Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (4)


4η συνέχεια εκ των προηγουμένων.........



«Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις; Πού ήσουνε; Θέλεις να μας σκάσεις; Από τις δύο που σχόλασες έφτασες να μαζεύεσαι πέντε παρά. Αναισθησία. Τέτοιος γάιδαρος είσαι; Γιατί δε μιλάς; Μη μου γυρίζεις από κει το κεφάλι εμένανε. Μόλις έφυγε ταξίδι ο πατέρας σου άρχισες πάλι. Να μου πηγαίνει εμένανε η ψυχή μου στην Κούλουρη κι εσύ να γυρνοβολάς. Γαϊδούρι. Αυτό το παράδειγμα δίνεις στ’ αδέρφια σου;».
«Αυτά είναι μικρά και δεν καταλαβαίνουνε».
«Από ετοιμολογία είσαι ο καλύτερος. Έχεις φάει τίποτα; Νηστικός από το πρωί…».
«Δεν θα πεθάνω. Ο άνθρωπος αντέχει στην πείνα τριάντα μέρες».
«Γάιδαρε. Άμα σου γυρίσω καμία ανάποδη θα δεις».
«Έφαγα τοστ».
«Τοστ και ποστ και κομπόστ. Σκατολοΐδια. Μ’ αυτά δεν τρέφεται ο άνθρωπος. Θα στο κόψω το χαρτζιλίκι. Είσαι στην ανάπτυξή σου και θέλεις φαΐ κανονικό. Να σου βάλω να φας;».
«Άμα θέλεις να φάω, ξανατρώω».
«Κοίτα κατάσταση. Το παλτό σου μούσκεμα. Τα πουκάμισα έξω. Η φανέλα σου λούτσα. Άμα κρυώσεις και πας στο Σανατόριο, θα σου πω εγώ. Αλλά θα με χτικιάσεις εμένανε πρώτα. Ξέχασες που μικρός πέρασες πνευμονία; Χτες τα έπλυνα και τα σιδέρωσα και τα έκανες σαν τα μούτρα σου. Με ποιους γυρνοβόλαγες;».
«Πήγαμε μετά το σχόλασμα στη ΧΑΝ και επειδή έπιασε βροχή καθίσαμε και περιμέναμε να περάσει».
«Και στη ΧΑΝ έσκισες το γόνατο του παντελονιού σου;».
«Γλίστρησα στο δρόμο που ερχόμουνα».
«Εμένανε πας να κοροϊδέψεις; Γι αυτό είσαι από πάνω ως κάτω μες τις λάσπες; Πήγατε μετά και παίξατε μπάλλα. Δεν σου έχω πει να μην πηγαίνεις για μπάλλα μετά το σχολείο; Άμα στα δώσω τη Δευτέρα να τα φορέσεις σκισμένα και λασπωμένα, τι θα μου πεις; Δηλαδή, επειδή δεν θέλω να γίνω ρεζίλι εγώ, και σε στέλνω στο σχολείο στην τρίχα, εσύ θα με καβαλήσεις; Επειδή ο πατέρας σου λείπει νομίζεις ότι θα με καβαλήσεις και θα κάνεις ότι σου καπνίζει; Δεν θα γυρίσει με το καλό ο πατέρας σου; Θα σε πάρει και θα σε σηκώσει….. Την Τρίτη που θα γυρίσει από την "άγονο" θα σε πάρει και θα σε σηκώσει………».
«Ήμουνα τερματοφύλακας».
«Θα σε πάρει ο διάολος…..».
«Όχι, ρε μαμά, με τη λουρίδα…. Μη βαράς με τη λουρίδα. Σου ‘χω πει, μη με βαράς με τη λουρίδα».
«Όχι λουρίδα. Όχι κρεμάστρα. Όχι παντούφλα. Καμτσίκι θέλεις εσύ γάιδαρε ξεσαμάρωτε. Γαϊδούρι κυπραίϊκο…………».
«Σου είπα, που να πάρει η ευχή, ήμουνα τερματοφύλακας……………. Α, α, α,… γειτόνοι βοήθειααα………».
«Σκάσε. Σκάσε……, που θα γίνουμε ρεζίλι στη γειτονιά...».
«Βοήθεια, λέω........».
«Σκάσε, αφιλότιμε».
«Βο....».
«Σκάσε».
«……………μ».



συνεχίζεται........

Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (3)

3η συνέχεια εκ των προηγουμένων
Το κουδούνι ντριντρίνισε το πολυπόθητον σαββατιάτικο σχόλασμα. Την επόμενη εβδομάδα θα είμαστε απογεματινοί, οπότε αυτή η Κυριακή απλώνεται φαρδιά κοιλάδα ανάμεσα σε ένα ξένοιαστο κατηφορικό απόγευμα Σαββάτου και ένα ήπια ανηφορικό δευτεριάτικο πρωινό, πρόσφορο για να ένα διάβασμα πασαλειμματάκι οχτώ με δέκα και μετά μπάλλα ως την ώρα του φαγητού, καθώς το οφειλόμενο άγχος για την αδιαβασιά υπό την σκιά του κακοτράχαλου όγκου της εβδομάδας που υψωνόταν απειλητική όσο πλησίαζε η ώρα 2 το μεσημέρι, θα εξοφλείτο με στομαχικό σπασμό στο άκουσμα του σαδιστικού μακρόσυρτου ντριιιιιιιιιιιν που σήμαινε την προσευχή. Ο κυρ-Στέλιος ο επιστάτης με το ημίλεπτον αυτό κουδούνισμα εκτόνωνε την δική του τσαγκαροδευτεριάτικη βαρεμάρα. Με το σαρδόνιο υπομειδίαμά του τον βλέπαμε να χλευάζει μουδιασμένες τις κινήσεις μας, καθώς μπαίναμε στις γραμμές ανά τμήμα υπό τα στρατιωτικής εκφοράς παραγγέλματα του γυμναστή και ενώ η Βλοσυρά Τριάς, Γυμνασιάρχης, Διευθυντής και Υποδιευθυντής, μας ατένιζαν άκαμπτοι από τον εξώστη του α’ ορόφου. Θα εκαλείτο ένας μαθητής για την προσευχή, η χορωδία θα τραγουδούσε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» και μετά θα ακολουθούσαν οι αυστηρές νουθεσίες περί σχολικής πειθαρχίας και οι ανακοινώσεις αποβολής τών εις πταίσματα πεσόντων. «Χατζής, Σεφεριάδης, τριήμερος αποβολή διότι έσπασαν αναιτίως τας κρεμάστρας του γυμναστηρίου. Ανδρεάκος διήμερος αποβολή διότι αυθαδίασε προς την κυρία Νιαρχάκου, ήτις τον συνέλαβε εις τα αποχωρητήρια καπνίζοντα. Κοσμίδης, μονοήμερος αποβολή διότι ανέγνω εντός της τάξεως πολιτικήν εφημερίδα. Εις τας τάξεις σας». Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή.
Αλλά τώρα είναι σχόλασμα Σαββάτου. Με γρήγορο περπάτημα και γέλια κατεβαίνουμε τις γλιστερές σκάλες. Είχε βρέξει στο τελευταίο διάλειμμα και οι σόλες των εκατοντάδων παπουτσιών είχαν ανακατέψει τα υγρά αποτυπώματά τους με υπολείμματα τυρόπιττας και με βούτυρο από μισοφαγωμένα τσαλαπατημένα σάντουιτς. Ο καιρός μουντός, ετοιμάζει πάλι βροχή. Μπουμπουνίζει. Μας το χάλασε το ντέρμπι με το Α2 στην πλατεία Τερψιθέας. Πάμε στη ΧΑΝ για πιγκ-πογκ. Προηγείται στάση στο Κορφού, το τοστάδικο της πλατείας Κοραή. Κατάθεσις των οικονομιών της εβδομάδος. «Ένα με διπλό τυρί, ντομάτα, αυγό, ζαμπόν, συκωτάκια, ρώσσικη και μουστάρδα. Εσύ, ρε, τι παράγγειλες για το δικό σου; Α, και μια κονσερβίτσα χυμό ροδάκινο».


συνεχίζεται.........

Κυριακή, Μαΐου 27, 2007

Ο μικρός νταής, ο Άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών. (2)

2η συνέχεια εκ του προηγουμένου............


Η τεχνική της γραφής σε τρίτο πρόσωπο, λένε ότι σηματοδοτεί την ωριμότητα του συγγραφέα. Εμένα μου φέρνει πολλές δυσκολίες. Με παιδεύει. Προτιμώ το πρώτο πρόσωπο όσο κι αν δεν γράφω απολύτως προσωπικά. Όταν, δηλαδή, θυμάμαι τάχα, στην ουσία διαπλάθω συμφυρμούς με βάση ετερόκλητες αναμνήσεις. Αλλά και το ανάποδο κάνω. Μίαν ανάμνηση την διασπώ σε πολλαπλές δυνάμει υπαρκτές εικόνες που απαιτούν να τους συμπεριφερθώ σα να υπήρξαν και να τις θυμάμαι.
Ο μπαμπάς, λοιπόν, της εν λόγω οικογενειακής καταστάσεως, είναι ο μπαμπάς μου – άρα προφανώς αναφέρομαι στην οικογένειά μου. Τω όντι είμαι κατά επτά χρόνια μεγαλύτερος από τα δίδυμα αδερφάκια μου (αγόρι-κορίτσι), αλλά ο μπαμπάς μου δεν μου έριξε χαστούκι προς παραδειγματισμόν, όταν οι δείκτες έξι παιδικών χεριών διεκδίκησαν το πάτημα του κουμπιού PLAY. Διότι ούτε αυτό συνέβη. Ουδείς δείκτης παιδικός της οικογενείας μας θα μπορούσε παρόντος του πατρός μας να συμπεριφερθεί ανώριμα. Ίσα-ίσα που με τάξη κατόπιν εντολής του μπαμπά, κατά ηλικίαν δοκιμάσαμε την αποτελεσματικότητά μας στο να θέσουμε σε λειτουργία το κασετοφωνάκι. Πρώτα ο μεγάλος, δηλαδή εγώ. Θα σας κουράσω λίγο τώρα για να σας αναπτύξω την μεταξύ των διδύμων αδερφών μου ιεραρχίαν εν συναρτήσει με τα παιχνίδια της τύχης και με ολίγα στοιχεία φυσιολογίας τοκετού διδύμων. Κανονικά ο αδερφός μου κατήρχετο πρώτος και θα επρόβαλε το κεφαλάκι του προς τον κόσμο προηγούμενος της αδερφής μου. Όμως, μπλέχτηκε στον λώρο. Ευτυχώς, η σύγχρονος του 1966 ιατρική επενέβη και με καισαρικήν τομήν έβγαλε ο μαιευτήρας από την κοιλιά της μάνας μου πρώτα την αδερφή μου και μετά τον αδερφό μου. Δεν τα είχαμε βαφτίσει ακόμα τότε και γι αυτό δεν σας λέω τα ονόματά τους. Έτσι, παρόλο που ο αδερφός μου θα ήταν ο πρώτος, αν ο τοκετός ήτο φυσιολογικός, πρώτη θεωρήθηκε η αδερφή μου. Και αυτή πάτησε μετά από μένα το PLAY του κασετοφωνακιού μας. Ο μικρός το πάτησε τελευταίος.


συνεχίζεται....

Σάββατο, Μαΐου 26, 2007

Ο μικρός νταής, ο άγιος Ευστάθιος και η Μουσική των Νερών.



Το κασετοφωνάκι Sony αν και εβολιδοσκοπείτο ως Χριστουγεννιάτικο δώρο για το σπίτι, μετά από αλλεπάλληλες οικογενειακές συσκέψεις, αφού πρυτάνευσε η συνετή οικονομική άποψη της κεφαλής του σπιτιού, και αφού κατόπιν συμφωνίας τα τρία παιδάκια της οικογένειας περιορίστηκαν σε τρεις σακουλίτσες μπαλόνια για δώρο Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αγοράστηκε τελικώς κατά τις εκπτώσεις του Φεβρουαρίου του 1973, κατά τριάντα δραχμές φθηνότερα.
Η πρώτη μέρα της απόκτησής του ήταν πανηγυρική, παρόλο που ήταν Πέμπτη, μεσοβδόμαδα. Μια κασετούλα-demo έπαιξε και ξανάπαιξε ένα ολόκληρο απόγευμα τα τέσσερα ποπ γιαπωνέζικα τραγουδάκια της, αυστηρά με χειρισμό του αγγλομαθούς μπαμπά, που είχε μελετήσει προηγουμένως τις οδηγίες σχολαστικά. Κατά τις 6.00 που άρχισε να σουρουπώνει, ο μπαμπάς παραχώρησε το δικαίωμα χρήσης στα υπ’ αυτόν μέλη της οικογένειας. Το πάτημα του κουμπιού "PLAY" διεκδικήθηκε με σφοδρότητα από τους δείκτες έξι παιδικών χεριών – προηγουμένως η μαμά τιμητικώς δοκίμασε μια φορά να το πατήσει και δεν τα κατάφερε, οπότε αποσύρθηκε στην κουζίνα να φτιάξει τυροπιτάκια για τον εορτασμό αποκτήσεως. Η κατάληξη της διαμάχης ήταν αναμενόμενη. Μια άγρια φωνή του μπαμπά, ένα χαστούκι στον μεγάλο γιο, τα κατά επτά χρόνια μικρότερα δίδυμα (αγόρι και κορίτσι) λουφάξανε, και ο μπαμπάς αρπάζοντας με προστατευτικότητα τη συσκευή, «Δεν είσαστε για τίποτα, θα της βγάλετε τα μάτια σε μια μέρα», είπε, τράβηξε το καλώδιο από την πρίζα τακτοποίησε το κασετοφωνάκι στο κουτί συσκευασίας του και το απέσυρε στο άβατον: στην σκεπή της ντουλάπας της κρεββατοκάμαρας. «Θα το ξαναδείτε το Σάββατο, μετά το σχολείο, και αν».
......... συνεχίζεται.

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2007

Κωνσταντίνου και Ελένης. Γιορτάζουν οι γονείς μου.(Ως ανταπόδοσις).

















Το απόσπασμα κριτικής που διαβάσατε είναι του Πέτρου Βλαστού, στο μελέτημα του "Ο Καβάφης ο στωικός", (Ιδέα 1, 1933), σκαναρισμένη από το βιβλίο "Η ΔΕΚΑΤΗ ΜΟΥΣΑ, Μελέτες για την κριτική" του Παναγιώτη Μουλά.
Ο καλλιτέχνης και ο κριτικός, πιστεύω, ότι συμπορεύονται. Όμως, επίσης για μένα αποτελεί δόγμα το ότι, αν και βαδίζουν στον ίδιο δρόμο, μονοπάτι, λεωφόρο (ό, τι προτιμάτε), οφείλουν, έστω και αν γνωρίζονται, να μη συνομιλούν …. περί του παπλώματος. Ο καθένας με την τέχνη του οφείλει να απευθύνεται σε όλους τους άλλους εκτός από τους αμέσως εμπλεκομένους. Ούτε ο κριτικός στον καλλιτέχνη, ούτε ο καλλιτέχνης στον κριτικό. Γιατί αν αρχίσουν να συνομιλούν οι εμπλεκόμενοι, θα εμπλακούν. Ο καθένας έχει το ρόλο του. Και αν το επιθυμούν μπορούν να πιουν τα ουζάκια τους. Όχι, όμως (κατά τα πιστεύω μου) να συνομιλήσουν δημοσίως.
Επίσης, πιστεύω, ότι όποιον δρόμο και αν ακολουθήσει ένας θιασώτης της τέχνης, καλλιτέχνης, ή κριτικός, ή εραστής, το πράττει ως άσκηση ανιδιοτέλειας και αυτογνωσίας.
Το απόσπασμα της κριτικής του Πέτρου Βλαστού δεν το παρέθεσα για να αναδείξω το προφανές. Τάχα, δηλαδή, ότι ο Καβάφης –χρόνια του πολλά, Κώστας κι αυτός- τάχα, δηλαδή, επαναλαμβάνω, δικαιώθηκε εκ του αποτελέσματος, ενώ ο Βλαστός απαξιώθηκε εκ του αποτελέσματος. Διότι:

«Άσκ ολσούν τσιβιρινέκ.΄…… Ύστερον, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον ουδείς. Κανείς δεν ηξεύρει. Ίσως την ώραν ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπει ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον. Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Ο ξεπεσμένος Δερβίσης".


Ας παίξουμε ένα παιχνίδι. Φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω – δεν θα προτιμήσω την λέξη "στόχος" - φανταστείτε ότι σας αποκρύπτω το αντικείμενο της κριτικής του Βλαστού. Σας δίνω ως μοναδικό στοιχείο το χρονολογικό πλαίσιο και σας αφήνω. Πού θα πιστεύατε ότι απευθύνεται; Θα είχε έστω και ένα έρεισμα ύπαρξης; Και επεκτείνω το «πείραμα»: αν ο ίδιος ο Βλαστός είχε γράψει αυτό το κείμενο χωρίς να το προσανατολίζει επωνύμως, πώς θα σας φαινόταν;

Μην σας κουράζω άλλο, διότι προ μηνών διάβασα στο RAM ότι τα μπλογκ με μακροσκελή κείμενα διαπράττουν τακτικόν λάθος (πολύ τα ανακατεύουμε τα πράγματα….). Θα σας πω ευθέως, ότι προσφάτως ανέγνωσα σε στήλη μουσικοκριτικού, κείμενο που αναφερόταν σε συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής με έργα ελλήνων συνθετών χωρίς να παραθέτει ούτε τίτλους των έργων, ούτε τα ονόματα των διαπραξάντων το έγκλημα συνθετών, μεταξύ αυτών κι εγώ. Απεστρέφετο δε στο τέλος την εσωστρέφεια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής.
Είναι δε, η δεύτερη φορά που στην ίδια εφημερίδα αναφέρονται στο έργο μου χωρίς να αναφέρονται στο όνομά μου. (Εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι αφ’ ότου οι μέτοικοι απέκτησαν το δικαίωμα να υπογράφουν τις ζωγραφιές τους στους αμφορείς, η κριτική απέκτησε κι εκείνη υπογραφή. Αν η κριτική δεν αναφέρεται επωνύμως, μοιραία θα ενδυθεί κι αυτή την ομίχλη της ανωνυμίας, ή και της ανυπαρξίας).

Τι με πείραξε; Θα σας πω: Όταν τεχνικώς οφείλουν να αναφέρουν το όνομά σου και δεν το κάνουν, προσβάλλουν τους γονείς σου. Το παραβλέπω και ως οφείλω θα αναφερθώ τιμητικά εκτός από τους ισαποστόλους και στον Άγιο Νικόλαο, που τόσα χρόνια προστάτεψε τον πατέρα μου, καπετάνιο, από τα κύμματα και τις τρικυμίες και τον έχω και τον χαίρομαι. Πέρασα πολλές αγωνίες μικρός, αλλά από τότε που βγήκε στη σύνταξη, όταν λυσσομανάει ο νοτιάς και βραδιάζει, τουλάχιστον δεν ανησυχώ για εκείνον.

Τι τα θέλετε; Βρέθηκα εν τέλει να επισπεύδω κι εγώ την διαδικασία εξαπλώσεως της ομίχλης, αποκρύπτοντας τον κριτικόν και την εφημερίδα. Και να λοιπόν που ανακατευτήκαμε, αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει;

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟ, ή περί νοητού χρυσού και αποδράσεως από την απόκτησίν του.

Ραδιόφωνο, τίτλοι ειδήσεων των 00.00, πάμε για τα ξημερώματα Σαββάτου 19 Μάη 2007:
«500 χρυσά νομίσματα εντοπίστηκαν σε ναυάγιο του Ατλαντικού από ερευνητική ομάδα».

Οι ειδήσεις εν είδει τίτλου έχουν πολλά χαρίσματα. Κατά πρώτον και κύριον και τελευταίον σε απαλλάσσουν από το να φας στη μάπα και την αναλυτική τους παρουσίαση. Η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση θα μπορούσε να είναι ως εξής:
« Η επιστημονική ομάδα του ΛΙΛΙ (όπου "ΛΙΛΙ" ισούται με ίδρυμα ερευνητικόν, πανεπιστήμιο, κυβερνητική ή μη κυβερνητική οργάνωση) ανακάλυψε ("ανεκάλυψε", αν ο διευθυντής ειδήσεων πάσχει από γλωσσική κρίση, "βρήκε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο, "βρέθηκε μπροστά σε" αν έχει πτωχό λεξιλόγιο αλλά επιμένει στην ζωντάνια) ένα ναυάγιο, πιθανώς…μπλα-μπλά, στο οποίο ανιχνεύτηκαν, με υπερσύγχρονα μέσα, 500 χρυσά νομίσματα, πιθανότατα της περιόδου… μπλα-μπλα. Στο ναυάγιο σπεύδουν αρχαιολόγοι και ομάδες δυτών».
Αυτό που είναι ενδιαφέρον δεν είναι το εύρημα, ούτε η είδηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ουδέποτε θα πληροφορηθούμε τα αποτελέσματα της ερεύνης, διότι «της επιστήμης παρεμβαλομένης η είδησις αφυδατούται».

Το ερώτημά μου είναι «ποία η αξία του χρυσού;». Γενικώς. Και ενθυμούμαι πόσες και πόσες ταινίες του Χόλυγουντ (αυτής της μητροπόλεως των χρυσοθηρών της τέχνης) όπου ναυαγοί –άπληστοι κατά το σενάριον- πεθαίνουν περιστοιχιζόμενοι από σωρούς χρυσών νομισμάτων και άλλων χρυσοποίκιλτων αντικειμένων. Εν αντιθέσει δε αυτών, ο αποδιδράσκων κόμης Μοντεχρήστος.


-Άμα θέλεις να χτυπήσουμε εμείς την καμπάνα, να έρθεις από τις εντεκάμιση. Γιατί έρχονται και άλλα παιδιά και ο κυρ-Μήτσος ο νεωκόρος αφήνει να την χτυπήσουνε όποιοι έρθουνε πρώτοι. Πρέπει να πάμε πρώτοι-πρώτοι.

Στα πέναλτι – στα "μπενάλτια" – εβίωνα όλην την καρτερικότητα των θυσιασμένων ηρωικών μορφών της ιστορίας μας. Λεωνίδας, Διάκος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Τσατούχας (ο τελευταίος – ο Τσατούχας, δηλαδή- ήταν τερματοφύλακας του Εθνικού Πειραιώς και έπιανε μπενάλτια). Από όλες τις θέσεις η θέση του τερματοφύλακα κλίνει προς την αγνοτέραν μορφήν ήρωος, την "όλοι σας και μόνος μου". Και το πέναλτι θα πρέπει να είσαι πολύ φανατισμένος φίλαθλος για να θέλεις να μπει.

Κάθε Κυριακή στις δέκα είχαμε αγώνα Μαυρομιχάλη-Ζαΐμη, στην γούβα της Θεοτόκη, μπροστά στου Κόσκου την Ταβέρνα. Και σήμερα δεν μου φτάνουνε τα ξεροσφύρια που έχουνε μαζευτεί από νωρίς κυριακάτικα και με κοκκινισμένες μύτες φωνάζουνε γαλαρία «πάσα ρε», «πίσω ρε», «δεξιά ρε», έχω και την έννοια να πάω από τις εντεκάμιση στο Άγιο -Νείλο για να πιάσουμε πρωτιά να μας αφήσει ο κυρ-Μήτσος να χτυπήσουμε την καμπάνα του κατηχητικού. «Α, ρε Αλιφραγκή, να σε βράσω με τις καμπάνες». Σουτ – γκολ. Το ‘φαγα.
«Παιδιά εγώ φεύγω».
«Πού πας ρε….;»

«Νταν-νταν-νταν-νταν-νταν. Πέντε νταν τρεις φορές. Νταν-νταν-νταν-νταν νταν. Κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε νταν. Θα μετράτε: κα-τη-χη-τι-κό. Πέντε. Και θα το χτυπήσετε τρεις φορές: κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό, κα-τη-χη-τι-κό. Άμα το χτυπήσετε λάθος δεν θα σας αφήσω να το ξαναχτυπήσετε. Από δω θα πάτε. Από αυτές τις σκάλες που πάνε στον γυναικωνίτη. Και μετά έχει μια στενή σκαλίτσα για τις καμπάνες. Θα χτυπήσετε τη μεγάλη καμπάνα με το πιο χοντρό σχοινί. Ουαί και αλλοίμονό σας. Άμα με κάψετε θα σας κάψω. Το χοντρό σκοινί. Να έρθω απάνω να σας δείξω;»
«Όχι κυρ- Μήτσο, εντάξει».

Τρεις φορές από πέντε φορές. Στις δώδεκα η ώρα μαζεύτηκαν όλα τα παιδάκια. Το πετύχαμε.
Καθόμασταν στις καρέκλες τις εκκλησίας στα πίσω-πίσω, πλάι-πλάι με τον Αλιφραγκή, και περιμέναμε τον κατηχητή. Τον κύριο Πετράκη. Ο κυρ-Μήτσος πέρασε, έσβησε κάτι κεριά που έκαιγαν ακόμα και κουνώντας το κεφάλι του έγνεψε στον Αλιφραγκή και σε μένα «εντάξει». Το «κύριος Πετράκης» δεν ήταν όνομα. Ήταν επώνυμο. Ο κύριος Πετράκης, ο κατηχητής μας, ήταν φοιτητής. Κάθε Κυριακή κουβάλαγε ένα μαυροπίνακα από το γραφείο των κληρικών και τον έστηνε μπροστά από το Ιερό. Μας έκανε την κατήχηση και στο τέλος μας έγραφε στον πίνακα το «δίδαγμα» και το «ρητόν» που το γράφαμε στα τετραδιάκια μας. Αυτή ήταν η δουλειά του πίνακα. Δίδαγμα και ρητόν. Όμως σήμερα ο Λαμπαούνας είχε έρθει από νωρίς. «Τι δουλειά έχει αυτός ο μύξης από τόσο νωρίς ρε Αλιφραγκή; Λες να ήρθε για να χτυπήσει τις καμπάνες;». «Μπα, ρε συ. Για να χτυπήσεις τις καμπάνες πρέπει να είναι δύο. Αυτός είναι μόνος του. Και δεν ξέρει και να μετράει. Εμάς θα βάλει ο Κυρ-Μήτσος».

Καθόμασταν στις καρέκλες και περιμέναμε τον Πετράκη. Τον κύριο-Πετράκη. Τρίβαμε τα χέρια μας στα παντελόνια μας γιατί έκανε κρύο μες στην εκκλησία. Αλλά είναι ωραίο το κατηχητικό. Γιατί κάθεσαι στις καρέκλες. Ενώ την ώρα της λειτουργίας κανένα παιδί δεν επιτρέπεται να κάθεται στις καρέκλες. Στις καρέκλες κάθονται οι γέροι. Πρέπει να γίνεις πατέρας για να κάτσεις σε καρέκλα. Και πάλι δύσκολο. Παππούς κάθεσαι σίγουρα.

Και ήρθε ο κύριος Πετράκης με το στρίποδο και τον πίνακα. Άνοιξε το στρίποδο και έβαλε πάνω προσεχτικά τον πίνακα. Μετά έβγαλε από την τσέπη του δύο κιμωλίες και πήρε με το δεξί του χέρι το σφουγγαράκι που κρατούσε δαγκωμένο στο στόμα του και το απίθωσε πάνω στο αναλόγιο του πίνακα. Όλα τα παιδιά, άλλα γελούσαν πολύ, άλλα έπνιγαν το γέλιο. Ο κύριος Πετράκης μας κύτταξε με μάσκα χριστιανικής αγάπης που σταδιακά εκκολαπτούσε ….. κάτι. Εννόησε από τα βλέμματά μας την πηγή της ευθυμίας. Γύρισε και αντίκρυσε τα γραμμένα στον πίνακα:
«Πετράκι μουνή γάμα καμιά χριστιανί».
Η οργή έσπασε το αυγό. Αλλόφρων πήρε το σφουγγάρι και έσβηνε τον πίνακα, ανακρίνοντας με το μάτι του τα βλέμματά μας.
«Λαμπαούνα, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο, παλιόπαιδο. Απόβρασμα.....».
Ο Λαμπαούνας σηκώθηκε και έτρεξε ως αρχαίος έλλην να κρυφτεί μέσα στο … Ιερό. Ξοπίσω του ο Πετράκης. Ο κύριος Πετράκης. Κυνηγούσε τον Λαμπαούνα γύρω-γύρω από την Αγία Τράπεζα. Κάποια στιγμή του έφραξε το δρόμο.
«Από πού θα πας Λαμπαούνα; Από την Ωραία Πύλη θα βγεις; Το ξέρεις ότι από την Ωραία πύλη βγαίνουν μόνον οι Ιερείς; Θα σε κάψει ο Θεός άμα βγεις από την ωραία Πύλη».
Ο Λαμπαούνας, πασαλειμμένος με τα σάλια της αγωνίας του, έριξε ένα πήδο και το έσκασε από την Ωραία Πύλη.

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Αγγέλα

Έχετε οσφρανθεί την θεσπέσια σκατίλα της Ψυττάλειας. Είναι η ωραιότερη σκατίλα που μπορεί να βρει κάποιος να απολαύσει ρεμβάζοντας στο μπαλκόνι του αν έχει την τύχη να μένει στον Πειραιά και να τον πιάνει λίγο το νοτιαδάκι. "Μειοψηφίες" θα μου πείτε. Συμφωνώ. Εδώ ολόκληρη σφαγή των Αρμενίων, των Εβραίων, των Ποντίων, των Χιροσιμέζων, των Ναγκασακιανών, των Ινδιάνων, των Παντουκείων, των Ολοφρονέζων, των Πεντακισχυσίων, των Μπούρδα-Μπούρδα, των Γαλλικομάνων (οι πέντε τελευταίοι είναι φανταστικοί, αλλά πιθανοί), ανεχτήκαμε. Η σκατίλα αυτή δεν μου είναι ξένη. Μου θυμίζει τα παιδικά μου χρόνια.....
Μου θυμίζει την κυρ-Αγγέλα. Την κυρ-Αγγέλα, που έμενε στη γωνία της Μαυρομιχάλη, την κυρ-Αγγέλα με τα τεράστια βυζιά, το νυχτικό και τις παντούφλες, να βγάζει το κεφάλι της από την πόρτα - ποιά πόρτα; (μια κουρελού είχε για εξώπορτα) - έξω το κεφάλι και γρήγορες ματιές αριστερά-δεξιά - μία η ώρα τη νύχτα ποιος να τη δει;. Εγώ έκανα το τσιγαράκι μου, το δεύτερο ή το τρίτο-ένα κάθε καλοκαίρι, αρχόμενος από πρώτης γυμνασίου.
-Ρουφιάνες, να σας καεί το σπίτι.
Δεν το φώναζε. Το έπνιγε στην ορμή με την οποία άδειαζε το γκιο-γκιο με τα κάτουρα και τα σκατά στο δρόμο. Κι ύστερα πάλι γρήγορα-γρήγορα το κεφάλι αριστερά-δεξιά. Και τσουπ μέσα στο σπίτι. Την άλλη μέρα έβγαινε και σκούπιζε το πεζούλι της. Μόλις πέρναγε καμμιά πρωινή γειτόνισσα πηγαίνοντας για τον φούρνο, η Αγγέλα ανασκούμπωνε τα βυζιά και λαχανιασμένη τάχατες - αγαναχτισμένη - δεν την καλημέριζε, αλλά έλεγε:
-Τις ρουφιάνες, τις πρόστυχες, τις βρώμες. Πάλι σκατά μου πετάξανε έξω απ' το σπίτι μου.

Η κυρ-Αγγέλα δεν είχε τουαλέτα, (καμπινέ τον λέγαμε τότε). Όλη η γειτονιά το ήξερε. Ήξερε ποιος πέταγε τα σκατά στο δρόμο. Αλλά δεν μίλαγε κανείς. Σχεδόν όλοι ένιωθαν ένοχοι, επειδή αυτοί είχαν αποχέτευση, ενώ το σπιτάκι της Αγγέλας δεν είχε. Η Αγγέλα ήταν το "πίσω του κόσμου" από το οποίο προήρχοντο. Επί πλέον η Αγγέλα άμα άνοιγε το στόμα της μπορεί να έβγαζε στη φόρα από κέρατα πραγματικά μέχρι κέρατα φανταστικά. Μη σε πιάσει το στόμα της ήταν: "Παλιοπουτάνα, που θα μου πεις εμένα. Τράβα μωρή να πλύνεις το στόμα σου από τις βρωμιές σου τις χτεσινές, παλιοτσούλα".

Μια μέρα όμως, μάλλον μια νύχτα, μέσα σ' όλη τη χρονιά, η Αγγέλα ήταν βασίλισσα. Ανήμερα τ' Άη-Γιάννη, 24 Ιουνίου, που ανοίγανε τον κλύδωνα.
"Την Αγγέλα να φωνάξουμε, την Αγγέλα. Αυτή τα λέει με γούστο. Τα λέει η ρουφιάνα με έναν τρόπο..."

Δεν πιστεύω να θέλετε και ηθικόν δίδαγμα......

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Η αυτοβιογραφία ενός μουσικού (για τον οίστρο) μέρος Α' : το βρέφος

«Θρ, βπφφφ, τνθζζζζ, ακά, λλλλλλμ, ό, νννκα, σσσςςς».
Θυμάμαι να τιτιβίζω και τη θείτσα Λένη που ήρθε, λέει, να με δει - έξι μηνώ; ενός χρονού; κάπου εκεί το πιστοποιεί η μάνα μου - μαζί με τον Μάκη, ένα παιδάκι δυο χρόνια μεγαλύτερό μου. Τους θυμάμαι σαν πάχνες γαλακτερές να σκύβουν πάνω απ’ την κούνια μου να με κοιτάνε, αυτοκράτορα, μέσα στην θαλπωρή των ούρων μου.
–Κατουρήθηκε το παιδί, έλα, Ελένη, να τ’ αλλάξεις.
(Έχω ακόμα αναμνήσεις από την χρυσή εποχή - να νιώθω πως κατανοώ τη γλώσσα παρότι δεν μπορώ να τη μιλήσω και το χρυσάφι να κατασταλάζει στις πάνες μου).

Απ’ τη Φαβιέρου πίσω ακούω τα μαντολίνα και το ακκορντεόν. Πρίμο-σεκόντο «Άνω κάτω χτες τα καναμέ».
–Έχουνε μαζευτεί πάλι στου τυφλού και παίζουνε. Τι γλυκά που παίζουνε!
Ο μπαρμπα-Τάσος, ο τυφλός, ο δάσκαλος της μουσικής με την παρέα του, δροσιά μες στην μαγιάτικη δροσιά. Ο Νικολάκης ο κουτσός με το ακκορντεόν και την κελαριστή φωνή, ο σιδεράς ο Μάκης πρώτο μαντολίνο κι ο ξάδερφός του ο Βαγγέλης ή Λινάτσας δεύτερο. Ο μπαρμπα-Τάσος κιθάρα, ν’ ανεβοκατεβάζει τα μπάσα και να τους δένει όλους. Τραγούδια, τραγούδια, τραγούδια όλη νύχτα. Τι γλυκός ο ύπνος που θέλεις ν’ αρνηθείς και σε νικάει.
συνεχίζεται.... (εκ του CINE-HISTE, πιθανώς γνωστού θερινού κινηματογράφου, που κατέληξε τσοντάδικο και μετά έκλεισε).

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2007

Συγκρίσεις

Όταν ήμουνα μικρός ήθελα να μεγαλώσω. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό οφειλόταν στον ενστερνισμό της επιθυμίας του περιβάλλοντός μου. Διότι, πριν καν έλθουμε σε επαφή με την προπαιδεία της θρησκείας μας, τα θρησκευτικά, έχουμε ήδη, κατά κάποιον τρόπον, άμεση αντιληψη του τι σημαίνει και τι απαιτεί το "καθ' ομοίωσιν". Να μοιάσουμε στους μεγάλους. Πετυχημένο το βρίσκω το "καθ' ομοίωσιν". Σωστό. Πιάνει όλες τις ηλικίες. Μοιραίες εμφανίζονται, συμπληρωματικές τής "καθ' ομοίωσιν" εμπεδωμένης τάσης, οι διαθέσεις σύγκρισης. Τι να σου κάνει ένα παιδάκι; Από πού να πιαστεί. Από τα άμεσα. Η μαμά ένα και πενήντα τέσσερα. Ο μπαμπάς ένα και εξήντα δύο. Ο θείος ο Σπύρος ένα εβδομήντα δύο, ο νοννός ένα εβδομήντα. Η γιαγιάδες ένα πενήντα δύο. Ο παππούς ένα εβδομήντα. Ο άλλος ο παππούς είχε αυτοκτονήσει. Οι νεκροί δεν έχουν ύψος. Υπάρχουν, όμως, πολλοί ψηλοί συγγενείς και κάποιοι άλλοι άνθρωποι πολύ ψηλοί μένουν στη γειτονιά - ιδίως αυτός ο Θεόφιλος είναι πανύψηλος. Και ο Αγγελετάκης ο φούρναρης. Ψηλός- πολύ ψηλός. Περπατάει και καθώς περπατάει κάνει τα βήματά του ανοιχτά, σαν οι μύτες των παπουτσιών του να είναι μάτια που το ένα πρέπει να βλέπει όλο αριστερά και το άλλο όλο δεξιά. Άμα περπατάς συνέχεια έτσι γίνεσαι πολύ ψηλός. Αλλά είναι κουραστικό.
Το παιδί πρέπει από νωρίς να έχει στόχους. Αλλά πρέπει να έχει και τόξο και βέλη. Εύκολα πράματα. Παίρνεις μια κρεμάτρα ξύλινη, της βγάζεις το στρογγυλό ξυλαράκι που πάνω του περνάνε τα παντελόνια και το φυλάς στην άκρη. Παίρνεις ένα λάστιχο από αυτά που πουλάει ο κυρ-Νίκος ο ψιλικατζής με το μέτρο, αυτά που τα περνάνε στις κυλότες για να σφίγγουν, παίρνεις λοιπόν ένα πενηνταράκι το μέτρο το λαστιχάκι και το δένεις τεντωτά-τεντωτά στις άκρες της κρεμάστρας. Το στρογγυλό ξυλαράκι που έχεις φυλάξει στην άκρη, το ξύνεις στην άκρη την μπροστινή με ένα μαχαίρι και το κάνεις μυτερό. Για την πίσω άκρη έχεις μαζέψει φτερά από τις κότες της κυρα-Βαγγελίας, που όλο τσακώνονται και ξεπουπουλιάζονται, και βάζεις τα φτερά στην πίσω άκρη και έτσι φτιάχνεις το βέλος. Το κακό είναι ότι ενώ χρειάζεσαι ένα μόνο τόξο, χρειάζεσαι πολλά βέλη. Οπότε είσαι αναγκασμένος να χαλάσεις πέντ-έξι κρεμάστρες ξύλινες για να φτιάξεις πολλά βέλη. Αυτό σημαίνει θα φας ξύλο από τη μάνα σου. Αλλά δε σε νοιάζει, διότι σε ενδιαφέρει ο στόχος.
Τώρα που έχεις τόξο η επιλογή στόχου είναι ένα παιχνίδι που διακανονίζεται από το πεπρωμένο το οποίον παίρνει μορφήν ενστίκτου.Θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Στόχοι πιθανοί είναι όλοι. Μια γλάστρα. Ο φεγγίτης. Το παραθυράκι του καμπινέ. Όμως αυτοί οι στόχοι είναι για εξάσκηση. Ο πραγματικός στόχος πρέπει να πετάει ή τουλάχιστον να περπατάει.Τα πουλιά τα άτιμα δεν στέκουνε λεπτό. Η καρπαθιώτισσα με το ταψί ζυγισμένο πάνω στο κεφάλι της που πάει στο φούρνο; Πολύ ξύλο, πάρα πολύ ξύλο. Η ζαβή η Ελένη που περπατάει σαν το κάβουρα; Μπα, αμαρτία. Ο αδερφός του Μαρακιού, που τον φωνάζουμε "χοντρέλα-βαρέλα"; Η μάνα μου μού 'χει πει να μην τον κοροϊδεύω - άμα τον βαρέσω και με το τόξο, θα φάω τουλάχιστον ένα χαστούκι.
Και τότε...! Στρίβει τη γωνία ο μικρός Ξενοφάκης. Οδηγημένος από ένστικτο. Το ένστικτο του τέλειου στόχου. Είναι πολύ παχουλός. Τσαφ μια, και τον πετυχαίνεις στο μπούτι ψηλά.

Τη μάνα μου την έφτασα στο ύψος λίγο πριν τελειώσω την τρίτη γυμνασίου. Από τις τωρινές αφηγήσεις της μαθαίνω ότι το είχε καημό: "το καημένο το αγοράκι μου θα μείνει πολύ κοντό". Τετάρτη γυμνασίου γράφτηκα στον Πορφύρα, στο μπάσκετ. "Το μπάσκετ ψηλώνει", έλεγαν όλοι οι συγγενείς. Και συμπλήρωναν. "Δεν βλέπεις τι ντερέκια παίζουνε στο μπάσκετ". Σχεδόν το είχα πιστέψει. Δεν μου φαινόταν απίθανο να ισχύει. Εφόσον σχεδόν είχα αποδεχτεί από πολύ μικρή ηλικία ότι οι παπάδες είναι άγιοι άνθρωποι, ή εν πάσει περιπτώσει πιο άγιοι από τους μη παπάδες, γιατί να μην έχουν όσοι ασχολούνται με το μπάσκετ αυξημένες πιθανότητες να ψηλώσουν πολύ; Και δώσ' του επιτόπια άλματα, δώσ' του ασκήσεις με βαράκια στα πόδια. Έφτιαξα καλό άλμα. Σε τρεις μήνες έφτανα το διχτάκι, σε πέντε έφτανα το ταμπλό. Καλή επίδοση για παιδί ένα και εξήντα. Δύο πόντους και τον πέρασα τον πατέρα μου. Τον οποίο τον πέρασα εν τέλει και έφτασα και το νοννό μου. Τον θείο μου τον Σπύρο δεν τον έφτασα.
Εν τω μεταξύ, όλα αυτά τα χρόνια είχανε μπει στη μέση και οι βαθμοί. "Με τι το πήρε ο Τάκης σας;". "Με εννιά". "Α, μπράβο, μπράβο. Ο Γιωργάκης μας το πήρε με δέκα". Αυτό το δέκα είχε γίνει το μισητόν καύχημά μου. Σχεδόν ντρεπόμουν που το έπαιρνα. Τόσο που στο Γυμνάσιο φρόντισα να κινηθώ στο μέσον. Δεκαπέντε με δεκάξι. Θέλησα να εμπεδώσω την μετριότητα. Μα συνάμα κατάλαβα γιατί το θέλησα αυτό. Δεν με ενδιέφερε το σχολείο. Τα μαθήματά του. Με ενδιέφεραν τα βιβλία μου και η εσωτερική μου ζωή. Να χάσκω. Κατάλαβα ότι εκεί μέσα, στο χώρο που χάσκω, βαθμολογώ εγώ.
Μετά ήρθε η μουσική. Εκεί πήγα να ξανανιώσω ότι συγκρίνομαι με ογκόλιθους. Αλλά δεν με συνέθλιψε η σύγκριση γιατί την αποκήρυξα. Με τη μουσική άρχισα να καταλαβαίνω ότι είμαι άνθρωπος, (κατά βάθος, γιατί η τρικυμία στην ψυχή είναι το επάγγελμά μου, όμως στο τέλος πάντα λέω: "αγαπάω τη μουσική").

Υπάρχουν βέβαια και οι αναμνησεις από τη σκοτεινή αποθηκούλα στο ακατοίκητο γωνιακό υπογειάκι. Εκεί που μικρά τεσσάρων-πέντε χρονών πηγαίναμε παιδάκια οι φίλοι και μετράγαμε τα πουλάκια μας. Μας πιάσανε μια φορά οι μανάδες μας και φάγαμε της χρονιάς μας.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)