Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πανδουρίς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πανδουρίς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2008

ΟΙ ΡΩΜΑΛΕΟΙ ΠΑΝΔΟΥΡΙΣΤΕΣ Ι

Ὁμοίως καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει, ἐν ᾧ καὶ ὁ δρουγγάριος τῆς βίγλης παρίσταται, ἵσταται ὁ τοῦ μέρους τῶν Πρασίνων μαΐστωρ μετὰ καὶ ὀλίγων δημοτῶν μετὰ καὶ τῶν πανδουριστῶν μετὰ τῶν πανδούρων, καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ οἱ δύο Γότθοι φοροῦντες γούνας….. (από το ΓΟΤΘΙΚΟΝ του ΠΕΤΕΦΡΗ)
Ποίοι οι πανδουρισταί; Εύκολο, θα μου πείτε: αυτοί που παίζουν τις πανδούρες. Πανδούρα, αλεξανδρινή εξέλιξη της αρχαιοελληνικής λέξης «πανδουρίς», όργανο που, όπως λέει ο λεξικογράφος Πολυδεύκης*, οι Έλληνες το υιοθέτησαν από τους Ασσυρίους. «Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα** χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Όπως λέει ο Sachs (Hist. 137): "είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους), μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές"· Πολυδ. (IV, 60): "τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι πανδούραν ωνόμαζον· εκείνων δ' ήν και το εύρημα" (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούρα· ήταν άλλωστε δική τους εφεύρεση)». Από την Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, του Σόλωνα Μιχαηλίδη –κυπρίου μαέστρου, συνθέτη και παιδαγωγού.

Η τρίχορδη πανδούρα των αρχαίων ελλήνων ήταν ένα όργανο μάλλον εξαιρεμένο από την διαδεδομένη μουσική πράξη, στην οποία δέσποζαν τα αρποειδή έγχορδα (λύρες, βάρβιτοι, κιθάρες κλπ), καθώς και ποικιλία αυλών και κρουστών). Ήταν όργανο μάλλον για περιθωριακή χρήση, δεν το απαντούμε σε παραστάσεις αγγείων. Το γνωρίζουμε από αυτό το χαρακτηριστικό άγαλμα Μούσας (Μαντινεία, 5ος π.Χ. αι) και από αγαλματίδια Ταναγραίων. Ίσως να προσιδίαζε στις γυναίκες αυτό το όργανο. Κάπου μάλιστα με πάει η εξ άπω ανατολής απόγονος της ασσυριακής πανδουρίδας. Λέτε, οι Ταναγραίες;

Να όμως και ένα αγαλματίδιο του 13 π.Χ αιώνα που κοσμεί το αρχαιολογικό Μουσείο της Χάιφας. Και σημιτικόν, δηλαδή, τ' αργανάκι.

Η μεσαιωνική εξέλιξη της πανδουρίδας μας οδηγεί στα όργανα με λαουτοειδή μορφή – βλέπετε το απολλώνιο τόξο δύο μουσικές ενσαρκώσεις μπορεί να πάρει, αυτή της άρπας και αυτή της πανδουρίδας.
Μετεξέλιξη των αρποειδών, τα τραπεζοειδή κανονάκια και σαντούρια και εξ αυτών τα εκ παραφθοράς των κυμβάλων (αλλού γι’ αλλού), τσίμπαλα και πιάνα. Της πανδουρίδος απόγονος , εις τα ημέτερα νεοελληνικά, ο ταμπουράς και το μπουζουκάκι.

Ωστόσο ο πολύτιμος Φαίδων Κουκουλές στο περιώνυμον ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ μας πληροφορεί ότι στα βυζαντινά χρόνια η λέξη "πανδουριστής" (αλλά και "φάνδουρος, ο") σημαίνει γενικώς τον οργανοπαίκτη και ειδικότερα τον σαλπιγκτή του Ιπποδρόμου, κάτι σαν τον συχωρεμένο γαύρον Αττίλιο (Βασίλη Δουρίδα), ήτοι «ρούλα-λά, ρούλα-λα, πράσινα καρούμπαλα». Μάλλον, τέτοιοι ήσαν και οι πανδουριστές του Γοτθικού. Σιγά μην ο δρουγγάριος έσερνε μαζί του λεπτεπιλέπτους μπουζουκτσήδες.

Και επειδή οι μακριές σάλπιγγες εκείνης της εποχής «εξέβγαζον» έναν θεμελιώδη ήχο και τους αρμονικούς του, οι σαλπιγκτές για να δώσουν ποικιλία στις εκφερόμενες μελωδίες τους, διέθεταν σάλπιγγες κουρδισμένες σε ποικίλους τόνους. Παίζανε διαδοχικά μελωδίες ισοδύναμες, αλλά επειδή ο ένας έπαιζε σε διαφορετικό τόνο από τον άλλο, δινόταν μια ηχητική εικόνα ενδιαφέρουσα. Και όταν στο Γοτθικόν μας λέει ότι τη μιαν ο ένας έπαιζε «νανά» και μετά ο άλλος «άγια», σημαίνει ότι του ενός η σάλπιγγα ήταν κουρδισμένη στον Γ’ ήχο και του άλλου στον Δ’ ήχο, (δηλ. σε τονιαία μεταξύ των απόσταση). Εφεδάκι που εν πολλοίς μου θυμίζει το εγερτήριον του στρατοπέδου μου, όταν ήμην και εγώ νέος, ωραίος και ρωμαλέος (καθότι και ταμπουρατζής).


* Ο Ιούλιος Πολυδεύκης έζησε περί τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Καταγόμενος από την Ναύκρατι της Αιγύπτου, σπούδασε και κατόπιν δίδαξε ρητορική στη Αθήνα. Έργο του σπουδαίο το ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ, λεξικό με λήμματα της αττικής διαλέκτου, του οποίου σώζεται επιτομή που συνέταξε τον 9ο αιώνα ο Βυζαντινός λόγιος Αρέθας.

** Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα" (Αθήναιος, όχι ο μπλόγκερ. Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".

πανδουρίζω· παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

από την "Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής"
του Σ. Μιχαηλίδη

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)