Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Rembetico & Μπλουζ

μέρος πρώτον, εισαγωγή.




Παίρνω αμπάριζα από μια πρόσφατη καταχώρηση του Πετεφρή (Όταν συμμαζεύεις χαρτιά…, 20-10-2007) για να διεισδύσω σε ένα θέμα παρωχημένο. Την περίφημη ομοιότητα του ρεμπέτικου και των νέγρικων μπλουζ. Η ομοιότητα αυτή είχε εφευρεθεί από αυτοκλήτους κοινωνιολόγους-μουσικολόγους για να καλύψει ιδεολογικά την μετάλλαξη ροκάδων που σνομπάριζαν τα λαϊκά τραγούδια σε φανατικούς απολογητές του Μάρκου Βαμβακάρη.
Η συνταύτιση μπλουζ και ρεμπέτικου έχει τας αφορμάς της. Εκδηλώνεται σε μία εποχή (’70-’80) όπου η ροκ σκηνή μεταλλάσσεται από εκρηκτική σε εμπορική. Η ροκ μουσική έχει ενηλικιωθεί, οι πρώτοι λάτρεις της ψηφίζουν ή είναι και υποψήφιοι, κάποιοι είναι τακτοποιημένοι οικογενειάρχες. Η σκληρή ηχητική της ροκ , καθώς και η δυναμική ρυθμικότητά της είναι αναγνωρίσιμα πλέον ως ξεχωριστό μουσικό είδος ακόμα και από τη γιαγιά του σπιτιού που μέχρι πρότινος αυτά τα βασικά γνωριστικά στοιχεία τα θεωρούσε ως φασαρία που κάνουν οι μαλλιάδες. Να πάμε λίγο πίσω και να πούμε ότι οι μαλλιάδες, οι εξτρεμιστές της αντίδρασης μια νεολαίας που αφήνει την δεκαετία του ’50 με τα κουστουμάκια της, συνακολουθούνται από τους πιο δειλούς που οσμίζονται αέρα ελευθερίας, ελευθερίας κυρίως ερωτικής, και που στον ήχο των Λεντ Ζέπελιν πχ αναγνωρίζουν ένα σύνθημα που λέει «εμείς οι νέοι έχουμε τον δικό μας κόσμο, με τα ήθη και έθιμά του, κάτω η Καραγκούνα». Και η Καραγκούνα είναι τόσο μισητή, όσο και η φωνή του Παπαδόπουλου, γιατί το ραδιόφωνο και η τηλεόραση της επταετίας μας είχαν φλομώσει με τον Καμπαφλή (εξαίρετο κατά τα άλλα αοιδό του δημώδους άσματος) και με την Ιτιά (εξαίρετο κατά τα άλλα δημώδες άσμα). Τα δημοτικά τραγούδια εναλλασσόμενα με εμβατήρια μας ενημέρωναν για το πότε τα τανκς κατέβαιναν στο δρόμο. Ενώ σε στιγμές μικροαστικής ευμάρειας το ελαφρολαϊκό «Δελφίνι-δελφινάκι» και το «Κυρα-Γιώργαινα ο Γιώργος σου που πάει;» μας θύμιζαν ότι είμαστε η τουριστική χώρα της διπλοπενιάς (όχι της γενικής πενίας). Παραλλήλως, το μεταξικής αισθητικής ετήσιο υπερθέαμα του Παναθηναϊκού Σταδίου «Η Πολεμική Αρετή των Ελλήνων» σε αγαστή συνεργασία με το ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ κατεδείκνυαν την συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού: σανδάλι-τσαγγίον-τσαρούχι-σκαρπίνι. Όλα αυτά τα επιφανειακά στοιχεία-στοιχειά που όριζαν την ελληνικότητα προσπαθώντας παράλληλα να καθορίσουν το υποσυνείδητο των νέων και να ελέγξουν τα όνειρά τους, συνάντησαν την αντίδραση σε ένα μανιφέστο όχι λέξεων αλλά συμπεριφορών: «Εγώ, ο Μήτσος, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Ντέμης και δεν θα πάρω γυναίκα με προξενιό, αλλά θα γνωρίσω στα πάρτυ καμιά πενηνταριά και μετά άμα μεγαλώσω βλέπουμε. Κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». «Εγώ, η Ιουλία, θα λέγομαι από τούδε και στο εξής Τζούλια και δεν θα πάρω άντρα με προξενιό, θα δω πρώτα τι σημαίνει χαρά στα σκέλια μου και μετά βλέπουμε. Θα πάω απόψε στο πάρτυ με τον Ντέμη ο κόσμος να χαλάσει, κάτω η Καραγκούνα. Σατισφάξιον, και ας μην καλοκαταλαβαίνω τα εγγλέζικα». Οι πιο θαρρετοί εποικούσαν τα Μάταλα παρέα με τους χίππηδες. Οι άνω τάξεως με κάμπριο ήταν καθημερινοί θαμώνες των κλαμπ με συγκροτήματα ρέπλικες των Μπήτλις. Οι μέσοι αρκούνταν στα 45αρια δισκάκια και στα πρώτα λονγκ-πλέυ, στο ερασιτεχνικό ημίφως του σαλονιού κάποιου σπιτιού, στις παραλίες γύρω από μια φωτιά και τον Μήτσο-Ντέμη να γρατζουνάει μια κιθάρα που το καπάκι της είχε ξασπρίσει απ’ τις αλλεπάλληλες εκθέσεις στον ήλιο και στην ασκοθάλασσα. Οι μέσοι και κάτω, ξέφευγαν που και που για να επιστρέψουν στο τζουκ-μποξ του σουβλατζίδικου και να πιούνε τα κουρτάκια τους ακούγοντας «Το μερτικό μου απ’ τη χαρά». Οι άλλοι παρέμεναν εκεί, στο καφενείο τους, στη συνοικία τους, στο χωριό τους. Οι πολιτικοποιημένοι, άκουγαν μπομπίνες με Θεοδωράκη εν είδει κρυφού σχολειού, εκκλησιάζονταν στις μπουάτ ιερατούντων του Μαρκόπουλου, του Σαββόπουλου, του Λεοντή, του Λοΐζου, του Γλέζου, της Κωχ και δεν είναι διόλου τυχαίο, για να κάνουμε και μία στροφή γιατί δεν με βλέπω να τελειώνω αυτό το κείμενο, δεν είναι καθόλου τυχαίο λοιπόν, ότι κάτι η φωνή του Ξυλούρη, κάτι η φωνή της Σαμίου, του Γαργανουράκη, του Χαλκιά, κάτι το σαντούρι του Μόσχου, ο ήχος του Μαρκόπουλου κυρίως, έρρυσαν εξ αιμάτων την δημοτική μουσική και μας την επέστρεψαν εξαγνισμένη, με ανακαινισμένο το παλαιόν της ένδυμα, να μη θυμίζει συνταγματάρχη μεθυσμένο σε πασχαλινό γλέντι.
Την εποχή εκείνη, μέσα προς τέλη ’70, μεταπολίτευση, παραλλήλως εμφανίζονται δυναμικά οι συλλέκτες ρεμπέτικων δίσκων γραμμοφώνου, ο Χατζηδουλής, ο Παπαϊωάνου, ο Κουνάδης οι οποίοι προβάλλουν το ρεμπέτικο σε εκπομπές και συνάμα πείθουν τις δισκογραφικές εταιρίες να κάνουν εκδόσεις παλιών ηχογραφήσεων. Η αναζήτηση ριζών και εθνικής ταυτότητας, έννοιες που δεν θα αναλύσω γιατί θα λαλήσω, είχαν δημιουργήσει ανάγκες, ώστε το κάθε τι που θα μπορούσε να συνεισφέρει στην διαλεύκανση της μουσικής καταγωγής μας ήταν εκδόσιμο. Ο Χατζιδάκις σε ανύποπτο χρόνο ήδη από το ’60 είχε μιλήσει για το ρεμπέτικο - στην ρεμπετολαγνεία που επηκολούθησε έστρεψε τα νώτα. Ο Τσιτσάνης του ’70 στο Χάραμα και του ’80 στο Χρυσό Βαρέλι, ακούγοντας τις παλιές του ηχογραφήσεις ίσως να ετύπτετο για τον ήχο που παρήγαγε στα γεράματα, σε σχέση με τη χρυσή εποχή του ’50. Το σκρατς των δίσκων γραμμοφώνου, έγινε σύμβολο αυθεντικότητας. Η επιτυχία των παλιών ρεμπέτικων σε επανέκδοση, γεννά και τις πρώτες ρεμπετικές κομπανίες, περιοχή Ιπποκράτους, ερασιτέχνες οργανοπαίκτες φοιτητές, θαμώνες φοιτητόκοσμος.
Ο κιθαρίστας Μήτσος-Ντέμης έχει προδωθεί. Οι ρίζες που την ηχητική τους μίσησε έχουν επανέλθει στο προσκήνιο κι αυτός πρέπει να διαλέξει «περιθωριοποιημένος ή προσκυνημένος». Και έρχεται ως μάνα εξ ουρανού η Κοινωνιολογία. Ο Ντέμης, «Μήτσος, το Ντέμης κομμένο», αγοράζει μπαγλαμά, κρατάει το αμπέχωνο, αφήνει μουστάκι και λίγο-λίγο φέρνει το μαλλί στο κοντό, το κάνει και χωριστρούλα. «Ξέρεις φίλε μου τι είναι Κοινωνιολογία; Άμα δεν ξέρεις δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι τυχαίο, δηλαδή (ς), που κάτω απ’ τις ίδιες συνθήκες, αναπτύσσεται στην Αμερική το μπλουζ και στην Ελλάδα το Ρεμπέτικο; Το λούμπεν στοιχείο τα δημιούργησε και τα δύο. Είναι τραγούδια διαμαρτυρίας. Δες ρε μαλάκα καμιά φωτογραφία του Μάρκου δες και τον Ρόμπερτ Τζόνσον και θα καταλάβεις».
Τον συμπαθώ τον Ντέμη – Μήτσο. Ήμουν σκληρός όταν σχολιάζοντας την καταχώρηση του Πετεφρή, απεκάλεσα τον Ντέμη-Μήτσο πλατωναριστοφανικόν ερμαφρόδιτον. Και για να αποδείξω την συμπάθειά μου διάλεξα την πλέον σκουρόχρωμη φωτογραφία του Μάρκου για να την βάλω πλάι στον Τζόνσον.

20 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συναρπαστικά ακριβές. Αναμένουμε τα επόμενα μέρη.

Dimitri Sykias είπε...

Αν είσαι τόσο αυστηρός με τον "ακροατή" Ντέμη-Μήτσο, τί έχεις να πείς για τον "συνθέτη" Ντέμη-Μήτσο, που μόλις άκουσε τις πρώτες νότες του Arvo ή του Alfred σταμάτησε εν μία νυκτί να μετρά τους 12 φθόγγους και άρχισε να γράφει συντηρητικότερα και του Μανόλη; Έτσι συμβαίνει πάντα, το διηθητικό χαρτί της ιστορίας περνούν μόνον αυτοί που ενώ βρίσκονται στο Α, μπορούν να δουν το Δ διαμέσου του Β και του Γ. Κι όμως μου είναι τόσο οικείος και συμπαθής ο ακροατής, συνθέτης, πολίτης, καταναλωτής, εραστής Ντέμης-Μήτσος, νοιώθω την αγωνία του, την απορία του, το τάνυσμα του πνευματικού κορμιού του για να δει λίγο πιο μακριά, πάνω από το Β. Μόνο και μόνο για το τελευταίο, έχει αξία, έστω και εφήμερη, να είσαι ο Ντέμης-Μήτσος.

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

το ξέρεις ότι σε αγαπάω dsyk. Aλλά θα πρέπει να συνεχίσω χάριν συνεπείας και χάριν του π2.

Sraosha είπε...

Συγχαρητήρια, περιμένουμε τις συνέχειες.

thas είπε...

Αισθάνομαι τον Μητσοντέμη αδερφό και αναλαμβάνω αμέσως την υπεράσπισή του. Κατ’ αρχάς το ποστ με ταπεινώνει γιατί ενδέχεται να έχω πει κι εγώ αυτή τη μπαρούφα. Ήτοι η μουσική είναι το μέγα πάθος της νεότητας και καλά κάνει- μετά και να θες να αφήσεις μαλλί δεν μπορείς. Αν δεν αγαπήσεις έως τυφλώσεως ένα είδος δεν θα εννοήσεις το επόμενο. (αν δεν παθιαστείς εξάλλου με έναν φιλόσοφο δεν θα γουστάρεις ποτέ τη φιλοσοφία). Κατά τη γνώμη μου το ροκ ήταν πάντα η βασική εκπαίδευση. Κάτι σαν το δημοτικό-γυμνάσιο της μουσικής αγωγής. Αριστεύοντας εκεί μπορούσες κατόπιν να ανοιχτείς ολούθε. (Και όχι μόνο μουσικολογικώς- η αγωγή είναι ευρύτερη.) Δεν έχω πείρα να πω αν συμβαίνει και αντιστρόφως. Δεν έχω δει δηλαδή μέχρι τώρα ανθρώπους να περνάνε από ποιόν; τον Μάρκο ας πούμε, στους ποιους; στους Placebo φερ’ ειπείν. Αυτός που βρήκε κάτι, είτε στην Ιτιά, είτε στον Ιάννη, είτε στους Iron Butterfly,(δύσκολο το Ι), συνήθως το κρατάει πάνω του φυλαχτό. Κάπως δουλεύει το σύστημα, σαν μίνι κιβωτός αισθημάτων, έκαστος τη δική του. Εξού και ο φανατισμός που προκύπτει.
Μητσοντέμηδες είμαστε όλοι. Αν αντικαταστήσεις τα συγκεκριμένα είδη με άλλα δημιουργείς άπειρους τύπους ερμαφρόδιτου. Για να πούμε την αλήθεια αυτή είναι και η φυσική μας κατάσταση: ο ερμαφροδιτισμός είναι η εικόνα της αγωνίας αλλά και της χαράς δυσί κυρίοις δουλεύειν -και (τελικώς) γουστάρειν.
Παρακαλώ το διαστήριο να μας κρίνει με την αυστηρότητα που ταιριάζει σε όσους πολύ ηγάπησαν. Όσοι από το ακροατήριο δεν πέσανε ποτέ σε λούμπες να αποσυρθούν, παρακαλώ, διακριτικά.

(Ρωτάει ο kuk στο σχόλιό του τι έμεινε από τις διασταυρώσεις, τα δάνεια και τα αντιδάνεια. Απάντηση: Ο Θανάσης. Ένας, νομίζω, φτάνει.)

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Αγαπητέ μου Thas. Δεν θα διαφωνήσω, απλώς θα διευκρινήσω:

Άλλο είναι να αγαπήσεις το ροκ και μετά γνωρίζοντάς το να αγαπήσεις και το ρεμπέτικο, και άλλο να γνωρίζεις το ρεμπέτικο, να το φτύνεις, αλλά όταν το ρεμπετικο γίνεται της μόδας να λες:
"Εγώ τόσα χρόνια τι έκανα νομίζετε; ασχολιόμουν με την μία όψη του ίδιου νομίσματος, τώρα ασχολούμαι με την άλλη".

Νομίζω δηλαδή ότι υπερασπίζεσαι τον Ντέμη-Μήτσο ταυτίζοντας δύο τελείως διαφορετικές συμπεριφορές.

thas είπε...

Είναι πράγματι δυο διαφορετικές συμπεριφορές, ω τεχνίτα των λέξεων, Μπερεκέτα τρισμέγιστε;
Λες «άλλο είναι να γνωρίζεις το ρεμπέτικο και να το φτύνεις…»
Κατ’ αρχάς, κρίνοντας και από τη μετέπειτα πορεία του Μήτσου με μπαγλαμά στο χέρι κάτι τον τραβούσε εκεί με τρόπο πιο προσωπικό. Δεν κάθεσαι στο θρανίο αν δεν σε τρώει ο κώλος σου. Ας το δούμε δηλαδή σαν άλλη θεομαχία- παραλλαγή της θρησκευτικότητας. Ο τύπος εμπλέκεται και αυτό είναι θετικό.
Ύστερα ο φανατισμός και η εμμονή σε ένα στυλ ενδέχεται να μην προσπαθούν να περιγράψουν τόσο τι είσαι σε δεδομένη στιγμή, όσο τι δεν είσαι. Σ’ αυτές τις ηλικίες καλείσαι να συγκροτήσεις ταυτότητα και τα αισθητικά ζητήματα εκλαμβάνονται ως ουσία. Για παράδειγμα, τα στερεότυπα: Ρεμπέτικα= ταβέρνες, Ζηνοβία και πολιτικολογία. Καρεκλάδες= σύμβαση και επιφάνεια. Ροκ= μπάφοι και απλυσιά.
Από εκεί λοιπόν ενδέχεται να προκύπτει η αντίδραση του Ντέμη. Η μουσική είναι το πρόσχημα. Θέλει να πει τι δεν του κάθεται σαν συμπεριφορά- να πάρει αποστάσεις από το mainstream κυρίως. (γι’ αυτό και μετά πηδάει στο ρεμπέτικο). Αλλά η μουσική δουλεύει συνεχώς από κάτω, ιδίως για όσους έχουν ευαίσθητα αυτιά.

Ύστερα, οι μόδες, που λες. Η μόδα δεν είναι κακό πράγμα με την έννοια ότι κάτι τη φέρνει στην επιφάνεια, κάτι προηγείται. Προτού η Ελευθερία πιάσει στα χειλάκια της τις αναπαλαιώσεις της Οπισθοδρομικής και ριγήσει το πανελλήνιο, το έδαφος είχε καλλιεργηθεί παντοιοτρόπως.

Οι «Σπυριδούλα» αντιδρούν στη νέα μόδα:
Μελέτησες τον μπαγλαμά φοράς και γιλεκάκι
Και σταυροπόδι στάζεις τις πενιές
Προπάντων η παράδοση στραβά το καβουράκι
Και μόρτικα τη βγαίνεις στις μικρές τις μάγκισσες
Σε μεθάει το παράπονο
Και με πρήζεις με νάιλον ντέφια
Με σκεπάζεις με σάβανο
Και τη νύχτα μου σπας με ψόφια κέφια
Αγόρασες και τον λουλά απ’ το Μοναστηράκι
Ο Μάρκος θα σου τράβαγε τ’ αυτί.


Δίκιο έχουν. Λένε κι αυτοί τι δεν εγκρίνουν σαν στάση. Κι εδώ η μουσική παραμένει το πρόσχημα.

Ο Πορτοκάλογλου απαντά:

Δυό αγάπες πολεμάνε
μέσα μου βαθειά
μη μ' αφήσουν πως φοβάμαι
μα δεν αφήνω και καμμιά


Καθότι πρέπει να εκφραστεί και μια μετέωρη γενιά:
Κάτω απ' τα μουστάκια τους
γελάν οι παλιοί.
Εχουν βλέπεις πίσω τους
τη λάμψη του '60
καθάρισαν αυτοί.
Μα αν τίποτε δεν έδωσε
σε μάς η ιστορία
αυτό το τίποτε να εκφράσεις
και να εκφραστείς
είν' η μόνη ευκαιρία πούχω εγώ και σύ
γι αυτό σου λέω...


Για να συνοψίσουμε, εγώ βλέπω σ’ αυτές τις μετακινήσεις ένα πάθος συγκινητικό (έστω του νεοφώτιστου) που με κάνει να παραγνωρίζω τις αφέλειες και τον φανατισμό.
Να το πούμε κι αλλιώς: κάποιου του οποίου η κιθάρα ξάσπρισε από την ήλιο σημαίνει ότι πέρασε τα καλοκαίρια του ξάπλα. Παραμύθι ξεπαραμύθι- αιμορροΐδες δεν έβγαλε. Και αυτό είναι ένα κέρδος.

Μετά πάσης τιμής, αγάπης, αφοσιώσεως στο τιτάνιο έργο σας.

Ανώνυμος είπε...

Θαυμαστά τα σχόλια. Μία υποσημείωση, αν επιτρέπετε:
Δεν νομίζω πως η περιγραφή του Ντέμη - Μήτσου ήταν επικριτική· ερμηνευτική θα την έλεγα μάλλον. Όχι ερμηνευτική της πρόσληψης της μουσικής τόσο, όσο ερμηνευτική της περιρρέουσας ατμόσφαιρας που επικαθόταν στη μουσική. Μ' αυτήν την έννοια, φωτίζει καλύτερα τον μέσο όρο (που, φοβάμαι, δεν είχε πάντοτε τα ευαίσθητα αυτιά που λέει ο thas) χωρίς να ακυρώνει τις εξαιρέσεις που είχαν τις κατάλληλες κεραίες για να προχωρούν πέρα από τα δίπολα. Δεν είναι τυχαίο ότι τώρα, νομίζω, μοιάζει να υπάρχουν οι συνθήκες για πραγματικά απροκατάληπτη πρόσληψη όλων των μουσικών δρόμων ταυτόχρονα και δημιουργικό μαγείρεμά τους.

ΠΕΤΕΦΡΗΣ είπε...

Μπερεκέτη, πολύ καλή εισαγωγή, εξαιρετική η ποιότητα και το χιούμορ των σχολίων, επιτέλους αρχίζει μιά καλή συζήτηση.Δεν μπορεί, λέω: κάποια στιγμή θα χτυπήσει και κανένας Πάγκαλος, αλλα άς το παρίδωμεν.Αυτή η σύγκρουση ρεμπέτικου και μπλούζ που έγινε στο τέλος σύγκλιση και "όλα μπερδεύονται γλυκά", μου θυμίζει την προσπάθεια εκειού του Θεοδωρακόπουλου που πίστευε ότι ενώνει τον Πλάτωνα με τον Αριστοτέλη.Αλλά η μουσική δεν είναι πεδίο δικαιοσύνης.Όπως έγραφα στην προμετωπίδα του "Ροκ των Μακεδόνων", "πρόκειται γιά την ιστορία των παιδιών που πήγαιναν δημοτικό όταν ο Ελβις και ο Στελλάρας ορόφωναν την ηχητική οικουμένη". Η κριτική της γενιάς του 80 στην γενιά του 60 είναι το κλειδί.Ασχετο άν θα λήξει με θρίαμβο της γενιάς του 2010-κάτι σαν τα ψωμιά του Θεόφιλου("όλα πρέπει να φαίνονται στην ζωγραφιά") που θεωρήθηκαν εμβληματικά γιά την γενιά του 30.

Γιώργος είπε...

αυτό το τίποτε να εκφράσεις
και να εκφραστείς
είν' η μόνη ευκαιρία πούχω εγώ και σύ
γι αυτό σου λέω...

Πολύ ρελατιβιστικός στίχος.Την ανάγκη φιλοτιμία που λένε.
Αλλά αυτό το "που 'χω εγώ και συ"
δεν ήταν λίγο πατερναλιστικό?
Μόλις είχαμε γλυτώσει από τους ΚΝίτες και μας περιέλαβε το περιοδικό Ντέφι.

Σχεδόν περιέγραφε πάντως αυτό που διαισθανόμουν αλλά δεν ήξερα να ονοματίσω τότε στις αρχές του 80 όταν άρχισε όλο αυτό.Επιστροφή στις ρίζες, ή πιο γενικά-όπως σε όλον τον κόσμο τότε- σε μια (δήθεν προυπάρχουσα αλλά στην πραγματικότητα τεχνητή και ακόμα υπό κατασκευήν) δική μας ισότιμη εναλλακτική αφήγηση που συνέθλιβε ως τότε η κυρίαρχη αφήγηση/μύθος του λευκού αρσενικού προτεστάντη αγγλοσάξωνα,η αρμονία, η προοπτική, η ιστορία, η επιστήμη, ο Λόγος.
Αυτό που συνέβαινε στο βάθος (όχι μόνο -ούτε πρώτα- στην Ελλάδα φυσικά και ούτε μόνο στη μουσική) ήταν μια κατά παραγγελία αλλαγή παραδείγματος, βασισμένη στην προηγηθείσα προσδοκία μιας επικείμενης πραγματικής αλλαγής παραδείγματος που τελικά έμεινε ανεκπλήρωτη.
Μια κατά παραγγελία αλλαγή πραδείγματος (ως η μόνη ευκαιρία μπροστά στο τίποτα) με τίμημα όμως τον πρόωρο -και defacto υποχρεωτικό για όλους- ενταφιασμό της κληρονομιάς του 20ου αιώνα.

Ντέμης

thas είπε...

Ρε παιδιά. Προσωπικώς καταλαβαίνω το πνεύμα Μπερεκέτη, βρίσκω σωστές τις παρατηρήσεις dsyk και π2, ο Πετεφρής ανατέμνει σωστά και από πάνω συμφωνώ με τις κρίσεις alberich. Τι γίνεται εδώ μέσα; Έχουμε πετύχει το ακατόρθωτο; Ας μη βλογάμε τα γένεια μας, αλλά μου φαίνεται ότι συνεννοούμαστε! Θεός φυλάξοι!

ΠΕΤΕΦΡΗΣ είπε...

Κάνω το σταυρό μου Thas, εδώ πρόκειται γιά φαινόμενο.Ισως υπάρχει μιά εξήγηση: όταν ένας μουσικός φτάσει στο αμήν, η παράθεση της άποψής του μεταφέρεται στους αναγνώστες χωρίς συγγραφικά ψιμμύθια και μπαίνει στην συνείδηση από σκολιούς αλλα ασφαλείς δρόμους.
Οι παρατηρήσεις του Alberich εξαιρετικές. Ερμηνεύουν μέσα μου εκείνην την απωθητική γοητεία της μαύρης μουσικής που χρόνια προσπαθώ να καταλάβω κι όλο μου ξεφεύγει σε άλλες λέξεις. Ναι. Η "λευκή αφήγηση/μύθος" είναι καλό κλειδί.Το μπλούζ το μάθαμε από την προσέγγιση των Stones και οι προχώ από τον Άλεξις Κόρνερ.Ντιλετάντικη προσέγγιση, προσέγγιση εκθάμβου περιηγητή.Τα εντόπια πρότυπα βγήκαν γρήγορα στο κλαρί.Με τέτοια σιχασιά στην χούντα, χωρίς "ωδή στον Καραϊσκάκη", χωρίς Εγγονόπουλο και χωρίς Χατζιδάκι,δεν θα υπήρχε στα δικά μας γονίδια τέτοια παράδοση.Είναι και κάτι άλλο:Όταν το ροκ "χάλασε",τα τοπικά δείγματα Ζάππα,δεν είχαν την ίδια ισχύ.Και τότε, μας εφοδίασαν με τόνους Motown,οπότε η αναζήτηση μαύρων ρεμπέτηδων παρέμεινε ευγενές σπόρ.Σας παρεξηγήσαμε παιδιά του 80.Τελείως. Ίσως γιατί θεωρούσαμε ότι τα Χάλι-γκάλι και οι μποστέλες ήταν ευγενέστερες μηχανές εξαπάτησης από την ντίσκο. Ίσως επειδή η προστασία της εφηβείας του καθενός είναι το ισχυρότερο χαράκωμα του λευκού "προτεστάντη" ρωμιού.
Ουφ.

Dimitri Sykias είπε...

Η τύχη το ‘φερε να είναι τούτο το 13ο σχόλιο και μακριά από μας κάθε μεσαιωνική δεισιδαιμονία, με το 13 συνδέεται η θαυμαστή ιδιότητα το 13! + 1 να διαιρείται με το 13^2. Δεν είναι άσχετο με το θέμα μας, αυτοί που έκαμαν την στροφή από το γράμμα στον αριθμό στις αρχές του περασμένου αιώνα κατάφεραν να ξεχερσώσουν δύσβατες, απρόσιτες ηχητικές περιοχές και να αναμορφώσουν τη λεγόμενη ερμηνευτική τελετουργία (performance ritual), κληροδοτώντας ένα ηχητικό υλικό που εγκυμονούσε κάθε λογής ηχητικά τέκνα. O ροκ ήχος (στη γενικότητά του) δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον Varese, η ροκ τελετουργία επί σκηνής έλκει την καταγωγή της ακόμη πιο βαθειά στο χρόνο από τον νεαρό, πριν γίνει αβάς, Listz και λίγο αργότερα από τον εφευρέτη – ασφαλιστή Ives. Συγκροτήματα με ηλεκτρονικό ήχο αναγνώρισαν (αντίστροφα απ’ ότι συμβαίνει συνήθως) στο πρόσωπο του Stockhausen τον πατέρα τους. Ο Ξενάκης έθεσε σε ασυνήθιστες ταλαντώσεις το τύμπανο του αυτιού μας δημιουργώντας ένα εικότα αρχαϊκό κόσμο. Ο Cage, σαν ένας άλλος Kant, προλόγισε κάθε μελλοντική μεταφυσική του ήχου. Θεωρώ δίκαιο να γίνονται αυτές οι αναφορές σε οποιαδήποτε, έστω και σύντομη, συζήτηση γίνεται περί ροκ ακόμη και ποπ μουσικής.

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Τα τόσα ωραία και ενδιαφέροντα σχόλια με φέρνουν σε αμηχανία. Προσθέτω ένα 14ο σχόλιο χάριν του dsyk, και αναρωτιέμαι τι στο καλό θα γράψω ως συνέχεια της εισαγωγής μετά από αυτόν τον πλούσιο διάλογο όλων.

thas είπε...

Γράψε παιδί μου εκεί πέρα ελεύθερα και ξέχνα τα σχόλια. Καλά-κακά, πάντως λειτουργούν και κατασταλτικά. Ο συγγραφεύς πρέπει να γράφει με ιερή μανία. Άσε μας εμάς τα παράσιτα και αφοσιώσου στη σπάνια μικροχειρουργική σου.

Ανώνυμος είπε...

ορtha(s)

Lully είπε...

Εκτάσεις- διαστάσεις- αποστάσεις:
^
Next time I come to life
I intend to live
No matter how much my heart desires
I will not fall in love again
I am like a sea-beaten boat
like a crumbing rock
Icame to life like as stranger
and I leave as a stranger.....
^^

Look what they ve done to...
στην Αυστραλία
^^^
Στη Δανία έγιναν Άνω κάτω
^^^^

Το ΒΒC αφιέρωσε
(13)

^^^^^
Swami Blue and The Guru
^^^^^^
"Kill Me Standing"

thas είπε...

Σχόλιο στα βιντεάκια του καημού:

"Ακόμα κι αν δεν έχεις, το τραγούδι σου χαρίζει αμέσως την βαθύτητα ενός παρελθόντος. Τι σημασία έχει αν δεν είσαι βασάνης; Τραγουδάς και γίνεσαι. Εδώ βρίσκεται ένα από τα μεγάλα μυστικά των τραγουδιών, αυτών που- λαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, αδιάφορο- προξένεψαν ανεπαίσθητα την καρδιά μας με την βαθύτητα μιας αμετάδοτης ιθαγένειας. Όπως στους έρωτες μόνο οι άτυχες στιγμές αντέχουν στον χρόνο, στο τραγούδι- τέχνη του έρωτα και του χρόνου- εκδηλώνεται μια σπαραξικάρδια ανάγκη των συμποτών να θυμηθούν ή να επινοήσουν δυστυχίες. Έτσι δένονται τα αόρατα νήματα πάνω από τα κεφάλια των μεθυσμένων και διανεύουν σκιές χαμένων γύρω τους."
Κωστής Παπαγιώργης, από τη μονογραφία του για τον X. Βακαλόπουλο «Γεια σου Ασημάκη», εκδ.

Ανώνυμος είπε...

Θα ήθελα να κάνω μια παρέμβαση, για να υπογραμμίσω έναν άλλο τρόπο να δει κάποιος τον Μάρκο ΚΑΙ τους Placebo. Να μεταπηδήσει από τον μεν στους δε, σαν βάτραχος στη λίμνη. Να τον υπογραμμίσω στο σχόλιο του ΠΕΤΕΦΡΗ για το θρίαμβο της γενιάς του '10.
Για τη γενιά του '10 λοιπόν, που αντιμετωπίζει την προϋπάρχουσα μουσική δημιουργία σαν το "ολόκληρη η ελληνική δισκογραφία σε ένα σκληρό δίσκο", αυτή η γραμμική πορεία της μουσικολογίας κλείνεται μέσα σε φακέλους, διπλωμένη σαν το άσπρο μπαστούνι τυφλού.

Στην περίπτωση λοιπόν που εξωτερικοί παράγοντες (ακόμα και συνδεόμενοι με USB ή WiFi) δώσουν την αφορμή, αυτοί οι ξεχασμένοι sectors του σκληρού (μάλλον θα έχουν αλλάξει με άλλους τρόπους αποθήκευσης ως τότε, αλλά στο θέμα μας εμείς) θα ευλογηθούν με το πέρασμα της κεφαλής που είχε μια ολυμπιάδα να περάσει, σαν πολιτικός, και να δημιουργήσουν εντυπώσεις.

Στην συγκριτική ματιά του Δημήτρη ή της Ιουλίας λοιπόν, χωρίς τα νάυλον ντέφια και τα ψόφια κέφια, θα εφευρεθεί ξανά η σχέση των blues με τα ρεμπέτικα;

Σίγουρα οι αυθεντικές ηχογραφήσεις θα δημιουργήσουν μια ακουστική συγγένεια τουλάχιστον, αφού, παρά τα καταπληκτικά λογισμικά και πλαγκ-ινς που έχουν δημιουργηθεί με καταπληκτικά αποτελέσματα στην αποκατάσταση των 78ριών, το κερί δεν μετατρέπεται σε Virtual Studio Technology 192kHZ/64bit πολυκάναλη κονσόλα.

Η γνώση πως στα στούντιο ηχογραφήσεων της εποχής, έβγαινε η Παπαγκίκα για να μπει η Μπέσσυ Σμίθ (που λέει ο λόγος) μπορεί να του διέφευγε. Αλλά εξίσου εύκολα μπορεί να άκουγε ηχογραφήσεις του Μάρκου Μελκόν με την μπάντα του Ρότζερ Μόζιαν και τα παρόμοια υβρίδια της συνάντησης των μουσικών μέσα και έξω από τα στούντιο ηχογραφήσεων.

Οι κοινοί παράγοντες σίγουρα είναι λόγος να εφευρίσκουμε ομοιότητες ανάμεσα σε είδη. Και είναι και λογικό επακόλουθο, αν θέλουμε να συγκροτήσουμε προσωπική άποψη σχετικά με αυτά τα είδη (είτε μουσικά, είτε άλλα).

Η άποψη του thas πως "το ροκ ήταν πάντα η βασική εκπαίδευση" με βρίσκει σύμφωνο, αν προσεθέταμε σε αυτό πως ήταν ίσως η πρώτη επιθυμία του Δημήτρη ή της Ιουλίας να πιάσει την κιθάρα. Όταν την πιάσει και ανακαλύψει πως δεν γίνεται "να παίζεις όλα τα τραγούδια με τρια βασικά ακόρντα", πιθανόν είναι να δείξει την υπομονή να μάθει και τα υπόλοιπα. Ύστερα τα μεθ' εβδόμης, ενάτης, δεκάτης-τρίτης... ή να ανακαλύψει εκτός από την κάθετη αρμονία και την οριζόντια. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού, οι μουσικοί ορίζοντες θα έχουν φτάσει τόσο πέρα από τη ροκ, τη μπλουζ ή το ρεμπέτικο που δε θα του φαίνεται παράξενο που στο 'round midnight o Ντέηλ Τέρνερ-Ντέξτερ Γκόρντον λέει πως του αρέσει ο Στραβίνσκι. Γιατί οι τέχνες έχουν το υπέροχο του ανεξάντλητου. Όσο κι αν κυνηγάς τον ορίζοντα, δεν πρόκειται να πέσεις από την άκρη της γης.
Ανακαλύπτεις συνεχώς, συνδυάζεις και βγαίνουν σπορές με ολότελα νέα χαρακτηριστικά, ή που μοιάζουν περισσότερο με τους δυο-τρεις γενιές πίσω, θαυμαστοί.

Κατ' αρχάς λοιπόν θα ψηφίσω υπέρ στους συσχετισμούς και θα κάνω ένα διάλειμμα για να διαβάσω αργότερα την συνέχεια που έχει ήδη δημοσιευτεί.

Καλημέρα.

Υ.Γ. Πού να ακούσεις λα το τί κάνανε οι Hayseed Dixie στις μουσικές των AC/DC!

γεράσιμος μπερεκέτης είπε...

Με ήρεσαν όλα Λα. Και το σχόλιο 19 του ανώνυμου, το οποίο με εμπνέει για κάτι μελλοντικά να γράψω.

Ευχαριστώ.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)