Σάββατο, Μαΐου 28, 2005

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ



Η μουσικοπαιδαγωγική είναι μια διδακτική επιστήμη, ή μάλλον μια επιστήμη της μουσικής διδακτικής, που στόχον έχει να προσηλυτίσει τα "αθώα" παιδάκια στην περίπλοκη τέχνη της μουσικής η οποία σημειωτέον δεν είναι μόνον τα δύο-τρία ακκορντάκια της παρέας, διότι μπορεί να είναι και το «ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ» του Γιάννη Χρήστου.
Ο Καρλ Ορφ, υπήρξεν θεμελιωτής του ομώνυμου συστήματος μουσικοπαιδαγωγικής, γνωστός και από τα ΚΑΡΜΙΝΑ ΜΠΟΥΡΑΝΑ που έθαλλον εν μέρει ως εναρκτήριον και ως επίμετρον πολιτικής συγκεντρώσεως κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα. Το οποίον σύστημα συμπληρωθέν υπό του Κόνταλη και του Νταλκρόζ, ακόμα αποτελεί την βάσιν της μουσικοπαιδαγωγικής για όσα ωδεία την έχουν εντάξει (κι όχι «‘ντάξει») στο πρόγραμμά τους.
Τα συστήματα αυτά, μέσα από το μουσικό παιχνίδι και την μουσική κίνηση (κάτι στις παρυφές του χορού) ξυπνάνε την μουσική κλίση των παιδιών και την προσανατολίζουν στα μουσικά στάτους της κοινωνίας, αναπόφευκτα μεν, με ανοιχτό τρόπο δε. Διότι, βάση των συστημάτων αυτών είναι να προϋποθέτουν ως παιδαγωγικό εργαλείο την παραδοσιακή μουσική κάθε τόπου, η οποία γνωστή προ και εκ σπαργάνων στους μικρούς μύστες της μουσικής, μπορεί να ξετυλίξει φιλικά γι αυτούς τα όσα οργιώδη συμβαίνουν κατά την πλήρη άσκηση της μουσικής τέχνης.
Το κακό βεβαίως είναι ότι οι υποψήφιοι μουσικοπαιδαγωγοί, συνήθως στρέφονται προς το λειτούργημα αυτό, είτε ως αμαθείς μουσικοί, πρόχειροι ακολουθητές σεμιναρίων, είτε ως συναισθηματικοί δικαιολογητές της αποτυχημένης μουσικής καριέρας (αλλά πόσο αγαπάνε τα παιδιά), και σπανίως ως μαιτρ της διδασκαλίας (το σπανίως είναι το δυστύχημα, διότι θα έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι να είναι ο κανόνας). Οι τελευταίοι είναι τέλειοι μουσικοί, δημιουργικοί και με αγάπη διδάσκουν τα μικρά παιδιά, έχοντας προηγουμένως εκθέσει εαυτούς στην τέχνη των "ανεξήγητων γλωσσικώς συναισθημάτων".
Ένα μότο των περισσότερων μουσικοπαιδαγωγών που έχω γνωρίσει είναι ότι δεν μπορούν να προσδιορίσουν με ακριβή τρόπο το τι είναι παραδοσιακή μουσική. Οι περισσότεροι δεν έχουν εμπεριστατωμένη σχέση με την μουσική μας παράδοση. Εισηγούνται δε, ότι ο Ορφ μπορεί να έλεγε «παραδοσιακή μουσική» την παραδοσιακή μουσική, αλλά σήμερα που η παραδοσιακή μουσική είναι στο περιθώριο ξεχασμένη, μιας και τα παιδιά δεν την ξέρουν, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εργαλείο της διδασκαλίας της μουσικής αποτελούν τα τραγουδάκια σουξέ. Μέγα σφάλμα διότι στην εποχή του Ορφ συνέβαιναν τα ανάλογα με σήμερα. Ο Ορφ επεδίωκε την αφύπνιση μιας σχέσης με την παράδοση, παρόμοιας με αυτήν που επιχειρείται με την διδασκαλία της δημοτικής ποίησης. Επεδίωκε ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ και απ’ ότι φαίνεται πίστευε στην επίδραση της παραδοσιακής μουσικής-του δημοτικού τραγουδιού (μιας και εδράζεται στο ασυνείδητο) στο υποσυνείδητο των μικρών παιδιών.
Τέλος πάντων δε θα επιλύσω εγώ σήμερα το πρόβλημα. Το κείμενο αυτό, είναι εισαγωγικό της πεποίθησής μου ότι τα τραγούδια του Μπάτη είναι υποδείγματα μουσικής μυσταγωγίας στην σύμπασα μουσική τέχνη (όπως και το βιβλίο της Άννας Μαγνταλένα Μπαχ).
Διότι ο δημιουργός τους έχοντας απωθήσει πάσαν την βιωτικήν μέριμναν εστόχευσε την έκφραση και μάλιστα παίζοντας.

"Ρε, βάρκα μου μπογιατισμένη
κάργα μάγκες φορτωμένη.

........................

Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης
και ο Στράτος ο τεμπέλης*"

--------------------
* τον Στράτο (Παγιουμτζή), φωνή μεγάλη, που όταν τραγούδαγε απ' τη βάρκα του στην Πειραική ο αέρας έφερνε τη φωνή του στην Αίγενα, τον έλεγαν τεμπέλη, η παρέα, γιατί άφηνε τα τραγούδια του ημιτελή, χωρίς οργανικές εισαγωγές, που συνήθως τις έβαζαν ο Μάρκος (Βαμβακάρης) και ο Ανέστος (ο Δελιάς, ο μέγας).

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2005

TU SOLUS MAXIMUS (εγκώμιον στο πνεύμα της Αναστάσεως)

Εξαφανίστηκα για λίγο από το μπλογκ. Είχα να γράψω από πριν το Πάσχα. Μάλιστα σχεδίαζα για το Πάσχα να "δημοσίευα" ένα κείμενο μου υπερλεξιστικό, παλιό, του '86, με τον τίτλο ΠΑΣΧΑΛΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ, το οποίον θα είχε βεβαίαν την επιτυχίαν. Αλλά ήμουν τόσο βαριεστημένος, τόσο πλήρης συναισθηματικών αντιθέσεων και ως εκ τούτου μελαγχολικός, άρα η βαριεστημάρα ήταν εκδηλο σύμπτωμα της ήπιας κατάθλιψής μου, οπότε δεν μπορούσα να γράψω. Έμπαινα στο μπλόγκ μου και κοίταζα για καμμία εκπεσούσα κόμεντ, η οποία ίσως με ερέθιζε κάτι να σκεφτώ και να πω. Οι κόμεντς για μένα διαιρούνται σε δύο είδη: στις ενδιαφέρουσες για να ερεθιστώ, να σιωπήσω και να σκεφτώ και στις ενδιαφέρουσες για να σκεφτώ, να ερεθιστώ και να γράψω. Δεν έχω γνωρίσει ως τώρα αδιάφορες κόμεντς και, ο Κουκουζέλης το ξέρει, είμαι πολύ κακός στο μάρκετιν(γκ).
Όμως, γνώρισα ένα νέο είδος κόμεντ, στο σχόλιο του MAXIMUS. Κάτι ψιλοκατάλαβα, "αυτός με ξέρει", είπα.
Σήμερα λοιπόν τα έπινα με τον φίλο μου τον "ην, τον όντα και τον ερχόμενο", τον Κ. για να συνεννοούμεθα. Είχα να τον δω 6 χρόνια, ίσως και 7. Η βεβαιότητα της φιλίας μας, μας οδήγησε στο να χαθούμε. Και το αστείο είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια ο Κ. δουλεύει σε ένα γραφείο δυο στενά κάτω απ' το σπίτι μου. "Να κανονίσουμε να βρεθούμε". "Εντάξει, ρε, θα σε πάρω την Πέμπτη".
Βρεθήκαμε επιτέλους σήμερα. Δεν είχε περάσει μέρα για μας.
Κάποια στιγμή, ο Κ. μετά την τρίτη μπύρα (με υ κύριε Μπαμπινιώτη), με ρωτάει:
"Ασχολείσαι με τα μπλογκ;"
Αναλαμπή: "Είσαι ο MAXIMUS", του λέω με βεβαιότητα.
Κ.: "Σε κατάλαβα απ' το ύφος και τα συμφραζόμενα".

Πεζά που είναι τα θαύματα. Ο φίλος μου ο Κ. περιδιαβαίνοντας τα μπλογκς με βρήκε και με αναγνώρισε. Να συνεχίσω να γράφω στο μπλογκ;

Τρίτη, Μαΐου 24, 2005


Gregorio Allegri (1582-1625) Posted by Hello

Ο Γκρεγκόριο Αλλέγκρι, ήταν κληρικός, τενόρος και συνθέτης. Έζησε στη Ρώμη και τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρέτησε στην Καπέλα Σιστίνα. Γνωστότερη σύνθεσή του ένα "miserere" το οποίο λέγεται ότι ο Μότσαρτ, σε ηλικία 14 ετών, το άκουσε δύο φορές και το έγραψε από μνήμης για προσωπική του μελέτη.

Τώρα, Maximus, πες μου, το ακούσαμε παρέα και μεθύσαμε; Έχω να ακούσω αυτόν τον δίσκο από το 1987 άντε 1989, με τη χορωδία του αββαείου του Γουεντμιστερ που διευθύνει ο Πρίστον......

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2005

ΓΙΑ ΤΗΝ ξ.

Είχα σχολάσει, αγαπητή μου ξ, από το μαγαζί και πήγαινα ποδαρόδρομο στην Ομόνοια να πάρω το 170, νυν 049, ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Αυτό το λεωφορείο είχε δρομολόγια όλη νύχτα, ενώ οι υπόλοιπες συγκοινωνίες σταμάταγαν ακριβώς τα μεσάνυχτα.

(Συγγνώμη για την μικρή διακοπή, αλλά έπρεπε να φορέσω τα γυαλιά μου, καθότι η πρεσβυωπία, ενισχυομένη κατά τον συνδυασμόν της με την χρήση των υπολογιστών, από εικοσαετίας, με έχει τσακίσει προσφάτως).
Πήγαινα λοιπόν προς στην Ομόνοια, έχοντας ξεκινήσει από την Ιπποκράτους. Δυό τσιγάρα δρόμος. Εκεί στο φανάρι της Πατησίων μού ‘ ρχεται η μυρωδιά από την «στοά των πειναλέων». Γύρος.
Ο γύρος τότε σπάνιζε. Κατά το ’72 με ’75 είχανε πιάσει κάποιους σουβλατζήδες που παρασκεύαζαν γύρο επικίνδυνο από γάτες, σκυλιά και σάπιο κρέας και ο γύρος είχε απαγορευτεί, ως μορφή (κρέατος ψητού). Αλλά στην Ομόνοια, εκείνη την εποχή-διότι λέμε “χρονιά” για πριν 5 χρόνια και “εποχή” για πριν 25- εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχε αρχίσει δειλά-δειλά να επανεμφανίζεται, ως μορφή ο γύρος-χλαπάτσα (το αντίθετό του είναι το «ντονέρ»).
Θες από πείνα, θες επειδή όταν ήμουνα μικρός, οκτώ χρονώ, ο πατέρας μου μού είχε απαγορεύσει να φάω έξι σουβλάκια τυλιχτά μονοκοπανιά σε ένα γεύμα, όταν είχαμε πάει οικογενειακώς στην Πεύκη για σουβλάκια και εγώ όταν ήρθε το γκαρσόνι παράγγειλα «έξι» και ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε και μου είπε «το πολύ τέσσερα», δεν ξέρω πάντως, μου μύρισε και είπα να πάω να φάω «μία γύρο». Σημειωτέον όταν στα δεκατέσσερά μου είχα σπάσει το πόδι μου, ο ορθοπεδικός* μου συνέστησε δίαιτα-γιατί όπου νά’ ναι θα έμπαινα στην εφηβεία και δεν έκανε να είμαι παχουλός που τα κορίτσια δε θα με θέλανε. Έκανα τη δίαιτα και αδυνάτισα, ψήλωσα κιόλας, 1.70** και 62 κιλά, καλό για την «εποχή» μου. Το ’81 εξακολουθούσα να είμαι 62 κιλά, σε αντίθεση με τώρα που είμαι 81 κιλά, αλλά πάντως κάποιο από όλα αυτά τα νούμερα που έχω αναφέρει ως τώρα το διατηρώ.
Παρήγγειλα τον «μία γύρο» και τον έτρωγα. Το μπουζούκι μου στην πλαϊνή καρέκλα.
Στο «βάθος κήπος» κάτι γομάρια, «τριανταεφτά κιλά παϊδάκια και οχτακόσιες μπύρες***». Την τύφλα τους είχανε και το μάτι άγριο σχεδόν «χέσε μέσα».
-Παίξε ρε παιδί κανα τραγουδάκι.
Εγώ, καλό παιδί, και φαγωμένο, πάντα με όρεξη για του πλησίον τις ορέξεις, καθότι φρικιό λίγο, ρεμπετάκι λίγο, λίγο απ’ όλα, και όλοι ίσοι είμαστε, «να το παίξω» είπα και από μέσα μου «να πάει στο διάολο».
Και πιο τραγούδι πιάνω; Γιατί, εν τη αφελεία μου, σχεδόν πέρσι μόλις κατάλαβα ότι αυτοί ήταν μπάτσοι, τότε. Παίζω λοιπόν το «τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα». Τελεία και εισαγωγικά:

«Τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοιαν ώρα,
ήρθανε να μας ρεστάρουν και τα ζάρια να μας πάρουν,

κλπ…..κλπ….κλπ….

Μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας καθίσατε στην πλάτη….»

Πολύ ωραία.
Με λυπήθηκαν και δε με σπάσανε στο ξύλο. Αλλά τέτοιο γυάλισμα στο μάτι, μόνο ο Ομέρ-Βρυώνης θα πρέπει να είχε λίγο πριν αποφασίσει το σούβλισμα του Αθανασίου Διάκου.
Ευτυχώς, αυτοί με απαλλάξανε.
(Είχανε ήδη αλλάξει οι «εποχές»).

*Απορώ, γιατί διάφορα φαρμακεία και ιατρεία γράφουν την λέξη ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΑ με «ΑΙ» δηλαδή ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΑ. Μου έλεγε ένα φίλος που έχει εμπόριο «ορθοπαιδικών», κατά τη γνώμη του, ότι η ορθογραφία της λέξης προέρχεται από τη λέξη «παιδί» και όχι από την λέξη «πέδη», διότι οι πρώτες ορθοπε(παι)δικές εφαρμογές γίνανε από γάλλους ορθοπε(παι)δικούς γιατρούς σε παιδιά. Εγώ λέω ότι απλώς είναι ανορθόγραφοι.
** Θεωρώ παράξενο, ότι ακόμα και τώρα εξακολουθώ να είμαι «ύψος 1,70», παρ’ όλες τις επιτυχείς προσπάθειές μου να γίνω 46 ετών από μόλις 16.
*** Ερωτώ: Γιατί η «μπύρα» αν και λέξη-δάνειο γράφεται το «μπύ» με «ύ» ενώ το Beer κανονικά στην ελληνική θα έπρεπε να αποδοθεί ως ΜΠΗΡΑ, διότι τα δύο “ee” λέει ο κανόνας (ο παλαιός) ως βραχέα, αποδίδονται με Η (μακρόν);
Και απαντώ:
Διότι ο ΖΥΘΟΣ είναι δισύλλαβος και γράφεται με Υ η πρώτη του συλλαβή. Και η ΜΠΥΡΑ είναι δισύλλαβη και σημαίνει: «ΖΥΘΟΣ».

Σάββατο, Απριλίου 09, 2005


gel gel..... Posted by Hello

ΓΚΕΛ-ΓΚΕΛ ΚΑ'Ι'ΚΣΗ

Παλιά, το ’81, είχα πιάσει δουλειά σε ρεμπετάδικο. Έπαιζα μουζούκι και τραγουδούσα. Τότε δύο-τρία υπήρχαν εκεί γύρω στην Ιπποκράτους. Εγώ έπαιζα, πιο πολύ Μάρκο, Μπάτη, Γιοβάν-Τσαούς. Και επειδή δεν μου άρεσαν τα «αισθηματικά» του ρεπερτορίου, απέφευγα τα «γκελ-γκελ καϊκσή» και τα συμπαραμαρτούντα οιμώζοντα. Αν τα ζητούσε κάποιος, καλυπτόμουν από το ότι «δεν δεχόμεθα παραγγελίες» και πιστός σε αυτόν τον κανόνα, για να προφυλάσσομαι, δεν δεχόμουν να παίξω επί παραγγελία ούτε το «βάρκα μου μπογιατισμένη» που μου άρεσε πολύ. Νευρίαζα, μάλιστα, όταν κάποια παρέα ψιλοκουβέντιαζε, και αντί να δυναμώνω τη φωνή και το παίξιμο, χαμήλωνα, χαμήλωνα, τόσο που το καταλάβαιναν και ησύχαζαν. Γιατί παίζαμε χωρίς μικρόφωνα, όχι λόγω κουλέρ λοκάλ, αλλά από φτώχεια του μαγαζιού. Στο τέλος του προγράμματος έλεγα και κανα-δυό αμανεδάκια. Δωδεκάμιση το πρόγραμμα λάβαινε τέλος, έχοντας αρχίσει στις δέκα, και με ημίωρον διάλειμμα στις έντεκα παρακαλώ. Μεροκάματο, ένα χιλιάρικο. Ο μισθός καθηγητή γυμνασίου τότε ήταν 11.000 δραχμές, σήμερα είναι 1000 ευρώ, πες λοιπόν ότι το μεροκάματο που έπαιρνα ήταν σημερινά 100 ευρώ. Καλά λεφτά για νεαρό.
Απέφευγα τα αισθηματικά λοιπόν και τι απέμενε; Τα χασικλήδικα. Δε φουμαίρνω, δε βαράω, απλώς είναι ωραία παιδικά τραγουδάκια και τα πάω. Είχε πέσει σύρμα λοιπόν, ότι στο Μ……..ι παίζουνε βαριά. Σουξέ μεγάλο είχε το «Ρε ‘ν’ από πίσω απ’ τη στρατώνα». Όμως αφουγκραζόμουν όλο και πιο πυκνά την απειλή μιας παραγγελιάς του «καϊκσή» και παράλληλα είχα αρχίσει να νιώθω μέσα μου το έμβρυο της ενδοτικότητας να δίνει της πρώτες χαριτωμένες του κλωτσίτσες.
«Θα τους κάνω το χατήρι και θα το παίξω το ρημάδι, να πάει στο διάολο. Αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω, θα το μελετήσω καλά και το βράδυ θα το παίξω».
Με τα πολλά μετά από εξάμηνη καριέρα, τα μάζεψα και έφυγα για να αφοσιωθώ στις μουσικές αναδιφήσεις μου. Έκανα που και που μεροκάματα και είχα την ησυχία μου. Όμως παρακολουθούσα τη «μουσική σκηνή» των ρεμπετάδικων και τα έβλεπα που λίγο-λίγο γίνονταν λαϊκάδηκα. Το «γκελ-γκέλ καϊκσή» θα πρέπει γύρω στο ‘85 να παιζόταν ταυτόχρονα σε 5 από τα 15 ρεμπετάδικα που είχαν εν τω μεταξύ ξεφυτρώσει. Και το ‘95 πια, που όλος ο κόσμος ήταν πάνω στα τραπέζια, αισθανόμουν πανευτυχής που τη γλίτωσα τόσο νωρίς και ανέξοδα.
Ταλφινέλ, αγαπητέ μου, μη τα πολυλογώ. Όταν είδα το μπλογκ μου «προτεινόμενο» και σε δικό σου, αλλά και σε παλιότερο δημοσίευμα του Νίκου Ξυδάκη-και ομολογώ ότι σας εκτιμώ αμφοτέρους-ομολογώ ότι κολακεύτηκα. Αλλά να, την ίδιαν ώρα διαβάζοντας το bereketis.com στην εφημερίδα, σα να άκουσα από τα παλιά ένα ψίθυρο: «Παίξε τον καϊκσή».

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2005

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ή Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ, ή και αγνωμοσύνη (;)

ΠΕΡΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, ή πως κάποιοι το παίρνουν σοβαρά, Η' ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΣ.

Αλήθεια, δεν το κατάλαβα. Είμεθα, λοιπόν, διάσημοι μερικοί εξ ημών.
Ω, ευχαριστούμε τους διαφημιστάς μας, από τα διάφορα έντυπα, τους λέγοντας: «Βρε παιδιά, διαβάστε Κουκουζέλη, Μπερεκέτη, Ταλφινέλ, Χοιροβοσκό κλπ,κλπ».

Μωρέ παιδιά ευχαριστούμε πολύ. Μήπως είμεθα προς πώλησιν και δεν το έχουμε πάρει είδηση;. Πώς και αναφέρεστε σε μένα από έντυπα που πωλούνται και που αμείβεστε (ή δεν αμείβεστε, αδιάφορον, φίλοι όμως των αμειβομένων); Εγώ αμείβομαι για να γράφω; Ή μήπως γράφω επειδή δεν αμείβομαι; Ή γίνεστε αρωγοί ενός υποτιθέμενου κινήματος; Ή πάτε να προλάβετε από την συντηρητική θέση σας την πρωτιά του ότι αντιληφθήκατε-«εμείς μικροί κι εσείς μεγάλοι»- την υποτιθέμενη ερχομένη επανάσταση; Ή μήπως, απλώς μας αγαπήσατε και μας κάνετε ερωτική εξομολόγηση; Ή μήπως παιδαγωγείτε το κοινό προς την μελλοντική σας καταξίωση;

Λοιπόν, πήγα να αυτοκτονήσω μπλοκικώς, προ ημερών, εξ αφορμής σας.
Τώρα τα είπα και ησύχασα. Ελπίζω να μην ξανααναφερθείτε στο πρόσωπό μου από έντυπα και άλλα προσοδοφόρα μέσα.
(Και βέβαια γνωρίζω, ότι το πρόσωπό μου είναι καθαρά θεατρικό- έτσι με όρισε ο Κουκουζέλης- και γνωρίζω ότι δίνω παράσταση, αλλά προτιμώ τους θεατές και δεν με ενδιαφέρουν οι έμποροι τέχνης και οι κριτικοί, γιατί αλλιώς θα είχα σάιτ και θα αυτοδιαφημιζόμουν- που έχω και απ’ αυτό με το «πραγματικόΣΑΣ», όνομά μου, διότι, βλέπετε, δεν είμαι απολύτως «καθαρός», αλλά εκεί πουλάω ντομάτες).Αυτό το «όλοι είμαστε μια καλή παρέα» πρέπει να καταργηθεί, αλλιώς θα πω στον δισυπόστατο Σεμιτέκολο να σας πετάξει πέτρες.Εν ολίγοις, αφήστε με στην αργομισθία μου…….


Μήπως είμαι αγνώμων (προς την πεφωτισμένη δεσποτεία);

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2005

ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΑΡΡΕΝ

Μου τό 'λεγε ο παππούς μου, ο εκ της μητρός, ο εκ Μάνης:

(Για όσους δεν το γνωρίζουν, διότι δεν κατέχουν τα του Πειραιώς, προανακρούω: Ο ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) μανιατοκρατείται ανέκαθεν.)

Όταν γεννιότανε αγόρι, στη Μάνη, ο πατέρας έστελνε τηλεγράφημα στους εν Πειραιεί (στα Μανιάτικα, λόφος Βώκου) "ξενητεμένους" συγγενείς:

ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΑΡΡΕΝ STOP ΚΡΑΤΗΣΑΤΕ ΔΥΟ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΛΠ STOP

Η μία θέσις ήταν για να εργάζεται και η άλλη ήταν αργομισθία.

Ε...., λοιπόν, ο Μπερεκέτης επειδή έχει μισό αίμα μανιάτικο, επειδή βαριόταν, παραιτήθηκε από την κύρια δουλειά του, πρωταπριλιάτικα. Έχει όμως και τρώει από την αργομισθία...........

ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ ΑΛΛ' ΕΓΕΙΓΕΡΤΑΙ.....

ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Όταν φουσκώσαν επί τούτου τα μπαλόνια
Των ευγενών αεροστάτων
Αντέδρασαν οι ελπίδες
Που, ως συνήθως,
Πριν απ’ τον απόπλου
Φτεροκοπάν στην πλώρη
Κι όλο χαρές
Από κατάρτι σε κατάρτι……

Έτσι τραχύνονται
Και οι γεύσεις,
Όλο μπαχάρια και αλάτι.

Διότι ο θαυμασμός δεν επιτάσσεται.
Απλώς ανήκει
Στους θριάμβους.



ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Ανέστη επιτυχώς.
Αυτό αρκεί και μόνον,
Να διατάξει τα ψαρόνια
Σε μαθηματικώς εξαίρετους σχηματισμούς.

Το πριν και το μετά τα αποβάλλει η γλυπτική.

Προσήλωσις-το ξεύρουν οι εραστές-
Είναι η σταυρική εγκαρτέρησις
Κι ο πόθος ν’ αρμενίζει….

Ακρίβεια ζητούν
Αυτοί που τελικώς
Είναι προορισμένοι
Στο Μυστικό τον Δείπνο
Να φέρνουν τον λογαριασμό.




ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΙΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η κόπωσις,
Αν και τριτόκλιτη,
Το τρία το μισεί.
Θα προτιμούσε δεύτερη
Ή έστω πρώτη
Να έχει επέλθει.

Έχει να επικαλεστεί
Την ματαιότητα και την ανία
Που πρόθυμες,
Της στρώνουνε το δρόμο βάγια,
Να περάσει
Καβάλα στο γαϊδούρι.

Προόρισται να έπεται….



ΣΧΟΛΙΟΝ IV
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Ηυξήθη και επληθύνθη το θείον,
Με τ’ άρμπουρα,
Τους κεχαγιάδες (χίλια πρόβατα),
Τ’ αυξητικά τελώνια.

Ως εκ θαύματος, τάχα,
Ανεβόησαν οι πυλωροί:

«Οι ωριμάζοντες
Κατόπιν προσκλήσεως,
Οι ανατέλλοντες
Επόμενοι παννυχίδος,
Οι ευέλπιδες
Άνευ του τράγου,
Δεν αγρυπνούν.
Απλώς εντάσσονται
Κι εν τέλει
Καταστέλλονται».


LACRIMOSUS GERASIMOS  Posted by Hello

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2005

ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗΝ Η΄ ΕΘΙΜΙΚΩΣ

Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το μπλογκ και λέω να σταματήσω να γράφω πια. Βέβαια διάλεξα μια κατάλληλη ημέρα για να το ανακοινώσω......

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

Περάσματα

Μια ώρα πριν,
ίσως μισή,
προτού η άνοιξη να ‘ρθεί,
περνούν απ’ το στενό μου
ζυγιά – ζυγιά
κιθάρα με ακκορνεόν,
αμάξι με σαμπγούφερ,
αυτοί οι άθλιοι κανταδόροι:
Οι αδίκως ατυχήσαντες
και οι αδίκως ευτυχήσαντες.

Εν τέλει,
πάντοτε και στην ώρα του
έρχεται
το άνθος,
με τον καημό στο χέρι.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2005

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΚΕΤΗ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ

ΥΛΙΚΑ
Γλώσσα δημώζουσα και παρηχούσα
μέτρον δεκαπεντασύλλαβον ιαμβικόν


ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άμεση.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ
Σε βαθύ μπλογκ


Τα πιάστρα τ' αλυχτόδετα με τους μακρυούς φορτάδες
ολονυχτίς τα γιορτινά σολεύγανε τα ρίκια,
τα ρίκια πού 'χαν δυο σβουρνιές σε κάθε μοσχοκάλι
και στα ζερβά μια σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Ωρ' τί θωρρείς τη σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Θωρρού τηνε που ναι βαρειά, και πραίνω της τ΄ αλέφι.
Του λόγου δεν απόσουσε, του λόγου δεν απόπε,
τρεις μπροστονοί του ρίχτηκαν κι οι τρεις ξεμπροστιασμένοι,
κι απ την πολλή τη μπροστισιά, σχόλασ' ο Νικολάκης.

.............κλπ

Το ανάλογο, πλην πρωτότυπο στην σύλληψη, έχει δημοσιευτεί σε ανάλεκτα του περιοδικού ΠΑΛΙ το 1976;. Αν θυμάμαι του ΑΜΠΑΤΖΗ-λάθος, του ΣΧΙΝΑ, με τίτλο Ο ΓΑΒΟΥΝΕΣ Ο ΜΑΜΟΥΝΕΣ ΚΙ Ο ΠΑΣΤΡΟΚΩΛΑΡΑΚΗΣ, αλλά μάθετε κάτι, οι νέοι αναγνώστες:
Ως νέοι, μη δανείζετε βιβλία σε άλλους νέους, γιατί ως γέροι δεν πρόκειται να τα έχετε και να, όπως εγώ σήμερα θα τα αναζητάτε........

Τώρα πια θυμάμαι τους δύο μόνο πρώτους στίχους:

Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές κι ο Παστροκωλαράκις,
μες στο βουρκί του Μπιθουλιάν ολημερίς χλιχλίβαν..........

Σάββατο, Μαρτίου 12, 2005

Μαρτίου 12, του οσίου υμών πατρός Θεοφάνους του Ομολογητού του Γραπτού

Ο Θεοφάνης υπήρξε ομολογητής, εικονολάτρης. Τον ταλαιπώρησε ο Θεόφιλος ο αυτοκράτορας. Πέραν των διώξεων και της εξορίας, του χάραξαν στο μέτωπο με εγκαυστική το σημάδι του σταυρού, σημάδι ότι είναι εικονολάτρης και γι αυτό ονομάστηκε και γραπτός, δηλαδή ζωγραφισμένος, ειρωνικά αφού του ήρεσαν και αι εικόνες.
Αυτά θυμάμαι και δεν θυμάμαι πια αν είναι ακριβή, αλλά θυμάμαι να τα θυμάμαι κάθε Μαρτίου 12.
Πώς τα θυμάμαι:

Ο "Θεοφάνης ο Γραπτός",΄υπήρξε αντικείμενο πανεπιστημιακής εργασίας μου στο Β΄ έτος της Φιλοσοφικής, στο μάθημα της Βυζαντινής Φιλολογίας, ότε τα ζώα φωνήν είχον, το 1978. Για να μην παραβώ το νόμο περί προσωπικών δεδομένων δεν σας αποκαλύπτω τον καθηγητή της έδρας, άλλωστε εγώ είχα να κάνω με τον ωραιοπαθή βοηθό του, του οποίου το όνομα μού ήταν άγνωστο και τότε-μάλλον δεν μου φαινόταν χρήσιμο να το συγκρατώ. Η εργασία μου απερρίφθη, ως μη επιστημονική και μεταξύ μας χέστηκα. Το μόνο που θα κέρδιζα ήταν μέσω αυτής της εργασίας να μου επιτρεπόταν να συμμετάσχω στη εξεταστική του Ιουνίου. Το έδωσα το μάθημα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου και το πέρασα.

Αντιθέτως συγκρατώ ακόμα το όνομα μιας "θεωρητικοτάτης" συμφοιτητρίας μου, της Ε. Αυτή με συνάντησε τυχαία μετά από χρόνια.
-Τι κάνεις, που βρίσκεσαι κλπ.
-Τι κάνεις, που βρίσκεσαι κλπ.

Τελείωνε τη σχολή και ήδη είχε προετοιμάσει τις άκρες για διδακτορικό στη Γαλλία. Της έλειπε μόνο μια διπλωματική εργασία στην Βυζαντινή φιλολογία, για να πάρει το πτυχίο της.
-Και τί θέμα έχεις βρε Ε.;
-Για τον Θεοφάνη τον Γραπτό.
-Α, κι εγώ το είχα αυτό το θέμα στο Β΄ έτος, εργασία προκριματική, αλλά ατύχησα.
-Μπορείς να μου το δώσεις, θα με βοηθήσει γιατί πνίγομαι ξέρεις, ετοιμάζομαι και για το εξωτερικό.

Αποβλέπων σε δευτέρα συνάντηση, άνευ όμως άλλης προσδοκίας, της παρέδωσα το πρωτότυπο χειρόγραφό μου (sic), γιατί ούτε για φωτοτυπίες δεν ήθελα να ξοδέψω. Τριάντα σελίδες εργασία γραμμένες με τα χεράκια μου με πέννα, σε τεράστιες κόλλες κομμένες από ένα μεγάλων διαστάσεων βιβλιόδετο τετράδιο (πάλι sic), απ' αυτά που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για να κρατάει το ημερολόγιο καταστρώματος, όταν ήταν καπετάνιος.

Πήρε την εργασία, με την υπόσχεσή ότι θα μου την επιστρέψει και βεβαίως εγώ ήξερα ότι δεν επρόκειτο να ξαναδώ ούτε την Ε., ούτε την εργασία μου.

Κατέθεσε, όπως πληροφορήθηκα από κουτσομπόλα παλιά συμφοιτήτρια και τότε εκκολαπτομένη βοηθό, κατέθεσε, λοιπόν την εργασία αυτούσια, το χειρόγραφό μου το ίδιο. Και φυσικά έγινε αποδεκτή από τον ωραιοπαθή λέκτορα πλέον, και πήγε στη Γαλλία, και διδακτορικό πήρε, και την ξανασυνάντησα μετά από χρόνια πάλι τυχαία. Κι όποτε τυχαία συναντιόμαστε, εδώ το 'χω αλλά δεν της το λέω.
Γιατί αν της το πω, αυτό που θέλω να της πω, να "της την πω" καλύτερα, τί θα έχω να θυμάμαι όταν έρχεται η Μαρτίου 12;


GEORGIOS XOIROVOSKOS by Bereketis Posted by Hello

Προς Αγαπητόν Γεώργιον Χοιροβοσκόν

Γράφω στο δικό μου μπλόγκ, γιατί είναι αδύνατον να σου γράψω comment στο δικό σου. Επίσης δεν μπορώ να δώ κανένα άλλο comment. Δες αν φταίει κάτι στις ρυθμίσεις.

Ο Αρτέμης Κουκουζέλης, μου επέστησε την προσοχή, ότι η απάντησή μου στην ερώτησή σου περί του ρητού του Χρυσοστόμου, ήταν κοφτή και ίσως επιθετική. Όχι όμως. Αυτό είναι το κακό, η το καλό με τα μπλόγκς. Ξέρεις έχω σχηματίσει την εικόνα της φυσιογνωμίας σου, όπως και των άλλων μπλόγκερ και σχολιαστών, και όταν σε διαβάζω ή σου γράφω το κάνω εν είδη διαλόγου άμεσου. Λοιπόν όταν σου απαντούσα είχαμε μια πάρα πολύ γλυκιά κουβέντα και απάντησα με υπομειδίαμα και μετά έβαλες τα γέλια.
Αλλά ο Κουκουζέλης που είναι εικονομάχος με υποχρεώνει να διευκρινίσω.
Λοιπόν το κάνω:
Κυριολεκτούσα. Τις ρήσεις αυτές, όπως του Χρυσοστόμου, έχω την εντύπωση ότι οι διάφοροι σοφοί παρότι τις διατυπώνουν σε πληθυντικό, ουσιαστικά τις απευθύνουν ατομικά. Και δεν μπορεί κάποιος από μας να αναλάβει να απαντήσει εκ μέρους όλων, δηλαδή στο γενικό "εγώ πιστεύω, ότι μπλα μπλα, εμείς όλοι μπλα μπλα, έτσι θα έπρεπε μπλα μπλα, και αυτό εννοούσε μπλα μπλα, άρα και εγώ όπως όλοι, και μάλλον βρίσκομαι καλύτερα από πολλούς άλλους που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση μπλα μπλα, λυπήσου με Θεούλη μου που είμαι τι καλό παιδί".

Σημειωτέον δε, επειδή μας διαβάζουν κι άλλοι: Μάλλον νιώθω αγνωστικιστής και μάλλον αισθητικώς με ενδιαφέρουν τα σχετικά και τα παρεμφερή αυτών ζητήματα.

προς επιτιτλισμόν

Το άωλον ερατίζω
και περινίβεται η βίνη μου
στο φάλος των ημενών.

Ο ορινίζων στεύει
απο τους ολοφρυγμούς:
"Οι Βάρδαλοι, οι Βάρδαλοι....".

(Μόνον σας παρακαλώ, μην το ονομάσετε "ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ", διότι τον τίτλον αυτόν τον έχει κατοχυρώσει ο Λαπαθιώτης, όπως άλλωστε και το στυλ, αλλά δεν με πειράζει να αντιγράφω άμα δεν πουλάω και άμα είναι για να γελάω. Εγώ το είχα ονομάσει: ΚΑΣΤΡΟΤΑΦΗ).

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2005

ΜΙΑ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ ΣΚΕΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΥΛΙΚΑ για ένα πακέτο

1 πακέτο μακαρόνια τα πιο ψιλά, να προσομοιάζουν τα κινέζικα νουγκλς (Νο 1 στα Μπαρίλα, 12 στα Μίσκο, ή αντιστρόφως - δε θυμάμαι).
1 κολοκύθι.
4 πιπεριές κέρατα διαφέρουσες ως προς το χρώμα (κόκκινη, πράσινη, κίτρινη, πορτοκαλιά).
2 καρότα.
2 μάτσα ρόκα
Παρμεζάνα τριμμένη και παρμεζάνα άτριφτη.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ (δημοσία)

Βράζουμε τα μακαρόνια, ως κατωτέρω αναφέρομαι σε σχετική καταχώρηση. Πριν τα κατεβάσουμε κρατάμε ένα ποτήρι από το νερό τους.
Ψιλοκόβουμε τα κηπευτικά μας (όχι βέβαια τη ρόκα) σαν μπατονέτες, κατα μήκος, έτσι που να μοιάζουν κι αυτά με μακαρόνια.
Τα ρίχνουμε σε ανίλαδο τηγάνι και προσθέτουμε το νερό των μακαρονιών. Τα αφήνουμε να βράσουν και να πιούν το νεράκι και εν τω μεταξύ:
Μαδάμε το ένα μάτσο ρόκα και το κρατάμε στην άκρη. Τα κοτσάνια που περίσσεψαν και όλο το άλλο μάτσο ρόκα τα ψιλοκόβουμε.
Τα κηπευτικά μας έχουν πιη το νεράκι τους και τότε ρίχουμε λάδι να τηγανιστούν. Μόλις αρπάξουν ρίχνουμε την ψιλοκομμένη ρόκα και μαζί, λίγο κάρυ, τρία πιπέρια και μπούκοβο, βασιλικό και ρίγανη. Σβύνουμε με κρασί, άσπρο αρωματικό π.χ. Λήμνος να ναι και φθηνό.
Μετά ρίχνουμε μπόλικη σάλτσα σόγιας και σας υπενθυμίζω μη διανοηθείτε να προσθέσετε αλάτι, η σάλτσα σόγιας είναι ήδη πολύ αλμυρή. Κατεβάζουμε.
Τα μακαρόνια μας έχουν ψιλοκρυώσει. Ρίχνουμε λάδι από πάνω τους και τα ανακατεύουμε με το χέρι μας να πάει το λάδι παντού. Σε ένα τσουκάλι (προφανώς στο ίδιο που χρησιμοποιήσαμε) ρίχνουμε τα μακαρόνια και το παρασκεύασμα μας και ανακατεύουμε. Αν τα μακαρόνια δεν πάρουν όλα αυτό το υποκαφετί χρώμα της σάλτσας σόγιας, προσθέτουμε λίγο ακόμα.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Σε βαθύ μπωλ σαλάτας. Μία στρώση μακαρόνια, πασπάλισμα με τριμένη παρμεζάνα, κι από πάνω ρόκα μαδημένη. Δεύτερη στρώση μακαρόνια και το αυτό. Τρίτη στρώση και τελευταία μακαρόνια, από πάνω ρόκα μαδημένη έτσι που να τα καλύψει και από πάνω παρμεζάνα κομμένη φλούδες (με τον ειδικό φλουδοκόφτη). Αφήνουμε το πιάτο να κρυώσει για μισή με μία ώρα, διότι ξέχασα να σας πω, ότι πρόκειται περί σαλάτας μάλλον παρά περί μακαρονάδας.
Μόλις κρυώσει (σε φυσικό περιβάλλον, όχι κομπίνες με ψυγείο, θα βουτυρωθεί το λάδι), ρίχνουμε παρθένο λάδι ή καλύτερα αγουρέλαιο από πάνω. Θα δώσει μυρωδιά. Ραντίζουμε με μπαλσάμικο και ............. με Σαμιώτικο γλυκό κρασί.

Φροντίζουμε να έχουμε παγώσει ένα Σαμιώτικο κρασί και πριν φάμε πίνουμε ένα σφηνάκι.
Η μακαρονάδα_σκέτο_ποίημα τρώγεται και μόνη της και ως συνοδευτικό. Μόνη της θέλει το κρασί με το οποίο σβύσαμε, ή και ροζέ αγορείτικο.

Σε επόμενη καταχώρηση επιφυλάσσομαι για ένα ποίημα σκέτη μακαρονάδα........

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2005

ΜΙΚΡΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΙΣΟΤΗΤΟΣ

Κατ' αρχάς καλωσορίζω τον ευγενικό Γεώργιο Χοιροβοσκό.

Η ισότης, (των δύο φύλων, περί της οποίας ωμίλησες), είναι μάλλον θέμα θεολογικής γεωμετρίας:
Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Άρα, απέχοντας μηδενικήν απόστασιν εξ όλων των όντων, απέχει εξ ίσου όλων των όντων. Ως εκ τούτου, όλα τα όντα, άρα και οι άνδρες και αι γυναίκες, ως απέχοντα εξ ίσου από τον Θεόν, μετέχουν της εννοίας της ισότητος δια της αποστάσεώς των από τον Θεόν.

Με αυτά και μ' αυτά μπορούσαν να περάσουν την ώρα τους μεσαιωνικοί θεολογίζοντες μαθηματικοί, ή μαθηματικίζοντες θεολόγοι.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι οι λογικές αυτές ακολουθίες στερούνται...λογικής. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι είναι λογοτεχνικά στεγνές. Ενδιαφέρουσες, γίνονται μόνον ως κοσμολογικές θεωρίες, εκπεφρασμένες με κομψό μαθηματικό τρόπο, του οποίου τον απόηχο παπαγαλίζουμε λέγοντας: Έψιλον ίσον εμ επί σε τετράγωνο.
Πιστεύω, ότι η ισότης, μόνον ως μαθηματική έννοια είναι καλαίσθητη. Και λέω "πιστεύω", επειδή δεν γνωρίζω μαθηματικά. Το έχω ακούσει όμως να το λένε...........

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2005

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ

Από πού φαίνεται ο σεφ; Από το πώς φτιάχνει τα μακαρόνια.
Ένα σύνηθες πρόβλημα με τις μακαρονάδες είναι ότι όλοι δίνουν συνταγή για σάλτσες και κανείς για το πώς να μαγειρέψεις τα ίδια τα μακαρόνια.
Υπερόπτες σεφ.

Τα μακαρόνια είναι τίμια. Κυριολεκτικά. Κάποιοι τα ετυμολογούν από την λέξη μάκαρ. Και αιτιολογούν την ετυμολογία από το γεγονός ότι στην Magna Grecia τα μακαρόνια υπήρξαν, λέει, επιμνημόσυνος τροφή. Κόλλυβα.

Λοιπόν, τα μακαρόνια θέλουν όσο – ακριβώς – βράσιμο προβλέπει η παρασκευάστρια εταιρία. Μην ξεχάσετε πριν τον βρασμό να ρίξετε μια κουταλιά της σούπας αλάτι, αν και αυτό το θεωρώ ταμπού, είτε ρίξετε, είτε όχι, ουδεμία σημασία έχει. Σημασία έχει ο λιπασμός. Όχι βούτυρα, φυτίνες, κρέμες και ασυδοσίες. Λαδάκι. Αλλά πότε;
Όταν βράσουν, μισοστραγγίζουμε και αφήνουμε λίγο νεράκι μες στο τσουκάλι με τα μακαρόνια και ρίχνουμε το λάδι, με το μάτι, αλλά όχι πάνω από πέντε κουταλιές. Ανακατέβουμε, με την ξύλινη πηρούνα και στραγγίζουμε τελικά.
Από ‘ δω και πέρα εξαρτάται από τη σάλτσα, το πώς θα συμπεριφερθούμε.
Αν η σάλτσα έχει λιπαρά καθόμαστε φρόνιμα. Αν πάλι η σάλτσα έχει λίγα, έως καθόλου λιπαρά (σε επόμενο μάθημα θα σας μιλήσω περί αυτών), τότε ρίχνουμε λίγο λαδάκι ωμό από πάνω.
Έτσι φτιάχνονται τα ωραία μακαρόνια, όπως αυτό το ποίημα:


ΑΓΑΘΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Τα βλέφαρα
εθήλαζαν το φως
και οι σκιές
ανέπτυσαν
το λάγνο άρωμά τους,
έθαλλαν και ελίσσονταν τα πόδια
αποκαλύπτοντας καλλίγραμμες
θεσπέσιες υποσχέσεις….

Κάποιες στιγμές
η οχλαγωγία
ορμούσε πεινασμένη,
γιατί πανάρχαια λεία της
είναι η ένταση,
την ώρα
που αμέριμνη πίνει νερό
από τα διψασμένα βλέμματα.

Τότε κι ο χρόνος
αποδρά μέσα απ’ τους τοίχους,
εντείνοντας τη δύναμη
της προσμονής.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)