Τρίτη, Ιουνίου 07, 2005

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ (συνέχεια)

Για την Αστραδενή
Η Αστραδενή μου ζήτησε να μάθει περισσότερα γι αυτό το «θεατρικό» έργο-απάτη που είχα σκαρώσει στην Τετάρτη Δημοτικού. Και επίσης με ρωτά για το ποιον ρόλο είχα φυλάξει για τον εαυτό μου. Στρίμωξα τη μνήμη μου για τα καλά, αλλά δεν λέει να ενδώσει, ίσως αν είχα την βοήθεια της ΓΑΔΑ…..
Ό, τι θυμάμαι, εκτός από ξιφομαχίες, το γράφω παρακάτω με την ελπίδα γράφοντας να θυμηθώ κι άλλα:
Πρέπει να ήταν ένα έργο με θέμα τους Σουλιώτες. Γιατί θυμάμαι είχα επιλέξει το πιο χοντρό παιδί της τάξης που μάλιστα είχε το επώνυμο (όχι παρατσούκλι) Μπάλας, για να κάνει τον Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς στο έργο μου ήταν σχεδόν βουβό πρόσωπο. Κατά την κορύφωση της «πλοκής» την οποία είχα προβλέψει να φθάσει πολύ γρήγορα, ο Αλή Πασάς διέταζε την εκτέλεση ενός ήρωα κρατούμενου. Τότε, βεβαίως, οι γενναίοι Έλληνες, κρατούμενοι επίσης, έβγαζαν τα κρυμμένα σπαθιά τους και μετά από ξιφομαχία η οποία είχε κατοχή χρόνου τα 4/5 του όλου έργου, εξολόθρευαν τη φρουρά του Αλή Πασά και προς δόξαν της ιστορικής επιστήμης και τον ίδιον τον Αλή Πασά. Βεβαίως, έμμεσα, με την έκβαση αυτή είχα αχρηστέψει και κάθε νόημα συνέχειας της γιορτής, γιατί μολονότι η γιορτή συνεχίστηκε, τώρα αναρωτιέμαι τι θέση είχε ο χορός του Ζαλόγγου που μετά το «θεατρικό έργο» χορέψαν τα κορίτσια, οι συμμαθήτριές μου.
Θυμάμαι επίσης, ότι το κάστινγκ το έκανα με βάση τις συνειδητές συμπάθειες. Στον ρόλο των Ελλήνων ήταν όλοι οι φίλοι, ενώ για τους ρόλους των Τουρκαλβανών είχα επιλέξει όσους δεν μου έκαναν ούτε κρύο, ούτε ζέστη, καθώς και μερικές αντιπάθειές μου. Ο μόνος που επελέγει αξιοκρατικά ήταν ο Μπάλας.
Επίσης, ένα παιδάκι που ήταν μάρτυς του Ιεχωβά το είχα βάλει να κάνει τον προδότη έλληνα, όχι όμως επειδή ήταν μάρτυς του Ιεχωβά, αλλά επειδή η φυσιογνωμία του ήταν κάτι προς το Αρτέμης Μάτσας, στο πιο καχεκτικό και μαυριδερό. (Πολύ αργότερα, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, αυτό το παιδάκι ανέλαβε όλη η τάξη να το προσηλυτίσει στην ορθοδοξία και μάλιστα σε ένα διάλειμμα το βαφτίσαμε στη γούρνα με τις βρύσες του σχολείου, έχω την εντύπωση με τη θέλησή του). Αυτό το παιδάκι, ως προδότης ονόματι Ιβάν (κάτι θα είχα ακούσει για σιδηρούν παραπέτασμα και τα μπέρδεψα στο έργο), απλώς κατέδωσε όλους τους έλληνες ως επαναστάτες και ο Αλή Πασάς, παρότι ωφελήθηκε από την προδοσία , τον εξετέλεσε τον Ιβάν γιατί στους προδότες μόνον ο θάνατος αρμόζει, (κάπου αλλού το είχα δει αυτό).
Ακόμα, σε ρόλο Τουρκαλβανού είχε επιλεγεί και ο συμμαθητής μου ο Βελλής, ο οποίος μολονότι φίλος μου, διέθετε απαράμιλλα προσόντα για το ρόλο, πρώτον διότι Βελλής λεγόταν, ως γνωστόν από τον Καραγκιόζη (και τότες βλέπαμε πολύ Καραγκιόζη), Βελλής λοιπόν λεγόταν ο γαμπρός του Αλή Πασά, ο οποίος Βελλής ως φιγούρα του θεάτρου σκιών ήταν ξερακιανός, όπως και ο συμμαθητής μου Βελλής.
Ο συμμαθητής μου Βελλής, αν και ως φίλος μου εδικαιούτο να είναι στο στρατόπεδο των ελλήνων, δέχτηκε το ρόλο υπό τον όρο να ξιφομαχήσει περισσότερο απ΄ όλους και να σκοτωθεί τελευταίος. Συμφώνησα, και βεβαίως ξιφομαχήσαμε μαζί, οπότε εγώ ξιφομάχησα κατά μία σπαθιά περισσότερο από αυτόν.
Όμως, όσο κι αν βασανίζομαι, δεν θυμάμαι ποιόν ρόλο έπαιζα στο έργο. Προφανώς όμως θα ήμουν, όπως και είμαι, « Έλλην»………

ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ 2

Θα’ ρθει ο μεσαίωνας,
την ώρα του την ονομάζουν
φως χειμωνιάτικου μεσημεριού.
Ομως, κανείς δεν είδε
τ’ ακούραστα πλοκάμια του
με τις βεντούζες
που απομυζούν
κάθε διάθεση
ήπιας περισυλλογής.
Κι όλοι τόνε φαντάζονται
ντυμένο μες στο χιόνι,
αγέλαστο,
αυτεξούσιο,
πλάσμα απόρθητων ονείρων.

Το βλέμμα του
θα μας καταβυθίσει.
Καθώς θα ρίχνουμε σωσίβιο στην ψυχή μας-
μαύρα νερά θα συνεργάζονται ήδη προ πολλού
με την αυτοδιάθεση
των επιθυμιών μας.

Ωστόσο, σχηματίζεται
η ανάμνηση
της άνευ όρων
-μες στον καφέ και την ανεμελιά-
παράδοσης
κάθε μελλοντικής αντίστασης
κι όλων των πριν το «είμαι»
«θέλω»........

ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ 1

Η ένταση,
το άκριτα διαυγές
και σαν περιπλοκάδες
αυξανόμενο έλλειμμα
μιας εφηβείας στοχαστικής
(που ενώ ανακάλυπτε
τη στερεοφωνία,
ταξίδευε εγωιστικά
στα άδυτα των τζουκ-μπόξ,
καβάλα σ’ ένα δίφραγκο)
ακόμα περιεργάζεται
τη ζωή
σαν τρύπα ανταποδοτική,
που τίποτα δε σου χαρίζει.

Τώρα οι αστείρευτες πηγές,
τώρα τα κολοκοτρωναίικα τσαπράζια,
το διαγούμισμα των ωκεάνιων αρνήσεων
και η διαπόμπευση της πέρα από τα σύνορα
φυλής των συνευρέσεων.

Η έκθεση θα διαρκέσει τρεις μέρες,
ελεύθερο πάρκινγκ,
προσκλήσεις μόνον για εμπόρους...............

ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑ

«....ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει,
μού άρπαξε την ψυχή μου και τη τράνταξε ίδια,
καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει
μέσα στους δρυς φυσoμανώντας...».
Σαπφώ-Ελύτης


Ο ιχνηλάτης,
ο πρόσφορος,
αυτός με το πλατύ καπέλο
ο συμπαθής ιθαγενής,
κατέχει επάξια
τη θέση έξω-αριστερά στη μνήμη μας.

Συνήθως,
οι πληρωμένοι ανιχνευτές
τις καλοκαιρινές βραδυές,
κινούνται προς τα δεξιά.
Ευδιάθετοι,
ακολουθούν τα βήματα του σεναρίου
και πρόθυμα εξευτελίζονται αδειάζοντας
στο πλάι μιας σκηνής επουσιώδους
ένα μπουκάλι ουΐσκι.

Είναι ινδιάνοι,
εξομώτες, μα ωστόσο
ινδιάνοι.

Τι και αν πρόθυμα προδίδουν τη φυλή τους
για ένα ρόλο ταπεινό.
Τι κι αν το όνομά τους αναγράφεται
στη θερινή οθόνη,
αφού τα φώτα ανάψουν,
κι αφού εκμαυλιστεί ο άσπρος τοίχος
μ’ αυτό το φως που εξισώνει
την προτύπωση των πράξεων τους
με τη θολή αϋπνία μας.

(-Φάγαμε το χοτ-ντογκ,
ήπιαμε μπύρα,
ας πάμε περπατώντας.
-oχι, ας πάρουμε ταξί. Νυστάζω.)

Οι ινδιάνοι από μικροί
μαθαίνουν προσευχές,
τα βήματά τους συντροφεύουν
τ’ απόκοσμα όνειρά μας
κι είναι γνωστό
ότι απ’ το Μάρτιο και πέρα
δεν τρώνε ζάχαρη-
-έτσι αποφεύγουνε το τσίμπιμα
των κουνουπιών.



Κυριακή, Ιουνίου 05, 2005

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ Ή Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ



Πήγα σχολειό πεντεμισάρης. Με το νέο – τότε- νόμο του Παπανδρέου (του Γεωργίου, παππού του Γιωργάκη). 1964. Γεννήθηκα 3 Απριλίου του ’59. Ο νόμος έλεγε ότι όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι και 1η Απριλίου ’59 εγγράφονται στην πρώτη δημοτικού. Ο νόμος είχε ήδη ψηφιστεί τον Σεπτέμβρη του ’64, αλλά εμένα αρχικά με είχαν στείλει νηπιαγωγείο. Μετά, έγινε το εξής σκηνικό, για να «κερδίσω» χρόνο, όπως έλεγαν όλοι στο οικογενειακό μου περιβάλλον. Ο πατέρας μου έκανε μήνυση στον παππού μου που με είχε δηλώσει στο ληξιαρχείο «γεννηθέντα (ου ποιηθέντα)» στις 3 Απριλίου, διότι τάχατες εσφαλμένως εδηλώθην 3 Απριλίου και ότι κανονικά είχα γεννηθεί την 1η Απριλίου (πάντα του ’59). Σατανική σύμπτωση: Η 1η Απριλίου κατά το 1959 είχε πέσει ημέρα Τρίτη. Οπότε το επιχείρημα στο δικαστήριο, με ψευδομάρτυρα τον θείο μου τον Στέφανο ήταν το εξής:
«Κύριε Πρόεδρε, σεβαστόν δικαστήριον, ενθυμούμαι τον πάππον του Γερασίμου Μπερεκέτου εισελθόντα εις το καφενείον περιχαρή ανακοινώνοντα ότι η κόρη του έτεκεν υιόν. Και άπαντες γελώντες αναφωνήσαμεν «μας κάνεις πρωταπριλιά. Ο πάππος του, κατόπιν, εκ παραδρομής εσύγχισεν την ημέραν της εβδομάδος τρίτην με την τρίτην του μηνός Απριλίου»,».
Ο δικαστής δεν μάσησε, αλλά για να γλυτώσει κόπο, διότι είχε 100 ανάλογες υποθέσεις αναφώνησε: «όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι 10 Απριλίου ’59 πολιτογραφούνται ως γεννηθέντες την 1η . Οι υπόλοιποι να φύγετε.».
Και έτσι κατά Δεκέμβρη μήνα του ’64, βρέθηκα από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό.
«Ξέρει να μετράει ως το 10;» ρώτησε η δασκάλα τη μάνα μου. «Ξέρει να μετράει μέχρι το 100» απάντησε περήφανη η μάνα μου. Και το πλήρωσε ακριβά, διότι εγώ μετά την επεφόρτισα να μου γράψει όλες τις καλλιγραφίες γραμμάτων και αριθμών που υποτίθεται έπρεπε να γράψω, μιας και υπολοιπόμουν στην ύλη από τους συμμαθητές μου.
Τα χρόνια περάσανε, κέρδισα την αγάπη των δασκάλων μου και έφτασα τετάρτη δημοτικού. Είχαμε μια δασκάλα κέρβερο, την κυρία Ν. Η πρώτη νουθετική της χειρονομία ήταν να σου πιάσει με τα δυό της δάχτυλα (αντίχειρα, δείκτη) το αυτί και να σου μπήξει τα νύχια της τόσο βαθειά ώστε μετά να μπορείς να φορέσεις σκουλαρίκι. Ο δεύτερος βαθμός νουθεσίας ήταν ξύλο με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης, ο τρίτος να σου πει «γύρνα το χέρι κι απ’ την άλλη», οπότε την έτρωγες στα κόκκαλα και από ‘κει και πέρα ξυλιές στα μπούτια, στον πισινό, στα γόνατα, άνευ ιδιαιτέρας διαβαθμίσεως.
Ήξερα ότι με είχε συμπαθήσει, κι εγώ επίσης, απόδειξη ότι μόνο το αυτί μού είχε στρίψει δυο τρεις φορές και μια φορά με είχε δείρει με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης.
Πλησίαζε 25η Μαρτίου. Και θα γινόταν η γιορτή, με τραγουδάκια, σκετσάκια κλπ.
Θυμίζω για όσους γνωρίζουν την εποχή ότι ένα αγαπητό παιχνίδι ήταν οι ξιφομαχίες, επηρεασμένες από κινηματογραφικά έργα, αφηγήσεις ιστορικές και γενικά από μια τάση να μοιάσουμε στον Νικηταρά ή τον Ζορρό. Στο διάλειμμα ξιφομαχίες, στη γειτονιά ξιφομαχίες, παντού ξιφομαχίες, με ξίφη υπόλοιπον από κρεμάστρες, ξύλα οικοδομής, βελόνες πλεξίματος……
-Κυρία έχω βρει από την εγκυκλοπαίδεια της Αντιγόνης Μεταξά (θείας Λένας), ένα θεατρικό του Σπύρου Μελά για την 25η Μαρτίου. Να το φέρω να το παίξουμε;
Μου είπε ναι και τώρα δηλώνω ότι η γυναίκα αυτή με καθόρισε σε πολλά.
Όντως υπήρχε βάση στα όσα της είπα. Είχα βρει ένα απόσπασμα ενός θεατρικού του Σπύρου Μελά, όμως χωρίς να το λάβω ουδόλως υπ’ όψιν μου έγραψα - «έγραψα», ένα άλλο τελείως δικό μου έργο με πάρα πολλές ξιφομαχίες και το παρουσίασα ως έργο του Σπύρου Μελά. Η κυρία Ν. το ενέκρινε. Ζήτησα πρόβες. Και μαζί με τους φίλους μου που τους πέρασα όλους στο καστ πηγαίναμε κάθε απόγευμα στην αυλή του σχολείου, από 10 μέχρι 24 Μαρτίου 1968 και κάναμε πρόβες τις ξιφομαχίες.
Το έργο είχε τεραστίαν επιτυχίαν και επιφυλάσομαι για άλλες λεπτομέρειες.
Λυπούμαι διότι έκτοτε ζω στην εποχή της σύμβασης.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)