Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζαντινή μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βυζαντινή μουσική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

Καλοφωνίξ



Ο Αρσένιος ο Μικρός, μελωδός πιθανώς του ύστερου 17ου αιώνα ή των αρχών του 18ου, δεν έχει αφήσει βιογραφικά ίχνη, παρά μόνον την υπογραφή του στα έργα του. Τον 17ο αιώνα η εκκλησιαστική μας μουσική γνωρίζει μιαν ακμή η οποία εκφράζεται με την καλλιέργεια μιας νέας μουσικής φόρμας που ονομάστηκε «Καλοφωνικός Ειρμός». Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:

Ο ειρμός είναι δομική υπομονάδα μιας παλαιότερης φόρμας τής υμνολογίας μας, της φόρμας του Κανόνα. Ο Κανόνας, φόρμα που αναπτύχθηκε την εποχή του Δαμασκηνού ως απαύγασμα της νίκης των εικονολατρών, απαρτίζεται από 9 ωδές και κάθε ωδή έχει 4 στροφές εκ των οποίων η πρώτη ονομάζεται ειρμός, και επέχουσα θέση κεφαλής ακολουθείται από 3 πανομοιότυπες μετρικά και μελικά στροφές, που ονομάζονται ύμνοι. Κάθε ένας από τους 9 ειρμούς του Κανόνα, έχει δική του μετρική και δικό του μέλος. Ο Κανόνας, γενικά μελίζεται στο ειρμολογικό ή και σύντομο λεγόμενο μέλος. Φανταστείτε μια βασική χρονική μονάδα η οποία αντιστοιχεί σε διάρκεια στο χρόνο που κρατάει μια συλλαβή στον συνήθη λόγο της ομιλίας μας. Φανταστείτε την ως χρονική-μουσική ψηφίδα. Κάθε συλλαβή του Κανόνα ρυθμικά αντιστοιχεί σε μία χρονική-μουσική ψηφίδα, με εξαίρεση συλλαβές φορείς τόνου, ή καταληκτικές συλλαβές πριν από σημεία στίξεις, που κρατούν δύο χρονικές ψηφίδες. Συνολικά ο Κανόνας θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια τραγουδισμένη ομιλία. Και έρχεται να διαδεχτεί την αρχαιότερη φόρμα του Κοντακίου, η οποία απαρτίζεται από μία κεφαλή (το κοντάκιον) και 24 πανομοιότυπους μελικά ύμνους τους λεγόμενους και οίκους. Ο Κανόνας, ως εκ τούτου είναι μια πολυπλοκότερη φόρμα από αυτήν του Κοντακίου.
Αν το Κοντάκιο παρασταθεί ως Α, Α1, Α2, Α3,…….Α24, ο Κανόνας θα παρασταθεί ως Α, Α1, Α2, Α3, Α4 – Β, Β1, Β2, Β3, Β4………..Θ, Θ1, Θ2, Θ3, Θ4.
Και ενώ το Κοντάκιο συνήθως επικεντρώνεται νοηματικά στην αφήγηση ενός εορταζομένου θέματος, ο Κανόνας συνήθως επικεντρώνεται σε ένα δογματικό θέμα, στις πρώτες ωδές συσχετίζοντάς το με την προτύπωσή του στην Παλαιά Διαθήκη και στις ακολουθούσες ωδές με την ενσάρκωσή του στην Καινή, ενώ την Θ΄ ωδή αφιερώνει στην Θεοτόκο.

Ο Καλοφωνικός ειρμός, σε αντίθεση με τις διδακτικές προθέσεις που εκφράζονται στον Κανόνα, επιλέγει τον αισθητικό δρόμο της ύψωσης προς το θείο. Ο μελουργός, επιλέγει έναν ειρμό από κάποιον προγενέστερο κανόνα και τον μελίζει εκτενώς, αφιερώνοντας σε κάθε συλλαβή του πολλές χρονικές-μουσικές ψηφίδες. Ανήκει ο Καλοφωνικός ειρμός, ως εκ τούτου στο «αργόν» λεγόμενο είδος της μελοποιΐας. Το ποιητικό κείμενο του Καλοφωνικού ειρμού, ήδη γνωστό, και ακουσμένο μέσω του ψαλθέντος Κανόνα της εορτής κατά τον όρθρο, αναπλάθεται αφομοιούμενο και σχεδόν αποδομημένο ως αυτόνομη μακροσκελής μουσική φόρμα, προς το τέλος της θείας λειτουργίας για να υπηρετήσει ανάγκες παράτασης της, ώστε να μοιραστεί πχ σε ένα μεγάλο εκκλησίασμα το αντίδωρο. Στον Καλοφωνικό ειρμό, αναγνωρίζουμε πολλά στοιχεία μιας καθαρής μουσικής φόρμας, όπως η ανάπτυξη μέσω μοτίβων, η επανάληψη μουσικών φράσεων, και γενικά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν μάλλον σε φόρμες οργανικής μουσικής, έστω και αν παραμένει ένα είδος εντός των πλαισίων της φωνητικής μουσικής. Ο ποιητικός λόγος γίνεται αχθοφόρος μουσικών νοημάτων (ανταποδίδοντας την εξυπηρέτηση που είχε κάνει η μουσική στον Κανόνα).
Και ως πεδίον αισθητικής έκφρασης ανέδειξε ο Καλοφωνικός ειρμός μεγάλους συνθέτες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με κορυφαίο τον Πέτρο Μπερεκέτη, ο οποίος θεωρείται και πατέρας του μουσικού αυτού είδους.

Στο βίντεο αυτού του ποστ, του Κουκουζέλη ζωγραφούντος εμού δε καλο(;)φωνούντος, παρουσιάζεται ο πρώτος Καλοφωνικός Ειρμός της πρώτης έντυπης έκδοσης του Καλοφωναρίου, της συλλογής Καλοφωνικών ειρμών, χρηστικού βιβλίου της ψαλτικής, ο οποίος αυτός ο πρώτος καλοφωνικός ειρμός της συλλογής ανήκει στον Αρσένιο τον Μικρό.

Τρίτη, Μαρτίου 18, 2008

ΟΙ ΡΩΜΑΛΕΟΙ ΠΑΝΔΟΥΡΙΣΤΕΣ Ι

Ὁμοίως καὶ ἐν τῷ δεξιῷ μέρει, ἐν ᾧ καὶ ὁ δρουγγάριος τῆς βίγλης παρίσταται, ἵσταται ὁ τοῦ μέρους τῶν Πρασίνων μαΐστωρ μετὰ καὶ ὀλίγων δημοτῶν μετὰ καὶ τῶν πανδουριστῶν μετὰ τῶν πανδούρων, καὶ ὄπισθεν αὐτοῦ οἱ δύο Γότθοι φοροῦντες γούνας….. (από το ΓΟΤΘΙΚΟΝ του ΠΕΤΕΦΡΗ)
Ποίοι οι πανδουρισταί; Εύκολο, θα μου πείτε: αυτοί που παίζουν τις πανδούρες. Πανδούρα, αλεξανδρινή εξέλιξη της αρχαιοελληνικής λέξης «πανδουρίς», όργανο που, όπως λέει ο λεξικογράφος Πολυδεύκης*, οι Έλληνες το υιοθέτησαν από τους Ασσυρίους. «Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα πανδούρα** χρησιμοποιούνταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Όπως λέει ο Sachs (Hist. 137): "είχε ένα μακρύ βραχίονα (χέρι) χωρίς στριφτάρια (κλειδιά, κόλλαβους), μικρό σώμα, τάστα και τρεις χορδές"· Πολυδ. (IV, 60): "τρίχορδον δε, όπερ Ασσύριοι πανδούραν ωνόμαζον· εκείνων δ' ήν και το εύρημα" (το τρίχορδο που οι Ασσύριοι ονόμαζαν πανδούρα· ήταν άλλωστε δική τους εφεύρεση)». Από την Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, του Σόλωνα Μιχαηλίδη –κυπρίου μαέστρου, συνθέτη και παιδαγωγού.

Η τρίχορδη πανδούρα των αρχαίων ελλήνων ήταν ένα όργανο μάλλον εξαιρεμένο από την διαδεδομένη μουσική πράξη, στην οποία δέσποζαν τα αρποειδή έγχορδα (λύρες, βάρβιτοι, κιθάρες κλπ), καθώς και ποικιλία αυλών και κρουστών). Ήταν όργανο μάλλον για περιθωριακή χρήση, δεν το απαντούμε σε παραστάσεις αγγείων. Το γνωρίζουμε από αυτό το χαρακτηριστικό άγαλμα Μούσας (Μαντινεία, 5ος π.Χ. αι) και από αγαλματίδια Ταναγραίων. Ίσως να προσιδίαζε στις γυναίκες αυτό το όργανο. Κάπου μάλιστα με πάει η εξ άπω ανατολής απόγονος της ασσυριακής πανδουρίδας. Λέτε, οι Ταναγραίες;

Να όμως και ένα αγαλματίδιο του 13 π.Χ αιώνα που κοσμεί το αρχαιολογικό Μουσείο της Χάιφας. Και σημιτικόν, δηλαδή, τ' αργανάκι.

Η μεσαιωνική εξέλιξη της πανδουρίδας μας οδηγεί στα όργανα με λαουτοειδή μορφή – βλέπετε το απολλώνιο τόξο δύο μουσικές ενσαρκώσεις μπορεί να πάρει, αυτή της άρπας και αυτή της πανδουρίδας.
Μετεξέλιξη των αρποειδών, τα τραπεζοειδή κανονάκια και σαντούρια και εξ αυτών τα εκ παραφθοράς των κυμβάλων (αλλού γι’ αλλού), τσίμπαλα και πιάνα. Της πανδουρίδος απόγονος , εις τα ημέτερα νεοελληνικά, ο ταμπουράς και το μπουζουκάκι.

Ωστόσο ο πολύτιμος Φαίδων Κουκουλές στο περιώνυμον ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ μας πληροφορεί ότι στα βυζαντινά χρόνια η λέξη "πανδουριστής" (αλλά και "φάνδουρος, ο") σημαίνει γενικώς τον οργανοπαίκτη και ειδικότερα τον σαλπιγκτή του Ιπποδρόμου, κάτι σαν τον συχωρεμένο γαύρον Αττίλιο (Βασίλη Δουρίδα), ήτοι «ρούλα-λά, ρούλα-λα, πράσινα καρούμπαλα». Μάλλον, τέτοιοι ήσαν και οι πανδουριστές του Γοτθικού. Σιγά μην ο δρουγγάριος έσερνε μαζί του λεπτεπιλέπτους μπουζουκτσήδες.

Και επειδή οι μακριές σάλπιγγες εκείνης της εποχής «εξέβγαζον» έναν θεμελιώδη ήχο και τους αρμονικούς του, οι σαλπιγκτές για να δώσουν ποικιλία στις εκφερόμενες μελωδίες τους, διέθεταν σάλπιγγες κουρδισμένες σε ποικίλους τόνους. Παίζανε διαδοχικά μελωδίες ισοδύναμες, αλλά επειδή ο ένας έπαιζε σε διαφορετικό τόνο από τον άλλο, δινόταν μια ηχητική εικόνα ενδιαφέρουσα. Και όταν στο Γοτθικόν μας λέει ότι τη μιαν ο ένας έπαιζε «νανά» και μετά ο άλλος «άγια», σημαίνει ότι του ενός η σάλπιγγα ήταν κουρδισμένη στον Γ’ ήχο και του άλλου στον Δ’ ήχο, (δηλ. σε τονιαία μεταξύ των απόσταση). Εφεδάκι που εν πολλοίς μου θυμίζει το εγερτήριον του στρατοπέδου μου, όταν ήμην και εγώ νέος, ωραίος και ρωμαλέος (καθότι και ταμπουρατζής).


* Ο Ιούλιος Πολυδεύκης έζησε περί τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Καταγόμενος από την Ναύκρατι της Αιγύπτου, σπούδασε και κατόπιν δίδαξε ρητορική στη Αθήνα. Έργο του σπουδαίο το ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ, λεξικό με λήμματα της αττικής διαλέκτου, του οποίου σώζεται επιτομή που συνέταξε τον 9ο αιώνα ο Βυζαντινός λόγιος Αρέθας.

** Κατά τον Πυθαγόρα "η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα" (Αθήναιος, όχι ο μπλόγκερ. Δ', 183F-184A, 82). Ο Νικόμαχος γράφει στο Εγχειρίδιό του (κεφ. 4) ότι το μονόχορδο ονομαζόταν φάνδουρος. Ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τη λέξη πανδουρίς για το όργανο και τον όρο πάνδουρος για τον εκτελεστή· "πανδούρα ή πανδουρίς, όργανον μουσικόν. Πάνδουρος δε ο μεταχειριζόμενος το όργανον".

πανδουρίζω· παίζω την πανδούρα. πανδουριστής· ο εκτελεστής της πανδούρας.

από την "Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής"
του Σ. Μιχαηλίδη

Δευτέρα, Μαρτίου 17, 2008

Περί "νανά" και "άγια"

ως γνωστόν κλικ στην εικόνα και μεγαλώνει....


...έτσι βιαστικά, σαν πρώτη νύξη ιδού μια φωτογραφία από το ΜΕΓΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ του Χρυσάνθου (εκδ. 1832, αναστατική έκδοση εκδόσεις ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ - κυκλοφορεί). Προαναγγέλεται έτσι ένα θέμα περί των λέξεων "νανά" και "άγια" που χόρεψαν στο Γοτθικόν του Πετεφρή.

Πρόκειται για απηχήματα εκκλησιαστικών ήχων, δηλαδή για μικρές μελωδικές γραμμές οι οποίες με αμεσότητα μας δίνουν την ιδέα του μέλους (της μελωδικής γραμμής) που θα ακολουθήσει, σαν μια μικρή, επαρκής όμως προεισαγωγή, ή και σαν πρόσταγμα, σαν καθοδήγηση, που δείχνει τον δρόμο στον τραγουδιστή.

Περισσότερα σε επόμενο ποστ, να διαβάσω προσεκτικά πολύ το Γοτθικόν.

Νά σαι καλά Πετεφρή, μου άνοιξες την όρεξη για νέον "διδακτορικόν".


....και πρόσεξε: δεν είναι "ανα τε", είναι "ανανές", (και αμέσως μετά "ανεανές") δεν ξέρω αν διαβάζεις χειρόγραφο, ή μεταφορά του κειμένου στο έντυπο, πάντως δες και τον τροχό της φωτογραφίας που έχω παραθέσει. Τα απηχήματα είναι: Ανανές (Α' ήχος), Νεανές (Β' Ήχος), Νανά (Γ' ήχος) Άγια (Δ' ήχος) κλπ. ... δηλαδή αυτό που μοιάζει με u αλλά και αυτό που μοιάζει με καλλιγραφικό τ είναι αμφότερα παλαιογραφικές γραφές του Ν.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2008

Διάλογος με έναν σχολιαστή

Πριν διαβάσετε δείτε αυτό. Μετά αν θέλετε, ξανάρχεστε και διαβάζετε.


Το ποστ αυτό, συνέχεια του "Από τον Οξύρρυγχο στην έλλειψη συμφωνικής μουσικής παραδόσεως" οφείλεται στις οξυδερκέστατες παρατηρήσεις ενός ανώνυμου σχολιαστή. Ξεκινώ με αυτές και ακολουθεί μια απάντηση, ή καλύτερα ένας συμπροβληματισμός.
Ανώνυμος:Ήθελα να ξεστρατίσω, για να σταθώ λίγο στη φράση του σχολίου:
"Αυτό το οποίο σχετίζεται με το θέμα του ποστ, είναι το γεγονός ότι η πολυφωνία για να αναπτυχθεί χρειάζεται μία σημειογραφία ρυθμικά ακριβή", όχι για να διαφωνήσω, μα για να εκφράσω έναν προσωπικό προβληματισμό. Επειδή δεν αποκλείω σφάλμα, έλλειψη δεδομένων, παρακαλώ την διόρθωση.
Σαφώς η σημειογραφία, και ακόμα περισσότερο η ρυθμικά ακριβής, βοηθάει στην ανάπτυξη της πολυφωνίας, όσο η γραφή την ανάπτυξη του λόγου. Πέρα από τον επικουρικό ρόλο της όμως, είναι απαραίτητη;
Γνωρίζουμε πως ελλείψει της σημειογραφίας, οι μουσικοί της αραβοπερσικής μουσικής (αλλά και της ινδικής π.χ.) χρησιμοποιούσαν ένα ανεπτυγμένο (ή εκτεταμένο θα μπορούσε να πει κάποιος) ρυθμικό σύστημα για να διευκολύνουν την αποστήθιση πολλών και εκτενών μελών. Κάτι που στον λόγο απαντάμε παρόμοια στους διαφόρους ρυθμούς, στην προσωδία.
Από την άλλη, η πολυφωνία, τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και στα πέριξ, δεν είναι ανύπαρκτη. Απέχει βέβαια ευδιάκριτα από αυτή, παραδείγματος χάριν, του Παλεστρίνα τόσο αν εξετάσουμε το ύφος, όσο και τη λειτουργικότητα (εσωτερικό - εξωτερικό μέλος κ.τ.λ.), αλλά φαίνεται να μη την φθείρει η έλλειψη σημειογραφίας. Αν και άλλοτε σαφέστατα ακολουθεί μια ρυθμική αγωγή, άλλοτε την κρύπτει περίτεχνα, και άλλοτε δείχνει να την αγνοεί (τουλάχιστον να μην την ακολουθεί αυστηρά). Σ' αυτό βέβαια θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει κάποια [επιχειρήματα].
Είναι ευνόητο πως μια σημειογραφία θα λειτουργούσε καταλυτικά στην περεταίρω ανάπτυξη της πολυφωνίας, αφού η ανάλυση και η επεξεργασία θα γινόντουσαν πολύ πιο εύκολα, πολύ πιο συστηματικά, αλλά είναι η έλλειψή της ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο;
;Αν καταφέρναμε ως δια μαγείας και βάζαμε σε μια γυάλα την εσωτερική και εξωτερική (εκκλησιαστική και μη) μουσική ανάπτυξη στον ελλαδικό χώρο από το 1814 και μετά, από την σταδιακή - συστηματική "αποκρυστάλωση" (τρόπος του λέγειν - σε αντιδιαστολή με την ρευστότητα) της μουσικής σημειογραφίας, έτσι ώστε να απομακρύναμε τις επιρροές από Δυσμάς, θα παρατηρούσαμε άραγε στη σημειογραφία διπλές, ή πολλαπλές σειρές μουσικών γραμμών, ομοίων προς τις περιπτώσεις της αρχαίας ελληνικής μουσικής (φωνής και οργάνου); Απάντηση σε αυτό θα ήταν εξίσου αδύνατη με την υλοποίηση των παραπάνω βέβαια, αλλά η αποφυγή της ερώτησης στο νου μου ομοιάζει στην αδυναμία.

Να προσθέσω άλλη μια σκέψη: Σε σχέση με το παραπάνω πρόβλημα, την ρευστότητα της προ Χρυσάνθου εκκλησιαστικής μουσικής σημειογραφίας, ηγέρθη στο μυαλό μου άλλη μια πρόκληση για σύνθεση (ενθυμούμενος το "Αντιμετωπίζω την σύνθεση ως «λύση προβλήματος»" του dsyk): Θα μπορούσαν οι "θέσεις", οι από μνήμης παραδοσιακές εκτελέσεις μιας αλληλουχίας συμβόλων να δομηθούν, χωρίς ρυθμική ακρίβεια στη σημειογραφία, εκτός από οριζόντια και κάθετα;

Απάντηση:
Η γενική χρήση όρων γεννά πάντοτε προβλήματα. Ο όρος πολυφωνία και ο όρος μονοφωνία χρησιμοποιούμενοι σε ένα γενικό πλαίσιο, χωρίς χρονικούς και γεωγραφικούς (αλλά και τεχνικούς εν τέλει) περιορισμούς μοιάζουν εύχρηστοι, ωστόσο το μόνο που μπορεί να προκύψει από μια τέτοιου είδους χρήση είναι η επιφανειακή ομαδοποίηση μουσικών γλωσσών. Ίσως ο τρόπος που χρησιμοποίησα τον όρο "πολυφωνία" στο ποστ "Από τον Οξύρρυγχο στην έλλειψη συμφωνικής μουσικής παραδόσεως" προϋπέθετε (ανεπιτυχώς) μια σειρά από υπονοούμενα και αυτό γέννησε αοριστίες που πρέπει να διασαφηνιστούν. Θα φέρω ένα παράδειγμα:
Ας πάρουμε την άρια "Nigra sum sed Formosa" από το έργο του Μοντεβέρντι Vespers della Beata Virgine. Ας υποθέσουμε ότι ο τενόρος είναι στο σπίτι του και προβάρει χωρίς συνοδεία. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίζαμε το τραγούδι του της συγκεκριμένης στιγμής ως μονοφωνική μουσική; Όχι. Ναι μεν ακούγεται μία φωνή, μόνη να τραγουδά, όμως η δομή του μέλους της και η μορφολογική του εικόνα έχει οργανωθεί επί τη βάσει ενός συστήματος που προέκυψε από τον διαρκή πειραματισμό επί αρμονικών κατακορύφων σχέσεων. Θέλω να πω ότι δεν είναι το συμβάν που καθορίζει τη γλώσσα, αλλά η γλώσσα δίνει υπόσταση στο συμβάν. Υπ’ αυτή την έννοια η εναρμόνιση από τον Καλομοίρη με τους δυτικούς κανόνες του "Τη Υπερμάχω" δεν αναδεικνύει πολυφωνικές δυνατότητες που εν υπνώσει ευρίσκονταν στο συγκεκριμένο μέλος (αλλά και σε όλη την μουσική παράδοσή του, στη μουσική γλώσσα που το δημιούργησε). Αναδεικνύει μάλλον την μουσική κοσμοθεωρία του "εναρμονιστή".

Ας έρθουμε τώρα στην λεγόμενη παραδοσιακή πολυφωνία, και πιο συγκεκριμένα στο γνωστό μας ηπειρώτικο "πολυφωνικό" τραγούδι. Το χαρακτηρίζουμε πολυφωνικό, επειδή αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε μέλος της ομάδας που το τραγουδά έχει μια διαφορετική μουσική δράση, έναν ρόλο. Οι ρόλοι είναι οι εξής:
Ο ρίχτης, αυτός που ξεκινά το τραγούδι, πού ρίχνει, ας πούμε την ατάκα: "Καλότυχα είναι τα βουνά ποτέ τους δεν πεθαίνουν". Συνεχίζει απαντώντας ο κλαύτης: "Αχ, ωχ, ωχ" και ο πάρτης πιάνει να λέει την κύρια μελωδία του τραγουδιού, ενώ ταυτόχρονα ο ισοκράτης κρατάει το ίσο, ο κλώστης κλώθει μια μελωδία περιστόλιστη γύρω από την μελωδία του πάρτη και ο κλαύτης παρακολουθεί με ρυθμικούς λυγμούς. Πρόκειται για πολυφωνία, ή μήπως αν αλλάζαμε τον όρο και μιλούσαμε για ετεροφωνία, για μία κατάσταση δηλαδή όπου ένας μελωδικός πυρήνας γεννά διαφορετικές παράλληλες εκδοχές μουσικής δράσης θα βρισκόμασταν πιο κοντά στο τελούμενο; Γιατί, άλλωστε, ποιο είναι το μνημονικό κλειδί για την εκτέλεση του ηπειρώτικου "πολυφωνικού" τραγουδιού; Η κύρια μελωδία του πάρτη. Οι υπόλοιπες φωνές-ρόλοι εξαρτούν από αυτήν την δράση τους. Άρα η μνήμη λειτουργεί μονοφωνικά, η δράση εκδηλώνεται ετεροφωνικά. Δεν πρόκειται λοιπόν για πολυφωνία. Και η σημειογραφία γενικώς, αλλά και ειδικώς η ρυθμικά ακριβής σημειογραφία δεν αποτελεί προϋπόθεση για την καλλιέργεια αυτού του είδους.

Για να κατανοηθεί ο ρόλος της μουσικής σημειογραφίας πρέπει να αντιστοιχηθεί με αυτόν της γραφής. Η γραφή δεν είναι προϋπόθεση της γλώσσας. Ούτε της ομιλίας, ούτε καν της ποίησης. Είναι προϋπόθεση της επιστήμης και της αναπαραγωγής αντιτύπων έργων του λόγου, της διάδοσης του λόγου εν απουσία του ομιλούντος. Η σύνθεση, η εκμάθηση και απομνημόνευση μακροσκελών μουσικών έργων "αραβοπερσικής μουσικής" δεν απέχει πολύ από αυτό που έκαναν οι ραψωδοί. Το δακτυλικό εξάμετρο είναι για τους ραψωδούς ένα μαγικό μέσο που ρυθμίζει την μνημονική πλοήγηση. Κατ’ αναλογίαν τα λεγόμενα "ουσούλια", οι ρυθμικοί κύκλοι στους οποίους βασίζονται οι συνθέσεις της αραβοπερσικής μουσικής, δίνουν στον συνθέτη ένα πλαίσιο κατασκευής και στον ερμηνευτή ένα μνημονικό εργαλείο για μια γενική μορφολογική εικόνα: ξέρει ότι καθένας από τους τρεις χανέδες ( οι οίκοι, οι στροφές) της σύνθεσης "Σεμάυ σε μακαμ Μπεγιατί" του Ελ Αριάν απαρτίζεται από 6 κύκλους του ουσούλ "ακσάκ σεμάυ" (10/8). Να το πρώτο κλειδί. Το δεύτερο κλειδί είναι οι μικροϊστορίες μέσα σε μια μεγάλη ιστορία: Το μακάμ Μπεγιατί χρησιμοποιεί μια έκταση από συγκεκριμένους φθόγγους, καταμερισμένη σε περιοχές. Εντός κάθε περιοχής έχει προκαθοριστεί μια συγκεκριμένη διαδρομή (σεγίρ) από φθόγγο σε φθόγγο, με ενδιάμεσες στάσεις και καταλήξεις. Η βασική περιοχή και η διαδρομή της θα χρησιμοποιηθούν για τον πρώτο χανέ (στροφή) της σύνθεσης. Η μέση για τον δεύτερο, η ψηλή για τον τρίτο. Ανάμεσα σε κάθε χανέ θα παρεμβάλλεται ένα τεσλίμ (ρεφραίν, επωδός) απαρτιζόμενο και αυτό από 6 κύκλους, κινούμενο μελωδικά στην μέση και βασική περιοχή, ενώ μετά την τρίτη στροφή και το τεσλίμ θα ακολουθήσει ο πες χανές (coda, επίμετρον) στη βασική περιοχή και σε ρυθμό "γιουρούκ σεμάυ" (6/8), απαρτιζόμενος από δύο περιόδους των 8 κύκλων.
Όταν ακούμε να λέγεται ότι η αραβοπερσική μουσική έχει πάνω από 100 μακάμια, υπονοείται ότι πάνω σε ένα φθογγικό υλικό 31 φθόγγων που εκτείνεται σε δύο οκτάβες, έχουν προγραμματιστεί 100 διαφορετικές διαδρομές, οι οποίες αν συνδυαστούν με ένα πλήθος από ουσούλια (12 κατά βάση), δίνουν ένα μεγάλο αριθμό συνδυασμών, δεδομένου ότι σε μία περίπλοκη σύνθεση μπορούν να χρησιμοποιηθούν παραπάνω από δύο ουσούλια, και περισσότρα του ενός μακάμια. Ρυθμική φόρμα, λοιπόν, και γνωστές μελωδικές ιστορίες είναι τα μνημονικά κλειδιά της αραβοπερσικής μουσικής που αναπτύχθηκε χωρίς παράλληλα να αναπτύξει σημειογραφία.

Η Βυζαντινή μουσική αναπτύσσει σύστημα σημειογραφίας κατ’ αρχάς στο περιθώριο της γραφής. Οι ύμνοι, τα κοντάκια, οι κανόνες, γράφονται επειδή ο όγκος τους τεράστιος, είναι αδύνατον να συγκρατώνται από μνήμης. Η ανυπαρξία μουσικής σημειογραφίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες δείχνει ότι στην μνήμη έχει εναποτεθεί η εκτέλεση μιας σειράς από λίγους λατρευτικούς ύμνους. Η άνθιση εκκλησιαστικής ποίησης και μουσικής από τους μελωδούς και μετά, καθιστά απαραίτητη την ανάπτυξη μουσικής σημειογραφίας. Ο όγκος. Κι όταν αργότερα την εποχή του Ησυχασμού (10ος – 14ος αι.), η ποίηση υποχωρεί έναντι της μουσικής, η μουσική ως εγγύτερη στο άυλον προκρίνεται και αναπτύσσονται οι εκτενείς μουσικές φόρμες πάνω σε μικρά κείμενα (μέσω των αναγραμματισμών-ανασυλλαβισμών και της αποδόμησης του ποιητικού κειμένου) συνθέσεις που συναντάμε στον Κλαδδά και στον Κουκουζέλη, τότε η σημειογραφία αναπτύσσεται και καθίσταται άκρως απαραίτητη. Η ρυθμική ρευστότητά της είναι επιλογή αισθητική, διότι κατά την χορωδιακή εκτέλεση η ρυθμική ομοιογένεια διασφαλίζεται από το χέρι του μαΐστορος που ζωγραφίζει την εκάστοτε ρυθμική απόδοση με τη χειρονομία. (Τι παράξενο; Η Βυζαντινή Αναγέννηση, όπως ονομάζεται, προκρίνει μίαν εκκλησιαστική μουσική που αποδομεί τον λόγο. Η αποδόμηση του λόγου μέσω της πολυφωνίας, διακόσια χρόνια αργότερα, στην Δυτική Αναγέννηση παρ’ ολίγον να γίνει αιτία επιστροφής στο γρηγοριανό μέλος).
Ο ησυχασμός και η φιλοκαλία, ως πνευματικά ρεύματα, οδηγούν την εκκλησιαστική μουσική της ανατολής σε εκτεταμένες μουσικές φόρμες και παρατείνουν την ζωή της μονοφωνικής τροπικής μουσικής, επειδή οι εκτεταμένες αυτές φόρμες αναζητούν και βρίσκουν νέους τρόπους διάπλασης ήθους, μέσα από μονοφωνικά μονοπάτια, συνεχίζοντας την αρμονική παράδοση της αρχαιοελληνικής μουσικής που εν πολλοίς ομοιάζει και με την μουσική του μακαμ. Το ρεύμα του Ησυχασμού, όπως εκφράστηκε στη μουσική αναπτύχθηκε και διερευνήθηκε μουσικά μόνο μέσα στους κόλπους της εκκλησίας. Η οργανική εξωτερική μουσική παρέμεινε στον κοσμικό της ρόλο. Αντίθετα, η δυτική εκκλησιαστική ποίηση, δεν πέρασε τα στάδια εξέλιξης της ανατολικής. Το λατρευτικό τυπικό επίσης παρέμεινε στοιχειώδες. Ο πολυφωνικός πειραματισμός αναπτύσσεται εκεί, θα μπορούσαμε να πούμε, ως παροχέτευση ενέργειας που λείπει από την ποίηση. Η απλή ποιητική φόρμα, η οποία οδηγεί σε παλιλλογίες εκλαμπρύνεται από την πολυφωνική επαναδιατύπωσή της. Τεχνικά, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς σημειογραφία ρυθμικά ακριβή, ή και χωρίς καθόλου σημειογραφία; Ίσως, αν δεν είχαν οριστεί τα πλαίσια των κατακόρυφων συνηχήσεων μέσα από ένα δυιστικό σύστημα: συμφωνία-διαφωνία, σύστημα που κατά πολύ αναδείχτηκε μέσα από τους θεωρητικούς προβληματισμούς γύρω από την οργανοχρησία και το κούρδισμα των οργάνων. Ο συγχρονισμός που απαιτείται για την εκτέλεση μιας σύμφωνης συνήχησης και πολύ περισσότερο για την εναλλαγή συμφώνων και διαφώνων συνηχήσεων, απαιτεί ρυθμικά ακριβή σημειογραφία, ιδίως αν οι μελωδίες που παράγουν αυτό το αποτέλεσμα δεν αναπτύσσονται σε σχέση εξάρτησης με μία βασική. Διότι μπορεί η πρώιμη πολυφωνία να ξεκίνησε με τη μορφή του organum ως ομοφωνική (παράλληλες μελωδίες, ρυθμικά όμοιες, με διαφορά ύψους), τα εργαλείο όμως της ακριβούς σημειογραφίας επέτρεψε τον έλεγχο, τόσο της οριζόντιας, όσο και της κατακόρυφης δομής, διαφυλάσσοντας τις αξίες του δυιστικού συστήματος συμφωνία-διαφωνία.
Κατά μακρινή αναλογία της Ηπειρώτικης ετεροφωνίας, υπάρχουν παραδοσιακές λαϊκές πολυφωνίες στην δυτική εκκλησία, αλλά και στην επτανησιακή μας παράδοση. Κοινά στοιχεία η κύρια μελωδία και οι ρόλοι των συντελεστών. Μοιάζουν κατάλοιπα της ars antiqua. Κάπως έτσι λειτουργεί και η γεωργιανή πολυφωνία. Δεν πρόκειται όμως για γνήσιες πολυφωνίες, μάλλον πρόκειται για υβριδικές καταστάσεις, όπου επιμειγνύονται αρχές της μονοφωνίας με αρχές που διέπουν την κατακόρυφη συνήχηση, ή ακόμα και την τονική-δομική-συστηματική αναφορά. Είναι σαν να μιλάμε για πολυφωνία στην βυζαντινή μουσική εννοώντας ως δύο γραμμές το κύριο μέλος και το ισοκράτημα. Να σημειώσουμε τέλος ότι σώζονται χειρόγραφα στο Όρος, όπου είναι σημειωμένη κάτω από το κύριο μέλος πέραν του ισοκρατήματος, μία, όπως λέγεται, "συνηχητική γραμμή". Η συνηχητική γραμμή πλήρως εξαρτημένη από το κύριο μέλος, το αναπαράγει κατά μία 3η χαμηλότερα, σαν primo-seconto. Η τεχνική αυτή, γέννημα μάλλον του τέλους του 19ου αιώνα, δεν αναπτύχθηκε, ουδέποτε κυριάρχησε, και σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε.

Φαίνεται ότι η πολυφωνία έτσι όπως την εννοούμε μέσα από τα έργα των πολυφωνιστών της δύσης από τον 15ο αιώνα και μετά, εξερευνάται και αναπτύσσεται μέσα στο δυιστικό σύστημα συμφωνία-διαφωνία και προϋποθέτει την ρυθμικά ακριβή σημειογραφία. Παρ’ όλο που ο Σένμπεργκ ξεπερνά το αξιακό σύστημα συμφωνία-διαφωνία, τον βλέπουμε ωστόσο να διατηρεί στο έργο του τις αξίες των μορφικών αναπτύξεων που έχει γεννήσει η πολυφωνία πριν από αυτόν, δηλαδή όλες τις πολυφωνικές τεχνικές του κανόνα, της αντιστροφής και αναστροφής μελωδιών κλπ. Αν οι αναζητήσεις στραφούν εκτός του αξιακού ζεύγους συμφωνία-διαφωνία, θα μπορούσαν – το αποδεικνύουν άλλη μια φορά οι μοντερνιστές του 20ου αιώνα – να δημιουργηθούν και να συνηχήσουν πολλά αντιθετικά μεταξύ τους ηχητικά γεγονότα. Η σημειογραφία αυτής της μουσικής – παράδειγμα τα περισσότερα έργα του Γιάννη Χρήστου – δεν χρειάζεται να είναι ρυθμικά ακριβής, δεν χρειάζεται καν πεντάγραμμο. Στην ακραία δε μορφή του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού δεν είναι απαραίτητη η σημειογραφία.

Έχω ήδη επεκταθεί πολύ. Ας μου επιτραπεί να σταματήσω και να επιφυλαχθώ να αναπτύξω την "γυάλα της μεταχρυσανθίου εποχής" σε ένα επόμενο ποστ, με αρκετή δόση φαντασίας, ζηλώσας την δόξαν του Πετεφρή στο "ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΘΡΑΥΣΘΕΝΤΟΣ ΣΒΕΡΚΟΥ".

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 27, 2007

Από τον Οξύρρυγχο στην έλλειψη συμφωνικής μουσικής παραδόσεως

μικρή ανακεφαλαίωση του προηγουμένουΤο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής μουσικής παραγωγής από ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα έχει απολεστεί. Αντίθετα, το σύνολο των αρχαιοελληνικών μουσικών θεωρητικών συγγραμμάτων έχει διασωθεί. Κατά τους διάδοχους χριστιανικούς χρόνους, οι εκδότες-αντιγραφείς, με κριτήριο τη ζήτηση της αγοράς, (το ενδιαφέρον των ιδιωτών, των βιβλιοθηκών, των αναγνωστών), αλλά και με ιδεολογικά-θρησκευτικά κριτήρια (αποφυγή σκανδαλισμού) προέκριναν την αναπαραγωγή των θεωρητικών συγγραμμάτων ως διαχρονικώς επωφελών , έναντι των εκδόσεων μουσικών έργων (παρτιτούρες) που θα ήσαν οι πλέον αυθεντικοί "ανταποκριτές" τού αρχαιοελληνικού μουσικού πολιτισμού. Η σπανίς οδήγησε τα μουσικά αυτά κείμενα στον αφανισμό και καθιστά την εικόνα μας για την αρχαία μουσική της θυμέλης ελλιπέστατη.

Για να πάρετε μιαν εικόνα της διασωσμένης αρχαιοελληνικής μουσικής σας παραπέμπω στο site του φίλτατου Παναγιώτη Στέφου ιδρυτή του συγκροτήματος
ΛΥΡΑΥΛΟΣ



το κυρίως νέον ποστ

Χρησιμοποιώ παράλληλα με τον όρο "αρχαιοελληνική μουσική", τον καταχρηστικό όρο "μουσική της θυμέλης", για να δηλώσω την μουσική της περιόδου από τον 6ο π.Χ. αιώνα έως και τον 5ο μ.Χ. που σχετίζεται αποκλειστικά με το "παγανιστικό" πλαίσιο (φιλοσοφία-θρησκεία) του αρχαιοελληνικού μουσικού πολιτισμού. Διότι τυχαίνει να έχει διασωθεί σε αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία και ένας πρωτοχριστιανικός ύμνος στην Αγία Τριάδα, που ψαλλόταν στην αρχήν εκάστου έτους, και που βρέθηκε στην πόλη Οξύρρυγχος. (Πάπυρος 1786 Οξυρρύγχου, ύστερος 3ος μ.Χ. αι., Papyrology Rooms, Sackler Library, Oxford)

Κλικ & ακούτε ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ,
ψάλλει ο Μιχάλης Στέφος και χορωδία,
Συγκρότημα Αρχαιοελληνικής Μουσικής ΛΥΡΑΥΛΟΣ








[ΣΕ ΠΑΤΕΡ ΚΟΣΜΩΝ, ΠΑΤΕΡ ΑΙΩΝΩΝ, ΜΕΛΠΩΜΕΝ] ΟΜΟΥ, ΠΑΣΑΙ ΤΕ ΘΕΟΥ ΛΟΓΙΜΟΙ ΔΟ[ΥΛΟ]Ι. ΟΣΑ Κ[ΟΣΜΟΣ] [ΕΧΕΙ ΠΡΟΣ ΕΠΟΥΡΑΝΙΩΝ ΑΓΙΩΝ ΣΕΛΑΩΝ ΠΡ]ΥΤΑΝΗΣΩ ΣΙΓΑΤΩ ΜΗΔ’ ΑΣΤΡΑ ΦΑΕΣΦΟΡΑ Λ[ΑΜΠ]ΕΣΘΩΝ [ΑΠ]ΟΛΕΙ[ΟΝΤΩΝ] Ρ[ΙΠΑΙ ΠΝΟΙΩΝ, ΠΗΓΑΙ] ΠΟΤΑΜΩΝ ΡΟΘΙΩΝ ΠΑΣΑΙ ΥΜΝΟΥΝΤΩΝ Δ’ ΗΜΩΝ [Π]ΑΤΕΡΑ ΧΥΙΟΝ, ΧΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ ΠΑΣΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΠΙΦΩΝΟΥΝΤΩΝ ΑΜΗΝ ΑΜΗΝ. ΚΡΑΤΟΣ, ΑΙΝΟΣ [ΑΕΙ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΘΕΩ] Σ[ΩΤ]Η[ΡΙ] ΜΟΝΩ ΠΑΝΤΩΝ ΑΓΑΘΩΝ, ΑΜΗΝ ΑΜΗΝ.
(το διασωσμένο μέλος ξεκινάει από το ΣΙΓΑΤΩ).


Ο Οξύρρυγχος ήταν αρχαία πόλη στην Άνω Αίγυπτο, στη δυτική όχθη της κοιλάδας του Νείλου, ονομασμένη από το ομώνυμο ψάρι της οικογένειας των ακιπενσεριδών, το οποίο οι κάτοικοί της, σημειωτέον, θεωρούσαν ιερό και δεν το έτρωγαν. Μάλιστα πολέμησαν λυσσαλέα τους "ασεβείς" γείτονές τους, τους Κυνοπολίτες, οι οποίοι εύρισκαν τον οξύρρυγχο νοστιμότατον. Η πόλη Οξύρρυγχος είναι σε μας γνωστή από μια σειρά παπύρων που ανακαλύφθηκαν σε εκεί ανασκαφές, πάπυροι με κείμενα στην ελληνική, την ρωμαϊκή, την εβραϊκή, την αιγυπτιακή, την κοπτική, την συριακή και την αραβική γλώσσα, πάπυροι που χρονολογούνται από το 250 π.Χ. έως το 700 μ.Χ. Μεταξύ των ελληνικών παπύρων βρέθηκαν αποσπάσματα λυρικών ποιητών, αποσπάσματα έργων αρχαίου δράματος, αναρίθμητα ρητορικά και ιστορικά, τμήματα από ομηρικά και αλεξανδρινά έπη. Και 14 ράκη παπύρων με κείμενα και μουσική σημειογραφία, που χρονολογούνται από τον 2ο έως και τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι περισσότεροι με λυρική ποίηση. Τα λείψανα που σώζονται σε αυτούς τους καταρρακωμένους παπύρους, ελάχιστα μπορούν να συνεισφέρουν στην εικόνα της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Έχουν αξία, μάλλον, ως πειστήρια υπάρξεώς της.

Το θέμα μας όμως βρίσκεται παραπλεύρως όλων αυτών. Να υπενθυμίσουμε πρώτα, ότι η αρχαία ελληνική σημειογραφία έχει δύο οικογένειες αλφαβητικής μορφής συμβόλων, η μία για την φωνητική και η άλλη για την οργανική μουσική. Τα σύμβολα αυτά έμπαιναν πάνω από το ποιητικό κείμενο. Έτσι, ένα κείμενο που θα τραγουδιόταν μόνο, όπως το επιτύμβιο του Σεικίλου, έχει μόνον σύμβολα φωνητικής γραφής πάνω από κάθε συλλαβή, ενώ ένα κείμενο όπως ένα χορικό που θα παιζόταν με συνοδεία αυλού έχει δύο σειρές μουσικών συμβόλων, μία για τη φωνή και μία για το οργανικό μέρος της μουσικής. Είδαμε στο προηγούμενο ποστ, ότι η αρχαιοελληνική μουσική σημειογραφία σταδιακά μέχρι τον 4ο με 5ο μ.Χ. αι. καταργήθηκε, ενώ αναδύθηκε ένα νέο χριστιανικό υποτυπώδες σύστημα σημειογραφίας μέσα από τους τόνους της ελληνικής γραφής, οι οποίοι τόνοι, γραμμένοι με κόκκινο μελάνι στα κείμενα των ευαγγελισταρίων υπενθύμιζαν στους, όχι απαραιτήτως ελληνόγλωσσους, ιερείς τον σωστό τονισμό. Και επειδή η οξεία πάει τη φωνή ψηλά, η βαρεία χαμηλά, η περισπωμένη την κυματίζει, τα σύμβολα αυτά περιείχαν εν σπέρματι και κάποια ιδέα μέλους. Αναλόγως του ταλάντου του, κάθε ιερέας θα μπορούσε με αυτά τα στοιχειώδη σύμβολα να διαβάσει "εμμελώς" το ευαγγέλιο, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα. Αυτά τα σύμβολα αργότερα μετεξελίχθηκαν στην νευματική μουσική γραφή και από αυτήν προήλθαν μετά από διάφορα εξελικτικά στάδια δύο κλάδοι σημειογραφίας, η παρασημαντική για τους ανατολικούς και το πεντάγραμμο για τους δυτικούς.


Αφήνω τα ενδιάμεσα στάδια και φτάνω στον 19ο αιώνα όπου έχουμε σχεδόν ταυτόχρονα με την έκρηξη της Επανάστασης του ’21, μιαν αναθεωρητική πρόταση για την βυζαντινή μουσική σημειογραφία από τον Χρύσανθο Μαδυτινό, επίσκοπο Διρραχίου (χρησιμοποιώ την γραφή Διρράχιον, της πρώτης έκδοσης ΜΕΓΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΝ του Χρυσάνθου). Την εποχή αυτή είχε τεθεί έντονα το ζήτημα της αναθεώρησης της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής μουσικής γραφής, επειδή οι διάφορες μορφές της, παλαιές και νεότερες, ήσαν εν πολλοίς ασαφείς και ρευστές. Μέχρι που κάποιοι εισηγούντο ακόμα και την μετάβαση από την παρασημαντική στην χρήση του πενταγράμμου για να θεραπεύσουν την μουσική ασυνεννοησία μεταξύ των ψαλτών διαφορετικών σχολών. Αν κάποιος εξετάσει το σύνολο της καταγεγραμμένης μέχρι τον Χρύσανθο μουσικής με το σύστημα της παρασημαντικής , δεν θα βρει παρά ελάχιστα δείγματα μη εκκλησιαστικής μουσικής, εξωτερικού μέλους (δηλαδή εξωεκκλησιαστικού), όπως ονομαζόταν εν τω συνόλω της η εθνική, ή η λαϊκή μουσική, από τους Βυζαντινούς και τους μεταβυζαντινούς ελληνορθοδόξους. Και αυτά τα ελάχιστα δείγματα εξωεκκλησιαστικής μουσικής, εν πολλοίς ασαφώς ως προς τον ρυθμό έχουν καταγραφεί. Διότι, η εκκλησιαστική μουσική σημειογραφία προ του Χρυσάνθου με την ρευστότητά της κυρίως ως προς τον ρυθμό, επέτρεπε την καταγραφή μόνον εκκλησιαστικού ύφους μελωδιών, στηριζόμενη στην συνεπικουρία τής από μνήμης παραδοσιακής εκτέλεσης μιας αλληλουχίας συμβόλων. Με αυτόν τον στενό προσανατολισμό τής μουσικής σημειογραφίας διασφαλιζόταν -ίσως όχι απολύτως συνειδητά- η στεγανότητα του εκκλησιαστικού ύφους, έναντι των εξωτερικών (εθνικών ή λαϊκών) επιδράσεων. Ο Χρύσανθος εισηγήθηκε μια γραφή που εν πολλοίς βασιζόταν στην παλαιά παρασημαντική, αλλά ήταν πλέον πλήρως διασαφισμένη, ως προς την ρυθμική ενέργεια των συμβόλων της. Η σημειογραφία αυτή, εν χρήσει έως και σήμερα, ως εκ της καταγωγής της, είναι ικανή στο να περιγράψει φωνητικές κινήσεις του εκκλησιαστικού μέλους, επιτρέπει ωστόσο, αίτημα της εποχής του, την καταγραφή συγγενών προς αυτήν μελωδιών (πχ οθωμανική , περσική μουσική). Και από τον Χρύσανθο και μετά ανθούν οι με χρυσάνθια γραφή εκδόσεις οθωμανικών και δημωδών ασμάτων. Τι όμως διασφάλισε η σεβαστή μας παρασημαντική από τον γεννήτορά της 5ο αιώνα έως και τον Χρύσανθο, αλλά και μετά τον Χρύσανθο, αφού τόσους αιώνες το νερό είχε μπει στ’ αυλάκι; Δύο πράγματα: την συντήρηση μιας αυστηρής εκκλησιαστικής μουσικής παράδοσης, αλλά και τον αποκλεισμό μιας οργανικής μουσικής επισήμου, τη συνεπικουρία σχετικών εκκλησιαστικών συνόδων.
Όταν λοιπόν βρισκόμαστε στην ανάγκη να μιλάμε για την "παράδοσή" μας, ας τα έχομε αυτά υπ’ όψιν για να αιτιάζομε σχετικούς προβληματισμούς μας, (όχι για το τί ανήκει σε αυτήν, αλλά για το πώς κάτι δεν αναπτύχθηκε μέσα σε αυτήν).
η εικόνα προέρχεται από την ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ του Στέφανου Δομέστιχου (εκδ. 1843)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

ΔΟΛΙΟΤΗΣ

Δόλιον το προηγούμενόν μου ποστ. Αναφέρθηκα στην υπογείαν δράση της ποιήσεως. Εν περιλήψει: εάν ο Ρωμανός ο Μελωδός είναι κτήμα εκάστου εκκλησιαζομένου, τότε υπάρχει βάσις ποιητικής παιδείας.

Το αυτό θα ισχυριστώ και για την μουσική. Όταν ακούμε τον Κανόνα του Ακαθίστου, ακούμε την «εξήγηση», ήτοι την μουσική διασκευή του Πέτρου Πελοποννησίου (18ος αι.) εις το κατά παράδοσιν αρχαίον μέλος του Δαμασκηνού, σε καταγραφή, ίσως και περαιτέρω διασκευή του Ιωάννου Πρωτοψάλτου (19ος αι.). Όταν στις κατανύξεις ακούμε τα «Ανοιξαντάρια», ακούμε Ιωάννη Κουκουζέλη (13ος αι.), ή Θεόδωρο Φωκαέα (19ος αι.). Όταν ακούμε το «Δύναμις» στις λειτουργίες, ακούμε Νηλέα Καμαράδο, ή Ανδρέα Κρήτης, ή Αβαγιανό. Χεσμένους τους έχομε το ξέρω. Αλλά αν δεν τους ξέρομε, πού ακριβώς χέζομε. Και για ποίαν έλλειψη μουσικής παιδείας ομιλούμε. Ποίων.

Τον Σαίνμπεργκ να τον ακούς όταν ξέρεις τον Φαρδυμπούκη (αυτό αντιστρέφεται). Ή τουλάχιστον δια την έλλειψιν μουσικής παιδείας μας να μην κατηγορείς, να μην τύπτεσαι.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2007

Μαθήματα....

Οι βυζαντινοί μελουργοί της ύστερης περιόδου, καθώς και οι μεταβυζαντινοί διάδοχοί τους, απολάμβαναν ιδιαιτέρως να ασχολούνται με ένα είδος σύνθεσης, το οποίο δεν είχε σαφή λειτουργικό προσανατολισμό, δεν εντασσόταν απαραιτήτως στο εκκλησιαστικό τελετουργικό. Οι συνθέσεις αυτές, εκτενέστατες, "επέλυαν" ένα μουσικό πρόβλημα, ή μάλλον το εξηγούσαν, αποδεσμευμένες από την προσήλωση-καθήλωση στην απόδοση νοημάτων του λόγου, τον οποίον λόγο, στις περί ου ο λόγος συνθέσεις, χρησιμοποιούσαν ως στοιχειώδη υλικό φορέα μουσικών νοημάτων. Γι' αυτό, οι συνθέτες μεταχειρίζονταν ως υλική βάση, άλλοτε μια μικρή ποιητική φράση από κάποιον ψαλμό, άλλοτε ένα μικρό απόσπασμα από εκτενέστερη ποιητική σύνθεση (πχ κανόνα), και "αναγραμματίζοντας", ή καλύτερα ανασυλλαβίζοντάς τον, αλλάζοντας και την σειρά των λέξεων, έπλαθαν ένα ποιητικό σώμα που θα το εμψύχωναν μουσικά. Εδώ, να υπογραμμίσω ότι η εκκλησιαστική μας μουσική, ούσα αποκλειστικώς φωνητική ήταν σχεδόν μοιρολατρικά δεμένη με τον λόγο, και συνεχίζω. Τις περισσότερες φορές όμως, όταν ήθελαν να απελευθερώσουν τελείως την μουσική τους από τον (ποιητικό) λόγο, χρησιμοποιούσαν τις άσημες συλλαβές τε-ρι-ρε, το-ρο-ρομ, νε-να, εξ ου και "τεριρέμ", "τερερίζω", "τερέρισμα", "τερερισμός", "νενανισμός". Οι "τερερισμοί" και οι "νενανισμοί" ονομάζονταν "κρατήματα", όλες δε οι εκτενείς, χάριν της μουσικής, συνθέσεις ονομάζονταν "Μαθήματα" και οι συλλογές που τις περιείχαν "Μαθηματάρια".

Αυτά ως εισαγωγή για να σας στείλω ...στο πάρκο συγχορδιών του dsyk .
Μοιάζει να το χωρίζει πολιτισμική άβυσσος από το "Μέγα Ίσον" του μελωδού Ιωάννη Κουκουζέλη, ωστόσο έχουν κάτι κοινό. Είναι και τα δύο "Μαθήματα".

Κατά ευτυχή σύμπτωση, έστω και εξ άλλης αφορμής, (το σύμπαν καθημερινώς συνομωτεί), ο Αθήναιος μιλά παραλλήλως στους Κακοταϊσμένους Διαφωτιστές
Επίσης, για να βλογάμε και τα γένια μας, ένα νέο κλιπάκι....

Κυριακή, Οκτωβρίου 15, 2006

ο Πέτρος αλλάζει την εποχή

Βρίσκομαι σε μέρος που δεν διαθέτω τα τεχνολογικά μέσα για να έγραφα αυτή τη μουσική φράση σε παρασημαντική για λόγους οπτικοαισθητικούς,(θα την έγραφα χειρόγραφο και κατόπιν θα το σκανάριζα, αλλά δεν έχω μαζί μου σκάνερ). Γράφω λοιπόν στο πεντάγραμμο και κατ' εμέ η ουσία η μουσική δεν χάνεται. Κατά το ύφος του Πέτρου Μπερεκέτη. Η ρυθμική αγωγή είναι "τέταρτο στο 60". Δεν πρόκειται για πλήρες μουσικό κομμάτι, απλώς για μία εναρκτήρια φράση. Θα μπορούσε από αυτήν να φτιαχτεί μια φόρμα διάρκειας 20 λεπτών. Ας πούμε ότι επιφυλάσσομαι, αλλά και ποίο το νόημα. Δεν ασχολούμαι με μουσικό μοντελισμό.
Σε ήχο βαρύ, εναρμονίου γένους, εκ του Γα(=ντο, όπως και ο Χρύσανθος ορίζει στο Μέγα Θεωρητικόν του).





Τρίτη, Απριλίου 18, 2006

ΟΙΣΤΡΟΣ

Ο Κουκουζέλης έβαλε προσωρινά λουκέτο. Ευκαιρία…

Μετά από πρόβα στην πειραματική σκηνή της λυρικής, κοντό-ρεκτά σε καφενεδάκι στον Κολωνό, στις παρυφές του Θεάτρου της Άνοιξης. Από πέρσι το είχαμε σταμπάρει με την φίλη μου την Α., αλλά δεν μας έκατσε. Ήταν πάντα γεμάτο με νεαρές παρέες, εμείς κάπως μεσήλικες και σε αταίριαστες ώρες. Μεσημέρι όμως είναι βολικά. Κι έτσι χτες και σήμερα πήραμε την ρεβάνς. Ειδικά σήμερα, από τις τέσσερις μέχρι τις επτά και κάτι, τα τσούζαμε εκεί, συν γυναιξί και ανδράσι. Η Α. είναι εξαίρετη τσιμπαλίστα, λευκορωσσίς. Αμύητη σε πολλά ελληνικά, λάτρις της Ελλάδας, σε τέτοιο βαθμό όπου το μίσος της γι αυτήν, όποτε εκφράζεται, να υπερβαίνει το μέτρο.
Σαν στοίχημα λοιπόν την έστειλα σήμερα, Μ.Τρίτη, στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου, συστημένη, ν’ ακούσει τον Λυκούργο (Αγγελόπουλο) και τον Γιάννη Αρβανίτη, μετά των χορωδών, να ψάλλουν το τροπάριον της Κασσιανής. Την έστειλα μετά από σχετική κατήχηση μουσική και λογοτεχνική, άμα και θεολογολαογραφική – ξέρετε αυτά τα σχετικά με το «ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» τα κλιπιτικλόπ του αλόγου του Θεοφίλου αναζητούντος την αποτραβηγμένη των εγκοσμίων Εικασία στο μοναστήρι, καθώς και τα διαμειφθέντα παρ’ αυτών: «εκ γυναικός ερρύη τα χείρω», «αλλά και εκ γυναικός τα κρείττω».
Την πήρα στο κινητό κατά τις 10 και 1 λεπτό μ.μ.
-Είσαι απόλυτα κουρντισμένος, μου είπε. Μόλις τελειώσαμε. Ήταν αριστούργημα. Ο Λυκούργος έκανε ένα σόλο εκπληκτικό.
-Πάρε με τηλέφωνο μόλις φτάσεις σπίτι να τα πούμε.

Εν τω μεταξύ, περιμένοντας το τηλέφωνο, γράφω.
Αύριο, θα φύγει για Μιλάνο, ταξίδι αναψυχής. Έχει εισιτήριο για την Σκάλα, ανήμερα Μ. Παρασκευή, θα πάει να δει και το Μυστικό Δείπνο του Ντα Βίντσι.

Σκέφτομαι, ότι θα ήθελα να της πω, πως το σόλο του Λυκούργου, ασφαλώς αυτοσχεδιασμός σε παλαιό μουσικό κείμενο, ίσως του 17ου αιώνα, αιτία δημιουργίας έχει την πίστη αυτήν την ιδιότυπη πίστη του καλλιτέχνη στον εαυτό του. Αυτήν την πίστη που ο δημιουργός συνθέτης πολλές φορές αναγκάζεται να την παρουσιάσει ως θεία, την επικαλείται ως θεία για να ισχυροποιήσει το έργο του, ενώ κατά βάθος ξέρει ότι δημιουργεί για να πληρώσει το κενό που αφήνει μέσα στους δημιουργούς η διάθεση δημιουργίας. Το αποτέλεσμα της δημιουργικής του πράξης εντάσσεται λοιπόν, σε ένα λατρευτικό τυπικό, το οποίο ο συνθέτης υπηρετεί ως συντελεστής, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι οι τελούντες ιερατικώς την λατρευτική πράξη αναγνωρίζουν την αξία της δημιουργίας του, όπως άλλωστε, ούτε και όλοι οι πιστοί καταλαβαίνουν από μουσικές και νη πα βου, ούτε όλοι οι ψαλτάδες από θεολογία. Γι αυτό, συνήθως, οι παπάδες καταριόνται τους ψαλτάδες που χάριν της μουσικής παρατείνουν τις ακολουθίες, όπως άλλωστε και οι ψαλτάδες καταριόνται τους παπάδες που κτήτορες μεγαλόσχημοι της θείας χάριτος ενεργούν ως δήμιοι των μουσικών έργων, πιέζοντάς τους να τα συντέμνουν, εν ώρα εκτελέσεώς των, χάριν ενός αθλίου συνήθως κηρύγματος, ή μιας εγκυκλίου ανακοινώσεως.
Η αξία λοιπόν του τροπαρίου της Κασσιανής, όπως έχει μελοποιηθεί από τον Πέτρο Λαμπαδάριο, καθώς και το σόλο του Λυκούργου – δεν παρευρισκόμουν – πιθανολογώ ότι έγινε στο σημείο «οίστρος ακολασίας», η αξία λοιπόν, αισθητικώς μπορεί να εντοπιστεί και να οριστεί χωρίς εκπτώσεις, μόνο από …… απίστους.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)