεφε. Ίσως μάλιστα, για τους πιο χοντροκομένους ακροατές, μια σύνθεση δεν διέφερε πολύ από το σημαινόμενον της έκφρασης: «παίξε μας κάτι», και κατά πάσα πιθανότητα η παραγγελία μιας νέας σύνθεσης να σήμαινε για το ευγενές κοινό περίπου ό, τι και το «βράσε μου ένα αυγό, αλλά πρόσεξε να είναι μελάτο».

Γιώργου Χατζημιχελάκη:
CONCERTO GROSSO in ordine Locatelli

Τα μέρη:
Α. Εισαγωγή, Moderato
άκουσον 414 kb

B. Allegro
άκουσον 578 kb

Γ. Grave
άκουσον 783 kb

Δ. Allegro
άκουσον 429 kb

E. Adantino
άκουσον 772 kb

ΣΤ. Allegretto
άκουσον 1092 kb

Παίζουν:
Αγγελίνα Τκάτσεβα Σταθοπούλου: τσίμπελ (ρώσσικο σαντούρι)
Νέλλη Σεμιτέκολο: πιάνο

Η ηχογράφηση είναι από συναυλία που έγινε μια βραδιά του Νοέμβρη 2004 στο «Μουσικό Καφενείο» του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας.

αφιερωμένο εξαιρετικά στον Alberich

Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2006

ΜΙΚΡΟΝΥΧΤΟΓΡΑΦΙΑ ΙΙ

ΕΝΑΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΠΟΥ ΜΕ ΒΟΗΘΗΣΕ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΩ ΤΟΝ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΩΣ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΜΕ ΚΑΘΟΡΙΖΟΥΝ.

Ο στεγανός κόσμος των ονείρων μάς εξωθεί στο απόλυτο βίωμά του. Οι Ερινύες δεν φτερουγίζουν μέσα στον ονειρικό χωροχρόνο. Αποδημούν από τον χώρο του συλλογικού «πρέπει», όταν αυτός παγώσει και ναρκωθεί, αναζητώντας τα θερμότερα κλίματα, συνήθως την συνείδηση κάποιου, που ευάλωτη ακούει σαν τραγούδι την οχλοβοή. Το απόλυτα συλλογικό βίωμα των ονείρων δημιουργεί ατομικές ευθύνες, το απόλυτο ατομικό βίωμα του «πρέπει» δημιουργεί συλλογικές ευθύνες.

σύνθεση, ηχητικό κολάζ, ηλεκτρονικός προγραμματισμός Γ.Χατζημιχελάκης


άκουσον 717 kb

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2006

ΜΙΚΡΟΝΥΧΤΟΓΡΑΦΙΑ

Ο ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΝΑ ΧΕΡΙ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΡΩΣΣΟΣ ΣΑΝΤΟΥΡΙΕΡΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΑΠΟΒΡΑΔΟ ΖΗΤΙΑΝΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ
είναι ο τίτλος του σημερινού μας κομματιού.

Ο φόβος μου ως μουσικού: ν' αναγκαστώ να ζητιανέψω παίζοντας μουσική. Μάταια εξορκίζω αυτόν τον φόβο πετώντας κέρματα στους πλανόδιους ακκορντεονίστες. Κανείς δεν γνωρίζει τη μοίρα του, όσο και αν προσπαθεί να την διασφαλίσει ως "μέλλον". Και η μοίρα δεν είναι κισμέτ. Μοίρα σημαίνει μέρισμα : μοίρα μας είναι ένα μερίδιο κληρονομιάς κάποιας παλιάς περιουσίας, που ίσως άφησε κέρδη, ίσως άφησε ζημία.

(σύνθεση, ηλεκτρονικός προγραμματισμός:Γιώργος Χατζημιχελάκης 2004)


άκουσον

Πέμπτη, Ιανουαρίου 26, 2006

ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΙΣ

Νέα τεχνολογική προσωπική κατάκτηση: η δυνατότητα να σας προσφέρω μουσική. Μάλλον την πάτησα και ίσως αλλάξω στυλ. Θα το διακινδυνεύσω.

Εν είδει τεστ:
ΤΙΤΛΟΣ CD: ΑΠΟΗΧΟΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (καραμανλήδικα τραγούδια από το Τσαρικλή Νίγδης)
περιέχει 17 τραγούδια ανέκδοτα ως τώρα, σε αναστατική εκτέλεση, απο καταγραφές που έκανε ο Θανάσης Παπανικολάου, καππαδόκης τρίτης γενιάς προσφύγων. Οι καταγραφές έγιναν την περίοδο 1980-1985 στον Μαυρόλοφο Βόλου. Το CD συμπεριλαμβάνει και το πρωτότυπο ηχογραφημένο υλικό των καταγραφών: φωνές από γιαγιούλες, πρόσφυγες πρώτης γενιάς, αποδημήσασες πλέον εις Κύριον. Τα τραγούδια είναι τουρκόφωνα. Οι Καππαδόκες της συγκεκριμένης περιοχής, καίτοι ελληνόφωνοι, τραγουδούσαν και στιχουργούσαν στην τουρκική. Μουσικά την αναστατική έκδοση επιμελήθηκε ο Γιώργος Χατζημιχελάκης.
Ακούτε το τραγούδι "ΑΗ ΣΑΒΒΑ", χορό ιεροτελεστικό, χορεύεται ιδιότυπα αργά από γεροδεμένους άντρες που στους ώμους τους στέκουν όρθιοι άλλοι άντρες ισορροπώντας.

παίζουν:
Στρατής Ψαραδέλλης, καππαδόκικη λύρα
Κατερίνα Μητροπούλου, νταούλι

τραγουδά ομάδα φίλων

άκουσον

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2006

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

Το μπλογκ μου είναι ένα λογοτεχνικό ασκητήριο, ως εκ τούτου οι χώροι και τα πρόσωπα είναι λογοτεχνικά πρόσωπα. Δεν μιλώ για την επικαιρότητα ακόμα και όταν κάνω αναφορές σε αυτήν. Για παράδειγμα , στην πραγματική λαϊκή που γίνεται στη γειτονιά μου, ο δήμος φέρνει χημικές τουαλέττες και τις αραδιάζει ανά πέντε τετράγωνα δύο.Βρωμάνε και ζέχνουν, αλλά εξυπηρετούν κάποιους , έστω εξυπηρετούν την ιδέα της υγιεινής και του πολιτισμού. Στο προηγούμενο κείμενό μου όμως, επειδή η πόλη που αναφέρομαι είναι ένας λογοτεχνικής κατασκευής χώρος και ως εκ τούτου της απολύτου εξουσίας μου, δεν επιτρέπω να διαθέτει χημικές τουαλέττες στις λαικές αγορές. Επίσης στην ίδια λογοτεχνικής υπάρξεως πόλη, τα περιττώματα στα κάθετα στενά του δρόμου που γίνεται η λαική, διασκορπίζονται το πολύ σε βάθος 50 μέτρων, ενώ στην πραγματική πόλη που ζω σε βάθος 52,7.
Η δε γρίπη των πουλερικών στην λογοτεχνική μου πόλη είναι άκρως επικίνδυνος. Στην πραγματική πόλη που ζω, συναναστρεφόμαστε άφοβα μεταξύ μας, χωρίς κανέναν απολύτως διαχωρισμό είδους. Ως εκ τούτου, τον μεν δήμαρχο της πραγματικής μου πόλης θα τον καταψηφίσω, επειδή οι χημικές τουαλέττες που φέρνει στις λαικές βρωμάνε και ζέχνουν, ενώ τον δήμαρχο της λογοτεχνικής μου πόλης θα τον καταψηφίσω, επειδή δεν φέρνει καθόλου χημικές τουαλέττες.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 20, 2006

Η ΕΠΙΚΥΝΔΥΝΟΣ ΓΡΙΠΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ

Δεδομένου ότι οι σκύλοι, αδέσποτοι και μη, χέζουνε και κατουράνε παντού, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: τα κάθετα στενάκια ενός δρόμου στον οποίο γίνεται λαϊκή, να είναι πιο κατουρημένα και πιο χεσμένα από τον μέσο όρο, ιδίως μέχρι πενήντα μέτρα μέσα από το δρόμο της λαϊκής.
Διότι και οι λαϊκατζήδες άνθρωποι είναι. Από τις τρεις αξημέρωτα τραβιόνται: να φορτώσουν, να πάνε να στήσουνε πάγκους, να απλώσουνε τα πράματα. Και δεν ξέρουν τι αντέχεται δυσκολότερα: το κρύο και τ’ αγιάζι χειμώνα ξημερώματα, ή το λιοπύρι το καλοκαιριάτικο ντάλα μεσημέρι. Αλλά δε βαριέσαι. Μαθημένοι είναι έτσι από μικροί. Πολλή δουλειά, λίγος ύπνος, πολλά λεφτά, κι όσο περισσότερα τόσο λιγοστεύει ο ύπνος, γιατί τα λεφτά ζητάνε ξόδεμα και το ξόδεμα ξενύχτι στα μαγαζιά, στα κέντρα, στα στριπτητζάδικα. Υποχρεώσεις είναι αυτές. Το κορμί μαθαίνει στην αϋπνία και το μυαλό περιορίζεται στην απλή προπαίδεια «τρεις εννιά εικοσιεννιά» , άμα είναι να παίρνουμε, και «έξι εννιά σαρανταεννιά» άμα είναι να δίνουμε. Το μόνο που δεν περιορίζεται είναι το κατούρημα και το χέσιμο. Διότι το κορμί μπορεί να καταστεί ναός του πνεύματος, καλλιτέχνημα γλυπτόν, ναός ακολασίας, σαρκίον, παραμένει ωστόσο πάντοτε ένας οργανισμός.
Πρόσφορα αφοδευτήρια στους γύρω κάθετους δρόμους κάθε λαϊκής, κυρίως τα μισογκρεμισμένα και οι οικοδομές, αλλά ελλείψει γιαπιών προσφέρονται μεταξύ τρεις και έξι τα ξημερώματα οι πυλωτές πολυκατοικιών. Το ίδιο βολικά, για να μη το πολυψάχνουμε, έρχεται και πίσω από τους κάδους των σκουπιδιών, πίσω από φορτηγάκια, σε εσοχές σπιτιών και, στις μεγάλες σφίξεις, καταμεσίς του δρόμου- με σχολαστικότητα, όχι του δρόμου που απλώνουνε τους πάγκους τους. Είπαμε: στους κάθετους, μέχρι πενήντα μέτρα μέσα. Πρώτα απ’ όλα η υγεία. Και βρωμάει κατρουλίλα στα πέριξ και να οι κουράδες…. Ο Δήμος, δεν μπορώ να πω, μετά το πέρας της λαϊκής έρχεται με τα μηχανήματα και πλένει. Πλένει το δρόμο που γίνεται η λαϊκή. Όχι τους κάθετους. Αυτούς τους πλένει η βροχή. (Αυτοκάθαρση)
Πάντως αποφεύγω να αγοράζω αυγά τώρα με τη γρίπη των πουλερικών.

Υ.Γ. Εξ όσων γνωρίζω, τα ψαρόνια, κάθε χειμώνα από τέλη Νοέμβρη και μετά, μεταναστεύουν στη χώρα μας κατά σμήνη και με τους αξιοθαύμαστους σχηματισμούς και ελιγμούς, κάθε που σουρουπώνει χαρίζουν αναπάντεχα θεσπέσια θεάματα σ’ εμάς τους στερημένους από φύση κατοίκους της Ιερουσαλήμ. Μετά την παράσταση, κυρίως κουρνιάζουνε στις λεύκες και πήζουνε στην κουτσουλιά τα από κάτω πεζοδρόμια. Προφανώς, τα ψαρόνια έρχονται σε επαφή και με τα πλήθη των περιστεριών και δεκαοχτούρων που επιμένουν να ζουν στις πόλεις. Τα περιστέρια επισκέπτονται τα μπαλκόνια μας. Λέω τώρα……, δεν είμαι και ειδικός. Πάντως έχει να πουληθεί πολύ… εμβόλιο φέτος αδερφέ μου.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2005

ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ;;;;;

Συγκινητική συνάντηση. Δέκα μέτρα από την εξώπορτα του πατρικού μου. Εγώ φορτωμένος με κάτι σακούλες και παραμάσχαλα το τσαντάκι με τις πίπες. Αυτός, ένας μεσόκοπος, ψηλός, με ένα συμμετρικών χαρακτηριστικών πρόσωπο, οι ρυτίδες ομοιόμορφα κατανεμημένες, στις παραμονές μιας οριστικής κατίσχυσης, όμως το μαλλί ακόμα κορακίσιο. Ελαφρώς μελαχροινός. Επιδιόρθωνε τους υαλοκαθαριστήρες του αμαξιού του, καθώς με κάρφωσε με το βλέμμα του. Το αποτράβηξε αμέσως. Γιατί σχεδόν ενοχλήθηκα από την ένταση του και το ένιωσε. Όμως δεν έμοιαζε κακόβουλο το βλέμμα, σκέφτηκα, και καθώς ολοκληρωνόταν η διατύπωση αυτής της σκέψης, ένιωσα να απειλούμαι. Το βλέμμα, αυτό το βλέμμα το ινδιάνικο, ξανά με κέντριζε σαν βέλος. Το σώμα μου πήρε στάση αμυντική. Μια στάση που ωστόσο , δεν πήγαζε από μια προσωπική διαχείριση του φόβου μου. Ήταν σαν αυτό το βλέμμα να με διαχειριζόταν…… και μάλιστα με ένα τρόπο που μου ήταν γνωστός στα κατάβαθα των αναμνήσεών μου…. πόσες φορές…..
-Γεράσιμε, με πρόλαβε.
-Γιάννη;;;;;;;;
Ο Γιάννης με την μαγική τη ντρίπλα.
Ποτέ δεν είχα καταφέρει να τον κόψω. Ίσως, άντε, μια ή δυο φορές, μα ξανακέρδιζε τη μπάλλα και εν τέλει με ντριπλάριζε. Όμως, όποιος έκοβε τον Γιάννη, έστω κι αν μετά ξανάχανε τη μπάλλα, όταν το βράδυ θα έκανε απολογισμό της μέρας του, θα ‘χε να πει: έκοψα τον Γιάννη.
Παντρεύτηκε μικρός, έφυγε για την πατρίδα του, τα Κουφονήσια, έκανε τέσσερα παιδιά, χαθήκαμε για σχεδόν 30 χρόνια.
Η φάτσα του, όταν είμαστε μικροί, θυμάμαι μου έφερνε στον Τόντο. Τον καλό Ινδιάνο, τον σύντροφο του Λόου Ρέιντζερ. Κάθε Τρίτη 5.30 στην ΥΕΝΕΔ. Και λέω καλό, διότι τους Ινδιάνους, ως επί το πλείστον, τους εμπεδώναμε μέσω των γουέστερν ως κακούς. Ακόμα και η λέξη «ιθαγενείς» λόγω κινηματογραφικών συμφραζομένων σήμαινε «απολίτιστοι, εξ ορισμού εχθροί εξαφανιστέοι, πανούργοι αλλά με βέλη, ενώ εμείς οι εξελιγμένοι καλοί λευκοί εκ δυτικής Ευρώπης έχουμε σφαίρες». Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει σε μια ταινία ένα πρωτόλειο πολυβόλο που είχε στην κατοχή του το ιππικό και θέρισε «χιλιάδες κομπάρσοι».
Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά σε μία καμπή της προσωπικότητάς μου γύρω στα 13, αγόρασα στρατιωτάκια AIRFIX, ένα πακετάκι ινδιάνους και ένα πακετάκι καουμπόηδες. Στις μάχες που ακολούθησαν οι ινδιάνοι νικούσαν πάντα κατά κράτος.

-Ήμουνα στην προπόνηση, Γεράσιμε. Υπάρχει αισιοδοξία για αύριο.

Ένας ακόμη λόγος που ο Γιάννης μου ήταν αγαπητός: Εθνικάκιας κι αυτός, σαν κι εμένα. Καλά εγώ, όμως αυτός με τέτοια ντρίπλα εδικαιούτο να είναι ένας ματαιόδοξος Ολυμπιακός. Όμως, ως γνήσιο ταλέντο, είχε από μόνος του διαλέξει το κουσούρι του.

Οι ινδιάνοι, στην παρακμή τους, όταν πια οι μεγάλες μάχες χάνονταν η μια μετά την άλλη, κατέφυγαν στην μυθοπλασία. Μετά από κάθε χαμένη μάχη, μαζεύονταν και αφηγούνταν προσωπικές ανδραγαθίες οι οποίες πανηγυρίζονταν ως σημαντικότερα συμβάντα από την …..επουσιώδη τελική έκβαση της μάχης. Η μάχη γι αυτούς είχε κερδιθεί, όχι εκ του τελικού αποτελέσματος, αλλά στο 37’ στο 49’ και στο 56’, εκεί όπου ο Χατζηιωάνογλου ντριπλάρισε τον Γκαϊτατζή και ο Γκαϊτατζής έτρεχε ξοπίσω του και δεν τον προλάβαινε, γιατί ο Χατζηιωάνογλου δικαίως ωνομάσθη Τσαφ και αν δεν έπαιζε στον Εθνικό, αλλά στον Ολυμπιακό θα ήταν μόνιμος παίκτης της Εθνικής Ελλάδος.

Εξ όλων αυτών συνάγεται ότι αύριον-σήμερον Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005, ο Εθνικός Πειραιώς όπου σημειωτέον νυν αγωνίζεται στην Γ΄ Εθνική, στον αγώνα κυπέλλου με την ΑΕΚ, με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο θα επικρατήσει.





Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

Αι ωδίνες του χειμώνος άνοιξις

'Εστησεν ο 'Ερωτας χορό
με τον ξανθόν Απρίλη
και τρωγόπιναν οι φίλοι
τσιριτρί τσιριτρό

Διονύσιος Παπαντωνίου (κατά κόσμον Ζαχαρίας Σολωμός)

Καλές γιορτές............

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Αραία-αραία

Το 'λεγε συχνά ο παππούς μου. Για περιπτώσεις που πρέπει να φανείς επαρκής, ενώ δεν είσαι:
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.

Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.

Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.

ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....

Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 11, 2005

ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ......

Την βλέπω κάθε βράδυ, σχεδόν ανελλιπώς.
-"..και απευθύνομαι σ' όλο το πανελλήνιο",
-"...η διάστασή του είναι 1,35 επί 0,90",
-"...τα πολύ ωραία, πανέμορφα, μαγικά χαλιά μου".

Ζουμπουρλή, φλύαρη, αθώα νάρκισσος, πανέξυπνη έμπορος, καπάτσα-κωλοπετσωμένη, γλυκειά και εύθυμα ερωτική: Η Μιραράκη, η Δέσποινα, με όλη της την γκαλερί. Δεν σε αφήνει καν να την θαυμάσεις. Αυτοθαυμάζεται!!!!! (επίτηδες τα έβαλα τόσα θαυμαστικά).

Τίς Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός ημών ο ποιών θαυμάσια μόνος. (μέγα προκείμενον των Θεοφανείων, ήχος βαρύς εναρμόνιος).

Υπάρχουν κι άλλοι Θεοί, αλλά ο δικός μας είναι ο πιο ισχυρός. Μόνον ο δικός μας Θεός είναι θαυματουργός.

Τα μουσικολογικά άλλη φορά......

Αν δεν δείτε, δεν θα πιστεύσετε........

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2005

ΚΑΤΑ ΜΟΝΑΣ ΕΙΜΙ ΕΓΩ.........

Ο Κουκουζέλης, ο φίλος μου, μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο και μου παραπονέθηκε:
-Χάθηκες απ' το μπλογκ, από τότε που έφτιαξες το εργαστήρι και αποτραβιέσαι εκεί πρωί βράδυ.
Η αλήθεια είναι ότι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, αλλά κυρίως στη γυναίκα μου, ότι εκεί στο εργαστήρι θα πηγαίνω μόνο τα πρωινά. "Τα απογεύματα θα είμαι πάντα σπίτι και θα μελετάω στο πιάνο, θα καθόμαστε παρέα, θα τρώμε νωρίς". Ο εαυτός όμως είναι μια οντότητα αντιδραστική. Ό,τι και να του υποσχεθείς, αυτός με υπόγειο τρόπο θα σε ωθήσει να μην το τηρήσεις. Οι μόνοι που δε φταίνε σε αυτήν την ιδιόμορφη σχέση είναι η γυναίκα μου κι εγώ, αλλά κυρίως ο Κουκουζέλης. Επιμένει να γράφω, λέει στο μπλογκ.
-Έπινες το ουισκάκι σου, αργά το βράδυ, σε συνέπαιρνε και κάτι έγραφες.
-Να το βράσω, το ουισκάκι, που πάντα ήταν από τρία και πάνω και το άλλο πρωί σερνόμουνα ως αντίτιμο του βραδυνού μου οίστρου.
-Ναι, συμφωνώ, όπως νιώθεις καλύτερα.
-Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα. Ξυπνάω στις έξι, πουρνό-πουρνό, πάω στο εργαστήρι, φτιάχνω καφέ, φουμαίρνω την πίπα μου και στρώνομαι στη δουλειά με καθαρό κεφάλι. Βλέπω και τον ανηψιό μου που φεύγει κατά τις οκτώ παρά για το σχολείο και μέχρι που να γυρίσει, εκεί γύρω στις τρεις το μεσημέρι, έχω βγάλει του κόσμου τη δουλειά. (Τα ξεθεώνουνε όμως τα παιδάκια, πρώτη δημοτικού στο πόδι από τις εφτά μέχρι τα τρία μεσημέρια).
-Ναι, αλλά μου λείπεις. Γράψε κάτι, βρε αδερφέ, γράψε κάτι για μένα - εγώ θα σε διαβάσω.
Για όλα υπάρχει μια δικαιολογία. Δικαιολογία, όχι πρόφαση. Εγώ, φερειπείν, μόλις γυρίσαμε από τις διακοπές, τέλη Αυγούστου, η γυναίκα μου, εγώ και ο εαυτός μου, βαλθήκαμε να ανακαινίσουμε το σπίτι μας. Προσέτι, είχε προηγηθεί η εκχώρηση, ορθότερον, αόριστος παραχώρησις, ενός ισογείου μικρού διαμερίσματος προς εμέ, από τον αδερφό μου και τον πατέρα μου, ένα ισόγειο αποθήκη στο πατρικό μου . Εκεί, στο ισογειάκι, εναπέθετε η μάνα μου τα ψώνια της λαϊκής, στοίβαζε τις κοκα-κόλες, τις μπύρες, τα κρασιά, μακαρόνια, χαρτιά υγείας, καθαριστικά. Εκεί απεσύροντο τα παλαιά έπιπλα, οι παιδικές βιβλιοθήκες-γραφειάκια, τα παλιά βιβλία, κουρτινόξυλα, καρέκλες, μικροεπιπλάκια που η μόδα τους πέρασε, παιχνίδια που βαρέθηκε ο ανηψιός μου, παιδικά καροτσάκια, κούνιες, ένα ποδήλατο γυμναστικής και ένας 486 με μια οθόνη ασπρόμαυρη.
Είχα υποσχεθεί στην γυναίκα μου αυτή την ανακαίνιση του σπιτιού μας. Τον εαυτό μου τον απασχόλησα με την μεταμόρφωση της αποθήκης του πατρικού μου σε στούντιο. Έτσι, εγώ προσωπικά, βρέθηκα από Σεπτέμβριο μέχρι και τέλη Οχτώβρη (μην επαναστάσεων), βρέθηκα να υπηρετώ τας υποσχέσεις προς την γυναίκα μου και τον εαυτό μου. Και ήταν και η πρώτη φορά που η γυναίκα μου και ο εαυτός μου συνεργάστηκαν τόσο αρμονικά.
Μεταξύ μυρωδιάς νεφτιού, κεφάτων μαστόρων, μπρατσαράδων μεταφορέων που ανέλαβαν την μετακόμιση-επιστροφή στις ρίζες μου, και πολλής προσωπικής εργασίας, (πότε για τον εαυτό μου, πότε για τη γυναίκα μου), ανάμεσα λοιπόν σε αυτόν τον οργασμό έργων, μπορώ να πώ ότι η ιδέα του να γράφω στο μπλογκ ήταν μια όαση, όπως όλες οι ιδέες που δεν μπορούν εξ αντικειμένου να πραγματοποιηθούν, καθότι και τις οάσεις τις απαντούμε σχεδόν πάντα ως αποτελέσματα αντικατοπτρισμού. Έτσι, οι ιδέες για υποψήφια θέματα αφηγημάτων με κατέκλυζαν, γιατί οι ιδέες είναι πρόστυχες. Σε ερεθίζουν, όταν γνωρίζουν πολύ καλά, ότι δεν μπορείς να τις ωφεληθείς. Και οι ιδέες που δεν μπορείς να τις ωφεληθείς είναι και οι πιο ωραίες. Έμαθα, λοιπόν, να γράφω με το μυαλό μου μες στο μυαλό μου. Επί, δύο μήνες δεκάκις το δέκα την ημέρα. Φταίνε και τα νέφτια που όντως σε μαστουρώνουν, γι αυτό και οι μπογιατζήδες άλλοι απ' αυτούς είναι μες στην τρέλλα και το γέλιο κι άλλοι νωθροί μα φιλοσοφημένοι. Έφτιαχνα, μα δεν έγραφα. Και το συνήθισα. Να ωφελούμαι την ιδέα προσωπικά.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)