Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κείμενά μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κείμενά μου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2006

Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα κι εγώ.

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY,
εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.


Σημειώνει ο θεματοθέτης Χοιροβοσκός:
ακηδία, λαγνεία, βουλιμία, λύπη*, αλαζονεία, οργή, φιλαργυρία, κενοδοξία.

*η λύπη είναι το αμάρτημα που χωρίζει τον ανατολικό από τον δυτικό κανόνα παραβατολογίας.

Ο θείος μου ο Γιάννης, ο αδερφός του πατέρα μου, ήταν ναυτικός και ομορφάντρας. Δεν απέκτησε τέκνα. Ο πατέρας μου, ναυτικός κι αυτός, ο καημένος, είχε εμένανε πρώτα και μετά γεννήθηκαν και τα δίδυμα, κορίτσι κι αγόρι, από διαφορετικά ωάρια. Τα αδερφάκια μου, που μικρά αυτά, μικρός κι εγώ, τα τρέλαινα στους τσίμπους. Ο αδερφός μου άντεχε περισσότερο, η αδερφή μου τσίναγε. Τρία παιδιά, κι ο πατέρας μου τα έβγαζε πέρα. Από μικρό παιδί, ο πατέρας μου στα βάσανα. Ο παππούς μου, που έχω το όνομά του, αυτοκτόνησε, στο κραχ του ’36. Ήταν ο παππούς μου μακεδονομάχος. «Τότενες, παιδάκι μου, ούλος ο αθός τση Κρήτης, επολέμησε για την Ελλάδα.», θα έπρεπε να έλεγε η γιαγιά μου, αν εκτιμούσε τον παππού μου, τον άντρα της. Η γιαγιά μου ήτανε Σμυρνιά. Πήγε στην Κρήτη με τις ανταλλαγές. «Είμαι βέρα Σμυρνιά. Εμείς, τζιέρι μου, τις παγκανότες, τις φροκαλούσαμε με την φροκαλιά», όπερ μεθερμηνευόμενον: «Είμαι, βέρα (αυτό είναι ιταλικό και δεν υποχρεούμαι να το μεταφράσω) Σμυρνιά. Εμείς, σπλάχνο μου, τις χρυσές τις λίρες, τις σκουπίζαμε με τη σκούπα». Ουδόλως εκτιμούσε τον παππού μου η γιαγιά μου. Μια φορά της πήγε ψάρια για να μαγειρέψει και επειδή δεν ήτανε μπαρμπούνια, του τα πέταξε στο δρόμο, απ’ ότι ξέρω. Ο παππούς μου, εκτός που ήτανε στα νιάτα του πριν παντρευτεί οπλαρχηγός, άτακτος των σωμάτων του Κωνσταντίνου Μάνου, υπήρξε και ολυμπιονίκης. Ολυμπιονίκης σε αυτούς τους αγώνες που έγιναν στην Ελλάδα μετά από την πρώτη Ολυμπιάδα του 1896. Βλέπετε, η ήδη ξεχασμένη ιδέα της μόνιμης τέλεσης των Ολυμπιακών αγώνων στην γενέτειρά τους δεν ήταν του Καραμανλή θείου, ήταν πολύ παλιότερη και κατά κάποιον τρόπο δοκιμασμένη. Ήταν, λοιπόν, ολυμπιονίκης στην σκοποβολή ο παππούς, σκοποβολή με περίστροφο. Με αυτό αυτοκτόνησε. Φιλότιμος άνθρωπος, ξέπεσε, αυτοκτόνησε. Ήταν έμπορος. Τρία παιδιά ορφανά πίσω του. Ο πατέρας μου ορφανοτροφείο. Η μεγαλύτερη αδερφή σε συγγενείς στον Ανω Αγριλέ Χανίων. Ο Γιαννάκης με τη μάνα, τη χήρα, τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ξαναπαντρεύτηκε. Ήταν πολύ ωραία γυναίκα. Σμυρνιά, πρασινομάτα, πήρα τα μάτια της και το ταλέντο να στραβοπατώ και να παίρνω σβάρνα από χαλιά στρωμένα μέχρι ποτήρια. Ήταν λιγουλάκι άγαρμπη. Ο δεύτερος άντρας της ήξερε για ένα παιδί, όταν παντρέυτηκαν. Το Γιαννάκη. Μ’ αυτόν ζούσε η χήρα, φραγκοραφτού, έραβε αντρικά παντελόνια για να ζήσει. Όμως ο δεύτερος άντρας της, ο Θωμάς, όπως τον έλεγαν, την αγάπησε και αγάπησε και τα παιδιά της. Πρώτον τον Γιαννάκη, μετά την θειά μου, την κόρη. «Θωμά, υπάρχει κι ένα κορίτσι, αλλά μη σκοτίζεσαι, είναι στο χωριό με τ’ αδέρφια του συχωρεμένου». Ο Θωμάς ήταν από τον Αμβρακικό. Και άνθρωπος καλός. «Κρίμα κορίτσι να ζει ξενοδουλεύτρα. Πες της να έρθει μαζί μας». Πολύ αργότερα η γιαγιά μου του ξαναμολόγησε: «είναι και ένα αγοράκι ακόμα, δώδεκα χρονώ, στο ορφανοτροφείο, αλλά καλά είναι εκεί, μόνο που και που να το νοιαζόμαστε». Ο αγαθός Θωμάς είπε: «αγοράκι, δώδεκα χρονώ, μοναχούλι του; Θα πάω να το πάρω.». Και πήγε και το έφερε στην οικογένεια κι αυτό.
Μη σας κουράζω άλλο. Κακή τύχη είχε κι ο Θωμάς. Πνίγηκε. Είχε καΐκια, ψαράδικα. Τον πήρε η θάλασσα σε ένα ψάρεμα. Μπουρίνι ξαφνικό, ήταν στην κουπαστή κρεμασμένος και χάθηκε.
Ο θείος μου ο Γιάννης, ομορφάντρας, το’ παμε. Όποτε ξεμπάρκαινε, έμενε στης γιαγιάς μου. Καπετάνιος. Κι ο πατέρας μου καπετάνιος, αλλά στην ακτοπλοΐα. Ο θείος μου στα φορτηγά και σε γκαζάδικα. Πολλά λεφτά. Όταν ξεμπάρκαινε με πήγαινε παντού. Στα λούνα παρκ, σε κινηματογράφους, σε κέντρα. Πιτσιρίκι εγώ, ασχόλιαστο, ούτε πέντε χρονώ. Χαρά Θεού, όλο βολτίτσες, νοίκιαζε και αυτοκίνητο ο θείος μου ο Γιάννης, συνήθως άσπρο. Πάντα μαζί μας ήταν και κάποια φιλεναδίτσα του. Και παρόλο που θέλω να κρατήσω την μνήμη των αισθημάτων αυτής της εποχής, της παιδικής, και να φέρω ξανά μπροστά μου την εικόνα αυτής της ψηλής, με τα γεμάτα χείλια και τα μάτια τα μισοκοιμισμένα, που τώρα καταλαβαίνω ότι πρέπει να τα πω ναζιάρικα, γλαρωμένα….. Με τα πόδια τα ωραία και το κούνημα. Θυμάμαι και χάνω τα λόγια που θέλω να πω. Τα καταλάβαινα όλα αυτά, παιδάκι ήμουνα, αλλά όχι χαζό. Με έπαιρνε μαζί του για ξεκάρφωμα. Γιατί ήμουνα ωραίο παχουλό παιδάκι, το ιδανικό παιδάκι της εποχής του ’60. Έτρωγα πάντα ορεξάτο και ξανάτρωγα άμα μου έδιναν να ξαναφάω, έλεγα και τις εξυπναδίτσες μου και γέλαγαν οι φιλενάδες του θείου μου. Είχα και το συνήθειο, άμα έβρισκα ευκαιρία να τις τσιμπάω. Στο μπράτσο, άμα ήταν καθιστές, ή στη γάμπα άμα ήταν όρθιες. Όπου έφτανα. Αλλά, τώρα πια μου είναι ξεκάθαρο. Ο θείος μου ο Γιάννης με έπαιρνε μαζί του για να ξεκαρφώνονται οι φιλεναδίτσες του.
Ποσώς με νοιάζει. Και τότε ποσώς με ένοιαζε. Και για όλα όσα μου συμβαίνουν, ποσώς στο βάθος με νοιάζει. Έχω καλή τεχνική για να κάνω τους άλλους να με συμπαθούν. Λυπούμαι ίσως, αλλά ποσώς με νοιάζει.

Σάββατο, Οκτωβρίου 07, 2006

Ο ΦΟΝΙΑΣ

Το κείμενο έχει δημοσιευθεί και στο HOTEL MEMORY, εκεί θα βρήτε και άλλα κείμενα άλλων μπλόκερς πάνω στο ίδιο θέμα.

«Πεινούσαμε στης γης την πλάτη….»

Αποφασίζω να μαγειρέψω με ερωτική πάντα διάθεση. Μάλλον με έχει σταμπάρει η πρώτη ανάγνωση του βιβλίου του Φρόυντ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΗΓΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ». Δεκαπεντούτης, αντικρίζοντας το βιβλίο να κρέμεται σε περίπτερο του σταθμού Ομονοίας τον εξέλαβον ως αξίωμα τον τίτλο του βιβλίου αυτού, σε βαθμό μάλιστα τέτοιον ώστε να θεωρήσω απολύτως περιττήν την ανάγνωσή του.

Μεσημέρι. Δυο κούπες ρύζι. Στο μικρό καζάνι λάδι να τσιρίζει. Ψιλοκόβουμε κρεμμύδι και το ρίχνουμε στο καζανάκι να τσιγαριστεί. Μόλις ροδίσει πρέπει να ρίξουμε το ρύζι. Ξέρουμε τι να κάνουμε από δω και πέρα, γιατί τη συνταγή την είδαμε στην τηλεόραση, αλλά ο δαίμων του σεφ που μας διακατέχει με αγωνία με σπρώχνει στο ψυγείο. Ρόκα. Μαδάω τα καλά κλωνάρια, ψιλοκόβω τα υπολείμματα. Ευτυχώς δεν έριξα ακόμα το ρύζι στο τσουκάλι. Τα υπολείμματα, λοιπόν, της ρόκας στο τσουκαλάκι, μαζί με το κρεμμύδι, λίγο λαδάκι, διότι κακώς τα είχαμε υπολογίσει στην αρχή και …. όλα τσιρίζουν και μυρίζουν. Μετά από πέντε λεπτά ρίχνω και το ρύζι (ρίζο-γκάλο). Τα φύλλα τα μαδημένα της ρόκας, τα καλά φύλλα, τα έχω να περιμένουνε σε ένα πιάτο πλάι-πλάι. Τα υλικά στο τσουκάλι το ήπιανε το λάδι. Ροδίσανε. Ρίχνω κρασί. Πίνουνε και το κρασί. Ρίχνω νερό, λίγο. Πίνουν το νερό. Ξαναρίχνω. Το ξαναπίνουν. Εν τω μεταξύ να σας πω ότι από την αρχή της διαδικασίας δεν έχω σταματήσει να ανακατεύω για να μην κολλήσουν τα υλικά στο τσουκάλι. Ξαναρίχνω νερό – έχει περάσει κοντά ένα εικοσάλεπτο – πριν το πιει το τσουκάλι το νερό, ρίχνω παρμεζάνα τριμμένη και μυρωδικά, βασιλικό, λίγο πιπερόριζα, πιπέρια και αλάτι, διότι το ρύζι θέλει αλάτι. Κύβο κνορ αν δεν σας είπα ότι έριξα, έριξα στην αρχή, στο πρώτο νερό. Κατεβάζω και τα αφήνω να δέσουν. Σερβίρω και ρίχνω από πάνω τα μαδημένα γερά φύλλα ρόκας. Κι από πάνω λίγο λάδι παρθένο και λίγο ξύδι μπαλσάμικο. Έτοιμος να φάω.
Και επειδή ο άγιος Αυγουστίνος κατέκρινε εαυτόν για την εκ τροφής απόλαυσιν, χάριν τουλάχιστον μιας εντίμου ισοπαλίας εμού με τον Αυγουστίνο, αλλά και για να υπηρετήσω το θέμα μας, θα αναφέρω ότι διάχυτες ήταν οι εξής σκέψεις μου υπό μορφήν ερωτημάτων αυτομάτως απαντουμένων, κατά την παρασκευήν του γεύματός μου:
-«Τι σχέση έχω εγώ με μένα χθες, προχθές, πέρσι και πρόπερσι; Τότε που σκέφτηκα να βάλω και ρόκα στο φαΐ, τι σχέση είχα με αυτόν που απλώς αντέγραφε μια συνταγή; Και ακόμα χειρότερα, τι σχέση έχω με αυτόν που συνέχεια απαρνιέμαι και ευχαρίστως τον σκοτώνω κάθε προηγούμενη στιγμή, εκλαμβάνοντας μάλιστα τον φόνο του ως βελτίωσή μου; Ζω διαρκώς παρέα με έναν θυσιαζόμενο χάριν του «μετά». Και ενώ αυτός είναι παρελθόν, έχω την αίσθηση ότι σχεδόν ζούμε μαζί, όπως καταχρηστικά δεχόμαστε ότι οι ακτίνες του ήλιου είναι παράλληλες. Και…. εν τέλει συνειδητοποιώ ότι, όταν τρώω, στην ουσία συντρώγω με ένα νεκρό»

Λέω και το φλυτζάνι άμα λάχει. Ο Φονιάς……..

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005

ΙΑΚΩΒΟΣ ΨΑΛΤΑΚΗΣ (καλοκαιρινόν και πένθιμον)


Ζωή να ‘χει, είναι ενενήκοντα επτά. Κάθε μέρα, από Ιούνιο μέχρι και αρχάς Οκτω(μ)βρίου κολυμπά ανελλιπώς επί δίωρον, έντεκα με μία. Στις μεγάλες ζέστες διασταυρωνόμαστε μετά το ηλιοβασίλεμα, εγώ ύπτιο πεταλούδα, εκείνη τον συνηθισμένο ρυθμό της: μία, δύο, τρεις, στάση, πατώνουμε…, μία, δύο, τρεις….
Προ τριετίας, η εγγονή της η Μαριάθη, μας διηγήθηκε ως ευτράπελη ιστορία την συνάντησή της μ’ ένα γέροντα, σ’ ένα ταξί, κέντρο Αθηνών-Αγία Παρασκευή.
Αυτή την ιστορία κάθε καλοκαίρι από τότε μας την επαναλαμβάνει, ευκαιρίας δοθείσης, χασκογελώντας. Η ώρα της αφήγησης είναι ώρα χαζοξενυχτιού, φλισβ, φλισβ το κύμα, και τάχα μου εις αναλογίαν σπεύδει να συντελέσει μια μουσική υπόκρουση ημίφωτος-σκότους. Μπαράκι, πέντε ευρώ το ουίσκι-γιατί είναι πάνω στο κύμα-οι ξηροί καρποί κατόπιν αιτήσεως-γιατί το μπαράκι είναι πάνω στο κύμα, όπως είπαμε και χάρη μας κάνουνε που μας φέρνουν και το ποτό- τραγούδια για την αγάπη, την απάτη και τη μοναξιά (εξ επαγγέλματος και ως συνθέσεις και ως στίχοι), αλλά….. είναι διακοπές. Και το αγαπάμε αυτό το μέρος γιατί εκεί άλλοι γεννηθήκαμε και άλλοι αναγεννηθήκαμε, κάποτε.

Ο ακόλουθος διάλογος τείνει να γίνει παροιμιώδης, ιδίως η τελευταία φράση του.

-Από πού είστε κυρία;
-Από την Χίο.
-Εγώ ήμην αστυνομικός. Υπηρέτησα νέος, νεότατος εις την Χίον. Είχον μάλιστα και έναν μεγάλον έρωτα εκεί, αλλά ήμην νέος πολύ, φτωχός, πτωχότατος και οι δικοί της δεν με ήθελον. Την έλεγον Μαριάνθη Μ. Πολύ ωραία γυναίκα. Μετά βέβαια επήρα μετάθεσιν, πήρα των ομματιών μου, έφτιαξα οικογένεια, παιδιά, εγγόνια. Αλλά δεν την ξεχνώ: Η Μαριάνθη Μ. από τα Μεστά.
-Κι εμένα Μαριάθη με λένε και είμαι από τα Μεστά και τη γιαγιά μου τη λένε Μαριάθη Μ.
-Κόρη μου, να της πείτε ότι «ο Ιάκωβος Ψαλτάκης ζει και ακόμα την σκέφτεται».

Η Μαριάθη, μας προλαμβάνει, πάντα χασκογελώντας, μ’ ένα επιμύθιο:
-Γιάντα να της το πω; Να μου θέλει και έρωτες στην ηλικία ντης.

Κι όλοι γελάνε και μου σκίζεται η καρδία.
(Ναι, παίρνω θέση!).

Για την ιστορία, ο Ιάκωβος Ψαλτάκης πέθανε πέρσι.

Κυριακή, Ιανουαρίου 09, 2005


to fortigo synithos kato ap' to dentro  Posted by Hello

Η ΑΦΥΠΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ

Μια κυρία, εκεί απέναντι που βλέπω στην πολυκατοικία δυο τετράγωνα πιο κάτω ετοιμάζεται να βγει, γιατί όλο κοιτάζεται στον καθρέφτη – δε βλέπω και καλά γιατί είναι μακριά και δεν καλοφαίνεται μέσα απ’ το ανοιχτό πατζούρι.
Έχει βάλει ένα άσπρο φόρεμα με ζώνη, γιατί το βλέπω που μαζεύει στη μέση της, πρέπει να είναι ξανθιά βαμμένα, γιατί δεν είναι πολλές που έχουν πραγματικά ξανθά μαλλιά. Το φόρεμα τής φτάνει περίπου ως τα γόνατα και γι αυτό λέω ότι είναι κυρία, γιατί άμα ήτανε μικρή θα φόραγε κάτι πιο κοντό μ’ αυτή τη ζέστη και για να δείξει τα πόδια της. Βέβαια, μπορεί να μην έχει ωραία μπούτια και τα κρύβει, αλλά καλά κάνει και βάζει τη ζώνη για να τονίσει την περιφέρεια και για να κρύψει την κοιλίτσα της, που σίγουρα θα έχει, άμα είναι κυρία και όχι μικρή, εκτός και αν κάνει γυμναστική, αλλά λίγες κάνουνε γυμναστική και για λίγο καιρό και μετά τα παρατάνε γιατί κουράζονται και βαριούνται.
Αυτή λοιπόν η κυρία, όλο μέσα-έξω είναι στο μπαλκόνι και κάτι κοιτάζει κάτω στο δρόμο και μετά πάει ξανά στον καθρέφτη – ξέρω ‘γω τι γίνεται: θα ‘χει ραντεβού και δεν το ‘χει σιγουρέψει ακόμα το «πρόσωπο» και έχει αγωνία και τρακ. Φίλους δεν πρέπει να περιμένει γιατί δεν κάνουνε έτσι οι γυναίκες για φίλους.
Γι αυτό λέω ότι είναι μεγάλη κυρία κι όχι κορίτσι, γιατί να, ένα κορίτσι, εδώ απέναντι λοξά στο μονώροφο, κάθεται στο μπαλκόνι και φοράει σορτσάκι γιατί έχει ωραία πόδια και κάθεται μ’ ένα φίλο της παρέα, επειδή λείπουνε οι γονείς της διακοπές. Αυτός ο φίλος της έχει ένα φολκσβάγκεν άσπρο και το ‘χει παρκαρισμένο κάτω από ‘να δέντρο, εκεί που κανονικά κάθε βράδυ φέρνει ένας φορτηγατζής το βρωμοφορτηγό του. Άμα έρθει να δούμε πού θα παρκάρει……..

από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"

Σάββατο, Ιανουαρίου 08, 2005

ΥΓΕΙΑ ΙΣΟΝ ΠΛΟΥΤΟΣ

Εδώ απέναντι είναι ένας κύριος που μένει πάνω από τα καθαριστήρια «ΔΙΑΝΑ» του κυρ-Χρήστου. Ο κυρ-Χρήστος κάνει πάντα μια βδομάδα παραπάνω απ’ όσο σου ‘χει πει για να σου παραδώσει τα ρούχα που του πήγες για καθάρισμα, γιατί λέει δεν προλαβαίνει, επειδή έχει πολλή δουλειά, παλιά όμως είχε ανοίξει και σουβλατζίδικο παράνομο έξω απ’ ένα σιδεράδικο απέναντι από το καθαριστήριο, τότε που ζούσε η συχωρεμένη η γυναίκα του, πριν πεθάνει πάνω σε μια εγχείρηση κι έφτιαχνε νόστιμα σουβλάκια κι επειδή ήτανε κοντά στο σπίτι μου αυτό το σουβλατζίδικο έπαιρνα δύο σουβλάκια «με διπλή απ’ όλα» κάθε μέρα, αλλά του το ‘κλεισε η αστυνομία, γιατί, λέει, έπιανε το πεζοδρόμιο – τότε, πώς προλάβαινε και σουβλατζίδικο και καθαριστήριο;
Αλλά εγώ τον βλέπω συνέχεια που κάθεται στο πεζουλάκι κι όλο κουβεντολόι με τον ξυλουργό απέναντι στο υπόγειο, που μια φορά είχα πάει και του ‘χα ζητήσει πριονίδι να το ανακατώσω με ατλακόλ για να το κάνω μπάλωμα αντί για στόκο σε κάτι τρυπούλες που είχαν ανοίξει στο καραβάκι μου μικρός.
Αυτό το κολπάκι μου το ‘χε δείξει ο θείος μου ο Παύλος που ήταν χρόνια στα καράβια ναύτης και μετά έγινε λοστρόμος για λίγο, πριν βγει στη σύνταξη, μετά όμως έπαθε προστάτη, τον χτύπησε κι ένα αυτοκίνητο – μια βλαμμένη, που δεν πρόσεχε, μια μέρα που πηγαίναμε για μπάνιο στην Πειραϊκή, και τόνε πήγαμε με ταξί στο Τζάννειο, μετά από χρόνια έπαθε τον προστάτη, αλλά ο γιατρός που τον εγχείρησε ήτανε καινούργιος και δεν πέτυχε η εγχείρηση, γι αυτό κάθε τόσο τον πάνε και του βάζουνε καθετήρα και πονάει στην αρχή μετά όμως συνηθίζει γιατί αντέχει στον πόνο, επειδή είναι πολύ δυνατός, αφού μικρός ήτανε μποξέρ στην κατηγορία πετεινού κι έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του με δύο μποξέρ να μαλώνουνε και μια φορά στην Αμερική που είχε δέσει το καράβι του, πήγαινε βόλτα το βράδυ με τα πόδια μόνος του γιατί δε φοβότανε.
Έχει πλακώσει πολλούς στο ξύλο και τώρα που μεγάλωσε δε φοβάται, κυκλοφοράει στον Πειραιά μ’ ένα ποδήλατο που βρήκε πεταμένο σε μια οικοδομή και το επισκεύασε μόνος του, του έβαλε και τρία διαφορετικά κλάξον απάνω στο τιμόνι και σημαιάκια και μια μέρα εβδομηνταοχτώ χρονών που πήγαινε βόλτα με το ποδήλατο, ένας βλάκας είχε σταματήσει με τ΄ αμάξι του και χωρίς να κοιτάξει, άνοιξε την πόρτα του ο βλαμμένος για να βγει έξω κι εκείνη την ώρα ο θείος μου ο Παύλος κατέβαινε με φόρα και επειδή δεν προλάβαινε να φρενάρει, έχασε την ισορροπία του και έπεσε, αλλά δεν έπαθε τίποτα και σηκώθηκε απάνω και πήγε να τον πλακώσει στο ξύλο, αλλά εκείνη την ώρα ευτυχώς πέρναγε η θεία μου η Παναγούλα, η γυναίκα του, προτελευταία στη σειρά από τις τέσσερις αδερφές του παππού μου, που όταν παντρεύτηκε ήμουνα παράνυφος στο γάμο με κουστουμάκι μπλε και κοντό παντελονάκι, φόραγα και παπιγιόν και μετά πήγαμε στο σπίτι στο τραπέζι και φάγαμε παϊδάκια και κοκορέτσι και όλοι λέγανε «βίον ανθόσπαρτον» και δωσ’ του και τρώγανε και τότε εγώ νόμισα ότι «ανθόσπαρτον» είναι το κοκκορέτσι και τα παϊδάκια κι έλεγα από μέσα μου ότι θα έπρεπε να λένε κανονικά «βίον ανθόσπαρτα» επειδή ήτανε πολλά τα κοκορέτσια και τα παϊδάκια και δεν καταλάβαινα στην αρχή τι πάει να πει αυτό το «βίον» και ρώτησα ένα θείο μου που καθόταν δίπλα μου στο τραπέζι και μου εξήγησε κι εγώ κατάλαβα ότι τους ευχόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή να τρώνε παϊδάκια και μπριτζόλες. Αλλά τα παϊδάκια και οι μπριτζόλες, τα λουκάνικα, τα κοκορέτσια, τα σπλινάντερα, οι γαρδουμπίτσες κι όλα αυτά δεν κάνουνε καλό συνέχεια, επειδή, μου ‘λεγε ο μπαμπάς μου, κάνουνε πέτρες στα νεφρά, άμα τρως όλο κρέας, πρέπει να τρως και χόρτα και φρούτα και να πίνεις πολύ νερό, άμα θέλεις να έχεις την υγειά σου, γιατί η υγεία είναι το πολυτιμότερο πράμα στον κόσμο, τι να τα κάνεις τα πλούτη άμα είσαι άρρωστος;

από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"


The beautiful Chryssanthi Evlambias, summer 2004, Fyra. Posted by Hello

"ΓΙΑΤΙ" ΤΟ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟΝ

Όταν ήμουνα μικρός, ένιωθα πολύ μεγαλύτερος, επειδή έβλεπα το πώς ήμουνα πριν από κάτι χρόνια, ας πούμε τότε που πήγαινα νηπιαγωγείο, ενώ μετά που ήμουνα πέμπτη ή έκτη δημοτικού καταλάβαινα πως ήμουνα καλύτερος από πριν και μπορούσα να λύνω δυσκολότερα προβλήματα που άλλοι άνθρωποι κι ας ήταν μεγαλύτεροι πολύ – μερικοί ήταν και εβδομήντα χρονώ – δεν μπορούσανε να τα λύσουνε, επειδή είχανε πάει μέχρι τρίτη ή το πολύ τετάρτη δημοτικού και τα είχανε ξεχάσει κιόλας. Αλλά και κάτι άλλοι που είχανε πάει μέχρι και γυμνάσιο, και βλακείες λέγανε στις συζητήσεις και δείχνανε από τη φάτσα τους χαζοί.
Όμως αυτό που δε μπόρεσα να χωνέψω ποτέ μου, ήταν το γιατί ο θείος μου ο Σπύρος (που όταν ήμουνα μικρός τριώ χρονώ τόνε φώναζα Πίπη και νόμιζα ότι ήταν αδερφός μου, αλλά αυτός ήτανε αδερφός της μάνας μου), αποφάσισε με κάτι λεφτά που του έδωσε ο παππούς μου, όταν πήρε το εφάπαξ από τη ΔΕΗ που δούλευε υπομηχανικός μια πρωί και μια βράδυ και μετά καθότανε ρεπό δυόμισι μέρες, αλλά το πρωί όταν ερχότανε από βραδινός ήτανε πολύ κουρασμένος, επειδή πριν έρθει σπίτι κατέβαινε στην αγορά στου Ρέντη να ψωνίσει και μετά ερχότανε απ’ του Ρέντη στον Άγιο Νείλο με τα πόδια και το καλοκαίρι κουβάλαγε απ’ του Ρέντη πεπόνια, επειδή καρπούζια παίρναμε από ένα μανάβη, τον κυρ Γιάννη, που γύριζε με καρότσα και πούλαγε καρπούζια με το μαχαίρι κι είχε ένα άλογο, τον Ψαρή, που μετά του ψόφησε και πήρε τρίκυκλο μηχανάκι, αλλά δεν πούλαγε μετά καρπούζια, αλλά πάγο κι ένα παιδάκι που κάθε μέρα πήγαινε και του ΄κλεβε ένα κομμάτι μικρό πάγο για να το γλείφει αντί για παγωτό, μια μέρα ο κυρ Γιάννης πήγε να κάνει όπισθεν και κόντεψε να το πατήσει.
Εγώ όταν ο παππούς μου ερχότανε από τη δουλειά από βραδινός, έκανα λίγο ησυχία για να κοιμηθεί που ήτανε κουρασμένος, και πιο μετά που πήγαινε η ώρα δώδεκα το μεσημέρι, μου ΄χε πει να το ξυπνήσω κι εγώ πήγαινα και του γαργάλαγα τα πόδια, αλλά αυτός είχε ξυπνήσει κι έκανε ψέμματα πως κοιμότανε για να γελάει από μέσα του, όμως εγώ, άμα αργούσε να ανοίξει τα μάτια του, έπαιρνα μια κρεμάστρα ξύλινη απ’ τη ντουλάπα και του βάραγα τις πατούσες και τότε σηκωνότανε πια και πήγαινε να πλυθεί για να φάει κάτι που πείναγε.
Έτρωγε όλα τα φαγητά, αλλά πιο πολύ του αρέσαν τα παστά, οι σαρδέλες, οι ρέγγες και μου αρέσανε κι εμένα να πάρω απ΄ το φούρνο μαύρο ψωμί, να κόψω μια κομματάρα, να τη σκίσω στη μέση και να την πασαλείψω με λάδι απ΄ τις σαρδέλες, να χώσω μέσα και τέσσερις σαρδέλες καθαρισμένες που μου τις καθάριζε απ’ τα κόκκαλα ο παππούς μου, και το ΄τρωγα – το καλύτερό μου φαγητό, εκτός κι αν η θεία μου η Κούλα, η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου που έμενε στη Μάνη, στον Κούνο, ήτανε Δεκέμβριος και μας έστελνε από κάτω με τον Φυτιλά σύγκλινο και πιττάρια, και τότε αυτό ήτανε το καλύτερό μου φαγητό, με τηγανητά αυγά ομελέττα με ντοματοπελτέ - πολύ νόστιμο, και μου ΄λεγε ο παππούς μου να τρώω ξύγκι επειδή κάνει καλό για να ενεργούμαι.
Στο σύγκλινο βάζουνε μέσα και κομματάκια πορτοκάλι για να φεύγει η μυρωδιά του γουρουνιού. Άμα πετύχαινες κομματάκι πορτοκάλι, αυτό ήτανε το πιο νόστιμο απ’ όλα.

από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων του Γεράσιμου Μπερεκέτη "Χρυσάνθη Ευλαμπίας"

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)