Παρασκευή, Μαΐου 15, 2015

Μακάριοι οι πραείς

Την επί μέρες συσσωρευμένη αντιπάθεια προς την κατά τέσσερες  σχολικές τάξεις του δημοτικού  μεγαλυτέραν μου Λίτσα της κυρά Βιργινίας, την θεώρησα ακαριαίως συμπυκνουμένην στο καλαθάκι μου και, καθώς πήγε να κάτσει δίπλα μου στο σχολικό, της το έφερα κατακούτελα. Ένα καλαθάκι μπλε και άσπρο, πλεχτό από νάιλον προσομοιώσεις λωρίδων λυγαριάς, σαν μπαουλάκι, με μεταλλικούς μεντεσέδες και ένα μηχανισμό για να ασφαλίζει καθώς έκλεινε, παρόμοιον με αυτόν που έχουν τα μικρά βαλιτσάκια. Αυτός ο μηχανισμός φαίνεται την βρήκε ανάμεσα στα μάτια και της χαράκωσε τη μύτη. Δεν έτρεξε πολύ αίμα και γι’ αυτό αμέσως μελάνιασε.

 Η αντιπάθειά μου ισοτίμως εστρέφετο και προς το καλαθάκι, διατυμπανισμόν της παιδικής μου βαθμίδος, με κατατεθειμένη εντός του την καθημερινή φροντίδα της μαμάς μου: ένα σάντουιτς, μια μπανανούλα, και τρία γεμιστά Παπαδοπούλου σοκολάτα, ευπρόσδεκτα τα τελευταία εν πλήρει ανταγωνισμώ με την μπανάνα και ιδίως το μισητόν σάντουιτς, που επιθυμούσα να έλειπαν και στην θέση τους να υπήρχαν ειλικρινούς αγάπης σύμβολα άλλα επτά μπισκοτάκια.

Η Λίτσα πήγαινε Τετάρτη και της είχε ανατεθεί από την δασκάλα της η επίβλεψη και προστασία μου. Εγώ ήξερα ήδη πρόσθεση, αφαίρεση, και το έφερα βαρέως που έπρεπε να πηγαίνω νηπιαγωγείο, δηλαδή να βρίσκομαι, έναντι της ετεροκλήτως διορισμένης επιβλέπουσάς με, στο τέσσερα μείον τέσσερα ίσον μηδέν -  αχώνευτοι αριθμοί: το μηδέν μια χαζή κουλούρα και το τέσσερα σα διάνος καμαρωτός.  Η κυρία Κούλα που ήταν «κυρούλα», δηλαδή βοηθός του οδηγού στο σχολικό και επιστάτρια στο σχολείο, όρμηξε να με δείρει, αλλά την κοίταξα παγερά και με τόση βεβαιότητα  για το δίκαιον της πράξεώς μου, ώστε μου έδωσε μόνο ένα χαστούκι και μ' έβαλε να ζητήσω συγγνώμη από τη Λίτσα. Το «συγγνώμη Λίτσα» δεν κόστιζε απολύτως τίποτα.

Σε λίγες μέρες, Νοέμβριο μήνα βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου. Κατά τον νόμον της Κυβερνήσεως Παπανδρέου, όσοι είχαν γεννηθεί έως και την 1η Απριλίου του 1959 εδικαιούντο να εγγραφούν στην πρώτη Δημοτικού του σχολικού έτους 1964-1965. Πεντεμισάρηδες. Ένας ψευδομάρτυρας με είχε απαλλάξει από το όνειδος του να έχω γεννηθεί την 3η Απριλίου και να μην είμαι συμμαθητής τού κατά έξι μήνες μεγαλυτέρου φίλου μου Ανδρέα.

«Άντε, από βδομάδα πας Πρώτη. Και τέρμα το σχολικό. Θα πηγαίνουμε με τα πόδια». Η ανακοίνωση από τον παππού μου αυτής της άνευ προσωπικού αγώνος διπλής αναβαθμίσεώς μου με ανεκούφισε τόσον ώστε επί δίωρον κατελήφθην  υπό ανεξηγήτου πραότητος αποφασίζων στο εξής συγκράτησιν έστω και υποκριτικήν του θυμού εντός της νομιμότητος, κάτι που ενδεχομένως μου απεστέρησε την αθώαν προοπτικήν του εγκληματίου. 

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)