Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Συγκρίσεις

Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να μεγαλώσω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφειλόταν στον ενστερνισμό της επιθυμίας του περιβάλλοντός μου. Διότι, πριν καν έλθουμε σε επαφή με την προπαιδεία της θρησκείας μας, τα θρησκευτικά, έχουμε ήδη, κατά κάποιον τρόπον, άμεση αντιληψη του τι σημαίνει και τι απαιτεί το "καθ' ομοίωσιν". Να μοιάσουμε στους μεγάλους. Πετυχημένο το βρίσκω το "καθ' ομοίωσιν". Σωστό. Πιάνει όλες τις ηλικίες. Μοιραίες εμφανίζονται, συμπληρωματικές τής "καθ' ομοίωσιν" εμπεδωμένης τάσης, οι διαθέσεις σύγκρισης. Τι να σου κάνει ένα παιδάκι; Από πού να πιαστεί. Από τα άμεσα. Η μαμά ένα και πενήντα τέσσερα. Ο μπαμπάς ένα και εξήντα δύο. Ο θείος ο Σπύρος ένα εβδομήντα δύο, ο νοννός ένα εβδομήντα. Η γιαγιάδες ένα πενήντα δύο. Ο παππούς ένα εβδομήντα. Ο άλλος ο παππούς είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί δεν έχουν ύψος. Υπάρχουν, όμως, πολλοί ψηλοί συγγενείς και κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολύ ψηλοί μένουν στη γειτονιά - ιδίως αυτός ο Θεόφιλος είναι πανύψηλος. Και ο Αγγελετάκης ο φούρναρης. Ψηλός- πολύ ψηλός. Περπατάει και καθώς περπατάει κάνει τα βήματά του ανοιχτά, σαν οι μύτες των παπουτσιών του να είναι μάτια που το ένα πρέπει να βλέπει όλο αριστερά και το άλλο όλο δεξιά. Άμα περπατάς συνέχεια έτσι γίνεσαι πολύ ψηλός. Αλλά είναι κουραστικό.
Το παιδί πρέπει από νωρίς να έχει στόχους. Αλλά πρέπει να έχει και τόξο και βέλη. Εύκολα πράματα. Παίρνεις μια κρεμάτρα ξύλινη, της βγάζεις το στρογγυλό ξυλαράκι που πάνω του περνάνε τα παντελόνια και το φυλάς στην άκρη. Παίρνεις ένα λάστιχο από αυτά που πουλάει ο κυρ-Νίκος ο ψιλικατζής με το μέτρο, αυτά που τα περνάνε στις κυλότες για να σφίγγουν, παίρνεις λοιπόν ένα πενηνταράκι το μέτρο το λαστιχάκι και το δένεις τεντωτά-τεντωτά στις άκρες της κρεμάστρας. Το στρογγυλό ξυλαράκι που έχεις φυλάξει στην άκρη, το ξύνεις στην άκρη την μπροστινή με ένα μαχαίρι και το κάνεις μυτερό. Για την πίσω άκρη έχεις μαζέψει φτερά από τις κότες της κυρα-Βαγγελίας, που όλο τσακώνονται και ξεπουπουλιάζονται, και βάζεις τα φτερά στην πίσω άκρη και έτσι φτιάχνεις το βέλος. Το κακό είναι ότι ενώ χρειάζεσαι ένα μόνο τόξο, χρειάζεσαι πολλά βέλη. Οπότε είσαι αναγκασμένος να χαλάσεις πέντ-έξι κρεμάστρες ξύλινες για να φτιάξεις πολλά βέλη. Αυτό σημαίνει θα φας ξύλο από τη μάνα σου. Αλλά δε σε νοιάζει, διότι σε ενδιαφέρει ο στόχος.
Τώρα που έχεις τόξο η επιλογή στόχου είναι ένα παιχνίδι που διακανονίζεται από το πεπρωμένο το οποίον παίρνει μορφήν ενστίκτου.Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Στόχοι πιθανοί είναι όλοι. Μια γλάστρα. Ο φεγγίτης. Το παραθυράκι του καμπινέ. Όμως αυτοί οι στόχοι είναι για εξάσκηση. Ο πραγματικός στόχος πρέπει να πετάει ή τουλάχιστον να περπατάει.Τα πουλιά τα άτιμα δεν στέκουνε λεπτό. Η καρπαθιώτισσα με το ταψί ζυγισμένο πάνω στο κεφάλι της που πάει στο φούρνο; Πολύ ξύλο, πάρα πολύ ξύλο. Η ζαβή η Ελένη που περπατάει σαν το κάβουρα; Μπα, αμαρτία. Ο αδερφός του Μαρακιού, που τον φωνάζουμε "χοντρέλα-βαρέλα"; Η μάνα μου μού 'χει πει να μην τον κοροϊδεύω - άμα τον βαρέσω και με το τόξο, θα φάω τουλάχιστον ένα χαστούκι.
Και τότε...! Στρίβει τη γωνία ο μικρός Ξενοφάκης. Οδηγημένος από ένστικτο. Το ένστικτο του τέλειου στόχου. Είναι πολύ παχουλός. Τσαφ μια, και τον πετυχαίνεις στο μπούτι ψηλά.

Τη μάνα μου την έφτασα στο ύψος λίγο πριν τελειώσω την τρίτη γυμνασίου. Από τις τωρινές αφηγήσεις της μαθαίνω ότι το είχε καημό: "το καημένο το αγοράκι μου θα μείνει πολύ κοντό". Τετάρτη γυμνασίου γράφτηκα στον Πορφύρα, στο μπάσκετ. "Το μπάσκετ ψηλώνει", έλεγαν όλοι οι συγγενείς. Και συμπλήρωναν. "Δεν βλέπεις τι ντερέκια παίζουνε στο μπάσκετ". Σχεδόν το είχα πιστέψει. Δεν μου φαινόταν απίθανο να ισχύει. Εφόσον σχεδόν είχα αποδεχτεί από πολύ μικρή ηλικία ότι οι παπάδες είναι άγιοι άνθρωποι, ή εν πάσει περιπτώσει πιο άγιοι από τους μη παπάδες, γιατί να μην έχουν όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ αυξημένες πιθανότητες να ψηλώσουν πολύ; Και δώσ' του επιτόπια άλματα, δώσ' του ασκήσεις με βαράκια στα πόδια. Έφτιαξα καλό άλμα. Σε τρεις μήνες έφτανα το διχτάκι, σε πέντε έφτανα το ταμπλό. Καλή επίδοση για παιδί ένα και εξήντα. Δύο πόντους και τον πέρασα τον πατέρα μου. Τον οποίο τον πέρασα εν τέλει και έφτασα και το νοννό μου. Τον θείο μου τον Σπύρο δεν τον έφτασα.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια είχανε μπει στη μέση και οι βαθμοί. "Με τι το πήρε ο Τάκης σας;". "Με εννιά". "Α, μπράβο, μπράβο. Ο Γιωργάκης μας το πήρε με δέκα". Αυτό το δέκα είχε γίνει το μισητόν καύχημά μου. Σχεδόν ντρεπόμουν που το έπαιρνα. Τόσο που στο Γυμνάσιο φρόντισα να κινηθώ στο μέσον. Δεκαπέντε με δεκάξι. Θέλησα να εμπεδώσω την μετριότητα. Μα συνάμα κατάλαβα γιατί το θέλησα αυτό. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο. Τα μαθήματά του. Με ενδιέφεραν τα βιβλία μου και η εσωτερική μου ζωή. Να χάσκω. Κατάλαβα ότι εκεί μέσα, στο χώρο που χάσκω, βαθμολογώ εγώ.
Μετά ήρθε η μουσική. Εκεί πήγα να ξανανιώσω ότι συγκρίνομαι με ογκόλιθους. Αλλά δεν με συνέθλιψε η σύγκριση γιατί την αποκήρυξα. Με τη μουσική άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος, (κατά βάθος, γιατί η τρικυμία στην ψυχή είναι το επάγγελμά μου, όμως στο τέλος πάντα λέω: "αγαπάω τη μουσική").

Υπάρχουν βέβαια και οι αναμνησεις από τη σκοτεινή αποθηκούλα στο ακατοίκητο γωνιακό υπογειάκι. Εκεί που μικρά τεσσάρων-πέντε χρονών πηγαίναμε παιδάκια οι φίλοι και μετράγαμε τα πουλάκια μας. Μας πιάσανε μια φορά οι μανάδες μας και φάγαμε της χρονιάς μας.

3 σχόλια:

Όλια είπε...

Έξυπνος, σωστή δόση (όχι υπερβολική) μετριοπάθειας, καλό χιούμορ, ρεαλιστής, συναισθηματικός (όχι ευαίσθητος, υπάρχει διαφορά!).
Είσαι αυθεντικός. Μην αλλάξεις…

Ανώνυμος είπε...

Kάθε επίθετο κι ένα 'καθ'ομοίωσιν', μία λανθάνουσα σύγκριση.
Η ζωή ένα πανηγύρι επιθέτων.
Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που ο Πάουντ έμαθε στον Χέμινγουει να είναι φιλύπτοπτος με τα επίθετα. CUT.
Θυμάμαι τον Λάιμπνιτζ και το παιχνίδι με τις μορφωμένες κυρίες, που τόσο χαιρόταν: 'βγείτε στον κήπο και βρείτε μου δύο όμοια φύλλα' - καμιά δεν τα έβρισκε, κανένα δεν ήταν πανομοιότυπο.
CUT.
Η γνωστή τρικυμία της ψυχής και της σήμανσης - μια μελωδία του 'καθ'ομοίωσιν' που κάθε ερμηνευτής αποδίδει διαφορετικά.
CUT.
Εν ολίγοις, το κείμενο σας: απόλαυση - για μια ακόμη φορά (merci).

Rodia είπε...

Αντιθέτως! Οντας μέλος μιας πολυάριθμης οικογένειας με μπόλικα παιδιά, υπήρξα συνωμότης εναντίον των "μεγάλων" και έβαζα τα μικρά να παίρνουν όρκο "να_μη_μεγαλώσουμε_ποτέ". Τέσσερις από μας, το κατάφεραν: φύγαν σε μικρή σχετικά ηλικία. Ενας ταλανίζεται υποκρινόμενος το μεγάλο. Η αφεντιά μου, το παλεύω -ακόμα.

Ωραίο ποστ και πολύ... τσιγκλιστικό(!) για παραπέρα σκέψεις:-))

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)