Πέμπτη, Ιουνίου 14, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (8)

8η συνέχεια εκ των προηγουμένων

»


Και κλείσανε απότομα τα εισαγωγικά γιατί ο γέρος αυτός διηγιόταν το παραμύθι μέσα στ’ όνειρό μου, αλλά η Νία η αδερφή μου μού γαργάλησε το πόδι και ξύπνησα. Το αριστερό μου πόδι. Το δεξί ήταν μέσα στο γύψο. Και ο γύψος μου έδινε μια …. φαγούρα…., μα μία φαγούρα. Δεν ξέρω αν έχετε σπάσει πόδι ποτέ. Τις τρεις πρώτες μέρες, ανάλογα με το σπάσιμο βέβαια, τις τρεις πρώτες μέρες έχεις τον πόνο όπως και να ‘σαι, ξαπλωτός, καθιστός, όταν σηκώνεσαι. Μετά έχεις τον πόνο, μόνο όταν σηκώνεσαι. Στις πέντε μέρες αρχίζει η φαγούρα.
-Δε θ΄ ανοίξουν τα σχολεία σκατούλι. Πρωί –πρωί θα σε βλέπω να ξερνάς το γάλα και να πηγαίνεις. Εγώ, να ΄ναι καλά το πόδι μου που το ΄σπασα. Ξέρεις τι μου είπε ο γιατρός; Μετά τις 10 Οκτωβρίου θα πάω σχολείο, και αν……..

Τώρα βέβαια θα μου αναρωτηθείτε γιατί εμφανίζω τ΄ αδερφάκια μου τα δίδυμα σιωπούντα, μέχρι τώρα. Να σας πω την αλήθεια, ήδη, τα έχω καταδικάσει σε απόλυτη σιωπή μέχρι του τέλους αυτής της συγγραφής. Απλώς τώρα σας το ανακοινώνω. Και θα είναι ασυνεπές από μέρους μου, αν παραβαίνοντας τον σχεδιασμό αυτού του ραψωδικού συμπιλήματος, εμφανίσω αίφνης τα δίδυμα ομιλούντα.

ΤΕΛΟΣ

ΥΓ. Για να αιτιολογήσω τον τίτλο: Το πόδι μου το έσπασα 20 Σεπτεμβρίου, ανήμερα του Αγίου Ευσταθίου. Κατά την ανάρρωση-χασομέρι μες στο σπίτι πέτυχα και έγραψα στο κασσεττοφωνάκι μας, μια εκπομπή με μαγνητοσκοπημένη την συναυλία της Βασιλικής Ορχήστρας της Μ. Βρεττανίας να παίζει, επί σχεδίας αργοπλέουσας τον Τάμεσι, την "Μουσική των Νερών" του Χαίντελ, όπου αίφνης από νταής - γιατί το πόδι μου το έσπασα καβγαδίζοντας με ένα άγνωστο παιδί που πήγε να ανακατευτεί στην παρέα μας - από νταής λοιπόν μεταλλάχτηκα σε κάποιον, που ακούγοντας και ξανακούγοντας αυτή την κασσεττούλα κάθε φορά ορκιζόταν, κάποτε να μπορεί να καταλάβει γιατί αυτό που άκουσε από την τηλεόραση και το αποθησαύρισε, ήταν τόσο παράξενο και τόσο ωραίο.

Τετάρτη, Ιουνίου 13, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η μουσική των νερών (7)

(7η συνέχεια εκ των προηγουμένων)

Αυτό το παραμύθι το διηγιόταν ένας γέρος:
«Ήταν ένα παλάτι, όχι σπουδαίο παλάτι, να φανταστείτε μάλλον ένα παλάτι προς το κακομοίρικο παλάτι. Τέτοιο παλάτι. Πάντως αυτό το παλάτι, σαν παλάτι που ήτανε, είχε ένα βασιλιά. Κι ο βασιλιάς είχε έναν αρχιμάγερα, όπως κάθε βασιλιάς – τίποτα το ασυνήθιστο. Να σας πω μόνο ότι μιλάμε για μια παλιά εποχή, τόσο παλιά που ο αρχιμάγερας παλατιού ήταν μεγάλη θέση, όπως ας πούμε στην εποχή μας να είσαι διευθυντής στη Βασιλική Όπερα. Ήτανε θέση με αξία στην κοινωνία. Αρχιμάγερας του παλατιού. Μπορεί ποτέ κανένας από το πόπολο να μη γευόταν κάποια από τις μαγειρικές του. Όμως το όνομά του, του αρχιμάγερα, ήταν σε όλους γνωστό. Και σ’ αυτούς που γεύονταν τις μαγειρικές του και σ’ αυτούς που τρώγανε το πολύ-πολύ μπακαλιάρο σκορδαλιά. Μεταξύ μας να σας πω, και του βασιλιά του άρεσε ο μπακαλιάρος σκορδαλιά, αλλά σα βασιλιάς που ήτανε έπρεπε να καμώνεται ότι ξέρει και από μεγάλες μαγειρικές.
Τέλος πάντων. Ο βασιλιάς σα βασιλιάς που ήτανε, όπως όλοι οι βασιλιάδες του καιρού του, είχε και συμβουλάτορες. Κάτι σαν τους σημερινούς υπουργούς. Είχε κι έναν συμβουλάτορα για να νοιάζεται λέει την ομορφιά του παλατιού - μια ηλικία ήντουσαν οι δυό τους, βασιλιάς και συμβουλάτορας. Στην αρχή, μόλις πρωτοθρονιάστηκε, είχε αναλάβει ο βασιλιάς ο ίδιος μοναχός του, ανάμεσα στα πολλά που έκανε ή δεν έκανε, να φροντίζει και για την ομορφιά του παλατιού, αλλά μετά βαρέθηκε, δεν προλάβαινε κιόλας. Κι έτσι πήρε αυτόν τον συνομήλικό του, που ως τότε ήτανε φρούραρχος και τον έκανε συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Βαρέως το έφερε βέβαια ο παλιός φρούραρχος που κατήντησε από φρούραρχος συμβουλάτορας της ομορφιάς του παλατιού, όμως κι αυτός όσο ήταν φρούραρχος δεν πρόσεχε. Κοιμήσης ήτανε. Κάτω απ’ τη μύτη του κρυφακούγανε σπιούνοι την ίδια την κρεββατοκάμαρα του βασιλιά, κι αυτός χαμπάρι. Γι αυτό κι ο βασιλιάς του την είχε φυλαμένη. Άλλη όμως ιστορία αυτή…. Τέλος πάντων. Πάντως μέσα στις δουλειές του παλιού φρούραρχου που τώρα ήτανε συμβουλάτορας ομορφιάς του παλατιού, μέσα λοιπόν στις δουλειές του ήτανε και το να προσέχει το μαγεριό. Για να προσέχει το μαγειριό ο συμβουλάτορας, επειδή ο ίδιος είχε κι άλλες δουλειές, διόρισε με τη σειρά του ένα συμβούλιο μαγεριού, όπως ήταν συνήθιο την εποχή εκείνη, να έχουν δηλαδή τα μαγεριά εκτός από αρχιμάγερα και συμβούλιο μαγεριού..... Το συμβούλιο του μαγειριού ήταν για να προσέχει αν κάνει καλά τη δουλειά του ο αρχιμάγερας και αν δεν την κάνει καλά να το καρφώνει στον συμβουλάτορα ομορφιάς του παλατιού. Γιατί, το ξέρετε δα, πόσοι και πόσοι αρχιμάγεροι έχουν δηλητηριάσει βασιλιάδες και βασιλιάδες. Όμως αυτό που δεν ξέρετε, γιατί ακόμα δε σας το ΄πα, αυτό λοιπόν που δεν ξέρετε είναι ότι τον αρχιμάγερα τον είχε διαλέξει ο ίδιος ο βασιλιάς. Τον είχε φέρει από τα ξένα. Ο αρχιμάγερας, Λάζαρο το λέγανε, δεν ήταν βέβαια μάγερας στα ξένα. Στα ξένα ήταν ένας φημισμένος αρχισερβιτόρος, έτσι τουλάχιστον είπανε όταν τον φέρανε στο παλάτι. Από αυτούς που ξέρουνε να στρώνουνε ωραία τα τραπέζια και να τα στολίζουν. Ιδέα δεν είχε από μαγειρική. Αλλά ο βασιλιάς, όταν έφυγε ο παλιός του αρχιμάγερας, επειδή έσκασε ο άνθρωπος με τη μιζέρια αυτού του κακομοίρικου παλατιού, γιατί αυτός ο παλιός αρχιμάγερας ήτανε κανονικός μάγερας και δεν μπορούσε να δουλεύει άλλο σε ένα μαγεριό ενός κακομοίρικου παλατιού, ο βασιλιάς λοιπόν στη θέση αυτού του παλιού αρχιμάγερα που ήτανε κανονικός μάγερας, παράγγειλε και έφερε απ’ τα ξένα αυτόν τον αρχισερβιτόρο τον Λάζαρο, που ήξερε λέει να στρώνει ωραία τα τραπέζια. Γιατί στην εποχή του βασιλιά αυτού εδώ που λέμε, πιο πολύ αξία είχε το να είναι ωραία στρωμένο το τραπέζι παρά να γίνονται όπως πρέπει, δηλαδής με όλα τους τα υλικά και τη μαεστρία οι μαγειρικές - από αυτή τη λέξη, τη μαεστρία, βγαίνει και η λέξη μάγερας, μαγεριό, μαγειρική και τα λοιπά και τα λοιπά……..


συνεχίζεται..........

Σάββατο, Ιουνίου 02, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (6)


6η συνέχεια εκ των προηγουμένων

Ένα γερό χέρι ξύλο, ιδίως αν ήταν σαββατιάτικο, ακολουθείτο από την εξαγγελία των περιοριστικών όρων για το Σαββατοκύριακο:
«Μη σώσω, μα το Θεό, αν σε δω να βγαίνεις την εξώπορτα μέχρι τη Δευτέρα που θα πας σχολείο».
Πάντα εκτιμούσα την ενστικτώδη εξυπνάδα της μάνας μου. Αυτό το «αν σε δω» άφηνε το περιθώριο και σε μένα να βγω έξω, αλλά και σε εκείνη, την δυνατότητα να επιζήσει παρά τον φρικτό της όρκο, αρκεί να ξεπόρτιζα κρυφά απ’ το βλέμμα της. Ωστόσο, δεν έφτανα ποτέ τα πράγματα στα άκρα. Συνήθως μετά από ένα μπερτάκι αυτοεξοριζόμουν στην ταράτσα. Παιχνίδι στη γούρνα του πλυσταριού με τα στρατιωτάκια. Τη γέμιζα νερό, και χωρίζοντας στα δυο καμιά ντουζίνα μανταλάκια, ξεχαρβαλώνοντας το μεταλλικό έλασμα που συνένωνε τα δύο πανομοιότυπα ξυλάκια, αποκτούσα τον απαραίτητο στόλο για την αναπαράσταση της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως από τους Ρως. Σπίρτα είχα πάντα στην τσέπη μου. Κάτω απ’ τη γούρνα, ανάμεσα στα πράσινα σαπούνια, τα ROL και τά ΟΜΟ υπήρχε και ένα πλαστικό μπουκαλάκι καθαριστικής βενζίνης. Οι δόλιοι Ρως επλησίαζαν με τα μονόξυλά τους τα τείχη της Πόλης. Η σκηνογραφική λεπτομέρεια ότι τα στρατιωτάκια μου, δυό-δυό πάνω στα μονόξυλα, ήταν Ινδιάνοι με ντουφέκια, παρεβλέπετο αφομοιωμένη στο γενικότερο θέαμα– άλλωστε πλέον, πολλές σύγχρονες σκηνοθετικές απόψεις επί κλασσικών έργων του μελοδράματος με έχουν ξεπεράσει σε τολμηρότητα. Το υγρόν πυρ χυνόταν αργά-αργά από το πλαστικό μπουκάλι στα νερά του Βοσπόρου. Έβγαινα έξω απ’ το πλυσταριό, μισόκλεινα την πόρτα και από τη χαραμάδα προσεχτικά πετούσα στη γούρνα ένα αναμμένο σπίρτο. «Αυτή ήτο και είναι η ισχύς και η δόξα του Βυζαντίου», φώναζα δυνατά, αλλά μέσα μου.

Τοιουτοτρόπως, σ' ένα απόγευμα είχα εκδικηθεί, και την αυθάδεια των πέριξ των ενδόξων συνόρων μας μη εισέτι εκχριστιανισθέντων φύλων, και την καθ’ υπερβολήν αυστηρότητος επιβληθείσαν μητρικήν τιμωρίαν. Το επόμενο πρωί της ενδόξως λυθείσης πολιορκίας, καθώς έψελνα το "Τη Υπερμάχω", με ιδιαίτερη ικανοποίηση άκουγα τη μάνα μου να λέει στη θειά μου «Παλιόκαιρος, παλιοϋγρασία. Φρεσκοπλυμένα ρούχα, τα είχα απλωμένα μέσα στο πλυσταριό επειδή έβρεχε και έχουνε πάρει μια παράξενη μυρωδιά…. Και που στην ευχή πάνε τα μανταλάκια; Τόσα μανταλάκια η γη τα καταπίνει; Κάθε βδομάδα παίρνω δυο-δυο τις ντουζίνες».
«.....Ίνα κράζω σοι..... Ο Πάνος και η Νία μαμά τα χαλάνε. Μην αφήνεις τα δίδυμα μόνα τους στην ταράτσα, αν δεν είμαι τουλάχιστον κι εγώ για να τα επιβλέπω. Ξέρεις τι διαολάκια είναι; Χτες πέταξα δεκαεφτά διαλυμμένα μανταλάκια».



συνεχίζεται.............

Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (5)

5η συνέχεια εκ των προηγουμένων


Ωραιότατον αυτό κολπάκι υστάτης αμύνης. Αποτελεσματικότατον: «Βοήθεια γειτόνοι».
Ο άνθρωπος σε κάθε πράξη του έχει κάνει λογιστικό προγραμματισμό, αναλόγως, βεβαίως, της λογιστικής ικανότητός του. Και η μάνα άνθρωπος είναι. Σου λέει λοιπόν: «Θα δείρω το παιδί και θα φοβηθεί - δεν θα το ξανακάνει». Απλουστάτη αντίληψις. Εδράζεται αδρανώς εις τον λεγόμενον "παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας". Η λεχώνα, ως γνωστόν, ακούει κλάμα, ταΐζει παιδί. Ταΐζει παιδί, δεν ακούει κλάμα. Συμπεραίνει ως εκ τούτου, ότι δι’ απλών χειρισμών φέρει επιθυμητά αποτελέσματα. Ξεχνά όμως ότι κατ’ ουσίαν συναλλάσσεται με τας διαθέσεις ενός βρέφους αγλώσσου. Μωρέ! Μεγάλη επιτυχία, δηλαδή, το να ταΐσεις ένα μωρό για να μη σε ζαλίζει με κλάματα…!
Περιγράφω μαθηματικώς:
Α +Β=Γ, όπερ Γ=Α+Β, όπου Α= νηστικόν μωρόν κλαίον ζαλίζει μαμά, Β=μαμά ταΐζει παιδί και Γ=μωρόν χορτάτο δεν κλαίει και μαμά ησυχάζει.

Τα παιδιά, όμως δεν είναι βρέφη. Είναι ωριμάζοντες άνθρωποι. Και φρέσκα στην κοινωνία έχουν στενότερη επαφή με το θέατρο απ’ ότι οι μεγάλοι, διότι βρίσκονται πιο κοντά στην εποχή που αγωνιωδώς προσπαθούσαν να κατακτήσουν την ομιλία. Γι αυτό κι έχουν καλύτερη αντίληψη του τι αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει μια πράξη. Έχουν, δηλαδή, καλύτερη φυσική κατάσταση από τους μεγάλους, ώστε να αντέξουν τα αποκυήματα των πράξεων τους, συμπεριλαμβανομένου του Λόγου, διότι ως γνωστόν ο Λόγος είναι Πράξη. Και έχουν ακόμα τα παιδιά, ένα εξωτερικό μάτι, όπως οι χορευτές, που παρακολουθεί και αξιολογεί την κίνησή τους. «Βαράς εσύ; Θα σε κάνω εγώ ρεζίλι στη γειτονιά, γιατί κανείς δεν ξέρει γιατί με βαράς, με τι με βαράς και πόσο με βαράς».
Μαθηματικώς: (Α + Β) : (Γ + Δ) επί Κ = Ε, όπου Α= μαμά με παρατεταμένον σύνδρομον λεχώνας, Β=άτακτον παιδί, Γ= βαράει η μαμά, Δ= σκούζει το παιδί και Κ= Π.Σ.Κ.Κ.Κ.Α. (Παγκοσμία Σταθερά Κουτσομπολίστικης Κοινωνικής Αντιλήψεως). Το δε Ε ισούται με τον παιδικόν θρίαμβον.

Τώρα θα σας πω εν συντομία την ιστορία του κασετοφωνακιού SONY. Το αγοράσαμε, όπως σας είπα, Φλεβάρη του ’73. Μετά τα εγκαίνιά του έμεινε εν υπνώσει στην οροφή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας των γονιών μου για τέσσερεις περίπου μήνες. Κατόπιν, αξιοποιήθηκε επί πενταετίαν και παρεχωρήθει στους προεφήβους διδύμους αδελφούς μου (αγόρι, κορίτσι) που με επιπολαίους χειρισμούς ξεδόντιασαν ένα-ένα τα λευκά του πλήκτρα. Αλλά υπάρχουν και μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του βίου του, που άλλες σκοπεύω να αφηγηθώ και άλλες ίσως όχι.


συνεχίζεται.............

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)