Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2005

ΠΑΜΕ ΣΤΟΙΧΗΜΑ;;;;;

Συγκινητική συνάντηση. Δέκα μέτρα από την εξώπορτα του πατρικού μου. Εγώ φορτωμένος με κάτι σακούλες και παραμάσχαλα το τσαντάκι με τις πίπες. Αυτός, ένας μεσόκοπος, ψηλός, με ένα συμμετρικών χαρακτηριστικών πρόσωπο, οι ρυτίδες ομοιόμορφα κατανεμημένες, στις παραμονές μιας οριστικής κατίσχυσης, όμως το μαλλί ακόμα κορακίσιο. Ελαφρώς μελαχροινός. Επιδιόρθωνε τους υαλοκαθαριστήρες του αμαξιού του, καθώς με κάρφωσε με το βλέμμα του. Το αποτράβηξε αμέσως. Γιατί σχεδόν ενοχλήθηκα από την ένταση του και το ένιωσε. Όμως δεν έμοιαζε κακόβουλο το βλέμμα, σκέφτηκα, και καθώς ολοκληρωνόταν η διατύπωση αυτής της σκέψης, ένιωσα να απειλούμαι. Το βλέμμα, αυτό το βλέμμα το ινδιάνικο, ξανά με κέντριζε σαν βέλος. Το σώμα μου πήρε στάση αμυντική. Μια στάση που ωστόσο , δεν πήγαζε από μια προσωπική διαχείριση του φόβου μου. Ήταν σαν αυτό το βλέμμα να με διαχειριζόταν…… και μάλιστα με ένα τρόπο που μου ήταν γνωστός στα κατάβαθα των αναμνήσεών μου…. πόσες φορές…..
-Γεράσιμε, με πρόλαβε.
-Γιάννη;;;;;;;;
Ο Γιάννης με την μαγική τη ντρίπλα.
Ποτέ δεν είχα καταφέρει να τον κόψω. Ίσως, άντε, μια ή δυο φορές, μα ξανακέρδιζε τη μπάλλα και εν τέλει με ντριπλάριζε. Όμως, όποιος έκοβε τον Γιάννη, έστω κι αν μετά ξανάχανε τη μπάλλα, όταν το βράδυ θα έκανε απολογισμό της μέρας του, θα ‘χε να πει: έκοψα τον Γιάννη.
Παντρεύτηκε μικρός, έφυγε για την πατρίδα του, τα Κουφονήσια, έκανε τέσσερα παιδιά, χαθήκαμε για σχεδόν 30 χρόνια.
Η φάτσα του, όταν είμαστε μικροί, θυμάμαι μου έφερνε στον Τόντο. Τον καλό Ινδιάνο, τον σύντροφο του Λόου Ρέιντζερ. Κάθε Τρίτη 5.30 στην ΥΕΝΕΔ. Και λέω καλό, διότι τους Ινδιάνους, ως επί το πλείστον, τους εμπεδώναμε μέσω των γουέστερν ως κακούς. Ακόμα και η λέξη «ιθαγενείς» λόγω κινηματογραφικών συμφραζομένων σήμαινε «απολίτιστοι, εξ ορισμού εχθροί εξαφανιστέοι, πανούργοι αλλά με βέλη, ενώ εμείς οι εξελιγμένοι καλοί λευκοί εκ δυτικής Ευρώπης έχουμε σφαίρες». Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει σε μια ταινία ένα πρωτόλειο πολυβόλο που είχε στην κατοχή του το ιππικό και θέρισε «χιλιάδες κομπάρσοι».
Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά σε μία καμπή της προσωπικότητάς μου γύρω στα 13, αγόρασα στρατιωτάκια AIRFIX, ένα πακετάκι ινδιάνους και ένα πακετάκι καουμπόηδες. Στις μάχες που ακολούθησαν οι ινδιάνοι νικούσαν πάντα κατά κράτος.

-Ήμουνα στην προπόνηση, Γεράσιμε. Υπάρχει αισιοδοξία για αύριο.

Ένας ακόμη λόγος που ο Γιάννης μου ήταν αγαπητός: Εθνικάκιας κι αυτός, σαν κι εμένα. Καλά εγώ, όμως αυτός με τέτοια ντρίπλα εδικαιούτο να είναι ένας ματαιόδοξος Ολυμπιακός. Όμως, ως γνήσιο ταλέντο, είχε από μόνος του διαλέξει το κουσούρι του.

Οι ινδιάνοι, στην παρακμή τους, όταν πια οι μεγάλες μάχες χάνονταν η μια μετά την άλλη, κατέφυγαν στην μυθοπλασία. Μετά από κάθε χαμένη μάχη, μαζεύονταν και αφηγούνταν προσωπικές ανδραγαθίες οι οποίες πανηγυρίζονταν ως σημαντικότερα συμβάντα από την …..επουσιώδη τελική έκβαση της μάχης. Η μάχη γι αυτούς είχε κερδιθεί, όχι εκ του τελικού αποτελέσματος, αλλά στο 37’ στο 49’ και στο 56’, εκεί όπου ο Χατζηιωάνογλου ντριπλάρισε τον Γκαϊτατζή και ο Γκαϊτατζής έτρεχε ξοπίσω του και δεν τον προλάβαινε, γιατί ο Χατζηιωάνογλου δικαίως ωνομάσθη Τσαφ και αν δεν έπαιζε στον Εθνικό, αλλά στον Ολυμπιακό θα ήταν μόνιμος παίκτης της Εθνικής Ελλάδος.

Εξ όλων αυτών συνάγεται ότι αύριον-σήμερον Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005, ο Εθνικός Πειραιώς όπου σημειωτέον νυν αγωνίζεται στην Γ΄ Εθνική, στον αγώνα κυπέλλου με την ΑΕΚ, με τον Α΄ ή Β΄ τρόπο θα επικρατήσει.





Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

Αι ωδίνες του χειμώνος άνοιξις

'Εστησεν ο 'Ερωτας χορό
με τον ξανθόν Απρίλη
και τρωγόπιναν οι φίλοι
τσιριτρί τσιριτρό

Διονύσιος Παπαντωνίου (κατά κόσμον Ζαχαρίας Σολωμός)

Καλές γιορτές............

Σάββατο, Δεκεμβρίου 03, 2005

Αραία-αραία

Το 'λεγε συχνά ο παππούς μου. Για περιπτώσεις που πρέπει να φανείς επαρκής, ενώ δεν είσαι:
-Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα.
(Η δωρική διάλεκτος επιβιώνει, διατηρώντας την ηχητική της μέσω αυτών των τάχα ασυναίρετων τύπων).
Μανιάτης ο παππούς μου, το 'χω ξαναγράψει. Έφυγε 13 χρονώ, από τα Παγγιά για να φτιάξει την τύχη του. Έμενε στα μανιάτικα, σε μιά τρώγλη με πάτωμα χώμα. Πήγε στον Προμηθέα να σπουδάσει μηχανικός. Επιβίωνε, φτιάχνοντας μηχανολογικά σχέδια για τους εύρρωστους οικονομικά συμμαθητές του, έναντι μικράς αμοιβής, σε χρήμα ή είδος, δηλαδή τρόφιμα. Έγινε υπομηχανικός, διετέλεσε μόνιμος κελευστής στο Ναυτικό, υπηρέτησε στον Αβέρωφ, μετά εν μέσω κατοχής, πήγε στη ΔΕΗ. Από κει πήρε σύνταξη. Εν τω μεταξύ, είχε προικίσει 4 αδελφές, πράγμα σπάνιο για μανιάτη, γιατί στη Μάνη οι γυναίκες δεν παίρναν προίκα. Παροιμιώδες είναι το εξής σχετικό τηλεγράφημα:
ΑΔΕΛΦΕ ΜΟΥ ΠΑΝΟ>ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΠΛΑΚΕΣ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΥΟ> ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΨΕΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΜΑΣ>ΚΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΣΤΕΙΛΕΙΣ ΤΑ ΡΕΣΤΑ>
Ο αποστολέας ήταν ο ξενητεμένος αδερφός. Πιάτα στην Αμερική. Ο άλλος αδερφός, είχε μείνει στη Μάνη. Όταν ήρθε η ώρα να παντρευτεί η αδερφή τους, ο έν Μάνη αδερφός σκεφτηκε πονηρά. Σου λέει, ας γυρέψω βοήθεια από τον αδερφό μου, τάχα για το γάμο και αφού προίκα δεν δίνουμε έτσι κι αλλιώς, ό,τι στείλει το κρατάω και ουδείς παραπονούμενος.
Αλλά το μανιάτικο το αίμα, στην ξενητιά βράζει πιο πολύ απ' ότι στη Μάνη. Ο ξενητεμένος, μπορεί στην Αμερική να πήγε σε γαμήλιες δεξιώσεις, σε μπάρτσελορ, μάρτυρας σε προικοσύμφωνα, σε προγαμιαία συμβόλαια, αλλά.... τα ήθη και τα έθιμα του τόπου του δεν τα ξέχασε, παρ' όλες τις προσδοκίες του αδερφού του.

Ήτανε λοιπόν καμμιά δεκαπενταριά. Έπρεπε να βαδίσουνε μέσα σε περιοχή εχτρών. Ο φόβος τους έκανε να περπατούν ό ένας κοντά στον άλλο. Ο αρχηγός, σοφά, τους πρόσταξε:
"Αραία-αραία, να φαινόμαστε καμμιά σαρανταρέα".
Όταν φοβάσαι, η μόνη άμεση άμυνα είναι να προξενήσεις το όποιο δέος μπορείς.

Σήμερα πάνε 99 χρόνια από τη γέννηση του παππού μου. Προτίμησε να φύγει στα 81.

ΥΓ
Στη Μάνη η πατρική περιουσία μεταβιβάζεται από άρρενα σε άρρενα. Αν δεν υπάρχει γυιός, η περιουσία πάει στο γυιό του πλησιέστερου συγγενή. Εξ ού και οι γυναίκες δεν παίρνουν προίκα. Ίσως να πάρουν χρήμα, αν η οικογένεια είναι πολύ εύπορη, αλλά όχι γη. Επίσης μπορεί να πάρουν ως προίκα μέρος της πατρικής ελαιοπαραγωγής επί ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ. 10 χρόνια. Η μόνη περιουσία των γυναικών, που μεταβιβάζεται από μάνα σε κόρη, είναι οι αλυκές. Για να έχουν το αλάτι τους να μαγειρεύουν.
Παλιά αυτά.....

Σημειώνω ότι όλα τα ανωτέρω προσπαθούν να εξηγήσουν εύσχημα το γιατί γράφω αραιά και που.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 11, 2005

ΤΙΣ ΘΕΟΣ ΜΕΓΑΣ......

Την βλέπω κάθε βράδυ, σχεδόν ανελλιπώς.
-"..και απευθύνομαι σ' όλο το πανελλήνιο",
-"...η διάστασή του είναι 1,35 επί 0,90",
-"...τα πολύ ωραία, πανέμορφα, μαγικά χαλιά μου".

Ζουμπουρλή, φλύαρη, αθώα νάρκισσος, πανέξυπνη έμπορος, καπάτσα-κωλοπετσωμένη, γλυκειά και εύθυμα ερωτική: Η Μιραράκη, η Δέσποινα, με όλη της την γκαλερί. Δεν σε αφήνει καν να την θαυμάσεις. Αυτοθαυμάζεται!!!!! (επίτηδες τα έβαλα τόσα θαυμαστικά).

Τίς Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών; Συ εί ο Θεός ημών ο ποιών θαυμάσια μόνος. (μέγα προκείμενον των Θεοφανείων, ήχος βαρύς εναρμόνιος).

Υπάρχουν κι άλλοι Θεοί, αλλά ο δικός μας είναι ο πιο ισχυρός. Μόνον ο δικός μας Θεός είναι θαυματουργός.

Τα μουσικολογικά άλλη φορά......

Αν δεν δείτε, δεν θα πιστεύσετε........

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2005

ΚΑΤΑ ΜΟΝΑΣ ΕΙΜΙ ΕΓΩ.........

Ο Κουκουζέλης, ο φίλος μου, μιλήσαμε σήμερα στο τηλέφωνο και μου παραπονέθηκε:
-Χάθηκες απ' το μπλογκ, από τότε που έφτιαξες το εργαστήρι και αποτραβιέσαι εκεί πρωί βράδυ.
Η αλήθεια είναι ότι είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου, αλλά κυρίως στη γυναίκα μου, ότι εκεί στο εργαστήρι θα πηγαίνω μόνο τα πρωινά. "Τα απογεύματα θα είμαι πάντα σπίτι και θα μελετάω στο πιάνο, θα καθόμαστε παρέα, θα τρώμε νωρίς". Ο εαυτός όμως είναι μια οντότητα αντιδραστική. Ό,τι και να του υποσχεθείς, αυτός με υπόγειο τρόπο θα σε ωθήσει να μην το τηρήσεις. Οι μόνοι που δε φταίνε σε αυτήν την ιδιόμορφη σχέση είναι η γυναίκα μου κι εγώ, αλλά κυρίως ο Κουκουζέλης. Επιμένει να γράφω, λέει στο μπλογκ.
-Έπινες το ουισκάκι σου, αργά το βράδυ, σε συνέπαιρνε και κάτι έγραφες.
-Να το βράσω, το ουισκάκι, που πάντα ήταν από τρία και πάνω και το άλλο πρωί σερνόμουνα ως αντίτιμο του βραδυνού μου οίστρου.
-Ναι, συμφωνώ, όπως νιώθεις καλύτερα.
-Νιώθω πολύ καλύτερα τώρα. Ξυπνάω στις έξι, πουρνό-πουρνό, πάω στο εργαστήρι, φτιάχνω καφέ, φουμαίρνω την πίπα μου και στρώνομαι στη δουλειά με καθαρό κεφάλι. Βλέπω και τον ανηψιό μου που φεύγει κατά τις οκτώ παρά για το σχολείο και μέχρι που να γυρίσει, εκεί γύρω στις τρεις το μεσημέρι, έχω βγάλει του κόσμου τη δουλειά. (Τα ξεθεώνουνε όμως τα παιδάκια, πρώτη δημοτικού στο πόδι από τις εφτά μέχρι τα τρία μεσημέρια).
-Ναι, αλλά μου λείπεις. Γράψε κάτι, βρε αδερφέ, γράψε κάτι για μένα - εγώ θα σε διαβάσω.
Για όλα υπάρχει μια δικαιολογία. Δικαιολογία, όχι πρόφαση. Εγώ, φερειπείν, μόλις γυρίσαμε από τις διακοπές, τέλη Αυγούστου, η γυναίκα μου, εγώ και ο εαυτός μου, βαλθήκαμε να ανακαινίσουμε το σπίτι μας. Προσέτι, είχε προηγηθεί η εκχώρηση, ορθότερον, αόριστος παραχώρησις, ενός ισογείου μικρού διαμερίσματος προς εμέ, από τον αδερφό μου και τον πατέρα μου, ένα ισόγειο αποθήκη στο πατρικό μου . Εκεί, στο ισογειάκι, εναπέθετε η μάνα μου τα ψώνια της λαϊκής, στοίβαζε τις κοκα-κόλες, τις μπύρες, τα κρασιά, μακαρόνια, χαρτιά υγείας, καθαριστικά. Εκεί απεσύροντο τα παλαιά έπιπλα, οι παιδικές βιβλιοθήκες-γραφειάκια, τα παλιά βιβλία, κουρτινόξυλα, καρέκλες, μικροεπιπλάκια που η μόδα τους πέρασε, παιχνίδια που βαρέθηκε ο ανηψιός μου, παιδικά καροτσάκια, κούνιες, ένα ποδήλατο γυμναστικής και ένας 486 με μια οθόνη ασπρόμαυρη.
Είχα υποσχεθεί στην γυναίκα μου αυτή την ανακαίνιση του σπιτιού μας. Τον εαυτό μου τον απασχόλησα με την μεταμόρφωση της αποθήκης του πατρικού μου σε στούντιο. Έτσι, εγώ προσωπικά, βρέθηκα από Σεπτέμβριο μέχρι και τέλη Οχτώβρη (μην επαναστάσεων), βρέθηκα να υπηρετώ τας υποσχέσεις προς την γυναίκα μου και τον εαυτό μου. Και ήταν και η πρώτη φορά που η γυναίκα μου και ο εαυτός μου συνεργάστηκαν τόσο αρμονικά.
Μεταξύ μυρωδιάς νεφτιού, κεφάτων μαστόρων, μπρατσαράδων μεταφορέων που ανέλαβαν την μετακόμιση-επιστροφή στις ρίζες μου, και πολλής προσωπικής εργασίας, (πότε για τον εαυτό μου, πότε για τη γυναίκα μου), ανάμεσα λοιπόν σε αυτόν τον οργασμό έργων, μπορώ να πώ ότι η ιδέα του να γράφω στο μπλογκ ήταν μια όαση, όπως όλες οι ιδέες που δεν μπορούν εξ αντικειμένου να πραγματοποιηθούν, καθότι και τις οάσεις τις απαντούμε σχεδόν πάντα ως αποτελέσματα αντικατοπτρισμού. Έτσι, οι ιδέες για υποψήφια θέματα αφηγημάτων με κατέκλυζαν, γιατί οι ιδέες είναι πρόστυχες. Σε ερεθίζουν, όταν γνωρίζουν πολύ καλά, ότι δεν μπορείς να τις ωφεληθείς. Και οι ιδέες που δεν μπορείς να τις ωφεληθείς είναι και οι πιο ωραίες. Έμαθα, λοιπόν, να γράφω με το μυαλό μου μες στο μυαλό μου. Επί, δύο μήνες δεκάκις το δέκα την ημέρα. Φταίνε και τα νέφτια που όντως σε μαστουρώνουν, γι αυτό και οι μπογιατζήδες άλλοι απ' αυτούς είναι μες στην τρέλλα και το γέλιο κι άλλοι νωθροί μα φιλοσοφημένοι. Έφτιαχνα, μα δεν έγραφα. Και το συνήθισα. Να ωφελούμαι την ιδέα προσωπικά.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2005

RIO Ή ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΩΝ ΓΑΜΩΝ (1)



Φέτος παντρέψαμε ουκ ολίγους. Από Ιούνιο τα προσκλητήρια αθροίζονταν στο γραμματοκιβώτιο, φύγαμε για Χίο αρχάς Ιουλίου και η μάνα μου -εντεταλμένη να ποτίζει τα λουλούδια μας και ως εκ τούτου να μας ενημερώνει γενικώς περί τα εν οίκω μας, άρα και περί του γραμματοκιβωτίου μας-"έχετε καινούργιο προσκλητήριο", μας έλεγε, κάθε τόσο απ' το τηλέφωνο. Υποχρεώσεις είναι αυτές, αν και εμείς φροντίσαμε να μην δημιουργήσουμε ανάλογες, παντρευτήκαμε, δόξα τω Θεώ-παιδιά δεν κάναμε, αλλά δόξα τω Θεώ οι άλλοι κάνουνε παιδιά, και μεις, όταν ο κύκλος συμπληρώνεται, λαμβάνουμε τα προσκλητήρια.
Παντρέψαμε πρώτους-πρώτους, Ιούλιο αρχές κάποιους χωριανούς. Μετά πάλι κάποιους άλλους τέλη Ιουλίου. Αυγουστο μέχρι δεκαπέντε μας έσωσε η νηστεία-γάμοι δεν γίνονται. Δεκαεννιά Αυγούστου πήγαμε σε ένα θαυμάσιο γάμο, σε περιβόλι, από ψηλά η θάλασσα στο βάθος, ο ήλιος να βασιλεύει απέναντί της, πίσω μας, πίσω απ' τα βουνά, πίσω απ' το πέτρινο σπίτι, όλα χαρούμενα ροζ και γαλάζια γκρι πορτοκαλιά να βυθίζονται στο σκούρο τους κι η νύχτα να μην προλαβαίνει να μιλήσει γιατί το φεγγάρι, ολόγιομο, ίδιος ο λατρεμένος έρωτας, πέτρα στο στερέωμα στρογγύλη λάμπουσα.Καλότυχοι να 'ναι.
Μετά οι μέρες πέρασαν φτερό. Μας περίμενε σαν απειλή ο Σεπτέμβρης της επιστροφής. Αλλά εμείς του τη φέραμε. Είχαμε γάμο, ανήμερα του Αγίου Φανουρίου στην Πάτρα, Αυγούστου είκοσι επτά. Καράβι από Χίο για Πειραιά εικοστέσσερις. Εικοσιέξι Πάτρα. Μείναμε σε ένα θαυμάσιο ξενοδοχείο, είκοσι βήματα η θάλασσα, φάτσα η ορεινή Ναυπακτία, δεξιά μας η γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Το σούρουπο, παραμονή του γάμου, καθισμένος στο μπαλκονάκι του ξενοδοχείου μελαγχόλησα. Κύτταζα την κατάφωτη γέφυρα και θυμήθηκα πριν από έξι χρόνια ένα ταξίδι με πούλμαν για Αγρίνιο. Θα παίζαμε με το συγκρότημα σε μια συναυλία εκεί. Περνώντας από Ρίο Αντίριο, μπηκαν μες στο καραβάκι κάτι παιδάκια, ρόμηδες, κλαρίνο-τουμπελέκι. Σφουγγάρι-ό,τι ψιλά έχεις δίνεις. Άθλια "Ιτιά", τρισάθλια "Παπαλάμπραινα". Κύτταζα τώρα, την κατάφωτη γαλάζια γέφυρα. Κάτι μεταξύ κιτς, υπέροχου, αναγκαίου και αδιάφορα επιθετικού. Και μελαγχόλησα: "τι άραγες να απέγιναν αυτά τα παιδάκια-ζυγιές;. Αυτά τα καραβάκια ήταν η προπαιδεία του δημοτικού τραγουδιού. Αύριο, μεθαύριο, αυτά τα πιτσιρίκια θα γινόντουσαν πανηγυρτζήδες στα χωριά του Βάλτου....". Το πρωί, πίνοντας τον καφέ μου στο μπαλκονάκι του ωραιοτάτου ξενοδοχείου, το οποίο σημειωτέον η μέλλουσα ξαδέρφη μας και νύφη μας είχε κλείσει σε ειδικά συμφέρουσα τιμή, καφές νεσκαφέ χτυπητό με νεράκι απ' το ψυγείο και ένα φακελάκι απ' αυτά που για ασφάλεια κουβαλάει μαζί της η γυναίκα μου, γιατί ομολογουμένως τα βαριέμαι τα ρουμ-σέρβις, κι ας με βαράει στο στομάχι ο κωλοφραπές, όμως εκείνο το πρωί δε με χτύπησε γιατί με χαρά μου διαπίστωσα ότι τα καραβάκια, ακμαία, έκαναν το δρομολόγιο Ρίου-Αντιρίου, Αντιρίου-Ρίου. Οι σχολές μουσικής προπαιδείας των χωριών του Βάλτου θάλλουν. Ζήτω το Υπουργείο Πολιτισμού!

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2005

Ηλθες, ήλθες, εφάνης.....

Επιστρέφει ο Κουκουζέλης.
Γοργά ο πελαργός τον πελαγώνει.
Κρύωσε κι ο καιρός.
ή
χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά,
ή
ήρθε ο χειμώνας κι ο κοσμάκης τα ' χει χάσει
ή το προσφιλές σου:
"έρχεται βροχή έρχεται μπόρα"
Καλώς ήλθες....

Παρασκευή, Αυγούστου 19, 2005

PLENA LUNA

Τι ωραία τα ιταλικά! Να τ’ ακούς στις ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες και να ευφραίνεσαι. Τα περισσότερα έργα ιταλικού νεορεαλισμού, αλλά και τα μεταγενέστερα, τα έχω δει σε θερινά σινεμά. Σχεδόν ταυτίζω τα ιταλικά με το καλοκαίρι.
Το καλοκαίρι έχει την εξής παράξενη ιδιότητα. Όταν είσαι εκτός μεγαλουπόλεως διαρκεί λίγο. Το πολύ μέχρι τέλος Αυγούστου. Εντός μεγαλουπόλεως βαστάει μέχρι μέσα Οχτώβρη. Και ως κλίμα και ως διάθεση.
Δύο μορφές στα ελληνικά γράμματα-δεν μιλώ για ποίηση, ή πεζογραφία-με έχουν συγκινήσει. Ο Συκουτρής και ο Λεκατσάς. Και οι δυο σε ένα σύγχρονο αναγνώστη υψώνουν ένα μικρό τείχος γλωσσικό. Του Συκουτρή μοιάζει νομιμότερο, απλή επιστημονική της εποχής καθαρεύουσα με ταλέντο, του Λεκατσά έχει κάτι από μαλλιαρή, ή μάλλον αποκαθαρισμένη μαλλιαρή με ολίγον από μαρξιστική λαϊκών ερεισμάτων επιστημονική γλώσσα.
Δύο έργα θεμελιακά, ένα του καθενός: του Συκουτρή η επιμελημένη σχολιαστικά και μεταφραστικά έκδοση του ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ του Πλάτωνα. Του Λεκατσά η περίφημη ανθρωπολογική μελέτη του με τον τίτλο ΕΡΩΣ. Και τα δύο αυτά έργα τα διάβασα στην εξοχή.
Εξοχή εκ του εξέχω.
Και η ανάγνωσή τους ήταν νυμφαίος θάλαμος.
Το ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ του Συκουτρή (διότι έτσι μας το σύστησε ο κύριος μας, ο κύριος Σκουλάτος, μέγας φιλόλογος) το διάβασα στην πέμπτη γυμνασίου στη Μάνη. Πάσχα του ’75.
Το ΕΡΩΣ του Λεκατσά, πέρσι το καλοκαίρι, στη Χίο.
Η Μάνη και η Χίος μοιάζουνε στην αγριάδα του τοπίου όταν τις προσεγγίζεις με το πλοίο από δυτικά.
Τριάντα, ανάμεσά τους, χρόνια. Και ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου η φωνή του Φράγκο (όχι του δικτάκτορος, του άλλου, του Τσίτσο-Φράγκο). Η φωνή του Φράγκο στο έργο ΧΑΟΣ των αδερφών Ταβιάνι:
LA LUNA, LA LUNA.

Πέμπτη, Αυγούστου 18, 2005

ΓΙΑ "ΚΡΑΤΗ ΕΝ ΚΡΑΤΕΙ"..... 5 χρώματα.

Το πρόβλημα του " γιατί στους χάρτες αρκούν το πολύ 4 χρώματα για να παρασταθούν διακριτά τα κράτη", είναι ένα πρόβλημα που απασχόλησε πολλούς μαθηματικούς. Για περισσότερα διαβάστε στο βιβλίο του Marcus du Sautoy "Η μουσική των πρώτων αριθμών", σε μετάφραση Τεύκρου Μιχαηλίδη, εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ. Το πρόβλημα το επέλυσαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές μετά από 1200 ώρες εργασίας.


Μιαν οπτική εξήγηση μου προσέφερε σήμερα το πρωί ο καθαρός αέρας της Ιωνίας. Την παραθέτω αφαιρετικά. (Δεν είμαι μαθηματικός, είμαι ένα από τα λεγόμενα "ψώνια", και μάλιστα ακατάρτιστος).


Το τρίγωνο είναι το μικρότερο πολύγωνο, ως σχήμα μπορεί να αποδώσει οικονομικότερα την έννοια της «κατοχής χώρου» και κατ’ επέκτασιν την έννοια του κράτους.

1.Ένας χάρτης μιας ηπείρου στη σφαίρα των «Ιδεών»:














2. Ο χάρτης της ίδιας ηπείρου στη σφαίρα της πραγματικότητας:












Η λύση του προβλήματος πόσα χρώματα το πολύ χρειάζονται για να χρωματιστούν διακριτά Ν κράτη ενός χάρτη, ανάγεται στο εξής σχήμα:

σχήμα 3









έτσι εξηγείται γιατί στους χάρτες αρκούν 4 χρώματα για να παρασταθούν διακριτά τα κράτη. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου το σχήμα 3 περιέχεται εντός ενός άλλου τριγώνου. Τότε έχουμε "κράτη εν κράτει" και χρειαζόμαστε 5 χρώματα.



Το ανωτέρω σχήμα είναι ωραίο και ως σημαία......

Τετάρτη, Αυγούστου 17, 2005

Ο ΚΟΨΟΝΟΥΡΗΣ

Όλη τη χρονιά τη βγάζουνε σπανά. Το καλοκαίρι μπαϊράμι. Απ’ τον Οχτώβρη και μετά τα μαζεύουνε και φεύγουνε σιγά-σιγά κι οι συνταξιούχοι. Ξοπίσω μένουνε οι γάτες του καλοκαιριού. Ραμαζάνι. Να ναι καλά οι ψαράδες, τους πετάνε κανένα ψαράκι και τη βγάζουνε.
-«Ψύχρανε ο καιρός, άντε να πάμε να ξεχειμωνιάσουμε. Του χρόνου το Πάσχα πέφτει νωρίς, αλλά από τέλος Μάη και μετά πάλι εδώ θα ‘μαστε, πρώτα ο Θεός».
«Πρώτα ο Θεός», γιατί ο φόβος φυλάει τα έρημα, έρημοι κι εμείς, (οχτώ Νοέμβρη γράφει-προγράφει ο Ταξιάρχης) γιατί παλιά τα καλοκαίρια μοιάζαν ατελείωτα, παιδιά-διαόλοι, όλο σκανταλιές: ασυμμάζευτοι τα μεσημέρια, το βράδυ κρυφτό, αργότερα οι έρωτες, ο ύπνος εχθρός.
Τα γατιά τα καημένα οσμίζονται την άφιξη «αυτών που έχουν την τροφή». Πριν προλάβεις ν’ ανοίξεις την πόρτα του σπιτιού σου -όλο το χρόνο κλειστό- μα τώρα «καλοκαίριασε και ξανάρθαμε, άντε και του χρόνου πρώτα ο Θεός», αυτά περιμένουν στην αυλή με σηκωμένη την ουρά. Αφού ταϊστούνε, γλείφονται, καθαρίζονται, γυαλίζονται και την αράζουν. Ξάφνου, ξυπνά το ένστικτο. Ένας τζίτζικας βολικός. Μεζές. Το γατί υπολογίζει. Τριγωνομετρία. Μαζεύεται, πετάγεται…. Ο τζίτζικας ημιθανής θα υποστεί την ταπείνωση του Έκτορος. Μετά θα φαγωθεί. Ξανά καθαριότητα. Πρώτα γλείψιμο στα ποδαράκια, μετά στο στήθος, σάλιωμα στα πόδια για να σαλιωθεί το πρόσωπο…., φροντίδα στα γεννητικά όργανα, τελευταία η ουρά, διότι αν δεν υπήρχε η ουρά, θα επρόκειτο για αυτοερωτική πράξη ενός γιόγκι.
Μέσα σ’ όλα αυτά κι ο «Κοψονούρης». Ένα απ’ τα τρία περσινά γατιά, μας τα ‘φερε μικρά-μερών η μάνα τους στον κήπο. Τα άλλα δυο κακάσχημα, με πεταχτά αυτιά, αυτός τρίχρωμος, κανελής, άσπρος και μαύρος. Νωθρός, τελικά διαπίστωσα ότι ήταν θηλυκός. Θηλυκός, τρόπος του λέγειν, διότι ο θηλυκός γάτος, είναι θηλυκιά γάτα, παρ’ όλες τις ονοματοθεσίες. Τα τρίχρωμα γατιά είναι κατά κανόνα θηλυκά, αλλά μου είχε διαφύγει. Ένα βράδυ εμφανίστηκε, μαδημένος, με την ουρά μισή. Τον αποχαιρέτησα πέρσι αρχές Σεπτέμβρη, πιστός ότι σύμφωνα με την δαρβινική θεωρία δεν πρόκειται να τον ξαναδώ.
Πρώτος-πρώτος ήρθε φέτος. Να κοσέρβες, να ψαράκια, να τυριά, γαλατάκι. Μέχρι γιαούρτι τρώει ο αθεόφοβος. Αλλά δεν κυνηγάει. Ολόκληρο Ιούλιο και ο Αύγουστος τελειώνει και κατάφερε να πιάσει μόνο ένα τζίτζικα. Πώς θα τη βγάλει το χειμώνα; Μάλλον όπως και πέρσι.



Τρίτη, Αυγούστου 09, 2005

ΚΟΣΚΙΝΟ......


Ο κύριος είναι ο Ερατοσθένης. Σπουδαίος μαθηματικός, ως γνωστόν, που μεταξύ άλλων βρήκε και μία μέθοδο να διερευνά πρώτους αριθμούς. Η μέθοδος αυτή ονομάζεται "κόσκινο του Ερατοσθένη", επειδή κοσκινίζει τους αριθμούς και αφήνει να πέσουν κάτω μόνον οι πρώτοι. Δεν θα αναπτύξω εδώ αυτή τη μέθοδο. Όμως παίζοντας με αριθμούς και ψάχνοντας κάτι άλλο, συγκεκριμμένα μια φορμαλιστική κατασκευή μελωδιών ΕΥΡΗΚΑ....

Δεν ξέρω αν βρήκα πράγματι κάτι, αλλά σας στο κοινοποιώ και σίγουρα, όσοι έχετε σχέση με τα μαθηματικά θα καταλάβετε καλύτερα από μένα, τι τέλος πάντων βρήκα. Έχω δε, τον φόβο ή μάλλον την βεβαιότητα ότι κάποιος άλλος το έχει βρει πριν από μένα. Δεν βαριέστε, καλοκαίρι είναι, παίζουμε.

Τοποθετώ τους αριθμούς σε πίνακα 6 στηλών. Παρατηρώ λοιπόν ότι οι πρώτοι αριθμοί βρίσκονται πάντα στην πρώτη ή την πέμπτη στήλη, εξαιρουμένων των του 2 και του 3. Περιορίζομαι μέχρι το 101. Αλλά εσείς προχωρήστε το όσο θέλετε.
(Ένα πίνακα με τους 1000 πρώτους «πρώτους», θα βρείτε στο: http://primes.utm.edu/).

Τι θεωρώ ότι βρήκα: Πιστεύω βρήκα ένα "κόσκινο", μια μέθοδο που βρίσκει πρώτους αριθμούς. Διότι προχωρώντας τη διερεύνηση, οδηγούμαι λογικά, ότι:

στην πρώτη στήλη θα βρίσκονται επίσης ή πολλαπλάσια του 7, ή πολλαπλάσια του 5 ή πολλαπλάσια προηγούμενων πρώτων. Στην στήλη 5 θα βρίσκονται επίσης ή πολλαπλάσια του 5 ή πολλαπλάσια προηγούμενων πρώτων.
Διότι, στις στήλες 2, 4, 6, όλοι οι αριθμοί είναι ζυγοί, στη στήλη 3 όλοι οι αριθμοί είναι πολλαπλάσια του 3.

1 2 3 4 5 6
7 8 9 10 11 12
13 14 15 16 17 18
19 20 21 22 23 24
25 26 27 28 29 30
31 32 33 34 35 36
37 38 39 40 41 42
43 44 45 46 47 48
49 50 51 52 53 54
55 56 57 58 59 60
61 62 63 64 65 66
67 68 69 70 71 72
73 74 75 76 77 78
79 80 81 82 83 84
85 86 87 88 89 90
91 92 93 94 95 96
97 98 99 100 101 102
............................................
............................................

Οπότε, όλοι οι πρώτοι είναι οπωσδήποτε της μορφής (ν * 6) + 1 είτε (ν * 6) + 5, πλην των 1, 2, 3, 5, (χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι κάθε αριθμός των παραπάνω μορφών είναι πρώτος).
Πώς σας φαίνεται;

Και τώρα ολίγη «μυστικοπάθεια»: Στην τριάδα των τριών πρώτων αριθμών (1, 2, 3) οι 2 και 3 (όπου 2+3=5) είναι οι μόνοι που δεν βρίσκονται στις στήλες 1 και 5. Σαν να θέλουν να μας πουν κάτι. Και ο 6 (1+5) επίσης κάτι θέλει να μας πει.

Πέμπτη, Αυγούστου 04, 2005

ΙΑΚΩΒΟΣ ΨΑΛΤΑΚΗΣ (καλοκαιρινόν και πένθιμον)


Ζωή να ‘χει, είναι ενενήκοντα επτά. Κάθε μέρα, από Ιούνιο μέχρι και αρχάς Οκτω(μ)βρίου κολυμπά ανελλιπώς επί δίωρον, έντεκα με μία. Στις μεγάλες ζέστες διασταυρωνόμαστε μετά το ηλιοβασίλεμα, εγώ ύπτιο πεταλούδα, εκείνη τον συνηθισμένο ρυθμό της: μία, δύο, τρεις, στάση, πατώνουμε…, μία, δύο, τρεις….
Προ τριετίας, η εγγονή της η Μαριάθη, μας διηγήθηκε ως ευτράπελη ιστορία την συνάντησή της μ’ ένα γέροντα, σ’ ένα ταξί, κέντρο Αθηνών-Αγία Παρασκευή.
Αυτή την ιστορία κάθε καλοκαίρι από τότε μας την επαναλαμβάνει, ευκαιρίας δοθείσης, χασκογελώντας. Η ώρα της αφήγησης είναι ώρα χαζοξενυχτιού, φλισβ, φλισβ το κύμα, και τάχα μου εις αναλογίαν σπεύδει να συντελέσει μια μουσική υπόκρουση ημίφωτος-σκότους. Μπαράκι, πέντε ευρώ το ουίσκι-γιατί είναι πάνω στο κύμα-οι ξηροί καρποί κατόπιν αιτήσεως-γιατί το μπαράκι είναι πάνω στο κύμα, όπως είπαμε και χάρη μας κάνουνε που μας φέρνουν και το ποτό- τραγούδια για την αγάπη, την απάτη και τη μοναξιά (εξ επαγγέλματος και ως συνθέσεις και ως στίχοι), αλλά….. είναι διακοπές. Και το αγαπάμε αυτό το μέρος γιατί εκεί άλλοι γεννηθήκαμε και άλλοι αναγεννηθήκαμε, κάποτε.

Ο ακόλουθος διάλογος τείνει να γίνει παροιμιώδης, ιδίως η τελευταία φράση του.

-Από πού είστε κυρία;
-Από την Χίο.
-Εγώ ήμην αστυνομικός. Υπηρέτησα νέος, νεότατος εις την Χίον. Είχον μάλιστα και έναν μεγάλον έρωτα εκεί, αλλά ήμην νέος πολύ, φτωχός, πτωχότατος και οι δικοί της δεν με ήθελον. Την έλεγον Μαριάνθη Μ. Πολύ ωραία γυναίκα. Μετά βέβαια επήρα μετάθεσιν, πήρα των ομματιών μου, έφτιαξα οικογένεια, παιδιά, εγγόνια. Αλλά δεν την ξεχνώ: Η Μαριάνθη Μ. από τα Μεστά.
-Κι εμένα Μαριάθη με λένε και είμαι από τα Μεστά και τη γιαγιά μου τη λένε Μαριάθη Μ.
-Κόρη μου, να της πείτε ότι «ο Ιάκωβος Ψαλτάκης ζει και ακόμα την σκέφτεται».

Η Μαριάθη, μας προλαμβάνει, πάντα χασκογελώντας, μ’ ένα επιμύθιο:
-Γιάντα να της το πω; Να μου θέλει και έρωτες στην ηλικία ντης.

Κι όλοι γελάνε και μου σκίζεται η καρδία.
(Ναι, παίρνω θέση!).

Για την ιστορία, ο Ιάκωβος Ψαλτάκης πέθανε πέρσι.

Κυριακή, Ιουλίου 31, 2005

για να μη χανόμαστε......


Καλοκαίρι γάρ............

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2005

Διαμαρτυρία

Πολύ συχνά συμβαίνει να μπαίνω στο μπλόγκ μου και να το βλέπω μισερό. Συνήθως κάνω ένα ριπάμπλις σε κάποιο ποστ και το πράγμα διορθώνεται. Σήμερα αυτό το κόλπο δεν έπιασε. Σκέφτηκα λοιπόν να κάνω μια καινούργια δημοσίευση μπας και διορθωθεί με αυτόν τον τρόπο. Σας συμβαίνει και σας;

Μπισκοτέλι


Posted by Picasa

ΜΠΙΣΚΟΤΕΛΙ Ή ΘΑΡΣΕΙΝ ΧΡΗ (μετακατοχικόν)

Το έφτιαχνα μικρός. Κάθε Κυριακή.
Σε ποτήρι του νερού κυλινδρικό, σαν αυτά που έχουν ακόμα μερικά παλιά καφενεία.
1/3 ζαχαρούχο γάλα Βλάχας.
Νερό ζεστό 2/3.
5 κουταλιές (του γλυκού, γιατί θα μπορούσε να είναι και της σούπας) ζάχαρη.
Μπισκότα γεμιστά Παπαδοπούλου σοκολάτας.
Τα έλιωνα μες στο γάλα, σχεδόν όλο το μεγάλο πακέτο.
Γινόταν ένας πάγγλυκος πολτός που τον έτρωγα έχοντας ήδη μαστουρώσει από τις πέντε (ιερός αριθμός) πρώτες κουταλιές.
Ήμουνα παχουλό παιδάκι, αλλά ευκίνητο.
Έπαιζα τερματοφύλακας και είχα πολύ καλή αντίληψη και γρήγορες εκτινάξεις. Τις απέδιδα στο μπισκοτέλι.
Μετά αδυνάτισα τελείως.

Δευτέρα, Ιουλίου 11, 2005

ΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΔΕΙΞΕ ΠΟΤΕ Η NASA

Οι φωτογραφίες είναι γνήσιες. Η NASA δεν τις δημοσίευσε ποτέ....


Posted by Picasa


Posted by Picasa
Ο λόγος που η NASA δεν δημοσίευσε αυτές τις φωτογραφίες είναι ότι ποτέ δεν τις της έστειλα.
Τις τραβηξα στο κηπάκι μου. Το αξιοθαύμαστο είναι ότι τις πέτρες-γλυπτό του Ε.Τ. τις βρήκα στην παραλία................. Το κόλπο έδεσε με φόντο το κοκκινόχωμα (κόκκινος πλανήτης) και με χαμηλή ανάλυση της φωτογραφίας.

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2005

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ (συνέχεια)

Για την Αστραδενή
Η Αστραδενή μου ζήτησε να μάθει περισσότερα γι αυτό το «θεατρικό» έργο-απάτη που είχα σκαρώσει στην Τετάρτη Δημοτικού. Και επίσης με ρωτά για το ποιον ρόλο είχα φυλάξει για τον εαυτό μου. Στρίμωξα τη μνήμη μου για τα καλά, αλλά δεν λέει να ενδώσει, ίσως αν είχα την βοήθεια της ΓΑΔΑ…..
Ό, τι θυμάμαι, εκτός από ξιφομαχίες, το γράφω παρακάτω με την ελπίδα γράφοντας να θυμηθώ κι άλλα:
Πρέπει να ήταν ένα έργο με θέμα τους Σουλιώτες. Γιατί θυμάμαι είχα επιλέξει το πιο χοντρό παιδί της τάξης που μάλιστα είχε το επώνυμο (όχι παρατσούκλι) Μπάλας, για να κάνει τον Αλή Πασά. Ο Αλή Πασάς στο έργο μου ήταν σχεδόν βουβό πρόσωπο. Κατά την κορύφωση της «πλοκής» την οποία είχα προβλέψει να φθάσει πολύ γρήγορα, ο Αλή Πασάς διέταζε την εκτέλεση ενός ήρωα κρατούμενου. Τότε, βεβαίως, οι γενναίοι Έλληνες, κρατούμενοι επίσης, έβγαζαν τα κρυμμένα σπαθιά τους και μετά από ξιφομαχία η οποία είχε κατοχή χρόνου τα 4/5 του όλου έργου, εξολόθρευαν τη φρουρά του Αλή Πασά και προς δόξαν της ιστορικής επιστήμης και τον ίδιον τον Αλή Πασά. Βεβαίως, έμμεσα, με την έκβαση αυτή είχα αχρηστέψει και κάθε νόημα συνέχειας της γιορτής, γιατί μολονότι η γιορτή συνεχίστηκε, τώρα αναρωτιέμαι τι θέση είχε ο χορός του Ζαλόγγου που μετά το «θεατρικό έργο» χορέψαν τα κορίτσια, οι συμμαθήτριές μου.
Θυμάμαι επίσης, ότι το κάστινγκ το έκανα με βάση τις συνειδητές συμπάθειες. Στον ρόλο των Ελλήνων ήταν όλοι οι φίλοι, ενώ για τους ρόλους των Τουρκαλβανών είχα επιλέξει όσους δεν μου έκαναν ούτε κρύο, ούτε ζέστη, καθώς και μερικές αντιπάθειές μου. Ο μόνος που επελέγει αξιοκρατικά ήταν ο Μπάλας.
Επίσης, ένα παιδάκι που ήταν μάρτυς του Ιεχωβά το είχα βάλει να κάνει τον προδότη έλληνα, όχι όμως επειδή ήταν μάρτυς του Ιεχωβά, αλλά επειδή η φυσιογνωμία του ήταν κάτι προς το Αρτέμης Μάτσας, στο πιο καχεκτικό και μαυριδερό. (Πολύ αργότερα, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, αυτό το παιδάκι ανέλαβε όλη η τάξη να το προσηλυτίσει στην ορθοδοξία και μάλιστα σε ένα διάλειμμα το βαφτίσαμε στη γούρνα με τις βρύσες του σχολείου, έχω την εντύπωση με τη θέλησή του). Αυτό το παιδάκι, ως προδότης ονόματι Ιβάν (κάτι θα είχα ακούσει για σιδηρούν παραπέτασμα και τα μπέρδεψα στο έργο), απλώς κατέδωσε όλους τους έλληνες ως επαναστάτες και ο Αλή Πασάς, παρότι ωφελήθηκε από την προδοσία , τον εξετέλεσε τον Ιβάν γιατί στους προδότες μόνον ο θάνατος αρμόζει, (κάπου αλλού το είχα δει αυτό).
Ακόμα, σε ρόλο Τουρκαλβανού είχε επιλεγεί και ο συμμαθητής μου ο Βελλής, ο οποίος μολονότι φίλος μου, διέθετε απαράμιλλα προσόντα για το ρόλο, πρώτον διότι Βελλής λεγόταν, ως γνωστόν από τον Καραγκιόζη (και τότες βλέπαμε πολύ Καραγκιόζη), Βελλής λοιπόν λεγόταν ο γαμπρός του Αλή Πασά, ο οποίος Βελλής ως φιγούρα του θεάτρου σκιών ήταν ξερακιανός, όπως και ο συμμαθητής μου Βελλής.
Ο συμμαθητής μου Βελλής, αν και ως φίλος μου εδικαιούτο να είναι στο στρατόπεδο των ελλήνων, δέχτηκε το ρόλο υπό τον όρο να ξιφομαχήσει περισσότερο απ΄ όλους και να σκοτωθεί τελευταίος. Συμφώνησα, και βεβαίως ξιφομαχήσαμε μαζί, οπότε εγώ ξιφομάχησα κατά μία σπαθιά περισσότερο από αυτόν.
Όμως, όσο κι αν βασανίζομαι, δεν θυμάμαι ποιόν ρόλο έπαιζα στο έργο. Προφανώς όμως θα ήμουν, όπως και είμαι, « Έλλην»………

ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ 2

Θα’ ρθει ο μεσαίωνας,
την ώρα του την ονομάζουν
φως χειμωνιάτικου μεσημεριού.
Ομως, κανείς δεν είδε
τ’ ακούραστα πλοκάμια του
με τις βεντούζες
που απομυζούν
κάθε διάθεση
ήπιας περισυλλογής.
Κι όλοι τόνε φαντάζονται
ντυμένο μες στο χιόνι,
αγέλαστο,
αυτεξούσιο,
πλάσμα απόρθητων ονείρων.

Το βλέμμα του
θα μας καταβυθίσει.
Καθώς θα ρίχνουμε σωσίβιο στην ψυχή μας-
μαύρα νερά θα συνεργάζονται ήδη προ πολλού
με την αυτοδιάθεση
των επιθυμιών μας.

Ωστόσο, σχηματίζεται
η ανάμνηση
της άνευ όρων
-μες στον καφέ και την ανεμελιά-
παράδοσης
κάθε μελλοντικής αντίστασης
κι όλων των πριν το «είμαι»
«θέλω»........

ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ 1

Η ένταση,
το άκριτα διαυγές
και σαν περιπλοκάδες
αυξανόμενο έλλειμμα
μιας εφηβείας στοχαστικής
(που ενώ ανακάλυπτε
τη στερεοφωνία,
ταξίδευε εγωιστικά
στα άδυτα των τζουκ-μπόξ,
καβάλα σ’ ένα δίφραγκο)
ακόμα περιεργάζεται
τη ζωή
σαν τρύπα ανταποδοτική,
που τίποτα δε σου χαρίζει.

Τώρα οι αστείρευτες πηγές,
τώρα τα κολοκοτρωναίικα τσαπράζια,
το διαγούμισμα των ωκεάνιων αρνήσεων
και η διαπόμπευση της πέρα από τα σύνορα
φυλής των συνευρέσεων.

Η έκθεση θα διαρκέσει τρεις μέρες,
ελεύθερο πάρκινγκ,
προσκλήσεις μόνον για εμπόρους...............

ΥΠΟΓΛΥΚΑΙΜΙΑ

«....ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει,
μού άρπαξε την ψυχή μου και τη τράνταξε ίδια,
καθώς αγέρας από τα βουνά χυμάει
μέσα στους δρυς φυσoμανώντας...».
Σαπφώ-Ελύτης


Ο ιχνηλάτης,
ο πρόσφορος,
αυτός με το πλατύ καπέλο
ο συμπαθής ιθαγενής,
κατέχει επάξια
τη θέση έξω-αριστερά στη μνήμη μας.

Συνήθως,
οι πληρωμένοι ανιχνευτές
τις καλοκαιρινές βραδυές,
κινούνται προς τα δεξιά.
Ευδιάθετοι,
ακολουθούν τα βήματα του σεναρίου
και πρόθυμα εξευτελίζονται αδειάζοντας
στο πλάι μιας σκηνής επουσιώδους
ένα μπουκάλι ουΐσκι.

Είναι ινδιάνοι,
εξομώτες, μα ωστόσο
ινδιάνοι.

Τι και αν πρόθυμα προδίδουν τη φυλή τους
για ένα ρόλο ταπεινό.
Τι κι αν το όνομά τους αναγράφεται
στη θερινή οθόνη,
αφού τα φώτα ανάψουν,
κι αφού εκμαυλιστεί ο άσπρος τοίχος
μ’ αυτό το φως που εξισώνει
την προτύπωση των πράξεων τους
με τη θολή αϋπνία μας.

(-Φάγαμε το χοτ-ντογκ,
ήπιαμε μπύρα,
ας πάμε περπατώντας.
-oχι, ας πάρουμε ταξί. Νυστάζω.)

Οι ινδιάνοι από μικροί
μαθαίνουν προσευχές,
τα βήματά τους συντροφεύουν
τ’ απόκοσμα όνειρά μας
κι είναι γνωστό
ότι απ’ το Μάρτιο και πέρα
δεν τρώνε ζάχαρη-
-έτσι αποφεύγουνε το τσίμπιμα
των κουνουπιών.



Κυριακή, Ιουνίου 05, 2005

ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ Ή Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΑΤΗ



Πήγα σχολειό πεντεμισάρης. Με το νέο – τότε- νόμο του Παπανδρέου (του Γεωργίου, παππού του Γιωργάκη). 1964. Γεννήθηκα 3 Απριλίου του ’59. Ο νόμος έλεγε ότι όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι και 1η Απριλίου ’59 εγγράφονται στην πρώτη δημοτικού. Ο νόμος είχε ήδη ψηφιστεί τον Σεπτέμβρη του ’64, αλλά εμένα αρχικά με είχαν στείλει νηπιαγωγείο. Μετά, έγινε το εξής σκηνικό, για να «κερδίσω» χρόνο, όπως έλεγαν όλοι στο οικογενειακό μου περιβάλλον. Ο πατέρας μου έκανε μήνυση στον παππού μου που με είχε δηλώσει στο ληξιαρχείο «γεννηθέντα (ου ποιηθέντα)» στις 3 Απριλίου, διότι τάχατες εσφαλμένως εδηλώθην 3 Απριλίου και ότι κανονικά είχα γεννηθεί την 1η Απριλίου (πάντα του ’59). Σατανική σύμπτωση: Η 1η Απριλίου κατά το 1959 είχε πέσει ημέρα Τρίτη. Οπότε το επιχείρημα στο δικαστήριο, με ψευδομάρτυρα τον θείο μου τον Στέφανο ήταν το εξής:
«Κύριε Πρόεδρε, σεβαστόν δικαστήριον, ενθυμούμαι τον πάππον του Γερασίμου Μπερεκέτου εισελθόντα εις το καφενείον περιχαρή ανακοινώνοντα ότι η κόρη του έτεκεν υιόν. Και άπαντες γελώντες αναφωνήσαμεν «μας κάνεις πρωταπριλιά. Ο πάππος του, κατόπιν, εκ παραδρομής εσύγχισεν την ημέραν της εβδομάδος τρίτην με την τρίτην του μηνός Απριλίου»,».
Ο δικαστής δεν μάσησε, αλλά για να γλυτώσει κόπο, διότι είχε 100 ανάλογες υποθέσεις αναφώνησε: «όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι 10 Απριλίου ’59 πολιτογραφούνται ως γεννηθέντες την 1η . Οι υπόλοιποι να φύγετε.».
Και έτσι κατά Δεκέμβρη μήνα του ’64, βρέθηκα από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό.
«Ξέρει να μετράει ως το 10;» ρώτησε η δασκάλα τη μάνα μου. «Ξέρει να μετράει μέχρι το 100» απάντησε περήφανη η μάνα μου. Και το πλήρωσε ακριβά, διότι εγώ μετά την επεφόρτισα να μου γράψει όλες τις καλλιγραφίες γραμμάτων και αριθμών που υποτίθεται έπρεπε να γράψω, μιας και υπολοιπόμουν στην ύλη από τους συμμαθητές μου.
Τα χρόνια περάσανε, κέρδισα την αγάπη των δασκάλων μου και έφτασα τετάρτη δημοτικού. Είχαμε μια δασκάλα κέρβερο, την κυρία Ν. Η πρώτη νουθετική της χειρονομία ήταν να σου πιάσει με τα δυό της δάχτυλα (αντίχειρα, δείκτη) το αυτί και να σου μπήξει τα νύχια της τόσο βαθειά ώστε μετά να μπορείς να φορέσεις σκουλαρίκι. Ο δεύτερος βαθμός νουθεσίας ήταν ξύλο με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης, ο τρίτος να σου πει «γύρνα το χέρι κι απ’ την άλλη», οπότε την έτρωγες στα κόκκαλα και από ‘κει και πέρα ξυλιές στα μπούτια, στον πισινό, στα γόνατα, άνευ ιδιαιτέρας διαβαθμίσεως.
Ήξερα ότι με είχε συμπαθήσει, κι εγώ επίσης, απόδειξη ότι μόνο το αυτί μού είχε στρίψει δυο τρεις φορές και μια φορά με είχε δείρει με το χάρακα στο μαλακό μέρος της παλάμης.
Πλησίαζε 25η Μαρτίου. Και θα γινόταν η γιορτή, με τραγουδάκια, σκετσάκια κλπ.
Θυμίζω για όσους γνωρίζουν την εποχή ότι ένα αγαπητό παιχνίδι ήταν οι ξιφομαχίες, επηρεασμένες από κινηματογραφικά έργα, αφηγήσεις ιστορικές και γενικά από μια τάση να μοιάσουμε στον Νικηταρά ή τον Ζορρό. Στο διάλειμμα ξιφομαχίες, στη γειτονιά ξιφομαχίες, παντού ξιφομαχίες, με ξίφη υπόλοιπον από κρεμάστρες, ξύλα οικοδομής, βελόνες πλεξίματος……
-Κυρία έχω βρει από την εγκυκλοπαίδεια της Αντιγόνης Μεταξά (θείας Λένας), ένα θεατρικό του Σπύρου Μελά για την 25η Μαρτίου. Να το φέρω να το παίξουμε;
Μου είπε ναι και τώρα δηλώνω ότι η γυναίκα αυτή με καθόρισε σε πολλά.
Όντως υπήρχε βάση στα όσα της είπα. Είχα βρει ένα απόσπασμα ενός θεατρικού του Σπύρου Μελά, όμως χωρίς να το λάβω ουδόλως υπ’ όψιν μου έγραψα - «έγραψα», ένα άλλο τελείως δικό μου έργο με πάρα πολλές ξιφομαχίες και το παρουσίασα ως έργο του Σπύρου Μελά. Η κυρία Ν. το ενέκρινε. Ζήτησα πρόβες. Και μαζί με τους φίλους μου που τους πέρασα όλους στο καστ πηγαίναμε κάθε απόγευμα στην αυλή του σχολείου, από 10 μέχρι 24 Μαρτίου 1968 και κάναμε πρόβες τις ξιφομαχίες.
Το έργο είχε τεραστίαν επιτυχίαν και επιφυλάσομαι για άλλες λεπτομέρειες.
Λυπούμαι διότι έκτοτε ζω στην εποχή της σύμβασης.

Σάββατο, Μαΐου 28, 2005

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ



Η μουσικοπαιδαγωγική είναι μια διδακτική επιστήμη, ή μάλλον μια επιστήμη της μουσικής διδακτικής, που στόχον έχει να προσηλυτίσει τα "αθώα" παιδάκια στην περίπλοκη τέχνη της μουσικής η οποία σημειωτέον δεν είναι μόνον τα δύο-τρία ακκορντάκια της παρέας, διότι μπορεί να είναι και το «ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ» του Γιάννη Χρήστου.
Ο Καρλ Ορφ, υπήρξεν θεμελιωτής του ομώνυμου συστήματος μουσικοπαιδαγωγικής, γνωστός και από τα ΚΑΡΜΙΝΑ ΜΠΟΥΡΑΝΑ που έθαλλον εν μέρει ως εναρκτήριον και ως επίμετρον πολιτικής συγκεντρώσεως κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα. Το οποίον σύστημα συμπληρωθέν υπό του Κόνταλη και του Νταλκρόζ, ακόμα αποτελεί την βάσιν της μουσικοπαιδαγωγικής για όσα ωδεία την έχουν εντάξει (κι όχι «‘ντάξει») στο πρόγραμμά τους.
Τα συστήματα αυτά, μέσα από το μουσικό παιχνίδι και την μουσική κίνηση (κάτι στις παρυφές του χορού) ξυπνάνε την μουσική κλίση των παιδιών και την προσανατολίζουν στα μουσικά στάτους της κοινωνίας, αναπόφευκτα μεν, με ανοιχτό τρόπο δε. Διότι, βάση των συστημάτων αυτών είναι να προϋποθέτουν ως παιδαγωγικό εργαλείο την παραδοσιακή μουσική κάθε τόπου, η οποία γνωστή προ και εκ σπαργάνων στους μικρούς μύστες της μουσικής, μπορεί να ξετυλίξει φιλικά γι αυτούς τα όσα οργιώδη συμβαίνουν κατά την πλήρη άσκηση της μουσικής τέχνης.
Το κακό βεβαίως είναι ότι οι υποψήφιοι μουσικοπαιδαγωγοί, συνήθως στρέφονται προς το λειτούργημα αυτό, είτε ως αμαθείς μουσικοί, πρόχειροι ακολουθητές σεμιναρίων, είτε ως συναισθηματικοί δικαιολογητές της αποτυχημένης μουσικής καριέρας (αλλά πόσο αγαπάνε τα παιδιά), και σπανίως ως μαιτρ της διδασκαλίας (το σπανίως είναι το δυστύχημα, διότι θα έπρεπε αυτοί οι άνθρωποι να είναι ο κανόνας). Οι τελευταίοι είναι τέλειοι μουσικοί, δημιουργικοί και με αγάπη διδάσκουν τα μικρά παιδιά, έχοντας προηγουμένως εκθέσει εαυτούς στην τέχνη των "ανεξήγητων γλωσσικώς συναισθημάτων".
Ένα μότο των περισσότερων μουσικοπαιδαγωγών που έχω γνωρίσει είναι ότι δεν μπορούν να προσδιορίσουν με ακριβή τρόπο το τι είναι παραδοσιακή μουσική. Οι περισσότεροι δεν έχουν εμπεριστατωμένη σχέση με την μουσική μας παράδοση. Εισηγούνται δε, ότι ο Ορφ μπορεί να έλεγε «παραδοσιακή μουσική» την παραδοσιακή μουσική, αλλά σήμερα που η παραδοσιακή μουσική είναι στο περιθώριο ξεχασμένη, μιας και τα παιδιά δεν την ξέρουν, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εργαλείο της διδασκαλίας της μουσικής αποτελούν τα τραγουδάκια σουξέ. Μέγα σφάλμα διότι στην εποχή του Ορφ συνέβαιναν τα ανάλογα με σήμερα. Ο Ορφ επεδίωκε την αφύπνιση μιας σχέσης με την παράδοση, παρόμοιας με αυτήν που επιχειρείται με την διδασκαλία της δημοτικής ποίησης. Επεδίωκε ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ και απ’ ότι φαίνεται πίστευε στην επίδραση της παραδοσιακής μουσικής-του δημοτικού τραγουδιού (μιας και εδράζεται στο ασυνείδητο) στο υποσυνείδητο των μικρών παιδιών.
Τέλος πάντων δε θα επιλύσω εγώ σήμερα το πρόβλημα. Το κείμενο αυτό, είναι εισαγωγικό της πεποίθησής μου ότι τα τραγούδια του Μπάτη είναι υποδείγματα μουσικής μυσταγωγίας στην σύμπασα μουσική τέχνη (όπως και το βιβλίο της Άννας Μαγνταλένα Μπαχ).
Διότι ο δημιουργός τους έχοντας απωθήσει πάσαν την βιωτικήν μέριμναν εστόχευσε την έκφραση και μάλιστα παίζοντας.

"Ρε, βάρκα μου μπογιατισμένη
κάργα μάγκες φορτωμένη.

........................

Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης
και ο Στράτος ο τεμπέλης*"

--------------------
* τον Στράτο (Παγιουμτζή), φωνή μεγάλη, που όταν τραγούδαγε απ' τη βάρκα του στην Πειραική ο αέρας έφερνε τη φωνή του στην Αίγενα, τον έλεγαν τεμπέλη, η παρέα, γιατί άφηνε τα τραγούδια του ημιτελή, χωρίς οργανικές εισαγωγές, που συνήθως τις έβαζαν ο Μάρκος (Βαμβακάρης) και ο Ανέστος (ο Δελιάς, ο μέγας).

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2005

TU SOLUS MAXIMUS (εγκώμιον στο πνεύμα της Αναστάσεως)

Εξαφανίστηκα για λίγο από το μπλογκ. Είχα να γράψω από πριν το Πάσχα. Μάλιστα σχεδίαζα για το Πάσχα να "δημοσίευα" ένα κείμενο μου υπερλεξιστικό, παλιό, του '86, με τον τίτλο ΠΑΣΧΑΛΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ, το οποίον θα είχε βεβαίαν την επιτυχίαν. Αλλά ήμουν τόσο βαριεστημένος, τόσο πλήρης συναισθηματικών αντιθέσεων και ως εκ τούτου μελαγχολικός, άρα η βαριεστημάρα ήταν εκδηλο σύμπτωμα της ήπιας κατάθλιψής μου, οπότε δεν μπορούσα να γράψω. Έμπαινα στο μπλόγκ μου και κοίταζα για καμμία εκπεσούσα κόμεντ, η οποία ίσως με ερέθιζε κάτι να σκεφτώ και να πω. Οι κόμεντς για μένα διαιρούνται σε δύο είδη: στις ενδιαφέρουσες για να ερεθιστώ, να σιωπήσω και να σκεφτώ και στις ενδιαφέρουσες για να σκεφτώ, να ερεθιστώ και να γράψω. Δεν έχω γνωρίσει ως τώρα αδιάφορες κόμεντς και, ο Κουκουζέλης το ξέρει, είμαι πολύ κακός στο μάρκετιν(γκ).
Όμως, γνώρισα ένα νέο είδος κόμεντ, στο σχόλιο του MAXIMUS. Κάτι ψιλοκατάλαβα, "αυτός με ξέρει", είπα.
Σήμερα λοιπόν τα έπινα με τον φίλο μου τον "ην, τον όντα και τον ερχόμενο", τον Κ. για να συνεννοούμεθα. Είχα να τον δω 6 χρόνια, ίσως και 7. Η βεβαιότητα της φιλίας μας, μας οδήγησε στο να χαθούμε. Και το αστείο είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια ο Κ. δουλεύει σε ένα γραφείο δυο στενά κάτω απ' το σπίτι μου. "Να κανονίσουμε να βρεθούμε". "Εντάξει, ρε, θα σε πάρω την Πέμπτη".
Βρεθήκαμε επιτέλους σήμερα. Δεν είχε περάσει μέρα για μας.
Κάποια στιγμή, ο Κ. μετά την τρίτη μπύρα (με υ κύριε Μπαμπινιώτη), με ρωτάει:
"Ασχολείσαι με τα μπλογκ;"
Αναλαμπή: "Είσαι ο MAXIMUS", του λέω με βεβαιότητα.
Κ.: "Σε κατάλαβα απ' το ύφος και τα συμφραζόμενα".

Πεζά που είναι τα θαύματα. Ο φίλος μου ο Κ. περιδιαβαίνοντας τα μπλογκς με βρήκε και με αναγνώρισε. Να συνεχίσω να γράφω στο μπλογκ;

Τρίτη, Μαΐου 24, 2005


Gregorio Allegri (1582-1625) Posted by Hello

Ο Γκρεγκόριο Αλλέγκρι, ήταν κληρικός, τενόρος και συνθέτης. Έζησε στη Ρώμη και τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπηρέτησε στην Καπέλα Σιστίνα. Γνωστότερη σύνθεσή του ένα "miserere" το οποίο λέγεται ότι ο Μότσαρτ, σε ηλικία 14 ετών, το άκουσε δύο φορές και το έγραψε από μνήμης για προσωπική του μελέτη.

Τώρα, Maximus, πες μου, το ακούσαμε παρέα και μεθύσαμε; Έχω να ακούσω αυτόν τον δίσκο από το 1987 άντε 1989, με τη χορωδία του αββαείου του Γουεντμιστερ που διευθύνει ο Πρίστον......

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2005

ΓΙΑ ΤΗΝ ξ.

Είχα σχολάσει, αγαπητή μου ξ, από το μαγαζί και πήγαινα ποδαρόδρομο στην Ομόνοια να πάρω το 170, νυν 049, ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ. Αυτό το λεωφορείο είχε δρομολόγια όλη νύχτα, ενώ οι υπόλοιπες συγκοινωνίες σταμάταγαν ακριβώς τα μεσάνυχτα.

(Συγγνώμη για την μικρή διακοπή, αλλά έπρεπε να φορέσω τα γυαλιά μου, καθότι η πρεσβυωπία, ενισχυομένη κατά τον συνδυασμόν της με την χρήση των υπολογιστών, από εικοσαετίας, με έχει τσακίσει προσφάτως).
Πήγαινα λοιπόν προς στην Ομόνοια, έχοντας ξεκινήσει από την Ιπποκράτους. Δυό τσιγάρα δρόμος. Εκεί στο φανάρι της Πατησίων μού ‘ ρχεται η μυρωδιά από την «στοά των πειναλέων». Γύρος.
Ο γύρος τότε σπάνιζε. Κατά το ’72 με ’75 είχανε πιάσει κάποιους σουβλατζήδες που παρασκεύαζαν γύρο επικίνδυνο από γάτες, σκυλιά και σάπιο κρέας και ο γύρος είχε απαγορευτεί, ως μορφή (κρέατος ψητού). Αλλά στην Ομόνοια, εκείνη την εποχή-διότι λέμε “χρονιά” για πριν 5 χρόνια και “εποχή” για πριν 25- εκείνη την εποχή, λοιπόν, είχε αρχίσει δειλά-δειλά να επανεμφανίζεται, ως μορφή ο γύρος-χλαπάτσα (το αντίθετό του είναι το «ντονέρ»).
Θες από πείνα, θες επειδή όταν ήμουνα μικρός, οκτώ χρονώ, ο πατέρας μου μού είχε απαγορεύσει να φάω έξι σουβλάκια τυλιχτά μονοκοπανιά σε ένα γεύμα, όταν είχαμε πάει οικογενειακώς στην Πεύκη για σουβλάκια και εγώ όταν ήρθε το γκαρσόνι παράγγειλα «έξι» και ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε και μου είπε «το πολύ τέσσερα», δεν ξέρω πάντως, μου μύρισε και είπα να πάω να φάω «μία γύρο». Σημειωτέον όταν στα δεκατέσσερά μου είχα σπάσει το πόδι μου, ο ορθοπεδικός* μου συνέστησε δίαιτα-γιατί όπου νά’ ναι θα έμπαινα στην εφηβεία και δεν έκανε να είμαι παχουλός που τα κορίτσια δε θα με θέλανε. Έκανα τη δίαιτα και αδυνάτισα, ψήλωσα κιόλας, 1.70** και 62 κιλά, καλό για την «εποχή» μου. Το ’81 εξακολουθούσα να είμαι 62 κιλά, σε αντίθεση με τώρα που είμαι 81 κιλά, αλλά πάντως κάποιο από όλα αυτά τα νούμερα που έχω αναφέρει ως τώρα το διατηρώ.
Παρήγγειλα τον «μία γύρο» και τον έτρωγα. Το μπουζούκι μου στην πλαϊνή καρέκλα.
Στο «βάθος κήπος» κάτι γομάρια, «τριανταεφτά κιλά παϊδάκια και οχτακόσιες μπύρες***». Την τύφλα τους είχανε και το μάτι άγριο σχεδόν «χέσε μέσα».
-Παίξε ρε παιδί κανα τραγουδάκι.
Εγώ, καλό παιδί, και φαγωμένο, πάντα με όρεξη για του πλησίον τις ορέξεις, καθότι φρικιό λίγο, ρεμπετάκι λίγο, λίγο απ’ όλα, και όλοι ίσοι είμαστε, «να το παίξω» είπα και από μέσα μου «να πάει στο διάολο».
Και πιο τραγούδι πιάνω; Γιατί, εν τη αφελεία μου, σχεδόν πέρσι μόλις κατάλαβα ότι αυτοί ήταν μπάτσοι, τότε. Παίζω λοιπόν το «τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα». Τελεία και εισαγωγικά:

«Τούτοι οι μπάτσοι που’ ρθαν τώρα, τι γυρεύουν τέτοιαν ώρα,
ήρθανε να μας ρεστάρουν και τα ζάρια να μας πάρουν,

κλπ…..κλπ….κλπ….

Μπάτσοι και χωροφυλάκοι μας καθίσατε στην πλάτη….»

Πολύ ωραία.
Με λυπήθηκαν και δε με σπάσανε στο ξύλο. Αλλά τέτοιο γυάλισμα στο μάτι, μόνο ο Ομέρ-Βρυώνης θα πρέπει να είχε λίγο πριν αποφασίσει το σούβλισμα του Αθανασίου Διάκου.
Ευτυχώς, αυτοί με απαλλάξανε.
(Είχανε ήδη αλλάξει οι «εποχές»).

*Απορώ, γιατί διάφορα φαρμακεία και ιατρεία γράφουν την λέξη ΟΡΘΟΠΕΔΙΚΑ με «ΑΙ» δηλαδή ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΑ. Μου έλεγε ένα φίλος που έχει εμπόριο «ορθοπαιδικών», κατά τη γνώμη του, ότι η ορθογραφία της λέξης προέρχεται από τη λέξη «παιδί» και όχι από την λέξη «πέδη», διότι οι πρώτες ορθοπε(παι)δικές εφαρμογές γίνανε από γάλλους ορθοπε(παι)δικούς γιατρούς σε παιδιά. Εγώ λέω ότι απλώς είναι ανορθόγραφοι.
** Θεωρώ παράξενο, ότι ακόμα και τώρα εξακολουθώ να είμαι «ύψος 1,70», παρ’ όλες τις επιτυχείς προσπάθειές μου να γίνω 46 ετών από μόλις 16.
*** Ερωτώ: Γιατί η «μπύρα» αν και λέξη-δάνειο γράφεται το «μπύ» με «ύ» ενώ το Beer κανονικά στην ελληνική θα έπρεπε να αποδοθεί ως ΜΠΗΡΑ, διότι τα δύο “ee” λέει ο κανόνας (ο παλαιός) ως βραχέα, αποδίδονται με Η (μακρόν);
Και απαντώ:
Διότι ο ΖΥΘΟΣ είναι δισύλλαβος και γράφεται με Υ η πρώτη του συλλαβή. Και η ΜΠΥΡΑ είναι δισύλλαβη και σημαίνει: «ΖΥΘΟΣ».

Σάββατο, Απριλίου 09, 2005


gel gel..... Posted by Hello

ΓΚΕΛ-ΓΚΕΛ ΚΑ'Ι'ΚΣΗ

Παλιά, το ’81, είχα πιάσει δουλειά σε ρεμπετάδικο. Έπαιζα μουζούκι και τραγουδούσα. Τότε δύο-τρία υπήρχαν εκεί γύρω στην Ιπποκράτους. Εγώ έπαιζα, πιο πολύ Μάρκο, Μπάτη, Γιοβάν-Τσαούς. Και επειδή δεν μου άρεσαν τα «αισθηματικά» του ρεπερτορίου, απέφευγα τα «γκελ-γκελ καϊκσή» και τα συμπαραμαρτούντα οιμώζοντα. Αν τα ζητούσε κάποιος, καλυπτόμουν από το ότι «δεν δεχόμεθα παραγγελίες» και πιστός σε αυτόν τον κανόνα, για να προφυλάσσομαι, δεν δεχόμουν να παίξω επί παραγγελία ούτε το «βάρκα μου μπογιατισμένη» που μου άρεσε πολύ. Νευρίαζα, μάλιστα, όταν κάποια παρέα ψιλοκουβέντιαζε, και αντί να δυναμώνω τη φωνή και το παίξιμο, χαμήλωνα, χαμήλωνα, τόσο που το καταλάβαιναν και ησύχαζαν. Γιατί παίζαμε χωρίς μικρόφωνα, όχι λόγω κουλέρ λοκάλ, αλλά από φτώχεια του μαγαζιού. Στο τέλος του προγράμματος έλεγα και κανα-δυό αμανεδάκια. Δωδεκάμιση το πρόγραμμα λάβαινε τέλος, έχοντας αρχίσει στις δέκα, και με ημίωρον διάλειμμα στις έντεκα παρακαλώ. Μεροκάματο, ένα χιλιάρικο. Ο μισθός καθηγητή γυμνασίου τότε ήταν 11.000 δραχμές, σήμερα είναι 1000 ευρώ, πες λοιπόν ότι το μεροκάματο που έπαιρνα ήταν σημερινά 100 ευρώ. Καλά λεφτά για νεαρό.
Απέφευγα τα αισθηματικά λοιπόν και τι απέμενε; Τα χασικλήδικα. Δε φουμαίρνω, δε βαράω, απλώς είναι ωραία παιδικά τραγουδάκια και τα πάω. Είχε πέσει σύρμα λοιπόν, ότι στο Μ……..ι παίζουνε βαριά. Σουξέ μεγάλο είχε το «Ρε ‘ν’ από πίσω απ’ τη στρατώνα». Όμως αφουγκραζόμουν όλο και πιο πυκνά την απειλή μιας παραγγελιάς του «καϊκσή» και παράλληλα είχα αρχίσει να νιώθω μέσα μου το έμβρυο της ενδοτικότητας να δίνει της πρώτες χαριτωμένες του κλωτσίτσες.
«Θα τους κάνω το χατήρι και θα το παίξω το ρημάδι, να πάει στο διάολο. Αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω, θα το μελετήσω καλά και το βράδυ θα το παίξω».
Με τα πολλά μετά από εξάμηνη καριέρα, τα μάζεψα και έφυγα για να αφοσιωθώ στις μουσικές αναδιφήσεις μου. Έκανα που και που μεροκάματα και είχα την ησυχία μου. Όμως παρακολουθούσα τη «μουσική σκηνή» των ρεμπετάδικων και τα έβλεπα που λίγο-λίγο γίνονταν λαϊκάδηκα. Το «γκελ-γκέλ καϊκσή» θα πρέπει γύρω στο ‘85 να παιζόταν ταυτόχρονα σε 5 από τα 15 ρεμπετάδικα που είχαν εν τω μεταξύ ξεφυτρώσει. Και το ‘95 πια, που όλος ο κόσμος ήταν πάνω στα τραπέζια, αισθανόμουν πανευτυχής που τη γλίτωσα τόσο νωρίς και ανέξοδα.
Ταλφινέλ, αγαπητέ μου, μη τα πολυλογώ. Όταν είδα το μπλογκ μου «προτεινόμενο» και σε δικό σου, αλλά και σε παλιότερο δημοσίευμα του Νίκου Ξυδάκη-και ομολογώ ότι σας εκτιμώ αμφοτέρους-ομολογώ ότι κολακεύτηκα. Αλλά να, την ίδιαν ώρα διαβάζοντας το bereketis.com στην εφημερίδα, σα να άκουσα από τα παλιά ένα ψίθυρο: «Παίξε τον καϊκσή».

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2005

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ή Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΥΧΝΙΝΗ, ή και αγνωμοσύνη (;)

ΠΕΡΙ ΦΥΣΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ, ή πως κάποιοι το παίρνουν σοβαρά, Η' ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΣ.

Αλήθεια, δεν το κατάλαβα. Είμεθα, λοιπόν, διάσημοι μερικοί εξ ημών.
Ω, ευχαριστούμε τους διαφημιστάς μας, από τα διάφορα έντυπα, τους λέγοντας: «Βρε παιδιά, διαβάστε Κουκουζέλη, Μπερεκέτη, Ταλφινέλ, Χοιροβοσκό κλπ,κλπ».

Μωρέ παιδιά ευχαριστούμε πολύ. Μήπως είμεθα προς πώλησιν και δεν το έχουμε πάρει είδηση;. Πώς και αναφέρεστε σε μένα από έντυπα που πωλούνται και που αμείβεστε (ή δεν αμείβεστε, αδιάφορον, φίλοι όμως των αμειβομένων); Εγώ αμείβομαι για να γράφω; Ή μήπως γράφω επειδή δεν αμείβομαι; Ή γίνεστε αρωγοί ενός υποτιθέμενου κινήματος; Ή πάτε να προλάβετε από την συντηρητική θέση σας την πρωτιά του ότι αντιληφθήκατε-«εμείς μικροί κι εσείς μεγάλοι»- την υποτιθέμενη ερχομένη επανάσταση; Ή μήπως, απλώς μας αγαπήσατε και μας κάνετε ερωτική εξομολόγηση; Ή μήπως παιδαγωγείτε το κοινό προς την μελλοντική σας καταξίωση;

Λοιπόν, πήγα να αυτοκτονήσω μπλοκικώς, προ ημερών, εξ αφορμής σας.
Τώρα τα είπα και ησύχασα. Ελπίζω να μην ξανααναφερθείτε στο πρόσωπό μου από έντυπα και άλλα προσοδοφόρα μέσα.
(Και βέβαια γνωρίζω, ότι το πρόσωπό μου είναι καθαρά θεατρικό- έτσι με όρισε ο Κουκουζέλης- και γνωρίζω ότι δίνω παράσταση, αλλά προτιμώ τους θεατές και δεν με ενδιαφέρουν οι έμποροι τέχνης και οι κριτικοί, γιατί αλλιώς θα είχα σάιτ και θα αυτοδιαφημιζόμουν- που έχω και απ’ αυτό με το «πραγματικόΣΑΣ», όνομά μου, διότι, βλέπετε, δεν είμαι απολύτως «καθαρός», αλλά εκεί πουλάω ντομάτες).Αυτό το «όλοι είμαστε μια καλή παρέα» πρέπει να καταργηθεί, αλλιώς θα πω στον δισυπόστατο Σεμιτέκολο να σας πετάξει πέτρες.Εν ολίγοις, αφήστε με στην αργομισθία μου…….


Μήπως είμαι αγνώμων (προς την πεφωτισμένη δεσποτεία);

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2005

ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΑΡΡΕΝ

Μου τό 'λεγε ο παππούς μου, ο εκ της μητρός, ο εκ Μάνης:

(Για όσους δεν το γνωρίζουν, διότι δεν κατέχουν τα του Πειραιώς, προανακρούω: Ο ΟΛΠ (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) μανιατοκρατείται ανέκαθεν.)

Όταν γεννιότανε αγόρι, στη Μάνη, ο πατέρας έστελνε τηλεγράφημα στους εν Πειραιεί (στα Μανιάτικα, λόφος Βώκου) "ξενητεμένους" συγγενείς:

ΕΓΕΝΝΗΘΗ ΑΡΡΕΝ STOP ΚΡΑΤΗΣΑΤΕ ΔΥΟ ΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΟΛΠ STOP

Η μία θέσις ήταν για να εργάζεται και η άλλη ήταν αργομισθία.

Ε...., λοιπόν, ο Μπερεκέτης επειδή έχει μισό αίμα μανιάτικο, επειδή βαριόταν, παραιτήθηκε από την κύρια δουλειά του, πρωταπριλιάτικα. Έχει όμως και τρώει από την αργομισθία...........

ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ ΑΛΛ' ΕΓΕΙΓΕΡΤΑΙ.....

ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Όταν φουσκώσαν επί τούτου τα μπαλόνια
Των ευγενών αεροστάτων
Αντέδρασαν οι ελπίδες
Που, ως συνήθως,
Πριν απ’ τον απόπλου
Φτεροκοπάν στην πλώρη
Κι όλο χαρές
Από κατάρτι σε κατάρτι……

Έτσι τραχύνονται
Και οι γεύσεις,
Όλο μπαχάρια και αλάτι.

Διότι ο θαυμασμός δεν επιτάσσεται.
Απλώς ανήκει
Στους θριάμβους.



ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Ανέστη επιτυχώς.
Αυτό αρκεί και μόνον,
Να διατάξει τα ψαρόνια
Σε μαθηματικώς εξαίρετους σχηματισμούς.

Το πριν και το μετά τα αποβάλλει η γλυπτική.

Προσήλωσις-το ξεύρουν οι εραστές-
Είναι η σταυρική εγκαρτέρησις
Κι ο πόθος ν’ αρμενίζει….

Ακρίβεια ζητούν
Αυτοί που τελικώς
Είναι προορισμένοι
Στο Μυστικό τον Δείπνο
Να φέρνουν τον λογαριασμό.




ΣΧΟΛΙΟΝ ΙΙΙΣτον Ανδρέα Εμπειρίκο
Η κόπωσις,
Αν και τριτόκλιτη,
Το τρία το μισεί.
Θα προτιμούσε δεύτερη
Ή έστω πρώτη
Να έχει επέλθει.

Έχει να επικαλεστεί
Την ματαιότητα και την ανία
Που πρόθυμες,
Της στρώνουνε το δρόμο βάγια,
Να περάσει
Καβάλα στο γαϊδούρι.

Προόρισται να έπεται….



ΣΧΟΛΙΟΝ IV
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Ηυξήθη και επληθύνθη το θείον,
Με τ’ άρμπουρα,
Τους κεχαγιάδες (χίλια πρόβατα),
Τ’ αυξητικά τελώνια.

Ως εκ θαύματος, τάχα,
Ανεβόησαν οι πυλωροί:

«Οι ωριμάζοντες
Κατόπιν προσκλήσεως,
Οι ανατέλλοντες
Επόμενοι παννυχίδος,
Οι ευέλπιδες
Άνευ του τράγου,
Δεν αγρυπνούν.
Απλώς εντάσσονται
Κι εν τέλει
Καταστέλλονται».


LACRIMOSUS GERASIMOS  Posted by Hello

Παρασκευή, Απριλίου 01, 2005

ΚΑΤΑ ΣΥΝΘΗΚΗΝ Η΄ ΕΘΙΜΙΚΩΣ

Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το μπλογκ και λέω να σταματήσω να γράφω πια. Βέβαια διάλεξα μια κατάλληλη ημέρα για να το ανακοινώσω......

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

Περάσματα

Μια ώρα πριν,
ίσως μισή,
προτού η άνοιξη να ‘ρθεί,
περνούν απ’ το στενό μου
ζυγιά – ζυγιά
κιθάρα με ακκορνεόν,
αμάξι με σαμπγούφερ,
αυτοί οι άθλιοι κανταδόροι:
Οι αδίκως ατυχήσαντες
και οι αδίκως ευτυχήσαντες.

Εν τέλει,
πάντοτε και στην ώρα του
έρχεται
το άνθος,
με τον καημό στο χέρι.

Δευτέρα, Μαρτίου 14, 2005

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΚΕΤΗ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ

ΥΛΙΚΑ
Γλώσσα δημώζουσα και παρηχούσα
μέτρον δεκαπεντασύλλαβον ιαμβικόν


ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Άμεση.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ
Σε βαθύ μπλογκ


Τα πιάστρα τ' αλυχτόδετα με τους μακρυούς φορτάδες
ολονυχτίς τα γιορτινά σολεύγανε τα ρίκια,
τα ρίκια πού 'χαν δυο σβουρνιές σε κάθε μοσχοκάλι
και στα ζερβά μια σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Ωρ' τί θωρρείς τη σούργενα, βαρειά σα καμπαβέλλα.
-Θωρρού τηνε που ναι βαρειά, και πραίνω της τ΄ αλέφι.
Του λόγου δεν απόσουσε, του λόγου δεν απόπε,
τρεις μπροστονοί του ρίχτηκαν κι οι τρεις ξεμπροστιασμένοι,
κι απ την πολλή τη μπροστισιά, σχόλασ' ο Νικολάκης.

.............κλπ

Το ανάλογο, πλην πρωτότυπο στην σύλληψη, έχει δημοσιευτεί σε ανάλεκτα του περιοδικού ΠΑΛΙ το 1976;. Αν θυμάμαι του ΑΜΠΑΤΖΗ-λάθος, του ΣΧΙΝΑ, με τίτλο Ο ΓΑΒΟΥΝΕΣ Ο ΜΑΜΟΥΝΕΣ ΚΙ Ο ΠΑΣΤΡΟΚΩΛΑΡΑΚΗΣ, αλλά μάθετε κάτι, οι νέοι αναγνώστες:
Ως νέοι, μη δανείζετε βιβλία σε άλλους νέους, γιατί ως γέροι δεν πρόκειται να τα έχετε και να, όπως εγώ σήμερα θα τα αναζητάτε........

Τώρα πια θυμάμαι τους δύο μόνο πρώτους στίχους:

Ο Γαβουνές, ο Μαμουνές κι ο Παστροκωλαράκις,
μες στο βουρκί του Μπιθουλιάν ολημερίς χλιχλίβαν..........

Σάββατο, Μαρτίου 12, 2005

Μαρτίου 12, του οσίου υμών πατρός Θεοφάνους του Ομολογητού του Γραπτού

Ο Θεοφάνης υπήρξε ομολογητής, εικονολάτρης. Τον ταλαιπώρησε ο Θεόφιλος ο αυτοκράτορας. Πέραν των διώξεων και της εξορίας, του χάραξαν στο μέτωπο με εγκαυστική το σημάδι του σταυρού, σημάδι ότι είναι εικονολάτρης και γι αυτό ονομάστηκε και γραπτός, δηλαδή ζωγραφισμένος, ειρωνικά αφού του ήρεσαν και αι εικόνες.
Αυτά θυμάμαι και δεν θυμάμαι πια αν είναι ακριβή, αλλά θυμάμαι να τα θυμάμαι κάθε Μαρτίου 12.
Πώς τα θυμάμαι:

Ο "Θεοφάνης ο Γραπτός",΄υπήρξε αντικείμενο πανεπιστημιακής εργασίας μου στο Β΄ έτος της Φιλοσοφικής, στο μάθημα της Βυζαντινής Φιλολογίας, ότε τα ζώα φωνήν είχον, το 1978. Για να μην παραβώ το νόμο περί προσωπικών δεδομένων δεν σας αποκαλύπτω τον καθηγητή της έδρας, άλλωστε εγώ είχα να κάνω με τον ωραιοπαθή βοηθό του, του οποίου το όνομα μού ήταν άγνωστο και τότε-μάλλον δεν μου φαινόταν χρήσιμο να το συγκρατώ. Η εργασία μου απερρίφθη, ως μη επιστημονική και μεταξύ μας χέστηκα. Το μόνο που θα κέρδιζα ήταν μέσω αυτής της εργασίας να μου επιτρεπόταν να συμμετάσχω στη εξεταστική του Ιουνίου. Το έδωσα το μάθημα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου και το πέρασα.

Αντιθέτως συγκρατώ ακόμα το όνομα μιας "θεωρητικοτάτης" συμφοιτητρίας μου, της Ε. Αυτή με συνάντησε τυχαία μετά από χρόνια.
-Τι κάνεις, που βρίσκεσαι κλπ.
-Τι κάνεις, που βρίσκεσαι κλπ.

Τελείωνε τη σχολή και ήδη είχε προετοιμάσει τις άκρες για διδακτορικό στη Γαλλία. Της έλειπε μόνο μια διπλωματική εργασία στην Βυζαντινή φιλολογία, για να πάρει το πτυχίο της.
-Και τί θέμα έχεις βρε Ε.;
-Για τον Θεοφάνη τον Γραπτό.
-Α, κι εγώ το είχα αυτό το θέμα στο Β΄ έτος, εργασία προκριματική, αλλά ατύχησα.
-Μπορείς να μου το δώσεις, θα με βοηθήσει γιατί πνίγομαι ξέρεις, ετοιμάζομαι και για το εξωτερικό.

Αποβλέπων σε δευτέρα συνάντηση, άνευ όμως άλλης προσδοκίας, της παρέδωσα το πρωτότυπο χειρόγραφό μου (sic), γιατί ούτε για φωτοτυπίες δεν ήθελα να ξοδέψω. Τριάντα σελίδες εργασία γραμμένες με τα χεράκια μου με πέννα, σε τεράστιες κόλλες κομμένες από ένα μεγάλων διαστάσεων βιβλιόδετο τετράδιο (πάλι sic), απ' αυτά που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για να κρατάει το ημερολόγιο καταστρώματος, όταν ήταν καπετάνιος.

Πήρε την εργασία, με την υπόσχεσή ότι θα μου την επιστρέψει και βεβαίως εγώ ήξερα ότι δεν επρόκειτο να ξαναδώ ούτε την Ε., ούτε την εργασία μου.

Κατέθεσε, όπως πληροφορήθηκα από κουτσομπόλα παλιά συμφοιτήτρια και τότε εκκολαπτομένη βοηθό, κατέθεσε, λοιπόν την εργασία αυτούσια, το χειρόγραφό μου το ίδιο. Και φυσικά έγινε αποδεκτή από τον ωραιοπαθή λέκτορα πλέον, και πήγε στη Γαλλία, και διδακτορικό πήρε, και την ξανασυνάντησα μετά από χρόνια πάλι τυχαία. Κι όποτε τυχαία συναντιόμαστε, εδώ το 'χω αλλά δεν της το λέω.
Γιατί αν της το πω, αυτό που θέλω να της πω, να "της την πω" καλύτερα, τί θα έχω να θυμάμαι όταν έρχεται η Μαρτίου 12;


GEORGIOS XOIROVOSKOS by Bereketis Posted by Hello

Προς Αγαπητόν Γεώργιον Χοιροβοσκόν

Γράφω στο δικό μου μπλόγκ, γιατί είναι αδύνατον να σου γράψω comment στο δικό σου. Επίσης δεν μπορώ να δώ κανένα άλλο comment. Δες αν φταίει κάτι στις ρυθμίσεις.

Ο Αρτέμης Κουκουζέλης, μου επέστησε την προσοχή, ότι η απάντησή μου στην ερώτησή σου περί του ρητού του Χρυσοστόμου, ήταν κοφτή και ίσως επιθετική. Όχι όμως. Αυτό είναι το κακό, η το καλό με τα μπλόγκς. Ξέρεις έχω σχηματίσει την εικόνα της φυσιογνωμίας σου, όπως και των άλλων μπλόγκερ και σχολιαστών, και όταν σε διαβάζω ή σου γράφω το κάνω εν είδη διαλόγου άμεσου. Λοιπόν όταν σου απαντούσα είχαμε μια πάρα πολύ γλυκιά κουβέντα και απάντησα με υπομειδίαμα και μετά έβαλες τα γέλια.
Αλλά ο Κουκουζέλης που είναι εικονομάχος με υποχρεώνει να διευκρινίσω.
Λοιπόν το κάνω:
Κυριολεκτούσα. Τις ρήσεις αυτές, όπως του Χρυσοστόμου, έχω την εντύπωση ότι οι διάφοροι σοφοί παρότι τις διατυπώνουν σε πληθυντικό, ουσιαστικά τις απευθύνουν ατομικά. Και δεν μπορεί κάποιος από μας να αναλάβει να απαντήσει εκ μέρους όλων, δηλαδή στο γενικό "εγώ πιστεύω, ότι μπλα μπλα, εμείς όλοι μπλα μπλα, έτσι θα έπρεπε μπλα μπλα, και αυτό εννοούσε μπλα μπλα, άρα και εγώ όπως όλοι, και μάλλον βρίσκομαι καλύτερα από πολλούς άλλους που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση μπλα μπλα, λυπήσου με Θεούλη μου που είμαι τι καλό παιδί".

Σημειωτέον δε, επειδή μας διαβάζουν κι άλλοι: Μάλλον νιώθω αγνωστικιστής και μάλλον αισθητικώς με ενδιαφέρουν τα σχετικά και τα παρεμφερή αυτών ζητήματα.

προς επιτιτλισμόν

Το άωλον ερατίζω
και περινίβεται η βίνη μου
στο φάλος των ημενών.

Ο ορινίζων στεύει
απο τους ολοφρυγμούς:
"Οι Βάρδαλοι, οι Βάρδαλοι....".

(Μόνον σας παρακαλώ, μην το ονομάσετε "ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ", διότι τον τίτλον αυτόν τον έχει κατοχυρώσει ο Λαπαθιώτης, όπως άλλωστε και το στυλ, αλλά δεν με πειράζει να αντιγράφω άμα δεν πουλάω και άμα είναι για να γελάω. Εγώ το είχα ονομάσει: ΚΑΣΤΡΟΤΑΦΗ).

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2005

ΜΙΑ ΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑ ΣΚΕΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

ΥΛΙΚΑ για ένα πακέτο

1 πακέτο μακαρόνια τα πιο ψιλά, να προσομοιάζουν τα κινέζικα νουγκλς (Νο 1 στα Μπαρίλα, 12 στα Μίσκο, ή αντιστρόφως - δε θυμάμαι).
1 κολοκύθι.
4 πιπεριές κέρατα διαφέρουσες ως προς το χρώμα (κόκκινη, πράσινη, κίτρινη, πορτοκαλιά).
2 καρότα.
2 μάτσα ρόκα
Παρμεζάνα τριμμένη και παρμεζάνα άτριφτη.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ (δημοσία)

Βράζουμε τα μακαρόνια, ως κατωτέρω αναφέρομαι σε σχετική καταχώρηση. Πριν τα κατεβάσουμε κρατάμε ένα ποτήρι από το νερό τους.
Ψιλοκόβουμε τα κηπευτικά μας (όχι βέβαια τη ρόκα) σαν μπατονέτες, κατα μήκος, έτσι που να μοιάζουν κι αυτά με μακαρόνια.
Τα ρίχνουμε σε ανίλαδο τηγάνι και προσθέτουμε το νερό των μακαρονιών. Τα αφήνουμε να βράσουν και να πιούν το νεράκι και εν τω μεταξύ:
Μαδάμε το ένα μάτσο ρόκα και το κρατάμε στην άκρη. Τα κοτσάνια που περίσσεψαν και όλο το άλλο μάτσο ρόκα τα ψιλοκόβουμε.
Τα κηπευτικά μας έχουν πιη το νεράκι τους και τότε ρίχουμε λάδι να τηγανιστούν. Μόλις αρπάξουν ρίχνουμε την ψιλοκομμένη ρόκα και μαζί, λίγο κάρυ, τρία πιπέρια και μπούκοβο, βασιλικό και ρίγανη. Σβύνουμε με κρασί, άσπρο αρωματικό π.χ. Λήμνος να ναι και φθηνό.
Μετά ρίχνουμε μπόλικη σάλτσα σόγιας και σας υπενθυμίζω μη διανοηθείτε να προσθέσετε αλάτι, η σάλτσα σόγιας είναι ήδη πολύ αλμυρή. Κατεβάζουμε.
Τα μακαρόνια μας έχουν ψιλοκρυώσει. Ρίχνουμε λάδι από πάνω τους και τα ανακατεύουμε με το χέρι μας να πάει το λάδι παντού. Σε ένα τσουκάλι (προφανώς στο ίδιο που χρησιμοποιήσαμε) ρίχνουμε τα μακαρόνια και το παρασκεύασμα μας και ανακατεύουμε. Αν τα μακαρόνια δεν πάρουν όλα αυτό το υποκαφετί χρώμα της σάλτσας σόγιας, προσθέτουμε λίγο ακόμα.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Σε βαθύ μπωλ σαλάτας. Μία στρώση μακαρόνια, πασπάλισμα με τριμένη παρμεζάνα, κι από πάνω ρόκα μαδημένη. Δεύτερη στρώση μακαρόνια και το αυτό. Τρίτη στρώση και τελευταία μακαρόνια, από πάνω ρόκα μαδημένη έτσι που να τα καλύψει και από πάνω παρμεζάνα κομμένη φλούδες (με τον ειδικό φλουδοκόφτη). Αφήνουμε το πιάτο να κρυώσει για μισή με μία ώρα, διότι ξέχασα να σας πω, ότι πρόκειται περί σαλάτας μάλλον παρά περί μακαρονάδας.
Μόλις κρυώσει (σε φυσικό περιβάλλον, όχι κομπίνες με ψυγείο, θα βουτυρωθεί το λάδι), ρίχνουμε παρθένο λάδι ή καλύτερα αγουρέλαιο από πάνω. Θα δώσει μυρωδιά. Ραντίζουμε με μπαλσάμικο και ............. με Σαμιώτικο γλυκό κρασί.

Φροντίζουμε να έχουμε παγώσει ένα Σαμιώτικο κρασί και πριν φάμε πίνουμε ένα σφηνάκι.
Η μακαρονάδα_σκέτο_ποίημα τρώγεται και μόνη της και ως συνοδευτικό. Μόνη της θέλει το κρασί με το οποίο σβύσαμε, ή και ροζέ αγορείτικο.

Σε επόμενη καταχώρηση επιφυλάσσομαι για ένα ποίημα σκέτη μακαρονάδα........

Δευτέρα, Μαρτίου 07, 2005

ΜΙΚΡΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΙΣΟΤΗΤΟΣ

Κατ' αρχάς καλωσορίζω τον ευγενικό Γεώργιο Χοιροβοσκό.

Η ισότης, (των δύο φύλων, περί της οποίας ωμίλησες), είναι μάλλον θέμα θεολογικής γεωμετρίας:
Ο Θεός είναι πανταχού παρών. Άρα, απέχοντας μηδενικήν απόστασιν εξ όλων των όντων, απέχει εξ ίσου όλων των όντων. Ως εκ τούτου, όλα τα όντα, άρα και οι άνδρες και αι γυναίκες, ως απέχοντα εξ ίσου από τον Θεόν, μετέχουν της εννοίας της ισότητος δια της αποστάσεώς των από τον Θεόν.

Με αυτά και μ' αυτά μπορούσαν να περάσουν την ώρα τους μεσαιωνικοί θεολογίζοντες μαθηματικοί, ή μαθηματικίζοντες θεολόγοι.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο ότι οι λογικές αυτές ακολουθίες στερούνται...λογικής. Το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι είναι λογοτεχνικά στεγνές. Ενδιαφέρουσες, γίνονται μόνον ως κοσμολογικές θεωρίες, εκπεφρασμένες με κομψό μαθηματικό τρόπο, του οποίου τον απόηχο παπαγαλίζουμε λέγοντας: Έψιλον ίσον εμ επί σε τετράγωνο.
Πιστεύω, ότι η ισότης, μόνον ως μαθηματική έννοια είναι καλαίσθητη. Και λέω "πιστεύω", επειδή δεν γνωρίζω μαθηματικά. Το έχω ακούσει όμως να το λένε...........

Πέμπτη, Μαρτίου 03, 2005

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΤΑ ΜΑΚΑΡΟΝΙΑ

Από πού φαίνεται ο σεφ; Από το πώς φτιάχνει τα μακαρόνια.
Ένα σύνηθες πρόβλημα με τις μακαρονάδες είναι ότι όλοι δίνουν συνταγή για σάλτσες και κανείς για το πώς να μαγειρέψεις τα ίδια τα μακαρόνια.
Υπερόπτες σεφ.

Τα μακαρόνια είναι τίμια. Κυριολεκτικά. Κάποιοι τα ετυμολογούν από την λέξη μάκαρ. Και αιτιολογούν την ετυμολογία από το γεγονός ότι στην Magna Grecia τα μακαρόνια υπήρξαν, λέει, επιμνημόσυνος τροφή. Κόλλυβα.

Λοιπόν, τα μακαρόνια θέλουν όσο – ακριβώς – βράσιμο προβλέπει η παρασκευάστρια εταιρία. Μην ξεχάσετε πριν τον βρασμό να ρίξετε μια κουταλιά της σούπας αλάτι, αν και αυτό το θεωρώ ταμπού, είτε ρίξετε, είτε όχι, ουδεμία σημασία έχει. Σημασία έχει ο λιπασμός. Όχι βούτυρα, φυτίνες, κρέμες και ασυδοσίες. Λαδάκι. Αλλά πότε;
Όταν βράσουν, μισοστραγγίζουμε και αφήνουμε λίγο νεράκι μες στο τσουκάλι με τα μακαρόνια και ρίχνουμε το λάδι, με το μάτι, αλλά όχι πάνω από πέντε κουταλιές. Ανακατέβουμε, με την ξύλινη πηρούνα και στραγγίζουμε τελικά.
Από ‘ δω και πέρα εξαρτάται από τη σάλτσα, το πώς θα συμπεριφερθούμε.
Αν η σάλτσα έχει λιπαρά καθόμαστε φρόνιμα. Αν πάλι η σάλτσα έχει λίγα, έως καθόλου λιπαρά (σε επόμενο μάθημα θα σας μιλήσω περί αυτών), τότε ρίχνουμε λίγο λαδάκι ωμό από πάνω.
Έτσι φτιάχνονται τα ωραία μακαρόνια, όπως αυτό το ποίημα:


ΑΓΑΘΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

Τα βλέφαρα
εθήλαζαν το φως
και οι σκιές
ανέπτυσαν
το λάγνο άρωμά τους,
έθαλλαν και ελίσσονταν τα πόδια
αποκαλύπτοντας καλλίγραμμες
θεσπέσιες υποσχέσεις….

Κάποιες στιγμές
η οχλαγωγία
ορμούσε πεινασμένη,
γιατί πανάρχαια λεία της
είναι η ένταση,
την ώρα
που αμέριμνη πίνει νερό
από τα διψασμένα βλέμματα.

Τότε κι ο χρόνος
αποδρά μέσα απ’ τους τοίχους,
εντείνοντας τη δύναμη
της προσμονής.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2005

ΓΛΕΝΤΖΕΔΙΚΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ

Αφού μετά από ένα αυτογκάλοπ αντιλήφθηκα ότι τα περισσότερα σχόλια τα παίρνω με τις άθλιες συνταγές μου, θα το ρίξω στις συνταγές......(τόσα ποιήματα ούτε μία comment).

ΓΛΕΝΤΖΕΔΙΚΟ ΓΙΑΟΥΡΤΙ

Πάντα έχουμε στο ψυγείο μας γιαούρτια με χαμηλά λιπαρά προσδοκώντας την ημέρα της φώτισής μας, αλλά εν τω μεταξύ παραγγέλνουμε σουβλάκια. Τα καημένα τα γιαουρτάκια, περιμένουν υπομονετικά την ημερομηνία λήξης των, αποβλέποντας σε μία σεμνή τελετή απόρριψής τους στον κάδο. Εμείς όμως τους χαρίζουμε μερικές μέρες ακόμα διαμονής σε δροσερό περιβάλλον, αφενός διότι το κατοχικό σύνδρομο έχει περάσει και στις νεώτερες γενιές εν είδη τικ, αφετέρου διότι τους 'εχουμε προσδώσει υπόσταση συμβολική. Οπότε τα πετάμε αφού αγοράσουμε καινούργια, για να μην πιάνουν τάχα τόπο στο ψυγείο.
Στην σπάνια εκείνη περίπτωση που αντιληφθούμε εγκαίρως ότι αύριο λήγουν τα γιαούρτια μας, αλλά δεν έχουμε ακόμα ορίσει την ημερομηνία έναρξης της δίαιτάς μας, μπορούμε να πράξουμε τα εξής, υπό την προυπόθεση ότι ρε διάολε δεν έχουμε μόνο γιαούρτια στο σπίτι μας.

ΥΛΙΚΑ
γιαούρτια προς λήξιν
κέτσαπ, μουστάρδα, μαγιονέζα
λάδι
διάφορα άλλα (σκόρδα, κρεμμύδια, βασιλικός, ρίγανη, πιπέρια)
μία ντομάτα (του κερατά)
πουμαρό
τουρσάκια

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Τα γιαούρτια σε μια γαβάθα, ψιλοκομμένο το σκόρδο και το κρεμμύδι σε κυβάκια του ενός χιλιοστού.
Ρίχνουμε το λάδι, μπόλικο και ανακατεύουμε. Μετά λίγο μουστάρδα, λίγο κέτσαπ, λίγο μαγιονέζα και ξαναανακατεύουμε. Μετά ρίχνουμε το βασιλικό και τη ρίγανη και ξαναανακατεύουμε. Θα μπορούσαμε βέβαια όλα αυτά να τα είχαμε ρίξει από την αρχή μαζί στη γαβάθα και να τα ανακατεύαμε όλα μαζί, αλλά δεν θα είχε στυλ σεφ.

Χοντροκόβουμε την ντομάτα σε ροδέλες και την τηγανίζουμε στο λάδι με τα λάτια της τα πιπέρια της και τα μυρωδικά της. Πάει κι αυτό.
Εν συνεχεία παίρνουμε ψωμί (ξέρω ότι μόνο του τοστ έχετε) και το τηγανίζουμε στο ίδιο λάδι με αυτό της ντομάτας.

Μετά ρίχνουμε λίγο πουμαρό στο τηγάνι, με λίγο λαδάκι, βασιλικό και κρασάκι και φτιάχουμε μαι υποτυπώδη σαλτσούλα. Αλλά αν βρεθεί ροκφόρ ζων και αναπνέον, μη διστάσετε ρίχτε λίγο στην σαλτσούλα, να λιώσει και να την νοστιμίσει.

Τελευταίο κολπάκι. Αν περισσεύει ροκφόρ (μπλου τσιζ δηλαδή γιατί το ροκφόρ κάνει 30 ευρώ το κιλό) μπείτε στον εξής πειρασμό. Κόφτε το σε κυβάκια των 2 εκατοστών του μέτρου και τηγανίστε το σε ξερό τηγάνι. Γίνεται τραγανό και θα μας χρησιμέψει για γαρνιτούρα.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Σε πιάτα ατομικά από κάτω το τηγανισμένο ψωμί του τοστ. Από πάνω μια ροδέλα ντομάτα. Από πάνω το γιαουρτάκι της γαβάθας, από πάνω η σαλτσούλα να κολυμπά στο γιαουρτάκι, γύρω γύρω τα ροκφοράκια και στο άσπρο του πιάτου, όπως οι βυζαντινοί έγραφαν της σημειώσεις των στις ώες (δηλαδή στα περιθώρια των χειρογράφων) ρίχτε πιπέρια και βοτάνια. Ωραίο είναι ένα φυλλαράκι φρέσκος βασιλικός στη μέση της σάλτσας για διακόσμιση. Τα τουρσάκια γύρω γύρω.
Έχετε βασιλικό σε γλάστρα; Υπάρχουν και χειμωνιάτικοι.

Πάει με ρακή, ή βότκα. Καίγεσαι και δροσίζεσαι........

Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2005


TO OPION Posted by Hello

αποφθεγματάκι

Το "όριον της φτώχειας", ευρίσκεται μεταξύ αισθήματος και συναισθήματος. Διότι ο φτωχός το αισθάνεται, ενώ ο πλούσιος το συναισθάνεται.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2005

ΑΧΤΑΡΜΑΔΑΚΙ

κ α λ ή σ υ ν τ α γ ή ε ν α π ο γ ν ώ σ ε ι

ΥΛΙΚΑ
Οτιδήποτε στερεό και ήδη μαγειρεμένο στο ψυγείο μας, καθώς και περισσεύματα σαλάτας.
Π.χ. πατάτες γιαχνί, σπανακόρυζο, λίγο κοκκινιστό, σουβλάκι εκ παραγγελίας (εννοώ τυλιχτό, με τα σέα και τα μέα και τα τζατζίκια), ολίγη χωριάτικη, καθώς και ότι ψιλολόι μαρούλι, λάχανο. Επίσης δεκτά ήδη βρασμένα μακαρόνια και ρύζι παντιοτρόπως μαγειρεμένο, επίσης και όσπρια.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ψιλοκόβουμε όλα τα υλικά, ακόμα και τα ήδη ψιλοκομμένα.
Όλα στο τηγάνι, αφού έχει κάψει (μεταξύ των υλικών του αχταρμαδακίου σίγουρα υπάρχουν και κάποια λιπαρά, άρα δεν λαδώνουμε πριν). Λίγο κρασάκι, τάχα για σβύσιμο και για "σεφάρισμα", διότι είμεθα σεφ. Δεκτή και η ρετσίνα Κουρτάκη. Μια και βάλαμε κρασί ρίχνουμε και ένα φύλλο δάφνης αν έχουμε. Το μυστικό είναι η απόγνωσή μας και η διάθεση δημιουργίας.
Επίσης ένα άλλο μυστικό είναι η δια των μπαχαρικών πολιτισμική ισοπέδωση.
Κάρυ, όλων των χρωμάτων πιπέρι, πιπερόρριζα, σκόρδο ξερό (λίγο, διότι είμεθα σεφ), και από βοτάνια βασιλικό και ρίγανη. Ο καλός ο δήθεν σεφ, έχει απ' όλα τα μπαχάρια.
(Εν τω μεταξύ, μην το ξεχνάτε, όλα αυτά τηγανίζονται και όσο καθυστερείτε, τόσο αναβαίνουν τα λιπαρά που θα προσλάβετε τρώγοντας το αποτέλεσμα).

Και τώρα το κολπάκι: σάλτσα σόγιας.
Χρώμα και μυρωδιές εξωτικές και πλήρης ομογενοποίησις.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ
Πάει πολύ σε πιατέλλα. Στη μέση το αχταρμαδάκι.
Γύρω-γύρω τώρα: Αν έχουμε ψωμί το κόβουμε φετούλες ψιλές σα χαρτί και το περνάμε από το τηγάνι να καψαλιστεί, και μετά το στολίζουμε αφού το κόψουμε σε ημισελήνους, γύρω-γύρω στην πιατέλα.
Επειδή μάλλον έχουμε παρασκευάσει κάτι το επισφαλές, καταφεύγουμε σε ενδιάμεσους ασφαλείς στολισμούς που παίζουν τις σως, ήτοι, κομπαλάκια μουστάρδας, κέτσαπ και μαγιονέζας. Για άλλοθι διακόπτουμε την ακολουθία με κόμπους γιαουρτιού 1,5% λιπαρά.

Πολύ ιν είναι το αχταρμαδάκι-όχι τα περίγυρα- να το σκεπάσουμε με ρόκα και παρμεζάνα, εγώ φροντίζω να έχω πάντα.

Συνοδεύεται με ΚΑΠΝΙΑ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ. Τηλέφωνα επικοινωνίας 166 και βάλε......

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ
Το εν λόγω φαγητό, θεωρείται ιδιαιτέρως ερωτικό, διότι ο λόγος παρασκευής του, είναι σίγουρα ένα άλλο πρόσωπο. Κανείς δεν θα ήθελε να κάνει τέτοιο κακό μόνο για τον εαυτό του.



Δευτέρα, Φεβρουαρίου 14, 2005

ΚΥΡΙΑΚΗ ή ο Φωκάς είναι της μόδας, (αλλά το κείμενο απευθύνεται προσωπικά....)

Αντιλέγω σοι, Κουκουζέλη, (με τη σημασία του "απαντώ"), ως ο όχλος (vulgus) τω Φωκά:

"Πάλιν τον καύκον έπιας, πάλιν τον νουν απώλεσας".

Ο Φωκάς, ουδεμίαν σχέσιν έχων μετά του λαμπρού Νικηφόρου, ο Φωκάς σκέτο, υπήρξε ο μακροβιότερος αυτοκράτωρ κατά την εποχήν της αναρχίας μεταξύ Ιουστινιανού και Ηρακλείτου. Βασίλευσε οχτώ χρονάκια ολάκερα το υποκείμενον. Μέθυσος, καθάριζε τους αντιπάλους με το "ψεκάστε". Σχεδόν επέτυχε σύγχρονοί του ιστορικοί να του το κολλήσουν "Φωκάς ο Μέθυσος", αλλά φαίνεται ότι ο κατά πολύ μεταγενέστερός του Μιχαήλ ο Δ', υπερέβαλε αυτόν και η ιστορία μόνον αυτόν επισήμως ως μέθυσον γνωρίζει (αν και οι βυζαντινοί ιστορικοί είχαν κλίκες και κάνανε φίρμα όποιον γουστάριζαν, άσε που δεν είχε εφευρεθεί η τυπογραφία και η αναπαραγωγή χειρογράφων γινόταν στα μοναστήρια, άρα ήταν και λίγο θέμα κυκλοφορίας).

Γιατί τα (στα) λέω όλα αυτά;
Σα πιωμένος μου φάνηκες, τεσσεράμισι το μεσημέρι, έκανες ένα ορθογραφικό λάθος -πράγμα πρωτόφαντο-στο κομμάντ.... (Αφορμή, τάχα, για να γράψω.).

Ο Φωκάς, συχνά πιωμένος, έβγαζε λόγους στον ιππόδρομο. Ο vulgus τον περιλάβαινε με το στιχάκι που παρέθεσα. Μας τό 'χε ΄πεί ένας καθηγητής, μέγας βυζαντινολόγος, καλή του ώρα.
Τον είχα συναντήσει, σ' ένα καφενείο είκοσι χρόνια μετά το γυμνάσιο ( το εξατάξιο, αλλά δεν έχει σημασία, για όσους δεν το ξέρουν είμαι σαράντα έξι, να τα εκατοστήσω, ευχαριστώ). Κάπως θλιμμένος ήτανε κι είπα πως θα χαρεί, αν ένας παλιός του μαθητής τον χαιρετήσει. Τον χαιρέτησα. Δε με θυμόταν. Μετά από μέρες, περνώντας από το αυτό καφενείο τον ξανάδα. Τον ξαναχαιρέτησα. Περνώ συχνά, από αυτό το καφενείο. Δεν τον ξανάδα. Ξέρω ότι ζει, όπως ξέρω, ότι εξ αιτίας ενός ενοχλητικού παλιού του μαθητή, άλλαξε καφενείο...

Καύκο ονόμαζαν το κύπελλο που πίναν οι μέθυσοι το κρασί. Ίδια ρίζα με το καύκαλο, ίσως είχε και το σχήμα του - θυμίζω ότι θρυλείται για τον Κρούμο, τον βασιλεά των βουλγάρων, ότι έπινε κρασία από τα καύκαλα των εχθρών του. Ίσως, όμως και ο "καύκος" να ήταν ένα είδος μεζούρας, όπως λέμε μια "οκά". (Θα ψάξω στον Κουκουλέ και θα επανέλθω).

Το γεγονός είναι ότι τά 'χω τσούξει κι εγώ λίγο, Κυριακή.....

Κυριακή, Φεβρουαρίου 13, 2005

DIALOGO DELLA MUSICA ANTIQUA ET DELLA MODERNA


VINCENTIO GALILEI Posted by Hello

Σχόλιον επί του σχολίου5 εις το "περί ψευδωνυμίας", ή περί βαρετών βυζαντινών λογίων.
Ο Ιωάννης Κουκουζέλης ο μαΐστωρ και ο Πέτρος Μπερεκέτης ο γλυκύς, ων τα επωνύμια δάνεια των ημών ψευδωνύμων, υπήρξαν και εισέτι θεωρούνται και θαυμάζονται, ουχί ως λόγιοι υπό την τρέχουσαν έννοιαν, αλλ' ως υψίτεχνοι μελουργοί, του 12ου και του 17ου αιώνος αντιστοίχως, αιώνας ακμής δια την βυζαντινήν και μεταβυζαντινήν μουσικήν. Επιπλέον δε, τοιαύτην την σχέσιν έχουσιν μετά του γνωστού αστρονόμου και ερευνητού Γαλιλαίου, την επαγγελματικήν συνάφειαν μετά του πατρός αυτού Βικεντίου Γαλιλαίου, όστις υπήρξε μέσος αυτών, λαουτίστας και συνθέτης, ζήσας εν Φλωρεντία της Ιταλίας μεταξύ του χιλίου πεντακοσιοστού εικοστού και του χιλίου πεντακοσιοστού ενενηκοστού πρώτου μετά Χριστόν έτους.
Αλλά ας θέσω και το ερώτημα: Εις ποίους βαρετούς λογίους οφείλεται η δυτική αναγέννηση, επομένη δύο και πλέον αιώνων της ανατολικής;
Ταύτα, βραχέως.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 08, 2005

ΠΕΡΙ ΓΝΑΘΟΥ 1


Καθώς αναζητούσε
στον Παρνασσό ορειβάτης
ο όμιλος των ποιητών τη γλώσσα,
ευρέθη αιφνιδίως
εν μέσω κυνοδόντων,
κοπτήρων και γομφίων
και τραπεζιτών.
Εδόθη μάχη φονική
και έπεσαν μέχρις ενός.
Βαρύς χειμώνας σκέπασε τις χλαίνες τους,
αιώνια περιφρόνηση,
δίκαιη ανταμοιβή
για την πενία τους.

Το σούρουπο,
απλώθηκε στις ράχες
νωχελικός σκοπός από κουδούνια.
Κατέβαιναν στα χειμαδιά
τα ζωντανά τα έρμα,
ξοπίσω σέρνωντας
την πάχνη και το το χιόνι
-ώρα το γνέσιμο να πιάσουν οι γρηές
κι ο χρόνος ν’ αποκοιμηθεί.

Εκ παραλλήλου,
εντός ψυχρού ιατρείου
με υπόφαιους τοίχους,
ο οδοντίατρος
διέγνωσε:
“μόλυνσις, επιμόλυνσις,
κύστις και οίδημα
ίσως και φλεγμονή”.

(Παλιά τους έλεγαν αλμπάνηδες,
γιατί προτίστως ήτανε κουρείς-
τρισάθλια φάρμακα,
εμπόριο βρεφών,
άσπλαχνες μάνες,
κοντά κι οι δικηγόροι)

Κι ακόμα πιο τρισάθλιοι
οι φρονιμίται,
το "μεταξύ της αχρηστείας και του πόνου".

-Τι άραγες υπενθυμίζουν;

Η νιότη θα χαθεί,
ο μαρασμός
είναι το μέλλον των ανθέων,
την ηρεμίαν διαδέχεται
η τρικυμία
και τούμπαλιν.

Μεταξύ μας,
η εξαγωγή οδόντων,
ίσως επέλυε
το χρόνιον πρόβλημα
της εθνικής οικονομίας.





Κυριακή, Ιανουαρίου 30, 2005

ΕΠΙ ΠΛΕΟΝ ΔΕ.....

.....ο Σολωμός, όταν του τελείωνε το πιοτό , έπινε κολώνια. Είχα έναν συμφοιτητή, τώρα μοναχό, που ήταν ποιητής στις διαθέσεις, έγραφε κιόλας. Παχουλούτσικος και τώρα λόγω μοναχισμού τετράπαχος. Αυτός μου μίλησε γι αυτή την "μέθοδο υστάτης καταφυγής" του αλκοολικού Σολωμού. Είχε δε σκεφτεί το εξής κόλπο, (ο φίλος μου) :
Έπινε κολώνια και περίμενε να γίνει ποιητής, ίσως και εθνικός. Μόνο τόσο απόλυτοι άνθρωποι, πιστεύω, μπορούν να στραφούν στον μοναχισμό. Εγώ, αν γίνω λίγο ποιητής, δεν χρειάζεται να προσπαθήσω πολύ για να γίνω εθνικός. Είμαι ήδη. Και μάλιστα Εθνικός Πειραιώς.


Παρασκευή, Ιανουαρίου 28, 2005

ΕΚ ΤΟΥ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ

Είναι 12 και 29, μεσάνυχτα. Δίνω περιθώριο μέχρι τις μιάμισι για να γράψω κάτι, επειδή δεν πρέπει να πάει τσάμπα το ουισκάκι.
Το να γράφω απευθείας στο καλό, ήταν ένα εγχείρημα τακτικό της μαθητικής μου ηλικίας, που με ακολουθεί ως τώρα. Νόμιζα, τότε, ότι εξοικονομούσα χρόνο, αλλά έλιωνα τις γόμες. Τώρα, πληρώνω τον κοσμοτέ, μιας και γράφω ονλάιν, αλλά ευτυχώς εφευρέθηκε το μπακσπέις και το ντηλήτ. Και δυστυχώς, είμαι εκ φύσεως ανορθόγραφος και το γραφτήρι του μπλόγκ δεν έχει ορθογράφο, οπότε θα εκτεθώ.
Αλλά και μουσικά έργα έχω γράψει πολλά, σχεδόν όλα μου, χωρίς πρόχειρο. Να μου πεις, αν ήθελα να χτενίζω (κείμενα, μουσικά και μη) θα είχα γίνει κομμωτής (κειμένων, μουσικών και μη).
Τώρα μόλις την έκανα τη μαλακία....Φύσηξα να διώξω τη σκόνη από το γραφείο, αλλά το φύσημα σκόρπισε τις στάχτες απ' το τασάκι..., όχι, ευτυχώς δεν πέσανε στο ουίσκι. Τη γλίτωσα. Ξαναφυσάω και η καθαριότητα της νύφης επετελέσθη.
Λοιπόν, μάλλον φοβάμαι να λειτουργώ εκ του προχείρου, γι' αυτό γράφω συνήθως μια κι έξω στο καλό. Με το μπλόγκ είχα ψιλοκομπλάρει, αλλά τώρα ξεθάρρεψα. Ψευδώνυμος γαρ, φίλοι οι περισσότεροι που διαβάζουν, αλλά και οι άγνωστοι έρχονται με φιλική διάθεση.
Τα ίδια φοβικά πάθαινα παλιά και στις συναυλίες, όταν ήταν να παίξω, αργότερα όταν παιζόταν κάποιο έργο μου. Δεν μπορώ τον έλεγχο. Και ο ορθογραφικός έλεγχος του Γουόρντ με γεμίζει άγχος. Κοκκινάδια, κοκκινάδια, άσε μερικές φορές που μπαίνουνε και αδίκως, μόνο και μόνο επειδή το λεξικό δεν είναι ενημερωμένο. Άσε που αν τα ορθώς κοκκινισμένα τα εντάξεις στο λεξικό του ορθογράφου, νο προμπλέμ μετά.
Ο φόβος του λάθους είναι ο αντίποδας της αίσθησης του μάταιου. (SHOSHTOSH)
Ο έχων την αίσθησιν της ματαιότητος μπορεί να επιλέξει ελέυθερα μεταξύ του να τελειοποιεί ή να μην τελειοποιεί. Ο έχων τον φόβο του λάθους είναι αγκιλωμένος στις συνεχείς τύψεις και το άγχος. Από αυτά πάσχω.
Τα ξεπερνάω με το πιοτό λίγο (λέω ότι δεν πίνω και πολύ), αλλά σκατά.Οι τύψεις, τύψεις.
Γιατί δεν φχαριστιέμαι την ανεξαρτησία που ο ίδιος παρέχω στον εαυτό μου, παιδιόθεν. Αφού μια κι έξω γράφω στο καλό τις περισσότερες φορές, τι στην ευχή! Τύψεις επειδή δεν γράφω πρώτα στο πρόχειρο.
Και πως γράφουμε πρώτα στο πρόχειρο, όταν πρόκειται για σχέσεις ανθρώπων; Και ποιό είναι το καλό.
Μμμμμ....
Αυτά όλα μου μοιάζουν με καθήλωση στην παιδική ηλικία, γιατρέ μου. Ανωριμότης (και παρόλα αυτά πήγαμε και φαντάροι).
Τι γρήγορα που μετάνιωσα, που χθες έλεγα ότι βαριέμαι να γράψω....!
Καλά έκανα και μετάνιωσα. Χθες ήθελα να γράψω, αλλά βαριόμουν να γράφω πρώτα στο πρόχειρο και μετά στο καλό. Σήμερα έγραψα στο καλό κατ' ευθείαν.
ΤΥΠΩΘΗΤΩ

Πέμπτη, Ιανουαρίου 27, 2005

...estimara

exo tetoia variestimara na grapso to otidipote, akoma kai na dialekso ellinika fonts variemai. Diavazo kai oraia pragmata sta blogs ton allon filon.... den einai oi meres mou na grafo. as kleisei o minas etsi.........

Δευτέρα, Ιανουαρίου 17, 2005

ΠΕΡΙ ΨΕΥΔΩΝΥΜΙΑΣ επίμετρον

Επίσης ψευδώνυμο επιλέγουν οι κατά κυριολεξίαν εκπορνευόμενοι, για τους κατά μεταφοράν δεν θα ομιλήσουμε, γιατί δεν βγάζουμε άκρη και συνήθως αυτοί "εκδίδονται".
Συνήθως, οι πόρνες, οι ζιγκολό, οι τραβεστί με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσουν την ψυχή τους, ταυτίζοντας με αυτήν το αληθινό τους όνομα, ενώ το ψευδώνυμο με το σώμα.
Ουδείς όμως μπορεί να αποκλείσει, το να θεωρούν μερικοί εξ αυτών τους εαυτούς των καλλιτέχνες και έτσι να θεωρούνται και από πολλούς άλλους, οπότε κατ' αυτόν τον τρόπον υπάγονται τα ψευδώνυμά των εις την κατηγορίαν των καλλιτεχνικών.

ΠΕΡΙ ΨΕΥΔΩΝΥΜΙΑΣ

Η διαπραγμάτευση αυτού του θέματος μου φέρνει κατ’ αρχάς στο μυαλό ότι «στου κρεμασμένου το σπίτι δεν μιλάμε για σκοινί». Οι περισσότεροι που διατηρούν μπλογκ έχουν ψευδώνυμο και συνεπώς ιδίαν πείραν των αιτίων αυτής της επιλογής.
Κομίζων γλαύκα εις Αθήνας, θα πω ότι το ψευδώνυμο είναι ένα ένδυμα που χαρίζει αμέσως σ’ όποιον το ενδυθεί την αίσθηση ότι……. «υποδύεται».
Και γιατί να επιλέξει κάποιος να εμφανίζεται με ψευδώνυμο; Ας πιάσει πάλι δουλειά ο Τέλης. Ψευδωνύμου μετέρχεται:

1. Αυτός που δεν του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του. Είναι ή του φαίνονται κακόηχα, μισεί τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, ή νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του είναι αιτία οι άλλοι να τον περιγελούν ή είναι δυσπρόφερτο. Τέλος πάντων το άκουσμα του ονόματός του σε προσφωνήσεις, αλλά και όταν υποχρεούται να το πει, του προξενεί κράμπες στο στομάχι.
2. Ο καλλιτέχνης, που επιλέγοντας κάποιο ψευδώνυμο, είναι βέβαιος πως, είτε αποφεύγει την άμεση σύνδεσή της βδελυρής επιλογής του με το οικογενειακό του όνομα (οπότε ουδείς θα τον κατηγορήσει ότι το λέρωσε), είτε απλά συμμορφώνει την επωνυμία του με την προσδοκώμενη καλλιτεχνική του εικόνα και πορεία, διότι ένα ωραίο όνομα πάντα στέκει πιο καλά, άμα πρόκειται για καριέρα. Σε ειδικότερες περιπτώσεις, κάποιος καλλιτέχνης, είναι ή αισθάνεται καταξιωμένος στον χώρο του και θέλοντας να δοκιμάσει να εκφραστεί σε άλλο χώρο επιλέγει ένα ψευδώνυμο, ώστε να νιώθει ασφαλής και ευδιάκριτος.
3. Το λαμόγιο και ο (μεγαλο- ή μικρο-)-απατεώνας. Θολώνει τα νερά στην πιάτσα, χάνεται ευκολότερα, εξαπατά.
4. Ο συνωμότης, ο αντάρτης, ο τρομοκράτης, ο λαθρομετανάστης και γενικά ο υπό τον φόβο της διώξεως παράνομος.
5. Αυτός που ενώ του αρέσει το όνομά του και το επώνυμό του, είναι εύηχα, αγαπάει τον πατέρα του, την οικογένειά του, το νονό του, νομίζει ότι το ονοματεπώνυμό του προξενεί σεβασμό, αλλά θέλει να αστειευτεί με τον εαυτό του και διαλέγει ένα ψευδώνυμο ιλαρό.

Όπως και να ‘χει, αυτός που φέρει ψευδώνυμο, όπως είπαμε υποδύεται. Ποιον; Αυτόν τον άλλο, τον ευεργέτη το μεγάλο. Με αυτόν τον άλλο η ύπαρξή του τον απατά και μάλιστα εν γνώσει του. Και δεν της κρατά καμία κακία, αντιθέτως της το επιβάλλει. Πρόκειται, δηλαδή, περί ενός ιδιόμορφου αυτοερωτικού τριγώνου.

οι παχουλές αναρτήσεις (όσο τις διαβάζετε τόσο παχαίνουν)